Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 7-8-9 Ιανουαρίου 2022.
0. Εισαγωγικά
Το “σχέδιο αρχών δημοκρατικής λειτουργίας” που κυκλοφόρησε είναι μια καλή διακήρυξη αρχών και, κυρίως, προθέσεων και διαθέσεων που θα μπορούσε να κωδικοποιήσει τη σημερινή μας ύπαρξη. Θα ήθελα ωστόσο να κάνω μερικές παρατηρήσεις κυρίως ως παρακαταθήκη για τη συνέχεια, στο μέτρο που ένα οργανωτικό πλαίσιο μπορεί να μας επιτρέψει να λειτουργήσουμε ή και να σηματοδοτεί τις διαθέσεις μας, μπορεί όμως, αν παρθεί ασυλλόγιστα, και να περιπλέξει αχρείαστα ενδεχόμενες κακοτοπιές, που μάλιστα δεν είναι απρόβλεπτες.
1. Πολιτική αλλοτρίωση
Η γενική φυσιογνωμία (το “προοίμιο”) του καταστατικού δεν μπορεί, ασφαλώς, να συμπεριλάβει τα πάντα, ωστόσο η ίδια η αναφορά τους, συμβολικά, είναι κρίσιμο να εμπεριέχει την ανάγκη αυτο-χειραφέτησης των ίδιων των εργαζομένων, των καταπιεσμένων, των πληθυσμώνσ.1 Διαβάζοντας τις προτεινόμενες “Θέσεις” ίσως έβρισκε κάποιος την κριτική αυτή του “καταστατικού” ως υπερβολική, γιατί εκεί επαναλαμβάνεται η ιδέα της αυτονομίας των μαζών, των κινημάτων, από την όποια πολιτική συλλογικότητα, η οποία θα έπρεπε, συγχωνευόμενη στο εσωτερικό τους, να ενισχύει τη δική τους δυναμική. Παρά την ορθότητα αυτής της τοποθέτησης, ωστόσο, το ζήτημα του ρόλου μας σε μια χειραφετητική προοπτική δεν εξαντλείται στη διατύπωση και, για αυτό, αφήνω τις παρούσες παρατηρήσεις για περαιτέρω προβληματισμό (ακόμα περισσότερο που και διατυπώσεις όπως της πολιτικής ομάδας ως “εγγυήτριας” για την πορεία των μαζών επίσης προβλήματα μπορεί να θέτει). [Εκ των υστέρων υποσημείωση, 23/12/2021].. Γιατί η οικοδόμηση μιας πολιτικής οντότητας (μιας “οργάνωσης”) αναγκαστικά εντάσσεται σε μια κοινωνία της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η απαλλοτρίωση της δυνατότητας αυτοκαθορισμού των ανθρώπων από τις κεφαλαιοκρατικές εξουσίες (οικονομικές, πολιτικές, κλπ.). Στην ανατροπή τους πρέπει να στοχεύουμε.
Ό,τι και να πούμε εμείς (και προφανώς θα έπρεπε να το λέμε) η “πολιτική”, ορισμένη από την αστική κοινωνία, είναι αναγκαστικά η δραστηριότητα αυτονομημένων μηχανισμών (κομμάτων, λεσχών, οργανώσεων, κλπ.) που, στην καλύτερη περίπτωση, θέτουν, στην πασαρέλα της, απλώς υποψηφιότητα για να κερδίσουν παθητική πελατεία. Ο ρόλος μας ως οργάνωσης που “αντιπαλεύει τον καπιταλισμό” και δη με στόχο την “κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο” θα έπρεπε να αμφισβητήσει την πολιτική αυτή αλλοτρίωση, ιδιαίτερα και ειδικά για τον εαυτό μας, και όχι μόνο λεκτικά, το οποίο έχει σημαντικές επιπτώσεις στο τί και πώς κάνουμε.
Από αυτή την άποψη, ορισμένες φόρμουλες μου φαίνονται προβληματικές, ιδιαίτερα καθώς πουθενά δεν καταγγέλλεται η πολιτική αλλοτρίωση (ή δεν διευκρινίζεται, αντίστροφα, ότι η χειραφέτηση δεν είναι δικό μας έργο ή έργο “πρωτοποριών”, αυτονανακηρυγμένων ή όχι, αλλά των ίδιων των μαζών). Γιατί, έτσι, η ιδέα που αφήνεται να πλανάται είναι πως εμείς, ως πολιτική οντότητα, έχουμε σχέδιο για να φτιάξουμε (εμείς και όχι οι μάζες) μια καλή κοινωνία, κατά το κλασικό πρότυπο της αστικής επανάστασης και των “λεσχών” της (ή “εταιρειών”, όπως π.χ. η φιλική εταιρεία), το οποίο όμως αυτοαναιρείται. Παραδείγματα:
– η σύγκρουση “κεντρικά με το αστικό μπλοκ εξουσίας” ως “στόχος του πολιτικού σχηματισμού” εύκολα θα μπορούσε να γλιστρήσει προς μια υπερσχηματική μπλανκική αντίληψη σύγκρουσης μηχανισμών, ελλείψει των αναγκαίων μαζών τις οποίες δεν πρέπει να έχουμε ως στόχο, με ή χωρίς ανάθεση, να εκπροσωπήσουμε και να υποκαταστήσουμε. Καταλαβαίνω πως υποκειμενικά η ιδέα εδώ δεν είναι αυτή και μάλλον είναι η, πραγματική, ανάγκη της πολιτικής οντότητας να κάνει πολιτικά και ιδεολογικά βήματα πιο πέρα από τον καταγεγραμμένο συσχετισμό, για να μην αναπαράγει τον πεσιμισμό και τη μιζέρια του “είναι”. Όμως, αυτός δεν ανατρέπεται με απλή “πυροδότηση”, όπως σωστά άλλωστε υποδηλώνεται σε άλλο σημείο, για το “σεβασμό” της “αυτοτέλειας και σημασίας” των κινημάτων και άρα και των μαζών. Η δική μας ένταξη “ως οργανικό κομμάτι” των κινημάτων, των κοινωνικών χώρων και των ίδιων των μαζών πρέπει να γίνει, ασφαλώς έμπρακτα αλλά και, προγραμματικά, το οποίο όμως είναι ταυτόχρονα και συνεχώς προβληματικό, στο μέτρο που δεν ζούμε σε μια διαρκή ή συνεχή κινητοποίηση των μαζών. Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και το σημείο από το οποίο πέρασε ο εκφυλισμός πραγματικών κοινωνικών οργανώσεων και κομμάτων (και ο ρεφορμιστικός, αλλά και ο αριστερίστικος) και συνεχίζει να περνάει με την υπεροψία της αυτοανακήρυξης και της ανάληψης – ανάθεσης, δηλαδή “πρωτοποριών” που αναλαμβάνουν αυτές να “κάνουν” την ιστορία στο όνομα της ανθρωπότητας.
– κάτι ανάλογο θα έλεγα ότι πηγάζει και από μια (έμμεση) αντίληψη ανταγωνιστικότητας μεταξύ διαφορετικών λαϊκών οντοτήτων, παρά τις λεκτικές προσπάθειες για “αποφυγή των κακέκτυπων του παρελθόντος”, για “διαφορετικά υποδείγματα”, για “διαλεκτική σχέση αλληλοτροφοδότησης”, κλπ. Αν η ένταξή μας στις μάζες και στους αγώνες τους παίρνει τη μορφή απλής “παρέμβασης”, θα χρειάζονταν αρκετές διευκρινίσεις για να μην είναι ένας απλός ανταγωνισμός απέναντι σε ένα παθητικό κοινό, δηλαδή να μην αναπαράγει αριστερά την επικρατούσα και περιρρέουσα αστική πολιτική αλλοτρίωση όπως δυστυχώς συχνά συμβαίνει. Και ότι, αντίθετα, ο ρόλος ενός πολιτικού σχηματισμού θα ήταν να βοηθήσει, να οργανώσει, να μεταβιβάσει εμπειρίες και μνήμες -και αυτό μπορεί να γίνει με αρκετά απρόσμενους τρόπουςσ.2Σκέφτομαι π.χ. τις παρατηρήσεις του Ζιλμπέρ Ασκάρ για το ρόλο δικτύων στη σουδανική επανάσταση ή στο αμερικάνικο BLS..
– σε αυτό δεν βοηθάει, τέλος, και η ιδιοποίηση μιας λεκτικής μορφής που εμένα με ξενίζει, έστω και αν έχω καταλάβει μια (αντίστροφη) υποκειμενική της χρήση από τη νέα γενιά. Εννοώ την αναφορά σε ένα, όχι μόνο “αγωνιστικό”, αλλά και “ανταγωνιστικό” κίνημα (ή αριστερά). Γιατί ακριβώς όχι μόνο η ανταγωνιστικότητα αποτελεί τη βάση της αστικής ύπαρξης, μέσω της αγοράς και του κανιβαλισμού, αλλά και ειδικότερα σε πολιτικό επίπεδο είναι που πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με την ιδέα μιας απλής ανταγωνιστικότητας των πολιτικών σχηματισμών στο εσωτερικό των μαζών: οι διαφωνίες, οι αποκλίσεις έχουν πραγματικές ρίζες, εκφράζουν υλικές διαφορές, στο εσωτερικό μας, που μετασχηματίζονται και σε σχέδια και σε προγράμματα για τον κόσμο και τις μάζες, που μπορεί επιπλέον να είναι ενίοτε και χρήσιμες, άρα εκ των προτέρων και θεμιτές, και δεν είναι απλώς ανταγωνιστικά καλλιστεία ανάμεσα σε υποψήφιους δημιουργούς ιστορίας.
Όχι πως αυτά που γράφω εδώ δίνουν απάντηση σε όλα τα ζητήματα του τί κάνουμε, ως πολιτική οντότητα, ή ως ενταγμένοι στους αγώνες: γιατί ακόμα και ελάχιστα να έχει κάποιος/α βρεθεί μέσα σε κάποιο μαζικό χώρο ξέρει πως οι απαντήσεις δεν είναι απλές, δεν έχουν έτοιμες συνταγές. Όμως, η κατεύθυνση πρέπει να έχει ως μπούσουλα την αυτο-χειραφέτηση των μαζών, όχι τη λύση μιας γνωστικής πρωτοποριακής “αποκάλυψης”.
2. Αντιπροσώπευση, δημοκρατία, … και πολιτική
Το δεύτερο σημείο που ήθελα να παρατηρήσω είναι ότι, στην προέκταση της πολιτικής αλλοτρίωσης, αυτή ενσωματώνεται συνήθως και στο εσωτερικό των δομών, αποξενώνοντας τις εκπροσωπήσεις από τους εκλέκτορες ή τη βάση τους. Είναι ασφαλώς πολύ θετική η διάθεση κωδικοποίησης, στις δικές μας δομές, εξασφαλίσεων σε σχέση με τέτοιες αυτονομήσεις ή αποξενώσεις. Αυτή είναι μάλιστα και η κύρια λειτουργία ενός καταστατικού (οι “εξασφαλίσεις”).
Ωστόσο, επειδή ακριβώς η πολιτική αλλοτρίωση δεν πηγάζει από τις ίδιες τις οργανωτικές αρχές (παρόλο που μπορεί να ενσωματώνεται εν μέρει σε αυτές, όπως το θεωρούσε ο Robert Michels), αλλά μάλλον ριζώνει στον “εξορθολογισμό” της αστικής κοινωνίας (και στην αλλοτρίωσή της όχι μόνο πολιτικής), καθώς και στο βάρος του κεντρικού της κράτους και, έτσι, άρα και στη στρατηγική διάσταση του δικού μας προγράμματος (ακόμα και αδιατύπωτα -πέραν της “αυτοχειραφέτησης”), για αυτό και δεν υπάρχουν έτοιμες συνταγές αποφυγής της. Ή μάλλον υπάρχουν γενικές κατευθύνσεις προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, που πρέπει να έχουμε υπόψη μας, για να ελέγξουμε (και να μην παρασυρθούμε από) τις δυναμικές τους.
Οι “γενικές” αυτές κατευθύνσεις, όμως, δεν είναι απλώς υποκειμενικές διαθέσεις, που είναι σωστό ασφαλώς να διατυπώνονται, αλλά δεν αρκούν. Μπορεί ορθά να θέλουμε να “καθρεπτίσουμε” “τις αρχές της κοινωνίας που οραματιζόμαστε”, όμως στο ενδιάμεσο, αντίθετα, η ρίζα της πολιτικής τους αναπαραγωγής εγγράφεται στους πολιτικούς τύπους της κοινωνίας που φιλοδοξούν να ανατρέψουν. Ας έχουμε, έτσι, υπόψη μας, για παράδειγμα, ότι οι δύο καταστατικές, εναλλακτικές, προτάσεις για το πανελλαδικό μας όργανο, η μία πιο αισιόδοξα για “συμβούλιο” και η άλλη πιο απαισιόδοξασ.3 Η “αισιοδοξία”, εδώ, έχει σχέση με την εκτίμηση για την ετοιμότητά μας να συγκροτούμαστε πολιτικά. για “συντονιστικό” (άρθρο 3.5) μπορεί και οι δύο να θέλουν την όποια εκπροσώπηση να πηγάζει δεσμευτικά από τη βάση του, όμως δεν είναι οργανωτικά που εξασφαλίζεται η εκφραστικότητα της βάσης από τους εκπροσώπους της και θα μπορούσε μάλιστα και να την υπονομέψει.
Ο λόγος είναι ότι δεν φιλοδοξούμε στη συγκρότηση μιας συλλογικότητας καθεαυτής, που βρίσκεται εκεί πέρα, αντικειμενικά, (της “τάξης καθεαυτής”, που έλεγε ο Μαρξ), αλλά σε έναν ειδικότερα “πολιτικό σχηματισμό”, όπως λέει και το προοίμιο (άρθρο 2.2), με “στρατηγικό ορίζοντα”, δηλαδή ειδικά πολιτικό, για τον “κοινωνικό μετασχηματισμό”, κλπ.. Ασφαλώς, δεν υπάρχουν σινικά τείχη μεταξύ των διάφορων αυτών οργανωτικών τύπων, όμως η εισβολή της πολιτικής, και δη της κεντρικής πολιτικής, κινδυνεύει βίαια να διαλύσει μια δικτυακή οργανωτική βάση, που θα καμωνόταν ότι ζει σε έναν φιλήσυχο κόσμο. Και δεν είναι οι οργανωτικές, ούτε οι ρητορικές, εξασφαλίσεις που θα μας προφυλάξουν (έστω και αν χρειάζονται και αυτές)σ.4 Τα ζητήματα αυτά έχουν απασχολήσει και θα συνεχίσουν να απασχολούν όλες τις διαδικασίες πολιτικών ανασυνθέσεων, όχι μόνο στην Ελλάδα. Μια και είχαμε παλαιότερα μεταφράσει μερικές από αυτές τις αναζητήσεις κατά τη συγκρότηση του γαλλικού NPA μπορεί κάποιος να δει ότι και οι δικές μας συζητήσεις δεν είναι πρωτόγνωρες. Βλέπε, π.χ., Samy Joshua “Εκλογική «αποτελεσματικότητα» και δικτυακή αντι-οργανωτικότητα” 4/6/2007 και “Ένα κόμμα; Ποιο κόμμα;” 5/6/2008.. Είναι η συνείδηση των ιστορικών διακυβευμάτων, είναι η θεμελιώδης προγραμματική κοινότητα και είναι ασφαλώς και η κωδικοποίηση των προβλεπτών αντιξοοτήτων -ειδικά πολιτικών.
Δύο σχετικά με αυτό ζητήματα, λοιπόν:
2.1 Ποσοστώσεις
Είναι απολύτως σωστή η χρήση ποσοστώσεων, γιατί δεν μπορούμε να αφήσουμε τη σύνθεση ατομικών προτιμήσεων να τις αναδείξει αυθόρμητασ.5 Για το ζήτημα αυτό και τις εκλογές στο εσωτερικό μας, μπορώ να παραπέμψω, για όποιον ενδιαφέρεται, σε ένα κείμενό μου που πραγματεύεται σχετικά ζητήματα σε αρκετά διαφορετικό πλαίσιο, καθώς είναι του 2008, στη δική μου οργάνωση τότε: “Για την οικοδόμηση ηγεσιών και τις περιπλοκές της…” (2008) [και σε .pdf]. Τα οργανωτικά ζητήματα εκφραστικότητας, ποσοστώσεων, κλπ., (αλλά και άλλων σημείων, όπως των “δεσμευτικών εντολών”, κ.ά.) δεν έχουν αλλάξει άλλωστε!. Όμως, δεν είναι αλήθεια ότι η οργανωτική τους συσσώρευση καταλήγει σε εκφραστικά σώματα, για να μην πω και συνεκτικά (και χωρίς να ασχοληθούμε καν με την πρακτική τους δυνατότητα…). Μπορεί μάλιστα να ακυρώσει και την πολιτική τους ουσία.
Μετρώντας τις ποσοστώσεις που αναφέρονται ως αναγκαίες στο “σχέδιο αρχών”, μπορούν να καταγραφούν τουλάχιστον τέσσερεις (στην πιο “συντονιστική” έκδοση του οργάνου, η τοπικότητα είναι πιο ευθεία): ποσόστωση περιφέρειας (ή νομού), ποσόστωση επαρχίας (των “εκτός Αττικής”), ποσόστωση φύλου, ποσόστωση ανανέωσης. Η ιδέα προφανώς είναι ότι, αν το κεντρικό όργανο, προέρχεται από την παράθεση των αντίστοιχων κατηγοριών, τότε θα μπορεί και να τις αντιπροσωπεύει αναλογικά. Όμως, ακόμα και αν ίσχυε αυτό (έχω αμφιβολίες), η πολιτική τους σύνθεση γίνεται εξαιρετικά προβληματική, ακόμα περισσότερο όταν ζητείται από τους εκπροσώπους να είναι απλώς εκπρόσωποι (και δη “δεσμευτικά” -στη δεύτερη, συντονιστική, εκδοχή αυτό είναι μάλιστα καταστατικά επιτακτικό). Και, ακόμα σοβαρότερα, η ποσόστωση π.χ. γυναικών μετατρέπεται, από κεντρικό πολιτικό ζήτημα της πάλης των τάξεων, σε δευτερεύουσα (μεταξύ άλλων) “αντιπροσώπευση” κάποιας κατηγορίας της κοινωνίας, την οποία επίσης θα πρέπει οι εκπρόσωποι (γυναίκες αυτή τη φορά) να αντιπροσωπεύουν “δεσμευτικά”. Εξού μου φαίνεται ότι, πολλαπλασιάζοντας τα στρώματα ποσόστωσης, τελικά ακυρώνουμε την πολιτική ουσία τους. Έτσι:
- Η ποσόστωση γυναικών γίνεται για στρατηγικούς λόγους όχι για λόγους ισορροπιών στο εσωτερικό μας και καθόλου άλλωστε για λόγους αντιπροσωπευτικότητας (ίσα-ίσα: ζητάμε διάκριση, θετική, και εν δυνάμει δυνατότητα ξεχωριστού σώματος -ομάδας φύλου, κλπ.).
- Αντίθετα, είναι κατανοητή μια επαρχιακή ποσόστωση, αν και αρνητικού προσήμου, για να μην αναπαράγουμε ή να μη χαθούμε ανέμελα στο συγκεντρωτισμό του ελληνικού κράτους.
- Αντίστροφα, οι περιφερειακές “ποσοστώσεις”, ή και συνελεύσεων βάσης, καθόλου δεν σχετίζονται με στρατηγικά ζητήματα (τουλάχιστον a priori), αλλά πολύ περισσότερο (και πιο ζωτικά) για δικά μας ζητήματα λειτουργίας.
- Και, τέλος, πιο μεικτά για τους ίδιους λειτουργικούς λόγους, αλλά και για πιο στρατηγικούς λόγους εδώ (αντι-γραφειοκρατικοποίησης προφανώς), όπως συμβαίνει με την ποσόστωση φύλου, αν και διαφορετικής εμβέλειας [οι “νέοι” εκπρόσωποι δεν αποτελούν ούτε καν εν δυνάμει σώμα ή “κατηγορία”], διεκδικούμε και την ανανέωση των εκπροσώπων.
Δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω, με βάση τις πραγματικές μας δυνάμεις, ιστορίες, διαθέσεις, κλπ., ποιές οριοθετήσεις ακριβώς πρέπει να υιοθετήσουμε καταστατικά σήμερα. Ασφαλώς, πραγματιστικά είναι που πρέπει να το εκτιμήσουμε όλοι μαζί. Αλλά νομίζω πως πρέπει να διαχωρίσουμε, να ιεραρχήσουμε, τους κανόνες αυτούς, με βάση κυρίως την πολιτική και στρατηγική τους διάσταση. Έτσι, νομίζω ότι η ποσόστωση φύλου έχει, σε οργανωτικούς όρους, προτεραιότητα, ενώ όλες οι άλλες περισσότερος κατευθυντήριες γραμμές μου φαίνονται, παρά οργανωτικά ταμπού ή εξασφαλίσεις.
2.2 Εντολοδόχοι
Το δεύτερο, συνδεόμενο, ζήτημα είναι το ζήτημα της δεσμευτικότητας των εκπροσώπων από τη βάση τους, ως πλευρά της “αντιπροσώπευσης” και της “δημοκρατικότητας”. Εδώ φοβάμαι πως οι καταστατικές αρχές υπολείπονται της ανάγκης πολιτικής σύνθεσης που αναγκαστικά απαιτεί (αυτό αποζητά άλλωστε) μια πολιτική συγκρότηση.
Στη δεύτερη, πιο “συντονιστική” εκδοχή της πρότασης, μάλιστα προβλέπεται και καταστατική δέσμευση των εκπροσώπων να μεταφέρουν τις απόψεις της δικής τους βάσης (τους εκλέκτορές τους). Τέτοιες δεσμεύσεις τις αποζητάμε, πράγματι, σε όλα τα μαζικά κινήματα και οργανώσεις, όπου ξέρουμε πώς οι ηγεσίες μπορεί να τις ξεπερνούν και να αυτονομούνταισ.6 Πρόσφατα είδαμε, μάλιστα, προέδρους τοπικών σωματείων να ψηφίζουν σε ομοσπονδιακό τους όργανο ακριβώς αντίθετα απ’ό,τι τους είχε πει η βάση τους!. Αλλά ούτε καν εκεί τα οργανωτικά στοιχεία δεν το εξασφαλίζουν.
Σε μια συλλογικότητα όπου το κύριο ζήτημα δεν είναι να κινητοποιηθεί η ίδια ως σύνολο ατόμων, αλλά το πώς να ενταχθεί στην πραγματική μαζική πάλη των τάξεων, όπου αυτό που μετράει επομένως είναι η πολιτική κατεύθυνση, το πρόγραμμα, η σύνθεση δεν είναι της ίδιας τάξης και δεν μπορεί να λυθεί με οργανωτικές εξασφαλίσεις του τύπου της δεσμευτικότητας των ηγεσιών. Ασφαλώς θέλουμε οι τελευταίες να εκπροσωπούν τα μέλη τους και να μην αυτονομούνται κοινωνικά (και πολιτικά) και, για αυτό, σωστό είναι να προβλέπουμε και διαδικασίες ανακλητότητας (αν και με προσοχή, ασφαλώς!). Όμως, στις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν, στις αναλύσεις που πρέπει να γίνουν, στις τοποθετήσεις που πρέπει να υιοθετηθούν, ακόμα και σε τακτικά (και όχι μόνο στρατηγικά) ζητήματα, δεν μπορούμε να περιμένουμε το σύνολό μας να δώσει εντολή στους εκπροσώπουςσ.7 Υπάρχουν δυνατότητες διάχυσης της συζήτησης και τις χρησιμοποιούμε και καλώς κάνουμε, π.χ. με τις ηλεκτρονικές λίστες συζήτησης (και με άλλα εργαλεία, κυρίως ηλεκτρονικά, αν και καμιά φορά μπορεί και να το παρακάνουμε σε σχέση με σσ που δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι). Δεν θέλω εδώ να επεξεργαστώ τα όριά τους, όμως όλοι μας έχουμε ήδη μια αίσθηση των ορίων τους (και ίσως και της ανασταλτικότητας σε πραγματικές συνθέσεις ή και πρόσθετων προβλημάτων που θέτουν, με “παρεξηγήσεις”, κλπ., που έχουν φτάσει και σε αποχωρήσεις), ακόμα και από την εμπειρία που ήδη έχουμε. Σε κάθε περίπτωση, όμως, επίσης καταλαβαίνουμε πως δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι άρνησης για να παρθούν αποφάσεις από πραγματικά σώματα και “υπεύθυνα” όργανα (ίσα-ίσα!), είτε είναι κλαδικά, τομεακά, τοπικά, πανελλαδικά, “οριζόντια” ή “κάθετα”.. Πρέπει αυτοί να μπορούν να συνθέσουν απόψεις, επιχειρήματα, συγκυρίες, αντιπαλότητες, συμφωνίες, κλπ., με πλήρη συνείδηση και υπευθύνη τους, χωρίς “δεσμεύσεις” που θα καθιστούν τη συζήτηση των οργάνων τυπικά ανούσια.
Και, χειρότερα, αν αυτό δεν το προβλέπουμε θεωρητικά ή και καταστατικά, τότε κινδυνεύουμε να γνωρίσουμε τα είδη γραφειοκρατικοποίησης και κλοπής της θέλησης της βάσης που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε πιο χαλαρά δίκτυα, με βερμπαλισμούς και, τελικά, με ανευθυνότητα. Ασφαλώς, δεν υπάρχει τελικά κάποια οργανωτική εξασφάλιση που να μας προφυλάσσει για πάντα: όμως, η εμπειρία έχει δείξει ότι τα σώματα που πρέπει να παίρνουν αποφάσεις πρέπει να κινητοποιούν την ευθύνη των μελών τους, ώστε να μην παραπέμπουν σε μια “καθυστέρηση” ή “αδράνεια” της βάσης που εκπροσωπούν.
Θα έλεγα επομένως ότι πρέπει να κωδικοποιήσουμε οργανωτικά την ανάγκη μας για πολιτική απόφαση, σύνθεση, παρέμβαση, ακριβώς αντίθετα απ’ό,τι ορισμένες φόρμουλες το αφήνουν να εννοηθεί: ότι οι εκλεγμένοι μας στα διάφορα όργανα που κρίνουμε ως αναγκαία, λειτουργούν παντού υπευθύνη τους πλήρως, χωρίς να δεσμεύονται από αναγκαία προηγούμενη απόφαση του σώματος που τους έχει εκλέξει (και ότι σε αυτό είναι υπόλογοι απέναντί του εκ των υστέρων).
Τα παραδείγματα μπορεί να είναι πολλά: για να αποφασίσει το όργανο την παρουσία σε μια διαδήλωση, την οργάνωση μιας εκδήλωσης, την πολιτική τοποθέτηση σε ζήτημα που προκύπτει, δεν χρειάζεται τα μέλη του οργάνου να παραπέμψουν στη βάση τους, αλλά έχουν τα ίδια ευθύνη να κρίνουν, να συζητήσουν, να πείσουν και να πειστούν. Ως ολοκληρωμένα πολιτικά άτομα -όχι ως απλοί μεταφορείς της άποψης των εκλεκτόρων τους σ.8 Χωρίς να είναι θέσφατο, θέλω να επικοινωνήσω και την εμπειρία του δικού μου ρεύματος, της 4ης Διεθνούς εννοώ, που τελικά κωδικοποίησε και καταστατικά την ευθύνη των μελών, ιδία των εκλεγμένων, αλλά όχι μόνο, στο να παίρνουν αποφάσεις, πρωτοβουλίες, κλπ., χωρίς προηγούμενη έγκριση, αλλά με εκ των υστέρων απόδοση λόγου [μια διατύπωση π.χ. μπορεί να ιδωθεί στο καταστατικό της 4ης, άρθρο 4, β και γ.. Η οργανωτική αυτή γραμμή, βέβαια, πηγάζει από την ίδια την πολιτική, όχι κοινωνική, συγκρότηση που αποζητάμε. Και, για αυτό, μου φαίνεται σημαντική, έστω και αν πράγματι μπορεί να υπάρχουν αρκετές διαβαθμίσεις στο επίπεδο και στη φάση συγκρότησης.
Η εμπειρία, πάντως, δείχνει ότι τα προβλήματα αντιπροσωπευτικότητας δεν προκύπτουν, κατά κανόνα, από τέτοιες πρακτικές και ότι, μάλλον αντίστροφα, οι “ανεύθυνοι” εκπρόσωποι που απλώς “μεταφέρουν” είναι συνήθως αυτοί που καπελώνουν -αν και για λόγους που είναι άλλοι, κυρίως κοινωνικοί και πολιτικοί, όχι απλώς λειτουργικοί!
3. Διαφωνίες και μειοψηφίες
Παρό,τι απέφυγα ώς τώρα εδώ να το ονοματίσω, στην πραγματικότητα όλα τα προηγούμενα σημεία πηγάζουν από (και συνδέονται με) την ίδια κεντρική αντίφαση που αναγκαστικά θα μας επικαθορίσει. Συγκροτώντας μια “συλλογικότητα” που φιλοδοξεί να “παρέμβει” στη χειραφέτηση της ανθρωπότητας, δεν μπορούμε να αποφύγουμε (ό,τι διακηρύξεις και να κάνουμε, ό,τι διαθέσεις και να προβάλουμε) την εισβολή της πραγματικής πολιτικής, της πολιτικής “εκεί έξω”, από το κεντρικό, αστικό, κράτος, στο εσωτερικό μας. Και δεν εννοώ τα πραγματικά, αλλά ίσως δευτερεύοντα, ζητήματα της πίεσης από τις ατομικές υπάρξεις των μελών μας, ούτε και τις αναγκαστικές κοινωνικές πιέσεις για αυτονόμηση, ιεράρχηση, ακόμα και αλλοτρίωση, του συνόλου μας ή του μηχανισμού μας. Εννοώ κυρίως ότι, ως πολιτικός σχηματισμός, αναγκαστικά θα προσκρούσουμε στις ειδικά πολιτικές, στρατηγικές, τακτικές επιλογές -και αυτό άλλωστε είναι που χρειαζόμαστε!
Από την άποψη αυτήν, και περισσότερο απ’όλα σε αυτό είναι που κρίνεται η αντιπροσωπευτικότητα, η δέσμευση των οργάνων και των “ηγεσιών” από τη βάση τους, η άρνηση και η καταπολέμηση της γραφειοκρατικοποίησης. Όμως, σε αυτό δεν αρκούν τα ευχολόγια, οι καλές προθέσεις, οι διακηρύξεις και οι ρητορείες για “ελευθερία γνώμης”, για “διάλογο”, για “συμπεριληπτικότητα”, για “συναίνεση”, για “συντροφικότητα”, κλπ. Γιατί έχουμε ιστορικά δει πόσο εύκολα αντιστράφηκαν οι όροι αυτοί.
Όταν η πολιτική εισβάλλει αναγκαστικά και δικαίως στις εργασίες μας, ο κανόνας δεν είναι οι διαθέσεις, ο κανόνας είναι οι διαφωνίες. Τις οποίες πρέπει να θέσουμε εκ των προτέρων όχι μόνο ως θεμιτές, αλλά και ως αναγκαίες. Από τις μικρές ώς τις μεγάλες. Όχι γιατί δεν αναζητούμε τη σύγκλιση, ακόμα και την ομοιογενοποίηση, αλλά γιατί ο όρος για το δεύτερο είναι το πρώτο και οι διαδικασίες με τις οποίες μπορεί να οργανωθεί.
Από την άποψη αυτήν, η κύρια “ποσόστωση” που πρέπει να εξασφαλίζεται είναι αυτή που είναι πολιτικά εκφραστική. Το “σχέδιο αρχών” δεν το προβλέπει -και δικαιολογημένα, ως ένα βαθμό, στο μέτρο που η ανασύνθεσή μας φιλοδοξεί να ενοποιήσει αυθεντικά, όχι να εξισορροπήσει διαφορετικές οντότητες. Όμως, ακόμα και η μικρή κοινή μας εμπειρία ήδη δείχνει πως διαφωνίες μπορεί απότομα να πάρουν μεγάλη σημασία σ.9 Ένα μικρό παράδειγμα ήταν η πρόταση σε σχέση με τις εκλογές που θα γίνονταν τώρα και που στις συζητήσεις της συνέλευσης είδα πως οι τοποθετήσεις ήταν αρκετά προβληματισμένες. Ανάλογα, “μικρά” ζητήματα αναγκαστικά θα υπάρξουν (π.χ. τις σχέσεις με άλλες πρωτοβουλίες ή οργανώσεις), για να μην πω και για τα πιο “μεγάλα” και πιο προγραμματικά και σε όλα αυτά πρέπει να μπορούμε να οργανώσουμε τη συζήτηση των ενδεχόμενων διαφωνιών μας. και δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι η διάχυτα επικρατούσα ή διαμορφωνόμενη άποψη, ιδία των οργάνων, είναι η “ορθή”, η πιο “εκφραστική” της βάσης ή η μόνη “θεμιτή”.
Σε καταστατικούς όρους, αυτό σημαίνει την αναγνώριση της μειοψηφικής (ίσως και προσωρινά άλλωστε!) άποψης ως δικαιωματικά εξίσου θεμιτής με την όποια άλλη, σε επίπεδο συζήτησης, επεξεργασίας, διαμόρφωσης. Και καθώς δεν υπάρχει κανένας καταρχήν λόγος η κάθε ειδική άποψη ως τέτοια να πηγάζει ειδικά από όργανα βάσης της συλλογικότητας, πρέπει να προβλέπεται ότι καταρχήν τα διαπερνάει και ότι αποτελεί ιδιαίτερη, πολιτική, (ας πούμε “οριζόντια”) διαφοροποίηση. Το οποίο σημαίνει πως η οργάνωση θα πρέπει να εξασφαλίζει, ή τουλάχιστον να βοηθάει, τις μειοψηφικές αυτές ενδεχόμενες συγκλίσεις να λειτουργήσουν αυτοτελώς, στο εσωτερικό μας, για να παρουσιάσουν τις επιχειρηματολογίες και τις θέσεις τους.
Αυτό προφανώς δεν σημαίνει την αναγκαστική κρυστάλλωση απόψεων σε ιδιαίτερες ομάδες. Όμως, σε όρους εξασφαλίσεων και ακριβώς για να αποφύγουμε τέτοιες κρυσταλλώσεις, και μάλιστα και πιο “μόνιμες” και συστηματικά αντιπαραθετικές, θα πρέπει την “ελευθερία” στη συζήτηση όλων των απόψεων να την οργανώνουμε και να την εκφράζουμε αναλογικά στα όργανα. Και εδώ, οργανωτική εξασφάλιση δεν υπάρχει, για πραγματικές αυθεντικές συγκλίσεις. Όμως πρέπει τουλάχιστον να προβλέπουμε το δικαίωμα των διαφωνούντων να υπερασπίσουν αυθεντικά τις απόψεις τους, την υποχρέωση της συλλογικότητας να τους βοηθήσει σε αυτό και, τέλος, και την υποχρέωση των οργάνων να εκφράζουν αναλογικά τις αποκλίσεις, ευαισθησίες, απόψεις, κλπ, ιδιαίτερα στα βασικά ή πιο μόνιμα (ή και προγραμματικά) ζητήματα (και μάλιστα όπως οι ίδιοι οι διαφωνούντες το καθορίζουν -όχι όπως η “πλειοψηφία” θα μπορούσε να τους το επιβάλλει) σ.10Τελευταίο σημείο, δεν ξέρω αν πρέπει να το προβλέψουμε, όμως ας έχουμε υπόψη μας, από την εμπειρία, ότι καθώς μια κομματική γραφειοκρατία μπορεί πάντα, ιδιαίτερα αν παρεμποδίζει τις διαφωνίες, να προσφύγει στην καταγγελία των διαφωνούντων ως “φράξια” (που υπονοεί παράνομη, εξωτερική, ομάδα), για αυτό και πρέπει ίσως να το αντικρούσουμε. Όχι μόνο, επομένως, οι διαφορετικές απόψεις δεν μπορεί να αποκλείονται, αλλά και η ξεχωριστή τους προετοιμασία επίσης δεν μπορεί να αποτελεί λόγο ρήξης ή αποκλεισμών (ή με μια άλλη διατύπωση, οι φράξιες δεν μπορεί να απαγορεύονται -έστω και αν προφανώς δεν είναι το πιο λειτουργικό!.
Οφείλω πριν κλείσω να παραδεχτώ πως, πέρα από τη διατύπωσή τους, όλες αυτές οι εξασφαλίσεις, αναγκαίες κατά τη γνώμη μου, δεν προφυλάσσουν από ενδεχόμενες κρίσεις, αποχωρήσεις, διασπάσεις σ.11 Θα μπορούσα εμπειρικά να επικαλεστώ και το ότι η δική μας συλλογικότητα της ΤΠΤ, προερχόμενη από την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, επίσης βρέθηκε αποκλεισμένη από αυτήν, παρά το ότι -τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου- το καταστατικό της ήταν εξαιρετικά διευκρινιστικό σε δικαιώματα τάσεων, μειοψηφιών, εσωτερικής δημοκρατίας, κλπ. [εξ επί τούτοις, το κεφάλαιο X: “Εσωτερική δημοκρατία” άρθρο 12]. Δεν ήταν, πάντως, οι δημοκρατικές αυτές εξασφαλίσεις που άρκεσαν για να σταματήσουν την πορεία της προγραμματικής απόκλισης. Και ανάλογα ζητήματα προφανώς γνώρισαν και οι άλλες συλλογικότητες που βρέθηκαν στη διαμόρφωση του σημερινού μας εγχειρήματος., που συνήθως πηγάζουν από γενικότερα δεδομένα της πάλης των τάξεων. Όμως, μπορούν να άρουν, σε αρκετές περιπτώσεις, περιττές, αδικαιολόγητες και αχρείαστες τριβές, ενώ επίσης μπορούν να διευκολύνουν πραγματικές συνθέσεις, δηλαδή συμπεράσματα που γίνονται κοινό κτήμα και όχι απλή αριθμητική επικύρωση.
Τάσος Αναστασιάδης
[Συνέλευση Νοτίων – Δυτικών – Πειραιά]
2/11/2021
Υποσημείωσεις