Συμβολή του Ν.Σκοπλάκη (ΣΒ Βορειοδυτικών) στην συζήτηση των θέσεων
«Σαν έπεσε η βαλανιδιά / άλλοι κόψανε ένα κλαδί, το μπήξανε / στο χώμα / καλώντας για προσκύνημα στο ίδιο δέντρο, / άλλοι θρηνούσαν σ’ ελεγεία / το χαμένο δάσος τη χαμένη τους ζωή, / άλλοι φτιάχναν συλλογές από ξεραμένα φύλλα / τις δείχνανε στα πανηγύρια βγάζανε το ψωμί τους, / άλλοι διαβεβαίωναν τη βλαπτικότητα των φυλλοβόλων / διαφωνώντας όμως στο είδος ή και στην ανάγκη αναδάσωσης, / άλλοι, μαζί κι εγώ, υποστήριζαν πως όσο υπάρχουν / γη και σπόροι υπάρχει δυνατότητα βαλανιδιάς. / Το πρόβλημα του νερού παραμένει ανοιχτό».
Τίτος Πατρίκιος, «Αλληγορία».
Στην ιστορικοπολιτική τομή του παλιού που πεθαίνει (με εκκωφαντικούς θριάμβους και ποταμούς αίματος) και του καινούργιου που δεν μπορεί – ή δεν ξέρει – πώς να γεννηθεί, ενίοτε συμβαίνουν όλων των ειδών τα θαύματα: Τακτικισμοί της υπεραπλούστευσης κατρακυλούν καμαρωτοί από την επιδίωξη να συνδιαμορφώσουν την κομμουνιστική αριστερά του 21ου αιώνα σε θολά τοπία και σε συνονθυλεύματα «εθνικών ακροατηρίων»· περίτεχνες αφαιρέσεις και οραματικές αναγωγές διολισθαίνουν από την επιδίωξη μιας νέας κομμουνιστικής αριστεράς σε αλλόκοτες συνταγές αντιήττας («ήττα και αντιήττα», που έγραφε η Σόνια Ιλίνσκαγια), στις οποίες υποδαυλίζεται διαρκώς ο μισοκακόμοιρος συμβιβασμός με εκ του προχείρου αθροιστικές πράξεις στο κοινωνικό πεδίο ή (κυρίως) με πομπώδεις απόπειρες ευκαιριακής συγκόλλησης κορυφών στο πολιτικό επίπεδο· ταχυδακτυλουργίες φαντασιώνονται πως καταλύουν τα φρούρια της σεχταριστικής αυτάρκειας, ενώ στην πραγματικότητα στριμώχνουν το σύγχρονο πρόταγμα σοσιαλιστικού και οικολογικού μετασχηματισμού κάτω από ταμπέλες ετερονομίας αλλότριας για την ανταγωνιστική, αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά.
Εντέλει, όμως, τέτοιου είδους θαύματα προάγουν μια απεγνωσμένη (και κατά περίπτωση τραγελαφική) επινοητικότητα, με ποικίλες υλικές και συμβολικές αγκυρώσεις στο εσωτερικό τοπίο της «Αναμέτρησης», οι οποίες αναδεικνύουν eo ipso το χαίνον κενό στρατηγικής σε αναγκαιότητα «ευλύγιστης» τακτικής· τούτη η τακτική μάλιστα δεν μπορεί παρά να τυποποιείται άνωθεν κι άνευ αργοπορίας από συντρόφους ιθύνοντες εν ονόματι των μελών (που – ως εκ της θέσεώς τους, αλίμονο! – δεν σκαμπάζουν και πολλά από μεγάλη πολιτική), με ορίζοντα σχήματα και «προσωπικότητες» που (υποτίθεται ότι) εξασφαλίζουν «ορατότητα» και άνοιγμα στον (πλασματικό) «λαό», ενώ αντιθέτως μας υποθηκεύουν και μας διασκορπίζουν σε έναν ανόργανο, διακοσμητικό κονιορτό. Έτσι, εδώ και πολύ καιρό αντί να «ανεβαίνουμε το βουνό» (σύμφωνα με το ιδρυτικό μας σύνθημα) παγιδευόμαστε στον βάλτο, αντί να τα κάνουμε όλα αλλιώς υπαναχωρούμε σχεδόν συμπλεγματικά σε σουσούμια της πολιτικής επικοινωνίας και σε διακριτικά γνωρίσματα του εκλογικισμού, αντί να επεξεργαζόμαστε την κομμουνιστική αναφορά τείνουμε ολοένα περισσότερο να την εκτοπίζουμε. Κι ανεπαισθήτως (;) περιστέλλουμε την αναζήτηση μιας νέας ενότητας του κοινωνικού με το πολιτικό σε αγχώδη προσπάθεια σύντηξης με τις αριστεροφανείς μεταμφιέσεις του μικρομεσαίου καισαρισμού, συγχέουμε ακούσια (;) την ανάγκη συγκρότησης του κοινωνικού / πολιτικού μπλοκ της ανατροπής με ψευδεπίγραφες «ενωτικές πρωτοβουλίες», απομακρυνόμαστε από θεμελιώδεις αρχές της ιδρυτικής συνδιάσκεψής μας για να βραχυκυκλώνουμε σε καρικατούρες στυφού κι αδιέξοδου λαϊκομετωπισμού (ο όρος είναι του Άγγελου Ελεφάντη), αδιαφορούμε για τους όρους (συν)διαμόρφωσης της συλλογικής συνείδησης σε κατευθύνσεις ουσιωδώς σύμφωνες με τη χειραφέτηση των υποτελών (καλύπτοντας συγχρόνως αυτή την ολιγωρία με στομφώδεις και «ντούρες» διατυπώσεις), παραμελούμε συστηματικά την ανίχνευση πιθανών πεδίων ανάπτυξης μιας εργατικής αντιηγεμονίας, αποφεύγουμε την κριτική της πολιτικής και αφομοιώνουμε / επικυρώνουμε βιαστικά έναν συσχετισμό δυνάμεων που έχει ήδη επικρατήσει, εκπαιδευόμαστε στην (καπιταλιστική) έννοια της (εκλογικής) «χρησιμότητας», εξαντλούμε δυνατότητες και συντρόφια σε ατέρμονες, ναρκοθετημένες και ετεροβαρείς «διμερείς επαφές» με αρχηγικά επιτελεία αυταρχικού συγκεντρωτισμού και βαθύσκιας προσωποποίησης της εξουσίας, μπουρδουκλώνουμε τη σύλληψη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ως ανταγωνιστικής κοινωνικής σχέσης με τις αναθυμιάσεις ενός λαϊκιστικού πολιτικού μάρκετινγκ, για να γίνουμε πιο επιρρεπείς σε και πιο συμβατές με το φληνάφημα του μετα-καπιταλισμού, της τεχνοφεουδαρχίας και της ρεαλιστικής ανυπακοής – γιατί όχι αύριο και με το σάλπισμα του ακόμα πιο επιδέξιου αρχηγισμού που αναφύεται στο έδαφος της αστικής νομικής ιδεολογίας και των συναφών, σύγχρονων αστικών πρακτικών μεταπολιτικής;
Ενόψει της συνδιάσκεψής μας, όλα τα παραπάνω συμπυκνώνουν και συνθέτουν τον χαμένο χρόνο της «Αναμέτρησης». Η αναζήτηση, η διερεύνηση, η επερώτηση αυτού του χαμένου χρόνου δεν είναι μονάχα απαράκαμπτη ή συγκρουσιακή, αντιθέτως μπορεί υπό όρους να είναι ιδιαιτέρως γόνιμη και προωθητική. Διότι άμεσα σχετίζεται με την οικοδόμηση μιας σύγχρονης οργάνωσης της νέας κομμουνιστικής αριστεράς, με τα πραγματικά πολιτικά και θεωρητικά ζητήματα που θέτει ένα τέτοιο εγχείρημα στο σήμερα, με τη δημοκρατία – δηλαδή με τις σχέσεις μελών, «στελεχών», «καθοδήγησης» – στο εσωτερικό μας, με το μεταβατικό πρόγραμμα και την ταξική ανάλυση της κοινωνίας που (ισχυριζόμαστε πως) θέλουμε να μετασχηματίσουμε, με το ιστορικό νόημα της κομμουνιστικής αναφοράς, το οποίο αντιστέκεται σε κάθε μετατροπή της σε «γκεστ σταρ / έκτακτη συμμετοχή / είδα φως και μπήκα» εντός αλλότριων (και αλλοτριωτικών) πολιτικών σχεδίων ή σε κενό περιεχομένου διακοσμητικό σπάραγμα για ξένους θυρεούς. Διότι άρρηκτα συνδέεται τόσο με το κεντρικό πολιτικό μας σχέδιο κατά το επόμενο κρίσιμο διάστημα όσο και με τα κριτήρια ανάπτυξης πολιτικού χώρου στην κατεύθυνση δημιουργίας πολιτικού φορέα, ο οποίος θα συμβάλλει στη συγκρότηση της εργατικής τάξης (και των υποκειμένων που υφίστανται πολλαπλές καταπιέσεις εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της πατριαρχίας) σε αυτόνομη δύναμη, προσδίδοντας σε τούτη τη δύναμη ιστορική ύπαρξη. Διότι αναπόφευκτα αποκαλύπτει το στρατηγικό δίλημμα: Ανασύνθεση που δεν θα αφήνει την αριστερή πολιτική – ως λόγο και ως πράξη – έρμαιο της εργαλειακότητας ιδεολογημάτων του συρμού και μιας νέας ενσωμάτωσης; Ανασύνθεση που θα αποκαλύπτει τις μορφές καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ιδεολογικής χειραγώγησης στον πυρήνα της κοινωνίας, διαμορφώνοντας προγραμματικό λόγο σε άμεσο συσχετισμό με τις υπαρκτές, αντιφατικές, πολύτροπες κοινωνικές αντιστάσεις, προσδίδοντάς τους αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο; Ανασύνθεση που θα συναρθρώνει γόνιμα – παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσκολίες, τις αγκυλώσεις και τους δισταγμούς – τις υπαρκτές τάσεις και στάσεις της κομμουνιστικής και ανταγωνιστικής αριστεράς σε μαζικό κόμμα, το οποίο θα αποκτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και θα αποτελεί ολοκληρωμένη οντότητα; Ή – αντιθέτως – δορυφοροποίηση που θα αποσυνθέσει τάχιστα την οργάνωση σε χαλαρή ένωση ατόμων χωρίς την παραμικρή πραγματική κοινωνική ανταπόκριση, με μοναδικό ορίζοντα τη «συμμαχική» διάταξη στις παρυφές ενός αρχηγικού μηχανισμού, η οποία σύντομα θα μετεξελιχθεί σε πιο μόνιμη πρόσδεση στις ανάγκες και τις (αλλοπρόσαλλες) επιδιώξεις του εν λόγω μηχανισμού, με ολοένα βαθύτερη αποσυσχέτιση από την (όποια) κομμουνιστική αναφορά, με εξατομικευμένο και ετεροκαθοριζόμενο στρογγύλεμα, με δέλεαρ μία (ούτως ή άλλως) αμφίβολη «κοινοβουλευτική εκπροσώπηση»; Ο παλιός εκείνος Κάρολος τόνιζε προσφυώς πως το προλεταριάτο έχει τη δυνατότητα να δράσει ως τάξη μόνο εφόσον οργανωθεί σε αυτόνομο πολιτικό κόμμα, διακριτό από και αντιτιθέμενο σε όλα τα κόμματα που έχουν δημιουργηθεί από τις ιδιοκτήτριες τάξεις· και σε ευθεία αντίθεση με τους ιδιοκτήτες κομμάτων, θα πρόσθετα εγώ.
Σε πρόσφατο άρθρο τους, οι σύντροφοι Γιάννος Γιαννόπουλος και Γιάννης Μπρούζος επισημαίνουν ότι οι σπόροι έχουν πέσει, αρκεί να ξέρουμε πού να κοιτάξουμε. Κι αν πάψουμε να θαμπώνουμε το βλέμμα μας με τις φαντασμαγορίες αμφίβολων τεχνασμάτων, ίσως να λύσουμε εγκαίρως και το πρόβλημα του νερού.