Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) έχει θέσει, αυτές τις μέρες, σε διαβούλευση το νέο σχέδιο νόμου για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, την περιβαλλοντική αδειοδότηση και τις ΑΠΕ στις περιοχές Natura, καθώς και άλλες σχετικές διατάξεις. Το νομοσχέδιο αυτό, όπως μας έχει συνηθίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κινείται στη λογική της αχαλίνωτης επιχειρηματικής δραστηριότητας και της προκλητικής εύνοιας προς το μεγάλο κεφάλαιο, με θύμα, αυτή τη φορά, το φυσικό περιβάλλον, τα οικοσυστήματα, την ποιότητα ζωής των τοπικών κοινωνιών, αλλά και το δημόσιο συμφέρον, γενικότερα.
Ένα ζήτημα που τίθεται αφορά τη θέσπιση νομικού πλαισίου για τη έρευνα και λειτουργία υπεράκτιων αιολικών πάρκων. Μια τέτοια συζήτηση θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον στο πλαίσιο του διεθνούς προβληματισμού για το ενεργειακό μίγμα και της αναγκαιότητας για τη σταδιακή επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Όταν όμως αυτή η συζήτηση ξεκινά, εξ’ αρχής, με την προοπτική αδειοδότησης ιδιωτών για την εκμετάλλευση αυτού του ενεργειακού δυναμικού, αποκλείοντας το ενδεχόμενο της δημοσίας ή/και κοινοτικής ιδιοκτησίας, καταλαβαίνουμε πως η κοινωνία δε θα μπορεί να έχει λόγο ούτε για το μέγεθος ούτε για την τοποθεσία των ανεμογεννητριών. Όμως, στην Ελλάδα, το όνομα των ΑΠΕ δε σπιλώνεται μόνο από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ιδιωτικών επενδύσεων σε αυτές, αλλά και από το γεγονός ότι αποτελούν, για τις ελληνικές κυβερνήσεις, ένα όχημα για το πέρασμα από τη δημόσια παραγωγή ενέργειας, με την καύση λιγνίτη, στην ιδιωτική, με το πρόσχημα της πράσινης μετάβασης και με τα γνωστά αποτελέσματα για την τιμή της ενέργειας.
Επίσης, επιχειρείται η νομιμοποίηση διαφόρων υφισταμένων δραστηριοτήτων μέσα σε προστατευόμενες περιοχές που βρίσκονται κοντά σε αστικές ζώνες. Επιτρέπονται οι εξορυκτικές δραστηριότητες στις ζώνες προστασίας της φύσης (β΄ ζώνη), εφόσον η είσοδος του μεταλλείου/λατομείου βρίσκεται έξω από αυτές. Επίσης, στις ίδιες περιοχές επιτρέπονται ήπιες τουριστικές εγκαταστάσεις, διευκολύνεται περαιτέρω η εγκατάσταση ΑΠΕ, επιτρέπεται η διάνοιξη δρόμων κ.ά. Στις ζώνες διατήρησης οικοτόπων (γ΄ ζώνη) καταργείται το μεγαλύτερο μέρος των υφιστάμενων περιορισμών. Στους δε πυρήνες (α΄ ζώνη) επιτρέπεται η διέλευση δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Πρόκειται για δραστική χαλάρωση του καθεστώτος προστασίας των περιοχών Natura, με απρόβλεπτες συνέπειες για τα οικοσυστήματα, για χάρη των «στρατηγικών επενδύσεων». Επίσης, γίνεται φανερή η λογική της εμπορικής εκμετάλλευσης των πάντων, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών προστασίας της φύσης, που μπορεί να παρουσιαστεί ως ευκαιρία για μέλη των τοπικών κοινωνιών για επιχειρηματικές δραστηριότητες, μεγαλύτερης κλίμακας από προηγουμένως ή εντελώς νέες (π.χ. εναλλακτικού τουρισμού) στις παρυφές των περιοχών Natura. Ακόμη, επιχειρείται να εξαιρεθούν από τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες (ΕΠΜ), που εκπονούνται σήμερα για όλες τις προστατευόμενες περιοχές, διάφορες υφιστάμενες χρήσεις σε περιαστικές περιοχές, ανεξάρτητα με το αν είναι ασύμβατες με το προστατευόμενο αντικείμενο (τόπο ή είδος χλωρίδας ή πανίδας). Παράλληλα, η εκ νέου τροποποίηση της νομοθεσίας για τις ΕΠΜ θα καθυστερήσει ακόμη περισσότερο την ολοκλήρωσή τους, παρότι η Ελλάδα έχει καταδικαστεί για την έλλειψη μέτρων διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών της.
Διευρύνεται, σε περιπτώσεις στρατηγικών επενδύσεων, επενδύσεων επί δημοσίων ακινήτων, τουριστικών λιμένων και επιχειρηματικών πάρκων, η συνοπτική διαδικασία τροποποίησης των περιβαλλοντικών όρων (ισοδυναμεί με μια απλή ενημέρωση του φακέλου), σε περιπτώσεις «μη ουσιώδους μεταβολής». Αναφέρονται διάφορες ενδεικτικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας, όπως κτιριακές ανακαινίσεις χωρίς αλλαγή χρήσης, αλλαγές σε ένα πεδίο εξόρυξης κ.ο.κ. Και εδώ, όπως σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, η λογική της fast-track αδειοδότησης απειλεί το δημόσιο συμφέρον και την όποια δυνατότητα λογοδοσίας.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η Πολιτεία μπορεί να καθορίζει ποτάμια ή άλλα «επιφανειακά νερά» ως αποδέκτες λυμάτων ή βιομηχανικών αποβλήτων. Πλέον αυτή η διοικητική διαδικασία θα εντάσσεται στους περιβαλλοντικούς όρους ενός έργου: δηλαδή, ο ιδιώτης θα προτείνει αποδέκτη για τα απόβλητα, η Πολιτεία (ΥΠΕΝ, Αποκεντρωμένη Διοίκηση ή Περιφέρεια) θα εγκρίνει, σα να μη φτάνουν οι αυθαιρεσίες που ήδη παρατηρούνται, με το σημερινό καθεστώς, στη διάθεση αποβλήτων. Επίσης, σε συνέχεια προηγούμενης ρύθμισης, που εισήγαγε ιδιώτες ελεγκτές για τις μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, ορίζεται ότι οι ιδιώτες ελεγκτές μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα πληρώνονται απευθείας από τον ιδιώτη που ελέγχουν. Η ρύθμιση αυτή είναι προφανώς προβληματική, επεκτείνοντας την ήδη προβληματική ιδέα περί ιδιωτών ελεγκτών περιβαλλοντικών μελετών, με το κράτος να απεκδύεται συνεχώς τον ελεγκτικό του ρόλο και να επιτρέπει την απευθείας συναλλαγή μεταξύ ελεγκτή και ελεγχόμενου.
Ορίζεται, ακόμα, ότι η έλλειψη «πρότυπων περιβαλλοντικών δεσμεύσεων» δεν αξιολογείται ως σημαντική διοικητική παράβαση, καθώς περιλαμβάνει εξ ορισμού έργα και δραστηριότητες με μη σημαντικές και τοπικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Οι «πρότυπες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις» είναι μια διαδικασία αδειοδότησης ενός έργου με υπεύθυνη δήλωση εκείνου που θα το εκτελέσει, ότι θα τηρήσει την περιβαλλοντική νομοθεσία, και περιλαμβάνει μια τεράστια γκάμα έργων, από έργα οδοποιίας, μικρά και μεσαία έργα ΑΠΕ, επεμβάσεις σε δασικές εκτάσεις κ.ά. Επίσης, ορίζει ότι σε περίπτωση επιβολής προστίμου, τότε αυτό θα είναι το ελάχιστο δυνατό αν η εταιρεία έχει μικρό κύκλο εργασιών. Επομένως, πρόκειται για ακόμα μια χαλάρωση των κυρώσεων για την περίπτωση περιβαλλοντικά επιζήμιων «ατυχημάτων».
Για πρώτη φορά, σε συμμόρφωση σχετικών παρατηρήσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεσμοθετείται διαδικασία δέουσας εκτίμησης επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα για έργα και δραστηριότητες που δεν αδειοδοτούνται περιβαλλοντικά. Η διαδικασία αξιολογείται από την οικεία Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενης Περιοχής του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), προκειμένου να εκτιμηθεί αν επηρεάζουν σημαντικά την προστατευόμενη περιοχή. Παρότι η κυβέρνηση αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τις ευρωπαϊκές κατευθυντήριες, στο νομοσχέδιο ορίζεται ρητά ότι διατηρούνται τα υφιστάμενα περιβαλλοντικά αδειοδοτημένα έργα, μην τυχόν και θιγούν τα συμφέροντα δραστηριοτήτων που ενδεχομένως να απειλούν ήδη τη βιοποικιλότητα.
Τέλος, εισάγονται και κάποιες διεκπεραιωτικές ή και θεωρητικά θετικές ρυθμίσεις, στο ίδιο νομοσχέδιο: τροποποιείται η διαδικασία εξέτασης προσφυγών κατά του δασικού χάρτη, διευκολύνεται η υλοτόμηση των καμένων εκτάσεων στη Βόρεια Εύβοια από τους τοπικούς δασικούς συνεταιρισμούς, απελευθερώνεται η χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο δράσεων κλιματικής ουδετερότητας σε ελληνικές πόλεις, δίνεται δυνατότητα να αλλάξει η χρήση των ανθοπωλείων της Βουλής. Παράλληλα, εισάγεται διάταξη που επιτρέπει τη ανέγερση υψηλότερων ναών κατά παρέκκλιση της νομοθεσίας, σαν να ήταν αυτό που έλειπε από τις ζωές μας. Επίσης, δίνεται παράταση για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού στο Μάτι έως τον Νοέμβριο, καθώς φαίνεται πως οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων στάθηκαν κατώτερες των περιστάσεων και σε αυτό. Αίρονται, επίσης, όλοι οι περιορισμοί χρήσης γης για τη χωροθέτηση φάρων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων, μια πρόταση που θα ήταν ακατανόητη, αν δεν ήταν ανησυχητική.
Το νομοσχέδιο αυτό, έρχεται σε συνέχεια του τελευταίου αντι-περιβαλλοντικού νομοσχεδίου που είχε ψηφιστεί από την παρούσα Βουλή, καταργούσε τους Φορείς Διαχείρισης και τους αντικαθιστούσε με τον ΟΦΥΠΕΚΑ, κεντρικοποιώντας τη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών και αποκόπτοντάς τη από τις τοπικές κοινωνίες. Δίνει το τελειωτικό χτύπημα σε όποιο έργο θα μπορούσαν να επιτελούν στην προστασία των οικοσυστημάτων και του φυσικού περιβάλλοντος, γενικότερα. Επίσης, αφήνει τους πολίτες των παραποτάμιων περιοχών (και όχι μόνο) έκθετους στη ρύπανση από βιομηχανικές και άλλες ρυπογόνες δραστηριότητες και αποσύρει τις όποιες ήπιες αναπτυξιακές δυνατότητες θα μπορούσαν αυτές να έχουν. Υπενθυμίζει, ακόμη, ότι οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και η πολεμική απειλή είναι παρούσα, όσο η χώρα μας αποτελεί ενεργό μέρος του σχεδιασμού της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Πέρα από όλα τα άλλα, βέβαια, κεντρικό στίγμα του σχεδίου νόμου αυτού είναι ότι η ενεργειακή μετάβαση στις ΑΠΕ σχεδιάζεται να προχωρήσει με οποιοδήποτε τίμημα, με σκοπό την πλήρη ιδιωτικοποίηση της ενέργειας και την εξυπηρέτηση του εγχώριου και διεθνούς ενεργειακού λόμπι, ειδικά τώρα που η αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία αλλάζει τα ενεργειακά δεδομένα. Σε μια τέτοια συγκυρία, η Αριστερά και οι περιβαλλοντικές συλλογικότητες θα πρέπει να αντιτεθούν στην ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου, προκειμένου να διασωθούν οι τελευταίες δυνατότητες ανάκαμψης από την περιβαλλοντική ασυδοσία που επιχειρείται να εμπεδωθεί, τα τελευταία χρόνια.
Ομάδα Περιβάλλοντος
Αναμέτρηση