Γράφει ο Γιάννος Γιαννόπουλος
Μπορεί να μοιάζει κάπως παράδοξο να συζητάμε για την οργάνωση σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, και μάλιστα μετά τη σαρωτική νίκη της ΝΔ, μετά από 4 χρόνια σκληρής δεξιάς διακυβέρνησης. Όμως, για τις δυνάμεις που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, οι εκλογές είναι πιθανοί κόμβοι σε μία συνολικότερη πορεία ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης.
Και γιατί να οργανωθεί κανείς;
Η συρρίκνωση της δημοκρατίας, η περιστολή του ρόλου της συλλογικότητας στις αποφάσεις που καθορίζουν τις ζωές μας οδηγεί και στην αμφισβήτηση της σημασίας της οργανωμένης πολιτικής δράσης. Το βιώνουμε από τη μείωση της ισχύος των σωματείων μέχρι την κατάργηση των διαδικασιών διαβούλευσης για σημαντικές αποφάσεις και την μεταφορά τους σε τεχνοκράτες και “διαβουλεύσεις” στα tedx. Υπάρχουν προφανώς και άλλοι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες που προκαλούν κρίση στην πολιτική ένταξη: τα δύσκολα ωράρια εργασίας, η αίσθηση ότι κανείς μπορεί να “παρεμβαίνει” ατομικά μέσα από τα social media -φάνηκε στις εκλογές του Μαΐου πόσο στενά όρια έχει στο “echo chamber” που φτιάχνουν οι αλγόριθμοι-, η έλλειψη δημοκρατίας στα κομματικά μορφώματα, πολλές φορές ακόμα και σε αυτά της Αριστεράς. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και ένας ακόμα σημαντικός λόγος: Μετά την ήττα του 2015 και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ -ο οποίος πήρε μια πορεία για την οποία τα τότε μέλη του ποτέ δεν ρωτήθηκαν- πολλές αγωνίστριες και αγωνιστές είναι απρόθυμοι να στρατευτούν ξανά σε πανελλαδικές πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, εφόσον αισθάνονται ότι δεν μπορούν να ελέγξουν το πώς θα λειτουργούν στην πλήρη έκτασή τους. Μπορεί να εντάσσονται σε κοινωνικές πρωτοβουλίες, δημοτικές ή εργατικές κινήσεις, συλλογικότητες γειτονιάς, αλλά δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι μπορεί κάπως να διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να γίνουν ξανά τα ίδια, με το δεδομένο ότι οι πολιτικές οργανώσεις και κόμματα είναι αναγκαστικό -και λόγω μεγέθους- να έχουν και έμμεση δημοκρατία και επομένως έχουν και διαδικασίες λήψης αποφάσεων στις οποίες δεν είναι όλες/οι παρούσες/όντες. Ακόμα και όταν αυτή η διστακτικότητα δεν υπάρχει, το βάρος των προηγούμενων απογοητεύσεων δεν κάνει εύκολη την επαναστράτευση, με τις δεσμεύσεις που αυτή συνεπάγεται.
Την ίδια στιγμή, μία πολιτική που θα κατακτά νίκες στο σήμερα, και θα βάζει το στόχο μιας συνολικής ανατροπής που θα μας βγάλει από το κοινωνικό τέλμα και την πολιτική ήττα, δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα χωρίς πολιτικό φορέα. Γιατί μόνο ένας πολιτικός φορέας που συνενώνει ανθρώπους από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους (εργασιακούς, γειτονιές, σχολές), περιοχές, ηλικίες μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο. Να μαζεύει κοινωνικές εμπειρίες και να τις μετατρέπει σε γνώση που μπορεί να αξιοποιηθεί σε άλλους χώρους, να βάζει προτεραιότητες στα σημαντικά επίδικα της κάθε συγκυρίας, να διατάσσει δυνάμεις ρίχνοντας το βάρος στα σημεία που θεωρεί αδύναμους κρίκους. Στα σημεία δηλαδή όπου μπορούν να φτιαχτούν πιο ευρείες συμμαχίες και κινητοποίηση, να σπάσει η συναίνεση που έχουν κατακτήσει οι “από πάνω” και να μην περνάει η καταστολή, και τελικά η πολιτική του αστικού συνασπισμού εξουσίας να ηττηθεί. Να συμπυκνώνει -όχι να αθροίζει απλώς- σε συνολικό πολιτικό πρόγραμμα επιμέρους πλευρές και διεκδικήσεις.
Εξάλλου, ο δρόμος για μια άλλη -κομμουνιστική- οργάνωση της κοινωνίας, περνάει από συγκρούσεις, απέναντι σε έναν αντίπαλο σκληρά οργανωμένο σε πολλά επίπεδα: κράτος, επιχειρήσεις, ιδεολογικοί (εκπαίδευση, ΜΜΕ, εκκλησία) και κατασταλτικοί (αστυνομία, δικαστήρια) μηχανισμοί. Χρειάζεται αντίστοιχο πολιτικό και οργανωτικό αντίπαλο δέος επομένως για να μπορέσουμε να τον νικήσουμε, ειδικά σε μία περίοδο που διαθέτει και έναν ηγεμονικό πολιτικό φορέα (τη ΝΔ του Μητσοτάκη) με βαθιές ρίζες σε όλους τους παραπάνω μηχανισμούς, και οργανώνει πετυχημένα στο πολιτικό επίπεδο τον συνασπισμό εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων. Δεν χρειαζόμαστε μηχανισμούς που θα θυμίζουν σκουριασμένες γραφειοκρατικές μηχανές που λειτουργούν μόνο από πάνω προς τα κάτω. Χρειαζόμαστε όμως συλλογικές δομές και “αυτοματισμούς” που θα μας επιτρέπουν να αποφασίζουμε συλλογικά και να διευκολύνουμε τη δράση μας, μεγεθύνοντας τα αποτελέσματά της. Και ταυτόχρονα μια δομή που μας επιτρέπει να ζούμε, να δημιουργούμε, να διασκεδάζουμε συλλογικά και στο σήμερα.
Μόνο ένας πολιτικός φορέας μπορεί να εκπαιδεύει τα μέλη του στη βάση εμπειριών από διαφορετικούς χώρους και ιστορικές περιόδους, και να τα οργανώνει αντίστοιχα: πώς θα επικοινωνήσουν την πολιτική της γραμμή ευρύτερα (από το να φτιάξουμε ένα ραδιόφωνο μέχρι την αφισοκόλληση στο δρόμο), πώς θα αντιμετωπίζει την καταστολή στις διαδηλώσεις, πώς φτιάχνει καινούρια σωματεία, πώς οργανώνει την αλληλεγγύη σε επίπεδο γειτονιάς, αλλά και συνεργατικά εγχειρήματα στην παραγωγή, πώς θα παρέμβει στους θεσμούς, πώς θα οργανώνει και θα ψυχαγωγείται σε φεστιβάλ και γενικότερα εγχειρήματα ενός πολιτιστικού αντιπαραδείγματος. Στο κοινωνικό επίπεδο όλα αυτά περνούν μέσα από πλατιές ριζοσπαστικές συλλογικότητες: Τα φοιτητικά και τα εργατικά σχήματα, οι δημοτικές κινήσεις, οι κοινωνικές πρωτοβουλίες είναι απαραίτητα οχήματα, οι πυρήνες της συγκροτημένης δράσης στο κοινωνικό πεδίο και οι πυροκροτητές της κοινωνικής αντιπολίτευσης που μπορεί να σταματάει τις πολιτικές που μας κλέβουν τη ζωή. Η οργάνωση σε έναν πολιτικό φορέα είναι ενισχυτική σε αυτή την κατεύθυνση, μπορεί να πολλαπλασιάσει τα αποτελέσματα της παρέμβασής μας. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ρόλος των κοινωνικών πρωτοβουλιών να κάνουν όσα χρειάζεται να κάνει ένας πολιτικός φορέας, και επειδή η οπτική τους είναι μερική, και επειδή δεν αντιστοιχεί να φορτώνονται με συνολικές πολιτικές ατζέντες.
Βρισκόμαστε ακόμα σε μία περίοδο ανασυγκρότησης μετά από μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική ήττα, από την οποία σταδιακά συνερχόμαστε κοινωνικά, όπως έδειξαν οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Δεν έχει φανεί όμως ακόμα ο δρόμος μέσα από τον οποίο θα συνέλθουμε πολιτικά. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπαίνουμε σε περίοδο νηνεμίας, ούτε διεθνώς (όπως μαρτυρούν οι νέες πολεμικές συγκρούσεις και οι καταρρεύσεις τραπεζών), ούτε στην Ελλάδα προφανώς. Την ίδια στιγμή, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν την ανάγκη επιστροφής σε μία κανονικότητα «εκτός κρίσεων», και έχουν εμπεδωθεί μειωμένες προσδοκίες. Σε μία τέτοια περίοδο που τα πολιτικά οχήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν «προϋπάρχουν», και έτσι η παρακολούθηση και επικοινωνία με μία πολιτική οργάνωση δεν επαρκεί. Για να διευρυνθεί και να διαδραματίσει το ρόλο που θα ήθελαν και όσες/οι/α την παρακολουθούν με ενδιαφέρον, χρειάζεται η πολιτική συμπάθεια να μετασχηματιστεί σε έμπρακτη συμμετοχή, στήριξη, συμβολή σε επίπεδο ιδεών και πρακτικών.
Και γιατί να οργανωθεί κανείς στην Αναμέτρηση;
Ακόμα και εάν συμφωνήσουμε στην γενική ανάγκη ύπαρξης πολιτικών φορέων της Αριστεράς, δε σημαίνει ότι έχουμε απαντήσει και γιατί έχει λόγο ύπαρξης ένας συγκεκριμένος πολιτικός σχηματισμός, πολύ περισσότερο γιατί αξίζει ενίσχυσης. Συχνά, στην Αριστερά, και ακόμα πιο συχνά στην “άλλη Αριστερά”, οι οργανώσεις δικαιολογούν την ύπαρξή τους με βάση τις διαφωνίες τους από τις υπόλοιπες. Στη μεγάλη εικόνα όμως, το ερώτημα είναι εάν οι πολιτικοί φορείς έρχονται να απαντήσουν σε ένα υπαρκτό πολιτικό κενό. Δηλαδή εάν υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα τα οποία αφορούν ευρύτερο κόσμο (και όχι ιστορικές διαφωνίες που γνωρίζουν οι αριστεροί μεταξύ τους), και τα απαντάει με τρόπο που δεν τα απαντάει άλλος. Επιπλέον, έχει σημασία και ο τρόπος με τον οποίο κάνει τα πράγματα.
Νομίζω ότι υπάρχουν 5 βασικά ερωτήματα τα οποία είναι μεγάλα κοινωνικά ερωτήματα, αφορούν δηλαδή πολύ ευρύτερα τμήματα ανθρώπων, και οι απαντήσεις της Αναμέτρησης σε αυτά ορίζουν την ταυτότητά της. Μπορεί και υπαρκτοί μεγάλοι χώροι/κόμματα να απαντάνε με παρόμοιο τρόπο σε ορισμένα από αυτά, αλλά κανένας δεν απαντάει με τον ίδιο τρόπο σε όλα μαζί.
- Χρειαζόμαστε άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης και άλλο τρόπο να παράγουμε, αλλά και να ζούμε συνολικότερα, ή αλλιώς “ο καπιταλισμός δεν παλεύεται”. Η συζήτηση ενάντια στον καπιταλισμό έχει ανάψει μετά τις πολλαπλές κρίσεις (οικονομική, περιβαλλοντική, πανδημία) και διαπερνά τη συζήτηση των νεότερων γενεών και στην Δύση. Η πάροδος 30 χρόνων από την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τα διαρκή καπιταλιστικά αδιέξοδα έχουν επιτρέψει να μην έχουν πλέον τόση ισχύ οι αρνητικές αφηγήσεις για το παρελθόν. Η μαζικότητα του ερωτήματος αποτυπώνεται ακόμα και στις ελληνικές δημοσκοπήσεις, όπου ο “σοσιαλισμός” (όπως και αν το καταλαβαίνει κανείς) καταγράφει συνολικά καλύτερες γνώμες από τον καπιταλισμό και όχι μόνο από τον νεοφιλελευθερισμό[1], ενώ και ο κατασυκοφαντημένος κομμουνισμός καταγράφει προσφάτως 19.2% θετικές γνώμες[2]. Αυτό χρειάζεται να μετατρέπεται και σε προοπτική που ξεκινάει στο σήμερα με την οικοδόμηση αντιπαραδειγμάτων σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.
- Μία απελευθερωτική προοπτική για τον κόσμο της δουλειάς και τη νεολαία στην Ελλάδα έρχεται σε ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο «ευρωσκεπτικισμός» έχει οξυνθεί στην Ελλάδα μετά τα χρόνια των μνημονίων: Με βάση το ευρωβαρόμετρο[3], 47% έχει αρνητική γνώμη για την ΕΕ, 57% δεν θεωρεί θετική τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ. Αυτό προφανώς δεν μεταφράζεται αυτόματα σε υποστήριξη ενός ρηξιακού σχεδίου, ειδικά στην τωρινή φάση. Είναι όμως υπόθεση της δικής μας Αριστεράς να συγκροτήσει ένα τέτοιο σχέδιο, όχι σε γυάλα, αλλά σε διαπλοκή με τους αγώνες και την πολιτική παρέμβαση. Αντίστοιχα συναισθήματα υπάρχουν και για το ΝΑΤΟ, σε μεγάλη συσχέτιση με το ζήτημα της ειρήνης. Η πλειονότητα του κόσμου έχει αρνητική άποψη για το ΝΑΤΟ[4], και θα πρέπει να βρούμε τρόπο να σπάσει ο μοναδικός -αλλά σημαντικός- φόβος που συνεχίζει να επιδρά ιδεολογικά με μαζικό τρόπο, το ερώτημα «άμα βγούμε από το ΝΑΤΟ τι θα γίνει με την Τουρκία» – κατά τη γνώμη μου να παλέψουμε για λύση στη βάση του διεθνούς δικαίου, σπάζοντας την μαζική πλάνη ότι το διεθνές δίκαιο είναι αυτό που λέει η εθνική κρατική αφήγηση. Σε συνδυασμό με την απόρριψη των εξορύξεων στο Αιγαίο. Ακόμα και έτσι, σημαντικό μέρος των πολιτών τάσσονται και στο σήμερα με την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ.
- Η λογική του μεταβατικού προγράμματος. Το “μεταβατικό πρόγραμμα” ως κωδική ονομασία μιας αντίληψης για το πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς προφανώς και δεν είναι μαζικά γνωστό. Η ουσία όμως της αντίληψης αποτέλεσε μαζικό κοινωνικό ερώτημα τα χρόνια των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων και ειδικά το 2010 – 2012. Μία περίοδο που ο κόσμος στράφηκε προς τα Αριστερά και μπορούσε να καταλάβει τη σημασία προγραμματικών προτάσεων, που είναι άμεσα εφαρμόσιμες, λειτουργούν ως απαιτήσεις του κινήματος στις μεγάλες στιγμές του, και την ίδια στιγμή ανοίγουν τον δρόμο για μια άλλη κοινωνία. Η σημαντική στήριξη του αιτήματος για την επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων από τους νέους ανθρώπους μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, είναι ενδεικτική [5] (*)
- Η αντίληψη για τις κυβερνήσεις: Το ερώτημα εάν μια κυβέρνηση μπορεί να είναι κόμβος σε μία διαδικασία ανατροπής είναι προφανές ότι άνοιξε από την ελληνική εμπειρία του 2015, αλλά και από την εμπειρία της Λατινικής Αμερικής είτε παλιότερα (Χιλή) είτε πιο πρόσφατα (Βενεζουέλα, Βολιβία). Η δική μας αντίληψη περιλαμβάνει μία διπλή οριοθέτηση: απέναντι στον κοινοβουλευτισμό και τον κυβερνητισμό που αντιμετωπίζει τις κυβερνήσεις ως αυτοσκοπό, υποτιμώντας εντελώς τη σημασία της ανάπτυξης του κοινωνικού κινήματος αλλά και των οργανώσεών του, που θα στις κρίσιμες καμπές θα αναλάβουν τη σύγκρουση και θα κληθούν να υπερβούν συνολικά το σημερινό τρόπο λήψης αποφάσεων και άσκησης της κεντρικής πολιτικής. Απέναντι όμως και σε μία αντίληψη που αρνείται γενικώς την κυβέρνηση της Αριστεράς ως κόμβο, όταν αυτή έρχεται στο προσκήνιο σπρωγμένη από τις εργαζόμενες τάξεις και τη νεολαία -μην μπορώντας ταυτόχρονα να δώσει άλλη άμεση απάντηση στο ερώτημα της ανατροπής, παραπέμποντας αφαιρετικά στην επαναστατική διαδικασία-, χωρίς να ξεχνάμε ότι η οργάνωση και κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα είναι πάντοτε η κρίσιμη πλευρά. Η κωδικοποίηση αυτή προφανώς δεν απαντάει στο βάθος των ερωτημάτων που προκύπτουν από τις εμπειρίες που προαναφέρθηκαν. Είναι όμως μια βασική αφετηρία.
- Τη σημασία των πολλαπλών καταπιέσεων και κρίσεων (έμφυλο, περιβάλλον, μεταναστευτικό). Δεν είναι μόνο η σημασία που έχουν αυτά τα ζητήματα σήμερα για τις ζωές των ανθρώπων. Αυτό αποδεικνύεται εύκολα: Από τα πολλαπλά περιστατικά έμφυλης βίας και την εργασιακή έμφυλη οικονομική ανισότητα και εκμετάλλευση μέχρι τις μαζικές φεμινιστικές κινητοποιήσεις. Από τη διόγκωση της κλιματικής προσφυγιάς μέχρι τις διαδηλώσεις της νέας γενιας για το κλίμα. Από τα νεκρά κορμιά μεταναστ(ρι)ών στο Αιγαίο μέχρι το γεγονός ότι σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα είναι πλέον μετανάστ(ρι)ες. Προφανώς κάθε ένα από αυτά αποτελεί ξεχωριστό ζήτημα. Αυτό που τα ενοποιεί εδώ, είναι ότι τα βλέπουμε συνδεδεμένα με τις ταξικές αντιθέσεις, αντιλαμβανόμαστε όμως και την αυτονομία τους. Πολύ περισσότερο όμως, δεν τα θεωρούμε υποδεέστερα ζητήματα σε σχέση με τα οικονομικά/εργασιακά, και έχουμε συναίσθηση ότι παράγουν και νέες ριζοσπαστικές πολιτικοποιήσεις. Το ποια πολιτική λογική θα επικρατήσει στα αντίστοιχα κινήματα είναι προφανώς διακύβευμα. Και ούτε τα θεωρούμε γενικώς “ενσωματώσιμα”, γιατί με την ίδια λογική δε θα ασχολούμασταν και με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, του οποίου τυπικά επικεφαλής είναι στην Ελλάδα ο… Παναγόπουλος, και στη δυτική Ευρώπη γενικώς ηγεμόνευσε εντός του η σοσιαλδημοκρατία, με τις γνωστές συνέχειες.
Εκτός από τα βασικά ερωτήματα, έχουν προφανώς σημασία και άλλες πλευρές (όπως ο διεθνισμός) αλλά και ο τρόπος που κάνουμε τα πράγματα: η εσωτερική δημοκρατία, το ήθος στο κίνημα, η γλώσσα και το ύφος απεύθυνσης, ο διεθνισμός, η συνολικότερη φυσιογνωμία. Χρειάζεται διαρκής προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση, με ένταση στις πολιτικές και οργανωτικές διασφαλίσεις που θα αποτρέψουν προβληματικά φαινόμενα (μέχρι συνολικές μεταλλάξεις) του παρελθόντος, όπως αυτές που καθιστούν δύσκολη την επαναστράτευση πολλών.
Το σύνολο των απαντήσεων της Αναμέτρησης στα παραπάνω ερωτήματα, την καθιστούν διακριτή τόσο -προφανώς- από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, όσο και από άλλα ρεύματα στην Αριστερά. Την ίδια στιγμή συνθέτουν και της βάζουν τον δύσκολο και σημαντικό στόχο της (επαν)ίδρυσης(**) του πολιτικού φορέα της ριζοσπαστικής αριστεράς με αναφορά σε ένα νέο κομμουνιστικό ιδεώδες. Έχει σημασία, επομένως, ο κόσμος που αντιλαμβάνεται την ανάγκη της πολιτικής οργάνωσης, και απαντάει με τον ίδιο τρόπο με εμάς σε αυτά τα ερωτήματα, να γίνει οργανικό μέρος αυτής της προσπάθειας. Φυσικά, υπάρχουν και άλλες οργανώσεις που απαντάνε με τον ίδιο τρόπο αυτά τα ερωτήματα. Οργανώσεις που ήδη έχουμε στενότερες πολιτικές σχέσεις, και εφόσον δεν μας χωρίζουν άλλα βασικά ερωτήματα, θα πρέπει όλες μαζί να κάνουμε από κοινού το επόμενο ανασυνθετικό βήμα. Όσον αφορά το πολιτικό κενό, δεν διαφαίνεται μόνο από τις απαντήσεις που δίνουμε στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά ακόμα και από τις έρευνες που έδειχναν ότι πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τόσος κόσμος ήταν αναποφάσιστος τόσο κοντά στις εκλογές, ειδικά στα αστικα κέντρα, και ειδικά μεταξύ των νέων και των γυναικών[6].
Τι κάνουμε στην παραπάνω κατεύθυνση
Είναι πιθανό ότι δεν αρκούν οι παραπάνω λόγοι για να εμπλακεί κανείς/καμία/κανένα σε μία πολιτική οργάνωση ή ένα κόμμα, ειδικά σε μία περίοδο που ορίζεται ακόμα σε μεγάλο βαθμό από την προηγούμενη ήττα. Οι πολιτικοι φορείς της Αριστεράς πρέπει να πείθουν ότι κάνουν βήματα προς την υπέρβαση της ήττας, ενισχύουν τα κινήματα στην κατάκτηση νικών στο σήμερα, οικοδομούν από σήμερα τις προϋποθέσεις για μια άλλη ζωή, χωρίς να μένουν στις θεωρητικές απαντήσεις σε ερωτήματα, έστω και εάν αυτά είναι σημαντικά. Σε αυτή τη κατεύθυνση η Αναμέτρηση οργανώνει την παρέμβασή της σε 3 άξονες, και έχει κάνει σημαντικά βήματα στον 1 χρόνο ύπαρξής της:
Α) Την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κινήματος:
- i) Στο ένα σκέλος αυτό σημαίνει την ανασυγκρότηση ή και την ίδρυση πρωτοβουλιών/σχημάτων/κινήσεων στους αντίστοιχους κοινωνικούς χώρους (εργασίας, σπουδών, γειτονιές κλπ). Από τον ενεργό ρόλο στην ίδρυση της νέας εργατικής κίνηση “Μάχη” και νέων εργατικών σχημάτων μέχρι την συμβολή στη δημιουργία σωματείων (πχ δικηγόρων, έρευνας). Από τη συμβολή στις ενωτικές διεργασίες των σχημάτων της ΑΡΕΝ και της ΕΑΑΚ στα πανεπιστήμια, μέχρι την ενίσχυση της λειτουργίας δημοτικών κινήσεων (με πιο χαρακτηριστική την “Πόλη Ανάποδα” στη Θεσσαλονίκη). Από την στήριξη της της «Ενωτικής Πρωτοβουλίας κατά των πλειστηριασμών» και του Αντιφασιστικού Συντονισμού μέχρι την συμβολή στην ίδρυση της πρωτοβουλίας κατά της ακρίβειας «Δεν βγαίνω».
- ii) Στο δεύτερο σκέλος σημαίνει τη λήψη άμεσων πολιτικών πρωτοβουλιών σε οξυμένες συγκυρίες που δεν συγκροτούνται σε μόνιμες συλλογικότητες. Από την ενίσχυση της πρότασης για τις κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή στις γειτονιές την άνοιξη του 2021 (από τις οργανώσεις που έφτιαξαν αργότερα την Αναμέτρηση), μέχρι το άμεσο αντανακλαστικό της Αναμέτρησης να προτείνει διαδηλώσεις το ίδιο απόγευμα του προδιαγεγραμμένου δυστυχήματος στα Τέμπη -απέναντι στην αρχική κυβερνητική αφήγηση του “εθνικού πένθους”-, φαίνεται ότι έχει σημασία να τόσο η ύπαρξη όσο και η ενίσχυση μιας πολιτικής οργάνωσης που έχει την έγνοια να παρέμβει και το ίδιο το κίνημα, οι “δρόμοι”, στην κεντρική πολιτική σκηνή στην εκάστοτε συγκυρία.
Β) Τη στρατηγική αναζήτηση: Είναι ιδρυτική συνθήκη της Αναμέτρησης η παραδοχή ότι υπάρχει ανάγκη για στρατηγικό επανεξοπλισμό της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Σε αυτή την κατεύθυνση η Αναμέτρηση προσπάθησε να κάνει βήματα ήδη από την ιδρυτική της συνδιάσκεψη. Έχει δεσμευτεί ότι θα κάνει και επόμενα: για το κράτος και τη στρατηγική γύρω από αυτό, τις ιδέες για τον κομμουνισμό, τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και μία συγκεκριμένη στρατηγική ρήξης. Ταυτόχρονα, έχει ήδη ξεκινήσει θεματικές στρατηγικές επεξεργασίες γύρω από τα μεγάλα μέτωπα παρέμβασης, εκκινώντας από το εργατικό κίνημα και το μεταναστευτικό ζήτημα.
Γ) Την δημιουργία κεντρικής πολιτικής απάντησης: Κεντρική πολιτική παρέμβαση δεν είναι μόνο οι εκλογές και το κοινοβούλιο, είναι και η δημιουργία κεντρικών πολιτικών γεγονότων -όπως οι μεγάλες διαδηλώσεις για το δυστύχημα στα Τέμπη ή η απεργία στην e-food- που αλλάζουν την ατζέντα, μετατοπίζουν συνειδήσεις, κερδίζουν υλικές νίκες. Όμως αυτό δεν μπορεί να αποτελεί υπεκφυγή για την ανάγκη και εκλογικής παρέμβασης της ευρύτερης δικής μας αριστεράς, και εργαζόμαστε και σε αυτή την κατεύθυνση. Η ίδια η συγκρότηση της Αναμέτρησης, και η συνεννόηση της με την ΑΡΑΝ και το Κ-Σχέδιο, έβαλε ερωτήματα και ταρακούνησε, έστω και για λίγο, το στάσιμο τοπίο της ριζοσπαστικής αριστεράς, οδηγώντας στην συγκρότηση της «Πρωτοβουλίας για μια Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής και Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς». Η πρωτοβουλία δεν κατόρθωσε να προχωρήσει και να παρέμβει στις εκλογές, με ευθύνες που δεν βαραίνουν κυρίαρχα τις δυνάμεις που έδρασαν ως καταλύτης. Φάνηκε όμως η αναγκαιότητα να συγκροτηθεί και η εκλογική έκφραση ενός πολιτικού χώρου, που απαντάει με συγκεκριμένο τρόπο στα μαζικά κοινωνικά ερωτήματα που προαναφέρθηκαν. Και είναι δεδομένο ότι αυτή η συζήτηση θα ανοίξει ξανά πολύ σύντομα, με δεδομένο ότι το 2024 είναι χρονιά ευρωεκλογών, σε μία περίοδο γενικευμένων διεθνών αναταράξεων.
Η κατακλείδα θα μπορούσε να είναι οι γνωστοί στίχοι που δανείστηκε ως σύνθημα και η ιδρυτική συνδιάσκεψη της Αναμέτρησης: «Το μέλλον δε θα ‘ρθεί, από μονάχο του έτσι νέτο σκέτο, αν δεν πάρουμε μέτρα κι εμείς»
(*)Περισσότερα για την αντίληψή μας για το μεταβατικό πρόγραμμα στις θέσεις της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της Αναμέτρησης, κεφάλαιο 2.3, εδώ
(**) “(επαν)ίδρυση επειδή είναι ταυτόχρονα ίδρυση, αφού σήμερα δεν υπάρχει, αλλά και επανίδρυση επειδή πλευρές του προϋπήρξαν, υπάρχουν σε σημερινές οργανώσεις που χρειάζεται να ανασυντεθούν, αλλά και διάσπαρτα στον μερικώς αποσυγκροτημένο πολιτικό χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς”