Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών σηματοδότησαν μία αδιαμφισβήτητη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Μετά από μία τετραετία κυβερνητικής επίθεσης στα δικαιώματα και τους όρους ζωής των “από κάτω”, με νομοθετικές πρωτοβουλίες και καταστολή απέναντι σε κάθε εστία αντίστασης, η Ν.Δ. αναδείχθηκε σε εγγυήτρια της «σταθερότητας» στη χώρα. Αντίθετα με πολλές εκτιμήσεις , η εγκληματική διαχείριση σειράς ζητημάτων (πανδημία, εργασιακά και ακρίβεια, έγκλημα στα Τέμπη, κρατικός αυταρχισμός, υποκλοπές, pushbacks και γενικότερη αντιμεταναστευτική πολιτική, δικαιώματα γυναικών και ΛΟΑΤΚΙΑ+, επιθεση στο περιβάλλον, κ.α.) δεν επέφερε σημαντικές απώλειες για την κυβέρνηση.
Όποια περαιτέρω ανάλυση και αιτιολόγηση των αποτελεσμάτων και να γίνει, δεν μπορεί να παραβλέπει αυτή την βασική παράμετρο: Η νίκη της ΝΔ και η διαφαινόμενη δημιουργία της νέας κυβέρνησής της, συνιστά μια αρνητική εξέλιξη για την κοινωνία και τους λαϊκούς αγώνες και απαιτείται προετοιμασία και οργάνωση απέναντι στη νέα επίθεση που θα εξαπολύσει. Παρόλα αυτά, η νίκη της δεν αποτελεί απόλυτη αποδοχή των κυβερνητικών της πεπραγμένων από τα λαϊκά στρώματα, όπως διατείνεται. Η δυσαρέσκεια και η οργή υπάρχει. Οι αγώνες δεν ήταν μάταιοι, όμως υπάρχουν νέα καθήκοντα για την αριστερά και το κίνημα.
Η Ν.Δ. κατάφερε να εξασφαλίσει την αμέριστη εμπιστοσύνη του μεγάλου κεφαλαίου, ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των συμφερόντων του. Το γεγονός ότι τα ΜΜΕ ανέλαβαν την επίμονη και συνεχή προβολή μιας απολύτως θετικής εικόνας, με αντίστοιχη φίμωση κάθε αντίθετης φωνής, καταδεικνύει πως ένα μπλοκ συμφερόντων εκπροσωπήθηκε αποτελεσματικά και γι’ αυτό δεν είναι διατεθειμένο να άρει τη στήριξή του σε αυτήν τη διακυβέρνηση. Η Ν.Δ. κατοχύρωσε πλήρως τις κοινωνικές συμμαχίες που παραδοσιακά οικοδομεί, αλλά επιπλέον κατόρθωσε να συσπειρώσει μεγάλο τμήμα της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», με την υπόσχεση της σταθερότητας και μιας «οικονομικής ανάπτυξης». Την ίδια στιγμή, οι εξαγγελθείσες παροχές και τα επιδόματα προς τα χαμηλότερα στρώματα δεν διέφεραν ουσιαστικά από τις αντίστοιχες υποσχέσεις κάποιας άλλης κυβερνητικής πρότασης, ώστε να επιφέρουν ένα σημαντικά διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Συνέπεια των παραπάνω ήταν η εμπέδωση της πεποίθησης σε πολλούς και πολλές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάφερε να κρατήσει όρθια τη χώρα σε μία περίοδο συνεχών «κρίσεων», που προκαλούν ανησυχία και φόβο σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Η εκλογική τους στήριξη στην ΝΔ πιθανότατα συνδέεται με μια αίσθηση ή επιδίωξη σταθερότητας ειδικά σε σύγκριση με τα μαύρα χρόνια της πρώτης μνημονιακής περιόδου. Σε ένα καθεστώς ηγεμονίας του μνημονιακού μονοδρόμου και με πετσοκομμένες τις ελπίδες για πραγματική αλλαγή, η προσφυγή στον ατομικό δρόμο και στην προσπάθεια για επιβίωση μοιάζει να ενισχύει τον βασικό εγγυητή των αντιλαϊκών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, την Νέα Δημοκρατία. Όμως η ενίσχυση αυτή δεν είναι μόνιμη και σταθερή, ειδικά μπροστά σε νέα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας που έρχονται το 2024, ακριβώς γιατί βασίζεται στην ανημπόρια και όχι την ελπίδα. Για αυτό και ήταν “βουβή”.
Άλλωστε, η Νέα Δημοκρατία διατήρησε τα (υψηλά) ποσοστά της και είχε μια μικρή άνοδο σε ψήφους. Αυτό που κάνει αυτό το αποτέλεσμα πιο εμφατικό, δεν είναι τόσο η επίδοσή της, όσο η εκλογική καταστροφή της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ηγεμονία της Ν.Δ. δεν θα είχε τέτοιο εύρος, εάν υπήρχε κάποιο πολιτικό σχέδιο που να περιλαμβάνει, να εμπνέει και να μπορεί να εκπροσωπήσει τις υποτελείς τάξεις μέσα από μία σαφή και πειστική πρόταση.
Οι μεγαλύτερες ευθύνες για την πλήρη απουσία εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης, βαραίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Ως αξιωματική αντιπολίτευση, υιοθέτησε μία ιδεολογικά θολή ταυτότητα, μετακινούμενος διαρκώς όλο και πιο δεξιά, χωρίς να αντιπαρατίθεται με καμία από τις στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, υπερψηφίζοντας μέσα στην τετραετία περίπου τα μισά νομοσχέδια της ΝΔ. Άσκησε ρηχή, προσωποκεντρική «ηθικολογική», αντιπολίτευση, επικεντρώθηκε μόνο στην αποκάλυψη σκανδάλων, εμπέδωσε ακόμα περισσότερο το ΤΙΝΑ, που είχε ήδη δρομολογήσει με τη συνθηκολόγηση και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, το 2015 με 2019. Με αυτά ως δεδομένα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε πως αποτελεί αξιόπιστη και πραγματικά διαφορετική επιλογή: Κατέρρευσε και βρέθηκε πίσω από τη ΝΔ με διαφορά 20 μονάδων.
Από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, ενισχύθηκαν διαφορετικές τάσεις. Μια από αυτές είναι η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ ως διεκδικητή εκ νέου της ηγεμονίας στον “κεντροαριστερό χώρο”. Το κόμμα που ευθύνεται περισσότερο από το καθένα για την εισαγωγή της χώρας στην μνημονιακή λαίλαπα, επιδιώκει να αναγεννηθεί μιας και αποτελεί τον αυθεντικό εκφραστή της ίδιας -περίπου- πολιτικής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις επόμενες εκλογές, η μάχη για την ηγεμονία σε αυτό το χώρο, θα ενταθεί. Όμως, παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ συντηρητικοποιείται διαρκώς, εξακολουθεί να επικαλείται στη ρητορική του την αριστερή ταυτότητα. Αυτή η μεγάλη αναντιστοιχία δεν αφήνει ανεπηρέαστη την αριστερά και, ευρύτερα, τον κόσμο του αγώνα.
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι ενώ η Νέα Δημοκρατία έχει με κάθε τρόπο προωθήσει τη σκληρά νεοφιλελεύθερη και συντηρητική ατζέντα της, διατηρούν την επιρροή τους και οι δυνάμεις της ακροδεξιάς. Η ανησυχητική άνοδος ακροδεξιών κομμάτων, όπως η Ελληνική Λύση και η ΝΙΚΗ, θα έχει ως συνέπεια τη μετατόπιση του δημόσιου λόγου ακόμα δεξιότερα, διευκολύνοντας την επιβολή αντιδραστικών πολιτικών. Αυτή η ιδιότυπη συνθήκη φανερώνει τον κεντρικό ρόλο που θα παίξουν ζητήματα όπως η μετανάστευση, καθώς και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, κατά το επόμενο διάστημα.
Τα κόμματα της Αριστεράς καταγράφουν συνολικά μια αύξηση, η οποία όμως δεν αντιστοιχεί στην τεράστια πτώση του ΣΥΡΙΖΑ. Το πλέον ενισχυμένο είναι το ΚΚΕ, που ανέβηκε κατά 2 περίπου μονάδες, επωφελούμενο από την οργανωτική του ανάπτυξη στο εργατικό-νεολαιίστικο κίνημα και την σταθερή και συνεπή παρουσία του. Επίσης, οι οργανώσεις και τα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ενίσχυσαν ελαφρώς τις δυνάμεις τους, χωρίς αυτή η άνοδος να μπορεί να μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό τη μεγάλη εικόνα των αποτελεσμάτων. Από την άλλη, το ΜέΡΑ25 – Συμμαχία για τη Ρήξη, δεν κατάφερε να επωφεληθεί της κοινοβουλευτικής του παρουσίας και της μεγάλης πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να συγκρατήσει το δυναμικό που το στήριξε το 2019, να περάσει το όριο του 3% και να μπει στη Βουλή. Συνολικά, εντός του κοινοβουλίου διαμορφώθηκε ένας συσχετισμός αρνητικός για την αριστερά και τα πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Με την αποτυχία του ΜέΡΑ25 να μπει στη Βουλή, διαμορφώνεται ένας συσχετισμός πλήρους νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, με το ΚΚΕ να είναι η μοναδική φωνή που θα παράγει ένα λόγο υπέρ των από κάτω και θα μεταφέρει κάποια αιτήματα. Αυτή η εικόνα της μειωμένης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των αριστερών φωνών συμπληρώνεται από τη μεγάλη επικράτηση της ΝΔ και της διατήρησης (ή και της πιθανής ανόδου) των ποσοστών των ακροδεξιών και ακραία συντηρητικών μορφωμάτων, φτιάχνοντας ένα δυσμενές πλαίσιο για τη δημιουργία αντιστάσεων.
Η εκλογική αναμέτρηση που έρχεται σε λίγες εβδομάδες, μπορεί να φέρει καλύτερα αποτελέσματα για την αριστερά συνολικά, με μεγαλύτερα ποσοστά για τους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς και αυξημένη εκπροσώπηση των φωνών που αντιστέκονται στην επικράτηση του σχεδίου της Νέας Δημοκρατίας για τη χώρα. Παρόλα αυτά, παραμένουμε βαθιά πεισμένοι/ες στην εκτίμηση για την ύπαρξη ενός μεγάλου πολιτικού κενού για μια ενωτική ριζοσπαστική αριστερή πρόταση, ικανή να αποτελέσει αντίπαλο δέος στην κυβερνητική επίθεση. Η κρίση εκπροσώπησης και η βαθιά απογοήτευση και δυσαρέσκεια που υπάρχει σε ευρύτερα αγωνιζόμενα κομμάτια, μπορεί και πρέπει να δώσει τη θέση της σε ένα νέο κύμα δημιουργίας, αγώνα και στράτευσης.
Αυτό, όμως, δεν θα γίνει από μόνο του. Οι δύσκολες συνθήκες, για όσους και όσες ζουν από την εργασία τους, που έρχονται τα επόμενα χρόνια, δεν αρκούν για να δώσουν πνοή στην αντίσταση. Χρειάζεται να αμφισβητήσουμε το ίδιο το πλαίσιο του ατομισμού και του συμβιβασμού που έχει τεθεί στις ζωές μας. Και ακόμα περισσότερο χρειάζεται να αναρωτηθούμε πόσο είμαστε διατεθειμένοι και διατεθειμένες να διακινδυνεύσουμε στην υπόθεση μιας καλύτερης κοινωνίας και ζωής, μιας υπόθεσης, εξ’ ορισμού, με τέλος αβέβαιο.
Για να δοθούν οι απαντήσεις αυτές είναι ανάγκη να δουλέψουμε ώστε η αριστερά να γίνει ξανά χρήσιμη, να ριζώσει στην κοινωνία για να εκφράσει τους/τις «από κάτω», να δώσει απαντήσεις που θα προάγουν αλλαγές στο σήμερα, να αναδείξει μία πραγματικά ριζοσπαστική πολιτική μέσα από την αλληλεγγύη, την κινηματική παρέμβαση, την πολιτική εμβάθυνση.
Καθήκον όλων μας είναι να οργανώσουμε τους αγώνες και τις αντιστάσεις που θα ακυρώσουν τα σχέδια της κυβέρνησης, η οποία θα προκύψει μετά τις εκλογές του Ιουνίου.
Καθήκον όλων μας είναι να δημιουργήσουμε το πεδίο διαλόγου και την πολιτική πρόταση που θα εμπνεύσει και θα πείσει τα πληττόμενα στρώματα ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική.
Καθήκον όλων μας είναι να μην παραταθεί η πολυδιάσπαση και ο απομονωτισμός των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ως Αναμέτρηση, επιθυμούμε να συμβάλουμε με κάθε τρόπο προς αυτή την κατεύθυνση. Γνωρίζουμε καλά ότι οι δικές μας δυνάμεις μόνο δεν αρκούν. Δεν θέλουμε να διαφύγουμε της κριτικής, από την “ασφάλεια” της μη ενεργούς συμμετοχής στις εκλογές. Κάνουμε πρώτοι/ες από όλους/ες την δική μας αυτοκριτική για την αδυναμία μας να συμβάλουμε στο βαθμό που θα θέλαμε ώστε τα πράγματα να ήταν διαφορετικά στην Αριστερά και το κίνημα, και δηλώνουμε αποφασισμένοι/ες να παλέψουμε ακόμα πιο αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση.
Καλούμε όσους/ες συμφωνούν και κατανοούν ότι δεν περισσεύει κανείς/καμία, όσους/ες ενδιαφέρονται να συνδιαμορφώσουμε νέες προτάσεις και πολιτικές πρακτικές, να συμβάλλουν στην υπόθεση της αναγκαίας ανασύνθεσης της αριστεράς.
Και, βέβαια, να παλέψουμε ενάντια στην αποχή, να μη χαθεί καμια ψήφος από τα αριστερά που μπορεί να μειώσει τη δύναμη της κυβέρνησης της ΝΔ. Στις επόμενες εκλογές να συμμετέχουμε ακόμα πιο αποφασιστικά στηρίζοντας τις δυνάμεις της Αριστεράς .