Γράφει η Σίσσυ Βωβού
Σήμερα, με την ευκαιρία της ταφής του έκπτωτου πλέον και πάντα μισητού βασιλιά, θυμόμαστε μια μεγάλη λαϊκή εξέγερση, την πρώτη μεγαλύτερη στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Τα Ιουλιανά δεν τα ξέρουν οι νέες γενιές, και είναι απορίας άξιον πώς τόσες μέρες, που συζητούνται τα ιστορικά γεγονότα του πραξικοπήματος του 1965, τα Ιουλιανά, η δυναμική τους και η σημασία τους δεν απασχόλησαν το δημόσιο λόγο από πλευράς αριστεράς.
Ήταν η μαζική κάθοδος των λαϊκών δυνάμεων στο δημόσιο χώρο, από την Αθήνα πρωτίστως, τη Θεσσαλονίκη δευτερευόντως και όλες τις πόλεις της Ελλάδας. Οι διαδηλώσεις, για 50 ημέρες, ήταν μαζικές, γεμάτες δύναμη και ενθουσιασμό, μαχητικές, ασυγκράτητες, «οχλοκρατικές» αφού δεν υπάκουαν σε καμία «επίσημη» δύναμη. Ούτε αυτή της Ένωσης Κέντρου που αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση από το βασιλιά και το βαθύ στρατιωτικό κράτος και παρακράτος, ούτε από τη «συνετή» ηγεσία της αριστεράς, την ΕΔΑ. Με λίγα χρόνια ήταν γεμάτες «προβοκάτορες».
Εδώ να πούμε για τον υπέροχο 23χρονο αγωνιστή Σωτήρη Πέτρουλα, που σκοτώθηκε ή συνειδητά στοχοποιήθηκε και δολοφονήθηκε μέσα στο πλήθος στις 20 Ιουλίου.
Ο λαϊκός αγώνας ξεκίνησε αυθόρμητα την ίδια μέρα που ο βασιλιάς έπαψε την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, που είχε εκλεγεί στις αρχές του 1964 με το συντριπτικό ποσοστό του 53%, στις 15 Ιουλίου. Ο κόσμος βγήκε σε αυθόρμητη διαδήλωση, χωρίς κανένα κάλεσμα, που την ακολούθσαν σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις μέχρι το τέλος Αυγούστου.
Οι διαδηλώσεις καλούνταν από διάφορους φορείς, το κόμμα της Ένωσης Κέντρου, την ΕΔΑ, συνδικαλιστικές ή κοινωνικές οργανώσεις, τους δημοκρατικούς δικηγόρους, την ΕΦΕΕ. Ο λαός ανταποκρινόταν αλλά δεν ακολουθούσε τη συνετή πολιτική να «διαλυθούμε ησύχως», μετά από κάποια ώρα, από την περιφρούρηση της ΕΔΑ κυρίως, γιατί η ‘Ενωση Κέντρου μπορεί να είχε μάζες, αλλά όχι και τόσο οργανωμένες δυνάμεις.
Ούτε και ακολουθούσε ο λαός τα συνθήματα των μεγάλων παικτών, που ήταν «δημοκρατία» κυρίως ή «Παπανδρέου» αλλά έλεγε αντιμοναρχικά, όπως «δεν σε θέλει ο λαός, πάρε τη μάνα σου κι εμπρός», «κάτω η μοναρχία», και άλλα απαγορευμένα και προβοκατόρικα. Τραγουδούσε επίσης αιματοβαμμένα τραγούδια, όπως την «Ξαστεριά» με διάφορες παραλλαγές στους στίχους και άλλα. Γιατί υπήρχαν και μικρότεροι παίκτες, όπως οι τροτσκιστικές και μαοϊκές οργανώσεις, αλλά και η ΠΑΝΔΗΚ, οργάνωση στην οποία ήταν μέλος ο Πέτρουλας.
Α, ο λαός έκανε και μια γενική απεργία στις 27 Ιούλη, με μεγάλη επιτυχία και μαζικότητα.
Οι διαδηλώσεις καθημερινά, στην Αθήνα, είχαν από 15.000 έως 80.000 συμμετοχή, και αναλογικά στις άλλες πόλεις. Δηλαδή επρόκειτο για μια δυναμική μειοψηφία του λαού, που είχε όμως την κρίσιμη μάζα για γενικότερες παρεμβάσεις. Για παράδειγμα θα μπορούσε κάλλιστα να καταλάβει τη Βουλή και να πει στον Παπανδρέου έλα τώρα εσύ εδώ με την κυβέρνησή σου, ή κάτι πιο προχωρημένο. Αλλά κάτι τέτοιο θα θεωρείτο ιερόσυλο από τον Παπανδρέου, πάντως δεν επετράπη να γίνει, όχι λόγω της αστυνομικής καταστολής, αλλά όσο της λοβοτόμησης των συνειδήσεων, κάτι που δεν αποτελεί πρωτοτυπία της σημερινής εποχής.
Η καταστολή ήταν καθημερινή, οι αστυνομικοί ξεχαρμάνιασαν μετά από τόσα χρόνια σχετικής «ηρεμίας», αν και τα Ιουλιανά ήταν το απόγειο ενός μεγάλου κινήματος που όρθωνε το κεφάλι μετά το 1960 με τους οικοδόμους, το φοιτητικό κίνημα και άλλους κλάδους. Κάθε βράδυ δακρυγόνα, αύρες, πυροσβεστικές, τα οποία όμως, ας το παραδεχτούμε, δεν αντιμετωπίζονταν με μεγάλη αβρότητα από τον εξεγερμένο «όχλο». Όσο για εμάς τα κορίτσια ή τις γυναίκες που ήμασταν στις διαδηλώσεις, οι αστυνομικοί είχαν μια κοινή γραμμή: πουτάνες ή πουτανάκια μας έλεγαν όποτε μας έβρισκαν μπροστά τους. Έκαναν και ανάλογες κινήσεις, εκτός του γκλομπ.
Μεγάλο μέρος των ανθρώπων της πρώτης γραμμής, φορούσε μάλιστα και μαντήλι που σκέπαζε από τη μύτη και κάτω, τόσο για να προστατεύεται από τα δακρυγόνα όσο και για να μην αναγνωρίζονται τα πρόσωπα από τις φωτογραφίες. Ε, εδώ βέβαια τι να κάνουν και οι δημοκρατικοί επώνυμοι της εποχής, είχαν ξεκινήσει έναν αγώνα εναντίον των μαντηλοφορούντων, των προβοκατόρων, των ανθρώπων της ασφάλειας. Οπότε, όλοι αυτοί οι πρωτοστατούντες είχαν κι άλλον εχθρό, εκτός από τις αστυνομικές δυνάμεις.
Το σύνθημα κάτω η μοναρχία δεν ακούστηκε από κανέναν επίσημο φορέα, ενώ αποθαρρυνόταν ευγενικά ή με ξύλο από τους φρουρούς της τάξης του πνεύματος και του σώματος.
Αυτοί όμως οι μικρότεροι παίκτες, εμείς οι αριστεριστές και οι λίγες αριστερίστριες, υποστήριξαν τέτοιου είδους προχώ συνθήματα, αφού ο λαός τα ήθελε, κι αφού βρίσκονταν στον αφρό του κύματος εκφράζοντας τις προσδοκίες του.
Να μην προκαλούμε, έλεγαν οι μεγάλοι παίκτες, γιατί η αντίδραση θα προχωρήσει σε δικτατορία.
Και δυστυχώς, αυτοί που τα έλεγαν, μαζί με χιλιάδες άλλους και άλλες, βρέθηκαν πίσω από τα σίδερα, μόλις μετά από ενάμισυ χρόνο.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ η εξέγερση δεν άνοιξε τότε νέους δρόμους. Θα δούμε για το μέλλον, έστω κι αν διαρκεί πολύ. Και σίγουρα τώρα είναι η ευκαιρία να ανασκαλέψουμε το υπέροχο παρελθόν, αυτή τη λαϊκή εξέγερση.