Κείμενο συμβολής του Πάρι Λαυτσή (ΣΒ Τηλεπικοινωνιών & Πληροφορικής) στον διάλογο εν οψη της δεύτερης τακτικής μας συνδιάσκεψης.
1. «Είναι πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού». Με αυτή τη φράση του Φρέντρικ Τζέιμσον, ο πολιτικός φιλόσοφος και πολιτισμικός κριτικός, Μαρκ Φίσερ, περιγράφει αυτό που ορίζει ως καπιταλιστικό ρεαλισμό: τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πέρα από τη συνεχή αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και οικονομικών μορφών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα δυστοπικά αφηγήματα της ποπ κουλτούρας δεν λειτουργούν ως προειδοποίηση, αλλά ως επιβεβαίωση αυτού του αδιεξόδου. Καθηλώνουν το κοινό σε μια «καταθλιπτική απόλαυση» της δυστοπίας, όπου η ιδέα μιας αναπόφευκτης καταστροφής γίνεται οικεία και, παραδόξως, παρηγορητική. Αυτός είναι και ο λόγος που μας αρέσει να καταναλώνουμε δυστοπίες όπως το Black Mirror ή το Hunger Games. Γιατί προσφέρουν έναν φόβο που δεν κινητοποιεί, αλλά λειτουργεί ως καθησυχαστική διασκέδαση. Μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τη ζοφερότητα της πραγματικότητας, αλλά χωρίς να νιώθουμε την ευθύνη –ή τη δυνατότητα– να τη μετασχηματίσουμε.
2. Τι γίνεται, όμως, όταν το τέλος του κόσμου παύει να είναι ένα σχήμα λόγου και γίνεται ένας αρκετά πραγματικός ιστορικός ορίζοντας; Η κλιματική κρίση και η επιτάχυνση των πολεμικών ανταγωνισμών, καθιστούν το μέλλον όχι απλώς δυστοπικό, αλλά κυριολεκτικά αβέβαιο. Η οικολογική κατάρρευση δεν είναι πλέον μια αφηρημένη απειλή, αλλά μια υλική διαδικασία που εκτυλίσσεται μπροστά μας: ακραία καιρικά φαινόμενα, καταστροφή οικοσυστημάτων και μια παγκόσμια οικονομία ανίκανη να λειτουργήσει εκτός του πλαισίου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική ανάπτυξη δεν προσφέρει καμία πραγματική εναλλακτική διαφυγής, αλλά επιταχύνει την ίδια την καταστροφή: η εξόρυξη πολύτιμων μετάλλων, η κατασπατάληση φυσικών πόρων και η ενεργοβόρα υποδομή της τεχνητής «νοημοσύνης» ενισχύουν το οικολογικό αδιέξοδο. Παράλληλα, η αυτοματοποίηση και η Τ.Ν. δεν αξιοποιούνται για τη μείωση του χρόνου εργασίας, αλλά για την εντατικοποίησή της και τη μετατροπή των ίδιων των εργαζομένων σε ρομπότ. Μέσα σε αυτό το τοπίο, η φθίνουσα ηγεμονία των ΗΠΑ οδηγεί σε μια όλο και πιο επιθετική στρατηγική διατήρησης της ηγεμονίας τους, μέσω κυρώσεων, πολέμων δι’ αντιπροσώπων και ανοικτών συγκρούσεων. Σε αυτό το τοπίο, η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί να παραμείνει παγιδευμένη στην «καταθλιπτική απόλαυση» της καταστροφής· οφείλει να αναμετρηθεί με το ερώτημα του μέλλοντος όχι ως μια δυστοπική αναγκαιότητα, αλλά ως ένα ανοιχτό πεδίο αγώνα και δυνατότητας.
3. Στη χώρα μας, η συγκυρία σφραγίζεται από την εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο δύο χρόνια μετά το κρατικό έγκλημα των Τεμπών. Οι πρωτοφανείς μαζικές κινητοποιήσεις των τελευταίων εβδομάδων δεν αποτελούν ένα στιγμιαίο ξέσπασμα, αλλά την πιο πρόσφατη εκδήλωση μιας βαθύτερης κοινωνικής διεργασίας. Από την αντίσταση στην αστυνομική καταστολή στη Νέα Σμύρνη μέσα στην καραντίνα, τις εργατικές κινητοποιήσεις ελλήνων και μεταναστών εργατ(ρι)ών στην efood και την teleperformance, έως τις σημερινές διαδηλώσεις, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει όλες αυτές τις αντιστάσεις: το βαθύ αίσθημα αδικίας σε μια χώρα όπου η κυρίαρχη αφήγηση μιλά για σταθερότητα και ανάπτυξη, ενώ η πραγματικότητα για τη μεγάλη πλειοψηφία σημαίνει ανασφάλεια, φτωχοποίηση και αυταρχισμό. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στη ρητορική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στην καθημερινή βιωμένη εμπειρία της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι η ρωγμή μέσα από την οποία αναδύεται ξανά η δυνατότητα της συλλογικής δράσης ενάντια στο TINA.
4. Η Αριστερά του business as usual δεν είναι ικανή να ανταποκριθεί σε αυτή τη συγκυρία. Το ΚΚΕ, παραμένοντας σταθερό στη θέση του ότι ο καπιταλισμός συνεπάγεται γενικά φτώχεια, ιδιωτικοποιήσεις, δυστυχήματα και πολέμους, αδυνατεί να εντοπίσει κρίσιμες τομές στον ιστορικό χρόνο και να προσαρμόσει την τακτική του σε πραγματικές πολιτικές ανατροπές στο σήμερα. Επιμένει σε μια ελεγχόμενη διαμαρτυρία και αδυνατεί να διατυπώσει αιτήματα που θα μπορούσαν να ενοποιήσουν το εργατικό κίνημα και να λειτουργήσουν ως μοχλοί ριζοσπαστικοποίησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης είναι η άρνησή του να προτάξει ένα κεντρικό αίτημα στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, όπως η άμεση κρατικοποίηση του ΟΣΕ χωρίς αποζημίωση, υπό τον έλεγχο των εργατικών συνδικάτων, που θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λαϊκή απαίτηση για δικαιοσύνη και να οδηγήσει σε περισσότερες, πιο μεθοδικές και στοχευμένες απεργιακές κινητοποιήσεις. Το ΜέΡΑ25, από την άλλη, παρά τις ριζοσπαστικές του διακηρύξεις και τη μετατόπισή του προς πιο αριστερές θέσεις μετά την τελευταία εκλογική μάχη, δεν διαθέτει την οργανωτική εμβέλεια ούτε την κοινωνική γείωση για να αποτελέσει έναν αξιόπιστο φορέα μαχητικής αριστερής αντιπολίτευσης από μόνο του. Αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, αλλά δεν μπήκε δυναμικά, αποτυγχάνοντας να δημιουργήσει γεγονότα που να ανταποκρίνονται στην εμβέλειά του. Μετά την 28η Φλεβάρη η ρητορική του επικεντρώθηκε στην ανάγκη να μετατραπεί η αντίδραση σε αντίσταση με ψύχραιμη ανάλυση, κάτι που φανέρωσε την αμηχανία του να συνδεθεί ουσιαστικά με την αυθόρμητη λαϊκή οργή. Την ίδια στιγμή, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, πιο κατακερματισμένη και αδύναμη από ποτέ, ακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να μπορεί –ή να επιδιώκει– να τις καθορίσει. Αυτή η κατάσταση οδηγεί την οργή και την αγανάκτηση να διοχετεύονται σε αυθόρμητες εκρήξεις ή να αποσυμπιέζονται σε δήθεν αντισυστημικά κόμματα. Ωστόσο, ανοίγει και αντικειμενικές δυνατότητες για τις δυνάμεις μας και τη δημιουργία ενός διακριτού, μαζικού και ενωτικού πολιτικού φορέα που να μπορεί να μετουσιώσει αυτές τις εκρήξεις σε σχέδιο ανατροπής. Φυσικά, οι δυνατότητες αυτές δεν είναι βέβαιες, ούτε πρόκειται για κενά που απλώς θα γεμίσουν. Απαιτούν συνειδητή και οργανωμένη δράση προς αυτήν την κατεύθυνση για να αποδώσουν.
5. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία ορισμένες φορές προχωράει με μεγάλα άλματα. Είδα την κατάρρευση των αυτοκρατοριών των Αψβούργων και των Ρομανόφ. Έδειχναν να είναι σταθερές και αιώνιες στην εποχή τους. Πολλά εξαρτώνται από το να έχει κάθε κομμουνιστής και κομμουνίστρια την συνείδηση των καθηκόντων τους», έλεγε ο Λούκατς, επισημαίνοντας την καθοριστική σημασία της ιστορικής συγκυρίας και της συνείδησης των πολιτικών υποκειμένων. Αντίστοιχα, ο Λένιν τόνιζε ότι «χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά». Η ωρίμανση της συνείδησης δεν έρχεται γραμμικά. Αντίστοιχα η πολιτική και το πρόγραμμα της ρήξης δεν χτίζεται μηχανιστικά, προσθέτοντας επιμέρους αιτήματα κοινωνικών χώρων μέχρι να φτάσουμε στην «αντικαπιταλιστική ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ». Η πολιτική χτίζεται μέσα από άλματα και στιγμές συμπύκνωσης, όπου ένα σύνθημα –όπως σήμερα η «δικαιοσύνη»– εκφράζει ένα σύνολο κοινωνικών αιτημάτων. Το ζητούμενο δεν είναι να διασπάσουμε αυτόν τον πολιτικό ρυθμό σε επιμέρους διεκδικήσεις, αλλά να δώσουμε τη μάχη της νοηματοδότησης των συνθημάτων-αιτημάτων που θέτει η συγκυρία.
6. Σήμερα, η κατάσταση απαιτεί ακριβώς αυτήν την συνείδηση και την ετοιμότητα για δράση. Απαιτεί την μέγιστη συσπείρωση των αριστερών, ριζοσπαστικών δυνάμεων γύρω από ένα πολιτικό σχέδιο μαχητικής αριστερής αντιπολίτευσης. Το σχέδιο αυτό πρέπει να έχει στο κέντρο του την κοινωνική δικαιοσύνη, την αντιπολεμική πάλη, την προστασία του περιβάλλοντος, την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημόσιων αγαθών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, και φυσικά την διασφάλιση αξιοπρεπών όρων εργασίας. Είναι ένα σχέδιο που συνομιλεί με τις ανησυχίες των λαϊκών τάξεων, αντιλαμβάνεται τον συσχετισμό δύναμης, και αναγνωρίζει ότι όταν έρθει η ώρα θα χρειαστεί να έρθει σε ρήξη τόσο με την ΕΕ, όσο και με την ιμπεριαλιστική πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό, η διεθνιστική αλληλεγγύη και η αντίστοιχη δικτύωση πρέπει να είναι προτεραιότητα για αυτό το σχέδιο: από αριστερές οργανώσεις που δίνουν την μάχη της αντιπολεμικής παρέμβασης στα Βαλκάνια, μαζικά μέτωπα όπως το ελπιδοφόρο Νέο Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία που βάζει φρένο στην ακροδεξιά Λεπέν, μέχρι κινήματα του Παγκόσμιου Νότου που σηκώνουν κεφάλι στους σύγχρονους δυτικούς αποικιοκράτες.
7. Η εμπειρία του 20ού αιώνα έχει δείξει ότι, αν και οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ρήξεις δεν συμβαίνουν ποτέ με προγραμματισμένο τρόπο, η έκβασή τους δεν είναι αυθόρμητη. Καθορίζεται μέσα από συγκροτημένα μέτωπα και μεταβατικά προγράμματα που γεφυρώνουν τις άμεσες ανάγκες με τη στρατηγική προοπτική της ανατροπής. Ο Λένιν, χωρίς να χρησιμοποιεί τους μεταγενέστερους όρους του «ενιαίου μετώπου ή του «μεταβατικού προγράμματος, έγραψε για την ανάγκη τακτικών συμμαχιών και αιτημάτων που βρίσκουν «ρωγμές» στο σήμερα: «Μπορείς να νικήσεις έναν πιο ισχυρό αντίπαλο, μόνο εντείνοντας στο έπακρο τις δυνάμεις και χρησιμοποιώντας υποχρεωτικά, με την πιο μεγάλη επιμέλεια, φροντίδα, προσοχή και επιδεξιότητα κάθε, έστω και την ελάχιστη, “ρωγμή” ανάμεσα στους εχθρούς, κάθε αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στην αστική τάξη των διαφόρων χωρών, στις διάφορες ομάδες ή κατηγορίες της αστικής τάξης στο εσωτερικό της κάθε χώρας –όπως και κάθε, έστω και την ελάχιστη, δυνατότητα να αποκτήσεις μαζικό σύμμαχο, έστω και προσωρινό, ταλαντευόμενο, ασταθή, αβέβαιο και συμβατικό. Όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από το μαρξισμό και από τον επιστημονικό, σύγχρονο σοσιαλισμό γενικά». Στη Λατινική Αμερική, ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνουν αυτή την προσέγγιση: η Κουβανική Επανάσταση στηρίχθηκε στη συμμαχία του αντάρτικου κινήματος με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα, ενώ στα πρώτα της στάδια συμμετείχαν και πολιτικές δυνάμεις όπως το Ορθόδοξο Κόμμα, προτού περιθωριοποιηθούν καθώς η επανάσταση ριζοσπαστικοποιούταν. Η Μπολιβαριανή Επανάσταση στη Βενεζουέλα οικοδομήθηκε πάνω στη συγκρότηση ενός ευρύτατου λαϊκού μετώπου που ένωσε κοινωνικά κινήματα, εργατικές οργανώσεις και ριζοσπαστικά κόμματα, διεκδικώντας την εθνικοποίηση βασικών πόρων και την κοινωνική αναδιανομή. Στη Βολιβία, η κυβέρνηση του Έβο Μοράλες βασίστηκε στη συμμαχία εργατών, αγροτών και ιθαγενικών κοινοτήτων, προωθώντας πολιτικές που αμφισβήτησαν την κυριαρχία των πολυεθνικών και ενίσχυσαν τη λαϊκή συμμετοχή.
8. O Γάλλος συγγραφέας Εντουάρντ Λουί σε μία συνέντευξή του, αναφέρει ότι η αντίληψη πως όλοι επιθυμούν να εκφράζονται πολιτικά συχνά πηγάζει από τα προνομιούχα μικροαστικά στρώματα στην αριστερά που γράφουν διάφορα κείμενα, δημοσιεύουν άρθρα άποψης, κάνουν ψυχανάλυση, μιλάνε σχετικά με τον εαυτό τους, ενώ οι φτωχοί, όπως η μητέρα του, αναρωτιούνται απλά «γιατί κανείς δεν μιλά για εμάς», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για εκπροσώπηση. Πολιτική εκπροσώπηση των σύγχρονων αναγκών της πληττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και φυσικά των αγώνων της. Σε αυτό το πλαίσιο, η Χιλιανή κοινωνιολόγος και ακτιβίστρια Μάρτα Χάρνεκερ αναδεικνύει τη σημασία των ηγετικών προσωπικοτήτων που προκύπτουν μέσα από τα ίδια τα κινήματα. Τα νικηφόρα επαναστατικά κινήματα της Λατινικής Αμερικής αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι ηγέτες τους δεν ήταν απλώς σύμβολα, αλλά φορείς πολιτικών σχεδίων που μετουσίωσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε οργανωμένη επαναστατική δράση. Στη σημερινή εποχή όπου η προσωποκεντρική πολιτική είναι η βασική μορφή που παίρνει η αστική πολιτική και ο αντίπαλος, είναι κρίσιμο όχι μόνο να την αποδομήσουμε, αλλά και να αντιπαραθέσουμε ένα διαφορετικό πρότυπο ηγεσίας: ανθρώπους που αναδεικνύονται μέσα από τους αγώνες, όχι ως αποκομμένες προσωπικότητες, αλλά ως εκφραστές συλλογικών επιτελείων που αντλούν και αποπνέουν δύναμη μέσα από έναν μαζικό, μετωπικό φορέα. Ο Γκράμσι, στη θεωρία του για τον σύγχρονο ηγεμόνα, υπογραμμίζει αυτήν ακριβώς τη διαλεκτική σχέση μεταξύ πολιτικής ηγεσίας, οργανωμένης πρωτοπορίας και λαϊκών τάξεων. Η ιστορική αλλαγή, σημειώνει, δεν είναι ποτέ αυθόρμητη· είναι το αποτέλεσμα συνειδητής πολιτικής συγκρότησης και της ικανότητας ενός κινήματος να διαμορφώσει τη δική του ηγεμονία.
9. Σήμερα κινδυνεύουμε να ζήσουμε ξανά –σαν φάρσα αυτή τη φορά– την πρόσφατη ιστορία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μετά το 2015. Τα σχέδια που είτε αγνοούν την ανάγκη πολιτικής συμπόρευσης είτε την περιορίζουν σε μικρές όμορες οργανώσεις, με τελικό στόχο την ανασύνθεση, δοκιμάστηκαν την περασμένη δεκαετία, έδειξαν τα όρια τους, και τελικά ηττήθηκαν. Αυτή η αποτυχία, για όσους προερχόμαστε από το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, βαραίνει περισσότερο. Η πρόταση για αυτόκεντρη ανάπτυξη της Αναμέτρησης, με μια περιορισμένη μετωπική πολιτική, εκφράζει την ελπίδα πως κάτι καινούργιο μπορεί αυτή τη φορά να πετύχει. Αλλά πόσο καινούργιο είναι τελικά; Ποιες είναι οι ουσιαστικές διαφορές της από την εμπειρία της Αναμέτρησης 1.0, της Συνάντησης ή την αποτυχία της πρωτοβουλίας των 4; Και πώς διαφοροποιείται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Θα είναι άραγε λιγότερο σεχταριστική αν σκεφτούμε ότι η πιο πετυχημένη και κινηματικά χρήσιμη συμμαχία στα ελληνικά πανεπιστήμια, ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ, διαλύθηκε με την επιλογή αυτής της αντίληψης; Φοβάμαι πως αυτές οι επιλογές δεν προκύπτουν από πολιτική φιλοδοξία, αλλά από την «καταθλιπτική απόλαυση» της ήττας, την ακούσια αποδοχή ότι η συντριβή αυτού του «χώρου» είναι αναπόφευκτη. Την ίδια στιγμή, το κράτος σκληραίνει, αυταρχικοποιεί τη νομοθεσία, ανεβάζει τα όρια στις εκλογές, και τα εργατικά, φοιτητικά και δημοτικά σχήματα που στηρίζουμε παλεύουν να σταθούν χωρίς τις πλάτες ενός μαζικού πολιτικού φορέα που να τους δίνει προοπτική και δύναμη. Όσοι και όσες δεν τα έχουμε εγκαταλείψει, ξέρουμε ότι δεν μπορούν να βασίζονται για πάντα αποκλειστικά στην αυταπάρνηση λίγων πρωτοπόρων αγωνιστών και αγωνιστριών.
10.΄Η Αναμέτρηση θα ήταν –και θα έφερνε και την ίδια την συμμαχία– σε καλύτερη θέση μάχης σήμερα αν είχε συμπορευτεί με την ενωτική πρωτοβουλία και το ΜέΡΑ25 στις Ευρωεκλογές του 2024. Δεν πρόκειται για εκλογικίστικη αυτοκριτική, αλλά για συνειδητοποίηση που στη σημερινή συγκυρία αποκτά ακόμα μεγαλύτερη αναγκαιότητα: η αριστερά δεν μπορεί να ανατρέψει τίποτα αν δεν συγκροτήσει το κοινωνικοπολιτικό μπλοκ της ρήξης. Οι δυνάμεις της ΛΑΕ που συνέβαλαν στην προγραμματική μετατόπιση του ΜέΡΑ25 προς τα αριστερά έδειξαν ότι η ενότητα δεν είναι αυταπάτη. Το ερώτημα δεν είναι αν είναι αργά, αλλά αν το πολιτικό κεφάλαιο της Αναμέτρησης μπορεί –και πρέπει– να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση. Σήμερα, χωρίς την άμεση πίεση εκλογικής μάχης, έχουμε ευθύνη να επιτελέσουμε τον ταυτοτικό μας ρόλο ως δύναμη πρωτίστως ενωτική. Η Αναμέτρηση πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός κοινού χώρου με δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Να αναδείξει αγωνιστές και αγωνίστριες που προέρχονται από τα κοινωνικά κινήματα και τις τάξεις της. Να απευθύνει ξανά κάλεσμα σε όλο το φάσμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, χωρίς αποκλεισμούς. Για τη συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου, που θα ξεκινήσει από αύριο κιόλας διαδικασία συνελεύσεων σε όλη την χώρα. Για μια μαζική, πανελλαδική πολιτική καμπάνια, όπως αυτή που σκιαγραφήθηκε παραπάνω. Το στοίχημα της επόμενης περιόδου δεν είναι απλώς η επιβίωση, αλλά η ανάδειξη ενός εναλλακτικού σχεδίου μαχητικής αριστερής αντιπολίτευσης που θα αποκτήσει ορατότητα και ρίζες μέσα στην κοινωνία, εμπνέοντας ξανά την ελπίδα και τη συλλογική δράση. Μόνο μέσα σε αυτή τη διαδικασία έχει αξία η υπόθεση μιας νέας κομμουνιστικής ταυτότητας και ηγεμονίας, ικανής να αμφισβητήσει τον καπιταλιστικό ρεαλισμό με αξιώσεις. Σε αυτή την υπόθεση η Αναμέτρηση μπορεί –και πρέπει– να παίξει ρόλο αυτοτελώς.
Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλα τα σχετικά με την 2η Τακτική Συνδιάσκεψης της Αναμέτρησης που θα διεξαχθεί 28-30/3 του 2025 στην Νομική Αθήνας εδώ.