Το σκάνδαλο παρακολουθήσεων που έχει ξεσπάσει τις τελευταίες μέρες κλονίζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ακόμα και για αυτή την κυβέρνηση της καταστολής, της φτωχοποίησης, των αντεργατικών πολιτικών, του διαλυμένου ΕΣΥ, της διαρκούς περιβαλλοντικής καταστροφής, της συγκάλυψης της υπόθεσης Λιγνάδη, η αποκάλυψη ότι παρακολουθούνται ανοιχτά δημοσιογράφοι και πολιτικοί αντίπαλοι υπερβαίνει τα εσκαμμένα.
Προφανώς, κανένας δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο πρωθυπουργός “δεν ήξερε”, όπως δήλωσε στο διάγγελμα της 8ης Αυγούστου, όταν ο ίδιος ήταν αυτός που την επομένη κιόλας της εκλογής του , έθεσε την ΕΥΠ υπό την αρμοδιότητά του, ορίζοντας γενικό γραμματέα του και υπεύθυνο για θέματα ΕΥΠ τον ανιψιό του. Άλλωστε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν αυτή που τροποποίησε εκ των υστέρων το νομοθετικό πλαίσιο για να “νομιμοποιήσει” το διορισμό ως Διοικητή του Π. Κοντολέοντος και ψήφισε το Μάρτιο του 2021 την τροπολογία που αποκλείει -και μάλιστα αναδρομικά- τη δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους πολίτες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους, όταν η άρση αυτή έχει γίνει για λόγους “εθνικής ασφάλειας”. Προφανώς λοιπόν και ήξερε ο πρωθυπουργός και έχει ευθύνη και για την προσπάθεια συγκάλυψης, από τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου πριν μόλις μια βδομάδα από το ξέσπασμα του σκανδάλου ότι “η ελληνική κυβέρνηση δεν ασχολείται με τέτοιου είδους λογισμικά”, μέχρι τις – διαψευσθείσες – διαρροές ότι πολίτες και πολιτικοί αρχηγοί παρακολουθούνται κατόπιν υπόδειξης ξένων χωρών (!) και ως ς τον ανοιχτό ουσιαστικά εκβιασμό του εκπροσώπου τύπου της ΝΔ, Ν. Ρωμανού, προς τον Ν. Ανδρουλάκη (“λεπτομέρεια”: δεν νοείται να γνωρίζει οτιδήποτε προέκυψε από παρακολούθηση, έστω και “νόμιμη” ο Ν. Ρωμανός). Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη εντάσσεται στην προσπάθεια ελέγχου του πολιτικού σκηνικού από τη ΝΔ, και ειδικά των ενδεχόμενων αστικών συγκυβερνήσεων, μπροστά σε μία περίοδο που διαφαίνεται ταραχώδης.
Οι “νόμιμες” παρακολουθήσεις για λόγους “εθνικού συμφέροντος” (και όχι για δραστηριότητες του κοινού ποινικού δικαίου) έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Τα ίδια χρόνια δηλαδή που υπήρξε και η έκρηξη των κοινωνικών αγώνων. Και επειδή “το κράτος έχει συνέχεια”, οι παρακολουθήσεις αυξήθηκαν και επί ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτός είναι και ο λόγος που το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε την τροπολογία που απαγόρευε την παροχή πληροφοριών για τις παρακολουθήσεις. Η ασυδοσία του “βαθέος κράτους” και η αντιμετώπιση του “εχθρού λαού” είναι κοινός τόπος για τις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Αρκεί να μην φτάνουν να παρακολουθούνται και οι ίδιοι.
Όμως το βαθύτερο ζήτημα δεν είναι μόνο το “σκάνδαλο” των τελευταίων ημερών. Αναφέραμε και σε προηγούμενη ανακοίνωσή μας, τις μέρες της απεργίας πείνας του Γ. Μιχαηλίδη, ότι υπάρχει πλέον πολιτειακό ζήτημα στη χώρα. Τα τελευταία χρόνια, στο βαλτώδες έδαφος της ήττας του κινήματος μετά την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο απέναντι στρατόπεδο, και της επικράτησης της ΤΙΝΑ, επιχειρείται μια συνολική αντεπίθεση της δεξιάς και του αστικού μπλοκ, για να ξηλώσει συνολικά τα κεκτημένα της μεταπολίτευσης. Της μεταπολίτευσης που δεν ήταν τομή μόνο με τη χούντα, αλλά και με την προηγούμενη περίοδο της “καχεχτικής δημοκρατίας”. Όπως κωδικά το έχει περιγράψει ο Μάκης Βορίδης από το 2018: «ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να κάνει παρεμβάσεις στο κράτος και στους θεσμούς για να μην ξαναέρθει η Αριστερά στην εξουσία, γιατί οι ιδέες της είναι ελαττωματικές». Αυτό είναι το πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο σχεδιάζεται εγκατάσταση της αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Κινδυνεύουν να πεθάνουν απεργοί πείνας επειδή διεκδικούν στοιχειώδη θεμελιωμένα δικαιώματά τους. Συρρικνώνονται το δικαίωμα στην απεργία και η προστασία του συνδικαλισμού, καταργείται το 8ωρο. Διαδηλώσεις περιορίζονται “νόμιμα” σε λωρίδες και διαλύονται, ακόμα και αν αφορούν βιασμούς γυναικών. Και το δημοκρατικό κεκτημένο συμπιέζεται συνολικά, ώστε να περιοριστεί στην ψήφο των εκλογών, και μάλιστα χωρίς το δικαίωμα “εκ των υστέρων παραπόνων”, διεκδικήσεων, διαδηλώσεων. Η ψήφος μεταφράζεται σε “λευκή επιταγή” στις εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές. Αυτός είναι και ο λόγος που τμήματα του αστικού μπλοκ πίεζαν να γίνουν εκλογές πριν τον “θερμό χειμώνα” που έχουμε μπροστά μας. Στην αντίληψή τους για τη δημοκρατία, αν οι πολίτες ψηφίσουν (έστω και με τεράστια ποσοστά αποχής) μια κυβέρνηση το φθινόπωρο – ή έστω και τα κόμματα που στη συνέχεια θα την σχηματίσουν – , δεν θα μπορούν να αμφισβητήσουν τη “νωπή λαϊκή εντολή” τον χειμώνα. Ένα πλαίσιο δημοκρατικής ερήμου, με μόνη “όαση” τις εκλογές.
Αυτό ακριβώς το πλαίσιο αποτυπώνεται και στη δημοσιογραφία. Με τις διαρκείς επιχορηγήσεις στα κυρίαρχα ΜΜΕ, τον έλεγχο της δημόσιας σφαίρας, τα εγκωμιαστικά σχόλια στην κυβέρνηση, ως τις παρακολουθήσεις εναντίον των δημοσιογράφων που επιμένουν να κάνουν τη δουλειά τους. Οι τελευταίοι προκαλούν ρωγμές στη δημόσια συζήτηση, και αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Όμως, μετά από δέκα χρόνια μνημόνια και κρίση, και με την υποχώρηση των κοινωνικών αγώνων, ακόμα και η παρακολούθηση των δημοσιογράφων δεν ήταν αρκετή για να κλονίσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Έπρεπε να ασχοληθεί το ευρωκοινοβούλιο και να βγει στην επιφάνεια η παρακολούθηση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, για να υπάρξουν παραιτήσεις. Μην ξεχνάμε επίσης ότι ακόμα και η ανεξιχνίαστη δολοφονία του Γ. Καραϊβάζ έχει πρακτικά “ξεχαστεί”. Εξάλλου, έχουν πολλαπλασιαστεί οι αγωγές SLAPP (από εταιρείες και αστούς πολιτικούς) εναντίον δημοσιογράφων και πολιτών που αποκαλύπτουν τις αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές πρακτικές τους. Τέτοια είναι και η αγωγή του Γ. Δημητριάδη, που προφανώς εμπλέκεται πολύ βαθιά στην όλη ιστορία, εναντίον των δημοσιογράφων Θανάση Κουκάκη, Νικόλα Λεοντόπουλου, Θοδωρή Χονδρόγιαννου, των Reporters United που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να έρθει το θέμα στην επιφάνεια, αλλά και εναντίον της ΕΦΣΥΝ.
Με αυτό το πλαίσιο επιβολής και αυτόν τον πραγματικό συσχετισμό πρέπει να αναμετρηθούμε. Να αγωνιστούμε για να ξηλωθεί ο ζουρλομανδύας που ήδη ράβουν για τη δημοκρατία.
Μόνο η Αριστερά, οι κοινωνικοί φορείς και οι δημοκρατικοί πολίτες μπορούν να δώσουν αυτή τη μάχη στα σοβαρά. Μια μάχη στην οποία χάνουμε έδαφος ακριβώς λόγω της υποχώρησης των κοινωνικών αγώνων, η οποία έχει επιτρέψει τη διολίσθηση και την δεξιά ρεβάνς. Μια μάχη που αποτυπώνεται και στο διάγγελμα παρωδία του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος παρότι αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ανάγκη για «προστασία των θεμελιωδών αρχών που προστατεύουν την ιδιωτική σφαίρα και το απόρρητο των επικοινωνιών», υπερασπίστηκε στο ακέραιο τον βαθύτερο ρόλο της ΕΥΠ, μίλησε πάλι για «υβριδικές απειλές» (όπως βαφτίζει η ΝΔ – και δια στόματος του “μετριοπαθή” Ν. Δένδια – τους πρόσφυγες), και «σκοτεινές δυνάμεις αποσταθεροποίησης». Κλασική αστική συνταγή: Όταν ζορίζεσαι, μίλα για τους εχθρούς του έθνους που καραδοκούν..
Μόνο η Αριστερά μπορεί να δώσει τη μάχη, γιατί θέλει να μπορεί ο λαός να καθορίζει τις εξελίξεις. Και για αυτό χρειάζονται δικαιώματα και στη δημόσια σφαίρα και όχι μόνο στην ιδιωτική. Αυτή είναι η Αριστερά που φοβίζει τον Μ. Βορίδη. Πρέπει επομένως να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας, και να μην αναλωνόμαστε μόνο σε εκτιμήσεις για τις ενδοαστικές αντιθέσεις και για το ενδεχόμενο να οδηγήσουν σε εκλογές:
- Nα σταθούμε στο πλευρό όλων των δημοσιογράφων που διώκονται γιατί έκαναν τη δουλειά τους, και να αγωνιστούμε για να καταργηθεί το πλαίσιο που επιτρέπει τις αγωγές τύπου SLAPP
- Να διεκδικήσουμε να ξηλωθεί το πλαίσιο που επιτρέπει να παρακολουθούνται νόμιμα (!) πολίτες της χώρας και τελικά φτάνει ακόμα και στους αρχηγούς πολιτικών κομμάτων. Ως τότε, να καταργηθεί:
- η υπαγωγή της ΕΥΠ στον πρωθυπουργό,
- η δυνατότητα να γίνονται παρακολουθήσεις με απλή εισαγγελική εντολή,
- η διάταξη που στερεί από την ΑΔΑΕ την δυνατότητα να γνωστοποιεί σε πολίτες εάν παρακολουθήθηκαν από την ΕΥΠ.
- Να ξηλωθεί κάθε σύστημα παρακολούθησης (όπως το predator), και η δυνατότητά διάθεσής του στην Ελλάδα, που επιτρέπει σε (παρακρατικούς) “ιδιώτες” να κάνουν υποκλοπές.
- Να διερευνηθούν και οι ποινικές ευθύνες γύρω από την υπόθεση.
Η διεκδίκηση αυτή να γίνει κτήμα κάθε φορέα που έχει σχέση με το κράτος δικαίου (των δικηγορικών συλλόγων, αλλά όχι μόνο), και των συλλογικών φορέων του κινήματος.
Πέρα από αυτά, να αγωνιστούμε για να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάτω από την κοινωνική πίεση και τη λαϊκή κατακραυγή. Για να πετύχουμε απαιτείται μεγαλύτερος συντονισμός των πλευρών του κοινωνικού κινήματος, τόσο σε επίπεδο πολιτικών αιτημάτων όσο και στο δρόμο.
Για να ξηλωθεί μαζί με την κυβέρνηση, και όλο το πλαίσιο δημοκρατικής ερήμου που επιχειρεί να επιβάλει.
Να αξιοποιήσουμε τα συμπεράσματα και οι επεξεργασίες της τελευταίας επταετίας εντός της μαχόμενης αριστεράς, για να δημιουργηθεί η βάση για τη συγκρότηση μιας κεντρικής πολιτικής πρότασης του χώρου αυτού. Χωρίς ευκαιριακές συγκολλήσεις και ευκολίες, αλλά με επίγνωση της πραγματικής ανάγκης, να φτιάξουμε ένα νέο σημείο αναφοράς στην πολιτική ζωή.
Να μην ανεχτούμε να ζήσουμε μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της καχεκτικής δημοκρατίας!
Να τους ανατρέψουμε!