Γεννήθηκα 22 χρόνια μετά την εξέγερση. Παρόλα αυτά, τη νιώθω σαν ένα είδος μνήμης. Υπάρχουν μνήμες από πρώτο και μνήμες από δεύτερο χέρι. Η συλλογική μνήμη είναι ένα θαυμάσιο φαινόμενο, όπου οι ιστορίες μεταφέρονται και χτίζουν συνειδήσεις. Θα ήταν ψέμα να πιστεύαμε ότι μεταφέρονται αυτούσιες. Οι ιστορίες αναπλάθονται και επανανοηματοδοτούνται. Συγκεκριμένα στοιχεία ξεχνιούνται, άλλα υπερτονίζονται, και ενίοτε κάποια εφευρίσκονται.
Η συλλογική μνήμη και η κληρονομιά είναι έννοιες πολιτικές. Σε αντίθεση με την ιστορία, η κληρονομιά δεν υπόκειται σε επαλήθευση.i Μια κληρονομιά έχει την δική της, αυτόνομη ύπαρξη, ή μάλλον τις δικές τις υπάρξεις. Γιατί όσες είναι οι ομάδες που διεκδικούν την κυριότητα μιας κληρονομιάς, τόσες είναι και οι διαφορετικές χροιές που αυτή παίρνει. Αντίστοιχα λοιπόν, θα ήταν λάθος να μιλήσουμε για την (μια) συλλογική μνήμη του πολυτεχνείου. Μιλάμε για πολλές συλλογικές μνήμες, ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Ο ανταγωνισμός αυτός είναι κατοπτρισμός του ιστορικού και συνεχούς ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά μπλοκ, διαφορετικά πολιτικά σχέδια, στο φόντο της ταξικής πάλης.
Έτσι, έχουμε από τη μια πλευρά ένα ξερά αντιδικτατορικό πολυτεχνείο, το οποίο αναπαράγεται ετήσια σε σχολικές γιορτές και δηλώσεις επισήμων, ενώ εγγράφεται και στον αστικό ιστό μέσα από ονόματα δρόμων και μνημεία. Είναι ένα πολυτεχνείο των μαρτύρων, με έναν τονισμό της ταυτότητας του θύματος. Σε μια πιο συγκεκριμένη εκδοχή του, το πολυτεχνείο αυτό είναι και “αχρωμάτιστο”. Αυτή είναι η εκδοχή που βρίσκει κανείς σε δηλώσεις στελεχών της ευρύτερης δεξιάς και στις κλασικές πια τοποθετήσεις της ΔΑΠ στις επίσης κλασικές προ-πολυτεχνειακές γενικές συνελεύσεις. Η συλλογική μνήμη, που όπως είπαμε είναι εύπλαστη και συνεχώς ανανεώνεται, επιχειρείται να στραφεί προς ένα πολυτεχνείο συμβατό με τις αρχές της Δεξιάς, ένα πολυτεχνείο που δεν θα “ζορίζει” τη δεξιά. Σε μια φαντασίωση Νεοδημοκράτη, το πολυτεχνείο θα γιορτάζεται σαν εξέγερση ενάντια στο λαϊκισμό.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ένα εξεγερσιακό πολυτεχνείο με σαφή αριστερό προσανατολισμό. Η αριστερά εντρυφεί σε αυτήν την εκδοχή, ρίχνοντας στα μούτρα της αντίπαλης πλευράς τα συνθήματα εκατέρωθεν της πύλης. Μια κληρονομιά αντιιμπεριαλισμού, στοιχείο που συχνά υπερτονίζεται (χωρίς να έχει προηγηθεί μια ανάλυση των αλλαγών στο παγκόσμιο σκηνικό από τότε τώρα). Σε αυτή τη συλλογική μνήμη, τα υποκείμενα της εξέγερσης δεν νοούνται μόνο σαν θύματα. Οι ενεργητικές τους ιδιότητες συνυπάρχουν και συνήθως υπερτερούν σε σχέση με τις παθητικές. Είναι εξεγερμένοι, κάνουν συνελεύσεις, φτιάχνουν πανό, γράφουν συνθήματα, είναι αριστεροί, είναι κομμουνιστές, δημιουργούν πολιτική, προκαλούν την εξουσία. (Η αριστερά, λέγεται, την ζωή έχει αγαπήσει. Είναι δουλειά της δεξιάς να αγαπάει τον θάνατο.)
Βέβαια, και οι αριστερή συλλογική μνήμη δεν είναι ενιαία. Άλλοι θυμούνται και άλλοι ξεχνούν κάποιο γνωστό φύλλο της Πανσπουδαστικής. Ανάλογα με την εστίαση της κάθε πολιτικής παράδοσης, άλλα στοιχεία τονίζονται και άλλα αποσιωπούνται. Οι ελληνικές σημαίες μπροστά στα κατειλημμένα κτήρια υπενθυμίζονται ή ξεχνιούνται. Υπάρχει ακόμα ένα ελευθεριακό πολυτεχνείο, όπου τα αυτοοργανωμένα χαρακτηριστικά, η παρουσία των αναρχικών και η αντίθεση στην γραμμή των κυρίαρχων κομμάτων της Αριστεράς βρίσκονται σε πρώτο πλάνο.
Όπως και να χει, η ανάγκη των περισσότερων πολιτικών και κοινωνικών παρατάξεων της χώρας να αναφερθούν στο Πολυτεχνείο, πιστοποιεί την σημασία του σαν ιστορική τομή. Σαν κάθε σημαντική σύγχρονη πολιτική κληρονομιά, το Πολυτεχνείο είναι ταυτόχρονα τρόπαιο και πεδίο πάλης. Η κληρονομία αποτελεί ένα τόσο ισχυρό διακύβευμα γιατί είναι από τους κατεξοχήν παράγοντες που σφυρηλατούν ταυτότητες. Και οι ταυτότητες, όταν είναι εξεγερσιακές, μπορούν να αμφισβητήσουν στη πράξη το σύστημα.
Το κίνημα διαβλέπει σωστά δυο θανάσιμους κινδύνους για την εξεγερσιακή κληρονομιά του πολυτεχνείου. Ο ένας είναι η αποπολιτικοποιήση των δρώντων της εξέγερσης. Σαν διαδικασία, η αποπολιτικοποίηση των θυμάτων έχει επισημανθεί διεθνώς σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Τα θύματα των λατινοαμερικάνικων δικτατοριών είναι μια από αυτές.ii Αφαιρώντας από τους δρώντες ταυτότητες όπως αυτές του κομμουνιστή, του αναρχικού, του αριστεριστή, η εξουσία λειαίνει τις αιχμές της μνήμης. Στερεί δε από την αριστερά το ηθικό πλεονέκτημα που της δίνει η ταύτιση με τους ήρωες/θύματα.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι η μουσειοποίηση (musealisation). H μουσειοποίηση δεν αφορά μόνο πολιτικές μνήμες όπως το πολυτεχνείο. Κάθε πτυχή του παρελθόντος στο σύγχρονο κόσμο αντιμετωπίζει αυτόν τον κίνδυνο. Ο δρόμος για αυτήν είναι συχνά στρωμένος με τις καλύτερες προθέσεις. Στην αρχή, κάποιοι επιχειρούν να σώσουν κάτι πολύτιμο από τη λήθη. Αυτό μπορεί να είναι ένα μνημείο, μια μουσική, μια τέχνη, το ιδιαίτερο χρώμα μιας γειτονιάς. Καθώς σιγά σιγά το πολύτιμο αυτό αντικείμενο εγκαθιδρύεται στο δημόσιο λόγο ως κληρονομιά, τίθεται το ζήτημα της μετατροπής του σε επίσημη κληρονομιά. Η επισημοποίηση είναι σίγουρα πολύ ελκυστική: σημαίνει προστασία, κρατικό χρήμα, ορατότητα, δυνατότητα οικονομικού κέρδους. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι πρακτικά η μόνη λύση, και πολλές φέρνει και αρκετά θετικά αποτελέσματα. Αλλά καθώς μια κληρονομιά γίνεται επίσημη, μετατρέπεται σιγά σιγά σε μουσειακό αντικείμενο. Η σχέση με αυτήν διαμεσολαβείται από μια μουσειολογική ματιά, που δεν επιτρέπει την εξέλιξη, την διάδραση, την αλλαγή.iii Για να ξαναμιλήσουμε συγκεκριμένα, μια μουσειοποιημένη μνήμη του πολυτεχνείου δεν επιτρέπει να φανταστείς τον εαυτό σου σαν κομμάτι αυτής της ιστορίας. Είναι το αντίθετο του συνθήματος “Εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία”.
Για να παραμείνει επίκαιρη μια κληρονομία, χρειάζεται να ξανατίθεται σε κίνηση το περιεχόμενο της.iv Έτσι, είναι αναγκαία μια σειρά τελετουργιών, μια σημειολογία πρακτικών και ένα χωρικό αποτύπωμα. Με τέτοιους όρους θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε τα όσα πράττει η αριστερά ετησίως στο περίφημο “τριήμερο του πολυτεχνείου”.
Ας πάρουμε ένα ενδιαφέρον παράδειγμα. Στην Πάτρα, κάθε χρόνο, πριν το πολυτεχνείο, οι αριστερές παρατάξεις καλούν γενικές συνελεύσεις, στις οποίες (αν όλα πάνε καλά) ψηφίζονται πλαίσια που καλούν σε “συμβολική κατάληψη του Παραρτήματος”. Τι είναι τούτο; Το Παραρτημα είναι το αρχικό κτήριο του Πανεπιστημίου Πατρών, στο κέντρο της πόλης, το οποίο κατελήφθη παράλληλα με το Πολυτεχνείο τις μέρες του Νοέμβρη του ‘73 και αποτέλεσε το κέντρο της εξέγερσης στη Πάτρα. Γιατί όμως η κατάληψη είναι συμβολική; Γιατί απλούστατα το κτήριο τέλει έτσι κι αλλιώς υπό κατάληψη, μόνιμη, εδώ και δυο δεκαετίες. Αυτό που πρακτικά γίνεται είναι ότι κάποιοι εκπρόσωποι των φοιτητικών συλλόγων πάνε στην συνέλευση της κατάληψης, ζητώντας να χρησιμοποιήσουν τον χώρο για τρεις μέρες για τον εορτασμό, κάτι που οι αναρχικοί καταληψίες δέχονται, όχι χωρίς κάποιο ξεφύσημα.
Η ανάγκη λοιπόν να παρουσιαστεί ο τριήμερος εορτασμός ως κατάληψη μόνο με όρους τελετουργίας μπορεί να ερμηνευθεί. Στο επίπεδο της ρητορικής, χρησιμοποιείται και σήμερα το μέσο αγώνα, η κατάληψη, που χρησιμοποιήθηκε και τις πραγματικές εκείνες τρις μέρες του 1973. Είναι ένα είδος αναπαράστασης που επιχειρεί να δώσει ζωντανό περιεχόμενο στη μνήμη. Ανταποκρίνεται ακόμα σε μια βούληση περιχαράκωσης του εξεγερσιακού χαρακτήρα της μνήμης του Πολυτεχνείου απέναντι στους επίσημους εορτασμούς. Η περιχαράκωση αυτή αποτυπώνεται και με τα γνωστά γιούχαρισματα όταν κάποιο συστημικό κόμμα επιχειρεί να καταθέσει στεφάνι. Το οποίο στεφάνι συχνά πετάγεται, σαν ξένο σώμα πάνω σε μια ασπίλωτη εξεγερσιακή μνήμη. Ταυτόχρονα, άλλες τελετουργίες επιχειρούν και αυτές να αναπαραστήσουν το τότε. Χαρακτηριστική είναι η συνήθεια αφίσες να κολλιούνται πίσω από μισοσταματημένα λεωφορεία, που αντικατοπτρίζει αντίστοιχη πρακτική της αρχικής εξέγερσης. Μια άλλη τελετουργία είναι το τραγούδι “Ξαστεριά” που τραγουδιέται σε συγκεκριμένα σημεία της πορείας. Η “Ξαστερία” αντικατοπτρίζει άμεσα τις γνωστές σκηνές από την εξέγερση της Νομικής. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι καμία από αυτές τις τελετουργίες δεν πραγματοποιείται φανερά ως μια αναπαράσταση, όπως συμβαίνει πχ με την αναπαράσταση μιας ιστορικής ναυμαχίας. Οι τελετουργικές αυτές πράξεις αναφέρονται στο σήμερα, τα υποκείμενα τους δρουν για το παρόν.
Για την σημαίνουσα θεωρητικό της κληρονομιάς, Laurajane Smith, η αυθεντικότητα μιας κληρονομιάς σφυρηλατείται από την εμπειρία και το συναίσθημα, που δημιουργούνται από επιτελέσεις (performances). Οι επιτελέσεις της κληρονομιάς είναι για τη Smith όχι απλά “φυσικές εμπειρίες του πράττειν, αλλά και συναισθηματικές εμπειρίες του είναι”v Η επαναληπτική επιτέλεση του τριήμερου του Πολυτεχνείου το εγγράφει στην αριστερή ταυτότητα.vi Μια άλλη σημαντική θέση της Smith είναι ότι, κατά την διάρκεια τέτοιων επαναληπτικών επιτελεστικών εορτασμών, σχέσεις εξουσίας προβάρονται και αποτυπώνονται.vii Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις άτυπες εξουσίες και την κατανομή ρόλων στο κίνημα, όπως αυτές προβάρονται και αποτυπώνονται στην πρωτοβουλία των κινήσεων κατά την διαδήλωση, την χωρική κατανομή και άλλα.
Κρίσιμο ρόλο στην επιτέλεση της κληρονομιάς παίζει ο τόπος. Για την Smith οι τόποι της κληρονομιάς είναι “κειμενικές πηγές γύρω από τις οποίες συγκεκριμένες αφηγήσεις γράφονται και τίθενται υπό διαπραγμάτευση, και έτσι (οι τόποι) γίνονται πολιτισμικά εργαλεία στις διαδικασίες της μνήμης”viii. Το συγκρότημα του Πολυτεχνείου, όπως και το Παράρτημα στη Πάτρα, είναι τέτοιοι τόποι. Ως αφετηρίες των αφηγήσεων, αποτελούν διακύβευμα και πολιτισμικό όπλο στην διαπάλη των αντιπαραθετικών μνημών. Για αυτό και η εξεγερσιακή πλευρά της μνήμης αρνείται πεισματικά την μουσειοποίηση τους (“δεν τσιμεντώνεται δεν μπαίνει σε μουσεία”). Για τον Gregory Ashworth, η κληρονομία είναι αυτό που μετατρέπει των χώρο σε τόπο.ix Ένας τόπος κινηματικής κληρονομιάς σαν αυτούς της εξέγερσης του 1973 δεν ορίζεται από τις μορφολογικές και τοπογραφικές χωρικές ποιότητες. Είναι η συναισθηματική συνάντηση μας με το κτήριο που δημιουργεί τον τόπο Πολυτεχνείο. Ακόμα, ως τόπος της μνήμης, ο τόπος της εξέγερσης αποτελεί το αντικείμενο τελετουργιών.x
Μια τελευταία σημείωση που μπορούμε να κάνουμε σχετίζεται με το συλλογικό υποκείμενο της μνήμης, και συγκεκριμένα της εξεγερσιακής μνήμης του Πολυτεχνείου. Ο Eviatar Zerubavel έχει εισάγει την χρήσιμη έννοια των μνημονικών κοινοτήτων. Είναι κοινότητες που κουβαλούν μνήμες που δεν είναι μεν προσωπικές, ούτε όμως και πανεθνικές ή παγκόσμιες. Οι αριστερές και οι αριστεροί μπορούν να θεωρηθούν σαν μια τέτοια μνημονική κοινότητα. Η μνημονική αυτή κοινότητα χρησιμοποιεί ετήσια γεγονότα για να θυμηθεί το παρελθόν της όλη μαζί, αναζητά την αποτύπωση της στον χώρο της πόλης και στον ειδικό τόπο μνήμης της εξέγερσης και επιτελεί την ταυτότητα της κατά τις εκδηλώσεις μνήμης. Οι μνημονικές κοινότητες επίσης μάχονται σε μνημονικές μάχες.xi Η αριστερή μνημονική κοινότητα αντιμετωπίζει σε τέτοιες μάχες την κρατική και συστημική εκδοχή του Πολυτεχνείου. Έχουμε μια μάχη για την ερμηνεία του παρελθόντος (πάλη για τη δημοκρατία ή αντιιμπεριαλιστική εξέγερση;), μια μάχη για την φύση των αρχικών δρώντων (φοιτητές – θύματα ή συνειδητοί εργάτες-αγρότες-φοιτητές;), μια μάχη για την οριοθέτηση της αφήγησης (φαινόμενο της δικτατορίας ή συνέχεια της αντίστασης και του εμφυλίου;). Ακόμα, μαχόμαστε για το πώς (μουσείο-επέτειος ή αγώνας) και κάτω από την ηγεμονία ποιου (του κράτους ή του κινήματος) θα θυμόμαστε το Πολυτεχνείο.
Μάνθος Βελογιάννης, Απόφοιτος Σπουδών Κληρονομιάς και Μνήμης (Heritage and Μemory Studies)
iLowenthal, David. (1998). “Fabricating Heritage”. History and Memory,10: (1), pp.5-24.
iiβλ. Jelin E. (2010) The Past in the Present: Memories of State Violence in Contemporary Latin America. In: Assmann A., Conrad S. (eds) Memory in a Global Age. Palgrave Macmillan Memory Studies. London: Palgrave Macmillan, pp. 61-77
iiiΗ μουσειοποίηση μπορεί να ιδωθεί σαν ένα αντίδοτο σταθερότητας σε έναν κόσμο που αλλάζει με φρενήρεις ρυθμούς. Αυτή η φύση της την κάνει να διεισδύει σε όλους τους τομείς της ζωής, αλλοιώνοντας τους. βλ. Huyssen, Andreas. (2003). Present Pasts: Urban Palimpsests and the Politics of Memory. Stanford: Stanford University Press.
ivLowenthal, ο.π., 19
vSmith, Laurajane. (2006). Uses of Heritage. New York: Routledge, 71
viο.π., 68
viiο.π.
viiiο.π.
ixAshworth, G.J. (2005). “Heritage and the Consumption of Places”. In Bezeten van Vroger: Erfgoed, Identiteit en Musealisering. Rob van der Laarse (ed). Amsterdam: Het Spinhuis, 194
xβλ. Nora, Pierre. (1989). “Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire”. Representations, 26 (Spring), 19
xiZerubavel, E. (1996). Social memories: Steps to a sociology of the past. Qualitative Sociology, 19, pp 283-299.