Επίσημη έναρξη των μαχών του Μεγάλου Δεκέμβρη θεωρείται η 6η του μήνα. Εντούτοις, οι συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει ήδη από την επόμενη μέρα της αιματηρής διάλυσης του συλλαλητηρίου στις 3 του Δεκέμβρη 1944, οπότε αστυνομικές δυνάμεις και χίτες παρακρατικοί (υπό τον συντονισμό του αστυνομικού διευθυντή, Άγγελου Έβερτ) σκότωσαν τουλάχιστον 10 και τραυμάτισαν πολλές δεκάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες.
Στις 4 Δεκεμβρίου, μετά την κηδεία των θυμάτων, το πυκνό πλήθος που κατευθύνθηκε στην Ομόνοια δέχτηκε επίθεση από τους ένοπλους δωσίλογους, οι οποίοι (υποτίθεται ότι) κρατούνταν στα ξενοδοχεία της περιοχής («Ερμής», «Ματζέστικ», «Μετροπόλ», «Πάνθεον») από τον Οκτώβριο του 1944, περιμένοντας να δικαστούν για τα εγκλήματά τους κατά τη διάρκεια της κατοχής. Άντρες και γυναίκες, που είχαν πάει να κηδέψουν αδέρφια, συντρόφισσες και συντρόφους που δολοφονήθηκαν την προηγούμενη μέρα στο Σύνταγμα, έπεφταν οι ίδιοι/ες νεκροί/ές στην άλλη πλατεία, με το τόσο απατηλό όνομα.
Την ίδια κιόλας μέρα άρχισαν οι πρώτες συντονισμένες συγκρούσεις με τους υπαίτιους της σφαγής και τους προστατευόμενούς τους, τους βασανιστές, τους οικονομικούς συνεργάτες των αρχών κατοχής, εκείνους που μερικούς μήνες πριν διέπραξαν θηριωδίες στα μπλόκα (από την Καλογρέζα μέχρι την Κοκκινιά κι από την Καλλιθέα και το Δουργούτι μέχρι τα Λιόσια). Μέσα στην πάνδημη οργή, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ πολιόρκησαν τα χίτικα ταμπούρια του Θησείου και τα αστυνομικά τμήματα, απαιτώντας τον αφοπλισμό τους και την τιμωρία των ενόχων.
Από τις 5 του Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ Σπουδαστών, ο «Λόχος Μπάιρον», ξεκινούσε τον άνισο μα ηρωικό αγώνα του στην περιοχή των Εξαρχείων με τη μάχη του Πολυτεχνείου∙ μέχρι τα ξημερώματα της 4ης Ιανουαρίου 1945, οι μαχητές και οι μαχήτριες του Λόχου υπερασπίστηκαν ακατάβλητα και με μεγάλες απώλειες τούτη την κρίσιμης σημασίας περιοχή μέσα στο σφυροκόπημα των βρετανικών τεθωρακισμένων. Γράφει η Μέλπω Αξιώτη: «Οι μάχες μαίνονται στα Εξάρχεια. Εκεί βαστούν την άμυνα οι φοιτητές και οι σπουδαστές. Αγόρια και 15 κορίτσια. Υπερασπίζονται την πόλη μας τετράγωνο – τετράγωνο, σπίτι με σπίτι, σπιθαμή – σπιθαμή. Ο λόχος σχηματίστηκε με 60 παιδιά. Στη μάχη του Πολυτεχνείου χάθηκαν οι μισοί, νεκροί και τραυματίες. Πήραν άλλοι τις θέσεις τους και ξαναγίνανε 50». Και συνεχίζει η Αξιώτη: «Η διμοιρίτισσα είναι γυναίκα, η Μάχη, 22 χρονών. Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της περιοχής. Πρώτη, στο 5ο αστυνομικό τμήμα στην οδό Ιπποκράτους, στις 5 του Δεκέμβρη. Δεύτερη, στην εξόρμηση ενάντια στη Γενική Ασφάλεια της Στουρνάρα. Τρίτη, στη μάχη του Πολυτεχνείου». Τη Μάχη είχε γνωρίσει και ο Σπύρος Τζουβέλης, ο οποίος ανήκε σε άλλη ομάδα του «Λόχου Μπάιρον». Την περιγράφει ως «σκληρή, δοκιμασμένη και άφοβη επονίτισσα». «Το στέκι της Μάχης» ήταν «ένα διαμέρισμα ακριβώς πάνω από το καφενείο – ζαχαροπλαστείο “Πλάζα” που έδινε και το όνομα στην πλατεία». Η διμοιρίτισσα με τις συμμαχήτριες και τους συμμαχητές της κράτησαν για μέρες τη διασταύρωση Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα, ώσπου τα βρετανικά τεθωρακισμένα ισοπέδωσαν το τριώροφο της «Πλάζας» (στη θέση του οικοδομήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η πολυκατοικία «Μυρίκη»)∙ ίσως τότε να χάθηκε η Μάχη.
Στις 33 μέρες που κράτησε ο Μεγάλος Δεκέμβρης (κατ’ άλλους 37 μαζί με τις συγκρούσεις της υποχώρησης) είχαν ξεχωριστή – και σε ορισμένες περιπτώσεις πρωταγωνιστική – θέση τα ελασιτάκια. Παρόντα σε όλες τις οδομαχίες, αεικίνητα, γενναία, ψυχωμένα, ευγενικά τα ελασιτάκια, πότε με μηνύματα στα χέρια, πότε βοηθώντας στην κατασκευή οδοφραγμάτων, πότε πάνω σ’ αυτά και πολύ συχνότερα στην επίθεση, κρατώντας όπλα ή, κυρίως, κραδαίνοντας αυτοσχέδιες βόμβες από κονσέρβες και παλιοσίδερα, εκσφενδονίζοντας μπουκάλια από γκαζόζες με πετρέλαιο και στουπί, τσουλώντας προς τις θέσεις των εχθρών σαμπρέλες παραγεμισμένες με εκρηκτικά, απλώνοντας κουβέρτες για να χαλάσουν τις ερπύστριες των βρετανικών αρμάτων μάχης, θρεμμένα κατά τη διάρκεια της κατοχής απ’ το ίδιο πικρό γάλα της ανάγκης με τον θρυλικό Gavroche των «Αθλίων», ήταν 14 ως 18 ετών συνήθως, μα και μικρότερα πολλές φορές.
Τα ελασιτάκια, μεγαλωμένα κατά κανόνα σε εργατικές συνοικίες ή σε προσφυγικούς συνοικισμούς παρατημένους στον ζυγό της φοβερής φτώχειας και της εκμετάλλευσης, σημαδεμένα από τον φονικό λιμό του 1941-1942, στεριωμένα από την ΕΑΜική Αντίσταση και δρώντα υποκείμενα για ένα μεταπολεμικό μέλλον με στοιχειώδη δικαιοσύνη, ήταν αποφασισμένα να γίνουν τα ίδια νέμεση απέναντι στους ταγματασφαλίτες, τους φονιάδες της Ειδικής Ασφάλειας, τους έμμισθους καταδότες των SS που ντύθηκαν «εθνοφύλακες» με την κάλυψη της RAF και του αστισμού∙ ήταν αποφασισμένα να ορθώσουν τα ρικνά και λιπόσαρκα κορμάκια τους απέναντι στον καταιγισμό πυρών υπέρτερων. Υπήρξαν συχνά παιδιά του αυθόρμητου τα ελασιτάκια κι έφταναν να γίνουν οργανικό μέρος μάχιμων μονάδων.
Ελασιτάκια συνάντησε κι ο Ντμίτρι Κέσελ, φωτογράφος του Δεκέμβρη, σε κάποια διαλείμματα των μαχών. Στις ανατολικές συνοικίες ή στις παρυφές της Ομόνοιας και στην Πατησίων ή στο Μεταξουργείο. Σε τούτες τις δύο φωτογραφίες απαθανάτισε τρία ελασιτάκια έξω από μιαν αυλή, ξυπόλητα και προχειροντυμένα μέσα στον αμείλικτο δεκεμβριανό χειμώνα, αλλά με τη δική τους πίστη κι αντοχή, με τη δική τους δύναμη. Και μοιάζει η ένδεια και η σκληρή εποχή να έχουν σκαλίσει το πρόσωπο του παιδιού στ’ αριστερά, που κρατά έναν «τζουρά με ξύλινα στριφτάρια και κινητούς μπερντέδες, ενθύμιο Μικρασίας» (όπως παρατήρησε ο Δημήτρης Κοσμίδης όταν συζητήσαμε γι’ αυτή τη φωτογραφία πριν από μερικά χρόνια). Ποιος ξέρει τις μελωδίες που δοκίμαζε το ελασιτάκι, τ’ ακούσματά του απ’ τον συνοικισμό κι όλα όσα αφουγκραζόταν από μάχη σε μάχη. Ποιος ξέρει αν έζησε και πού και σε ποια τέφρα λήθης το κατάχωσαν κατόπιν «οι μεγάλοι ελευθερωταί της Ελλάδος».
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο συντηρητικός διπλωμάτης Λεωνίδας Μαρκαντωνάτος δημοσίευσε το δεκεμβριανό ημερολόγιό του στα γαλλικά με το ψευδώνυμο Léon Marc (Les heures douloureuses de la Grèce libérée. Journal d’un témoin. Octobre 1944 – Janvier 1945, Éditions de la Tournelle, Παρίσι, 1947). Αναφερόμενος στις μάχες της περιοχής Πολυτεχνείου – Μηχανοκίνητου τάγματος – Ειδικής Ασφάλειας (μεταξύ 5 και 15 Δεκεμβρίου) δεν παρέλειψε να μνημονεύσει εκείνο το πρόχειρο νεκροταφείο πεσόντων του ΕΛΑΣ κάπου στις παρυφές του Πεδίου του Άρεως, μάλλον λίγο πιο πέρα από τη διασταύρωση Χέυδεν και Μαυρομματαίων: «Οι τάφοι είναι ήδη πολυάριθμοι, τουλάχιστον σαράντα, όλοι τους πολύ απλοί∙ ένας λευκός σταυρός με κάποιο όνομα, την ηλικία, την ημερομηνία θανάτου. Διαβάζουμε: 17 ετών, 18 ετών, 16 ετών… Σπανίως 20 ετών ή παραπάνω. Είναι πραγματικά πολύ νέοι όλοι οι άνθρωποι που αναπαύονται εκεί. Όλοι οι μαχητές του ΕΛΑΣ είναι πραγματικά πολύ νέοι».