Η πολυσυζητημένη διαδικασία της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ξεκινάει άμεσα. Η κυβέρνηση επιταχύνει τις διαδικασίες για να προλάβει να “συναντήσει” το συντηρητικό της ακροατήριο πριν απ’ τις εκλογές. Ένα ακροατήριο «έτοιμο από καιρό», χειραγωγημένο απ’ τα σκανδαλωδώς φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, φορτωμένο κλισέ και κοινωνικούς αυτοματισμούς, διψασμένο για αίμα «τεμπέληδων εκπαιδευτικών».
Είναι όμως μόνο αυτός ο συντηρητικός λαός της δεξιάς, πεπεισμένος ότι η ατομική αξιολόγηση είναι η πανάκεια και η θεραπεία για όλα τα κακώς κείμενα στον χώρο της εκπαίδευσης;
Δυστυχώς μια σημαντική μερίδα γονέων, που ιδεολογικά βρίσκεται στο φάσμα του «προοδευτικού» χώρου, βομβαρδίζεται και συχνά πείθεται από εύηχα συνθήματα που υποκρύπτουν –κατά κανόνα- επικίνδυνα αντιδραστικές ιδέες: «Αριστεία», «αξιολόγηση», «αυτονομία σχολικών μονάδων», «υγιής ανταγωνισμός». Σ’ αυτούς τους καλοπροαίρετους γονείς, που αγωνιούν για το μέλλον των παιδιών τους, απευθυνόμαστε για να ξεκινήσουμε μαζί τους μια ειλικρινή συζήτηση. Να ξεσκεπάσουμε μπροστά στα μάτια τους την ασχήμια που κρύβεται πίσω από παραπλανητικές ωραίες λέξεις. Να μιλήσουμε για τις επιπτώσεις, όχι στους εκπαιδευτικούς αλλά πρωτίστως στα παιδιά.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου μπορεί να την επιφέρει η «παρακολούθηση» δύο προσυμφωνημένων ωρών διδασκαλίας από έναν «επιθεωρητή» ακολουθούμενη από απίστευτο όγκο γραφειοκρατικής δουλειάς. Ας συμφωνήσουμε προς στιγμήν με την κυβέρνηση ότι αυτό χρειάζεται κυρίως κι όχι η μείωση του αριθμού μαθητών ανά τμήμα, ο εκσυγχρονισμός του αναλυτικού προγράμματος, η παρουσία ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών και τόσα άλλα. Αυτά δε θα βοηθήσουν, παρά μόνο ο ασφυκτικός έλεγχος.
Ας δεχτούμε τον παραλογισμό ότι ο αυταρχισμός και η κατάργηση της παιδαγωγικής ελευθερίας στα σχολεία θα επιφέρουν κάποια βελτίωση στο εκπαιδευτικό έργο. Θα πρέπει όμως και πάλι να απαντήσουμε σε ένα καίριο ερώτημα: Η ατομική αξιολόγηση, αλλά και η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, αργά ή γρήγορα, δεν θα συνδεθεί με τις επιδόσεις των μαθητών και των μαθητριών;
Καλό θα ήταν να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο πώς θα υπάρξει εργαλειοποίηση των χαμηλών επιδόσεων των μαθητών/ριων προς την κατεύθυνση της απαξίωσης του έργου των εκπαιδευτικών κι όχι του συστήματος που απαξιώνει και αδυνατεί (ή δε θέλει) όλα αυτά τα παιδιά που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα αιτήματα ενός αυστηρού γνωσιοκεντρικού συστήματος. Σκόπιμα και βολικά θα αποσιωπηθούν οι επιδράσεις του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος και της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης καθώς και τα ποικίλα μαθησιακά προβλήματα των μαθητών και των μαθητριών.
Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τις συνέπειες που θα έχει για τις πιο “αδύναμες” μαθήτριες και τους πιο “αδύναμους” μαθητές αυτή η σύνδεση της επίδοσης των μαθητών με την αξιολόγηση.
Οι γονείς που αγωνιούν, αγανακτούν και κάποτε καταλήγουν σε ισοπεδωτικές κρίσεις, οφείλουν κάποια στιγμή να σκεφτούν: Σε ένα τόσο ανταγωνιστικό σχολείο, ποια θα είναι η τύχη των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες; Πόσο ανεπιθύμητα θα είναι τα παιδιά με μητρική γλώσσα διαφορετική από την ελληνική, τα παιδιά με ιδιαιτερότητες, με χαμηλές επιδόσεις; Σε ποιους εκπαιδευτικούς “Καιάδες” θα σπρώχνονται, αφού δεν θα χωράνε στα σχολεία της «αριστείας» και των μετρήσιμων αποτελεσμάτων; Αφού θα χαλάνε την εικόνα των σχολείων που θα αναρτούν στο διαδίκτυο τις επιτυχίες τους; Ποιος γονιός θέλει να εδραιωθεί στο παιδί του αυτό το αίσθημα αποτυχίας;
Δεν πρόκειται για κινδυνολογία, το έχουμε δει να συμβαίνει πριν από χρόνια στο εκπαιδευτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλη Βρετανίας, όπου η αξιολόγηση κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Αποτέλεσμα της αξιολόγησης των σχολείων με βάση τις επιδόσεις των μαθητών, είναι και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας, όπου τα «καλά» σχολεία, διαφοροποιούνται από το αναλυτικό πρόγραμμα που ισχύει σε εθνική κλίμακα (national curriculum), ώστε να επιλέγουν οι μαθητές να κάνουν τις επιλογές μαθημάτων. Στις ΗΠΑ κυριαρχεί η λογική της περικοπής «δευτερευόντων μαθημάτων», όπως θεωρούν την αισθητική και τη φυσική αγωγή, προκειμένου να βρεθεί χρόνος για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στα «προτυποποιημένα» τεστ γλωσσικών μαθημάτων. Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία (πηγή). Επιπλέον, θα πρέπει να επισημάνουμε τη δημιουργία εν τέλει σχολείων-γιγάντων με άπειρες/ους μαθήτριες/ες στις εργατικές και μεταναστευτικές περιοχές και σχολεία μικρά σε αριθμό μαθητων/ριων στις εύπορες περιοχές.
Με λίγα λόγια, ένα σχολείο προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις και τους σκληρούς κανόνες της αγοράς, βασισμένο σε εξαντλητικούς δείκτες επιδόσεων, αξιολογήσεις και κατατάξεις σε λίστες αριστείας είναι ένα σχολείο για λίγους και «ικανούς».
Αυτό το σχολείο θέλουμε;
Ή μήπως θέλουμε ένα σχολείο που διδάσκει την ζωή και την συνύπαρξη, δίχως ανταγωνισμό ανάμεσα στους/ις μαθητές/ριες και ανάμεσα στα σχολεία; Που θεωρεί σημαντικό το κάθε παιδί, ασχέτως επιδόσεων, ιδιαιτερότητας, αναπηρίας ή δυσκολίας σε κοινωνικό ή μαθησιακό επίπεδο;
Η αξιολόγηση που ετοιμάζεται είναι κάκιστη, γιατί θα γίνει από αναξιόπιστους «αρίστους». Δεν υπάρχει όμως καλή αξιολόγηση. Ακόμη και με πιο αξιόπιστους αξιολογητές, τα σχολεία δεν θα γίνουν καλύτερα. Γιατί πολύ απλά, δεν είναι αυτός ο τρόπος.
Επιτέλους, ας πούμε το αυτονόητο: Αν θέλουμε να παίρνουμε απ’ τους δασκάλους το μάξιμουμ των δυνατοτήτων τους, αν θέλουμε να δίνουν την ψυχή τους, τότε πρέπει να δουλεύουν σε κλίμα ελευθερίας, σεβασμού και αποδοχής. Πρέπει να νιώθουν ότι υπάρχει ανταπόκριση στα αιτήματά τους για επιμορφώσεις και σύγχρονο σχολικό εξοπλισμό, επικουρικό προσωπικό, αξιοπρεπή μισθό. Πρέπει να γίνουν, δηλαδή, τα ακριβώς αντίθετα απ’ αυτά που εισάγει η προελαύνουσα αξιολόγηση: την τρομοκρατία, τον ασφυκτικό έλεγχο, τους επιθεωρητές (που μας γυρίζει πίσω στην περίοδο της Χούντας) κι εν τέλει τις απολύσεις.
Πρέπει κάποτε να ακουστεί και η φωνή των εκπαιδευτικών της τάξης. Δεν γίνεται τα πάντα να αποφασίζονται από στρατιές «συμβούλων» που βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά από την τάξη και την ζωντανή της αλήθεια.
Οι γονείς έχουν κάθε λόγο να είναι μαζί με τους εκπαιδευτικούς σ’ αυτό τον αγώνα. Για το καλό των παιδιών τους, για το δημόσιο σχολείο που χρειάζεται η κοινωνία μας!
Όλες/οι στην απεργία των εκπαιδευτικών στις 15 Φλεβάρη! Συμμετέχουμε στο συλλαλητήριο την Τετάρτη 10.30 στα Προπύλαια, Αθήνα 11.00 στο Άγαλμα Βενιζέλου, Θεσσαλονίκη
Όλες/οι στην απεργία-αποχή!
Όλες/οι στις στάσεις εργασίας!
Όλες/οι στις Γενικές Συνελεύσεις!