Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat για τον πληθωρισμό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός (Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή) στην Ελλάδα παρουσιάζει αύξηση για τον μήνα Μάιο του 2025, κυμαινόμενος στο 3,3%, από το 2,6% που κυμαινόταν τον Απρίλιο με νέο άλμα και τον Ιούνιο όπου έφτασε το 3,6%. Αντίθετα, σε επίπεδο ευρωζώνης, ο πληθωρισμός κινήθηκε στο 1,9% για τον Μάιο, έναντι 2,2% που ήταν Απρίλιο, και κάτω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα είδη που παρουσιάζουν την μεγαλύτερη άνοδο είναι τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός. Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά αυτό ;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τιμή αυτή, αν και υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και τον στόχο της ΕΚΤ, δεν αποτελεί στην πραγματικότητα μία ιδιαίτερα ακραία τιμή, καθώς κυμαίνεται εντός των ορίων του 2-4% ετήσιου πληθωρισμού, που θεωρείται “φυσιολογικός” για μία καπιταλιστική οικονομία σε ετήσια βάση. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η αύξηση έρχεται να προστεθεί σε μία ήδη δυσβάσταχτη οικονομική κατάσταση η οποία έχει δημιουργηθεί για την πλειοψηφία των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Μια κατάσταση η οποία έχει μακρύ ιστορικό, δεν αφορά αποκλειστικά την ελληνική οικονομία, παρουσίασε ιδιαίτερη όξυνση κατά τα χρόνια της κρίσης και επανήλθε ακόμη πιο εμφατικά στο προσκήνιο από το 2021 και έπειτα. Μιλάμε φυσικά για το φαινόμενο της ακρίβειας.
Η ακρίβεια πλήττει κατά κύριο λόγο τις λαϊκές τάξεις και σχετίζεται, ως επί το πλείστον, με την αδυναμία τους να καλύψουν σε ικανοποιητικό βαθμό βασικές ανάγκες της καθημερινότητας τους. Τρόφιμα, βασικά καταναλωτικά αγαθά, ενέργεια, ενοίκια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καύσιμα, δαπάνες για εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια, διασκέδαση είναι μόνο μερικές από τις δαπάνες που βρίσκονται στον πυρήνα του προβλήματος “ακρίβεια”, με ορισμένα από αυτά να αποτελούν πλέον πολυτέλεια για πολύ κόσμο. Ενδεικτικά, οι τιμές των ενοικίων για την περίοδο 2018-2023 έχουν αυξηθεί σωρευτικά μεταξύ 43,2% και 52,1%, με την τιμή ενοικίου για ένα φοιτητικό σπίτι να εκτοξεύεται από τα 4,83€/τ.μ. το 2018 στα 9,17€/τ.μ. στην Αττική σήμερα, ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή, με έτος βάσης το 2019, αυξήθηκε, μέχρι και τον Απρίλιο του 2025, κατά 18,78%, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης της Ελλάδας κυμαίνεται στο 70% του μέσου όρου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατατάσσοντας την στην προτελευταία θέση, πάνω από την Βουλγαρία.
Αναλυτικότερα, σε επίπεδο μισθών, ο κατώτατος μισθός, από τα 751€/μήνα μικτά το 2012 βρίσκεται στα 880€/μήνα μικτά σήμερα, την ίδια στιγμή που για την Ισπανία, που επίσης πέρασε κρίση, από τα 641€/μήνα μικτά το 2012 πήγε στα 1183€/μήνα μικτά σήμερα, ενώ για το φτωχότερο, ακόμη, κράτος-μέλος της ΕΕ, την Βουλγαρία, από τα 118€/μήνα μικτά το 2012 στα 472€/μήνα μικτά σήμερα. Αντίστοιχα, ο μέσος ετήσιος καθαρός μισθός, με αναγωγή σε σημερινές τιμές, για ένα άγαμο χωρίς παιδιά, βρίσκεται από τα 18.567€ το 2010, στα 17.707€ σήμερα, ενώ για μία οικογένεια με δύο εργαζόμενους και δύο παιδιά, από τα 43.771,91€ το 2010, στα 39.191,91€ σήμερα. Αναλογιζόμενοι δηλαδή και την αύξηση του κόστους ζωής μεσοσταθμικά μέσα σε αυτά τα τελευταία 15 χρόνια, αντιλαμβανόμαστε σε τι βαθμό έχει πέσει η αγοραστική δύναμη των ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα, αν υπολογίσουμε κιόλας ότι ο μέσος δείκτης τιμών καταναλωτή, από το 2010 μέχρι σήμερα έχει ανέβει κατά 21%.
Μπορεί μεν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η διατάραξη της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας, λόγω του Covid-19, να έχουν συμβάλει στην αύξηση του κόστους ζωής τα τελευταία χρόνια, για τους πολλούς, ο καταλυτικός όμως παράγοντας του “φαινομένου ακρίβεια” είναι τα ίδια τα δομικά χαρακτηριστικά του οικονομικού συστήματος στο οποίο ζούμε. Η αποβιομηχάνιση, το ξαναμοίρασμα του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας μεταξύ “αναπτυσσόμενου” και “αναπτυγμένου” κόσμου, η διόγκωση του κλάδου της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, ο λυσσαλέος ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαιοκρατών για την επικράτηση τους στις διεθνείς αγορές και η επιδίωξη τους για διαρκή αύξηση του ποσοστού κέρδους τους, που με τη σειρά του συμπιέζει τους μισθούς των εργαζομένων, το συνεχές άνοιγμα της ψαλίδας κατανομής πλούτου μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η διαρκής συσσώρευση κεφαλαίου και πλούτου στα χέρια όλο και λιγότερων, οδηγώντας στην συνεχή δημιουργία και διόγκωση ολιγοπωλίων και καρτέλ, τα οποία ρυθμίζουν ολόκληρες οικονομίες και αγορές κατά το συμφέρον τους, αποτελούν ορισμένα από τα γενικότερα μακροοικονομικά αίτια του φαινομένου της ακρίβειας, ιδιαίτερα στην Δύση. Ειδικότερα δε, στην περίπτωση της Ελλάδας, η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, ήδη από την δεκαετία του ‘90, η οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 2010, που συμπίεσε τρομακτικά τα ονομαστικά και πραγματικά εισοδήματα της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, τα μνημονιακά προγράμματα της δεκαετίας του 2010 και τέλος, το νέο κύμα νεοφιλελεύθερης επέλασης της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, συνθέτουν το μωσαϊκό των πραγματικών μακροοικονομικών αιτιών της ακρίβειας.
Φορολογικές μεταρρυθμίσεις, που αύξησαν τους έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, και μειώνουν τους άμεσους φόρους για το κεφάλαιο (μείωση του συντελεστή φορολογίας νομικών προσώπων-εταιρειών από το 28% στο 22%, μειώσεις φόρων στα μερίσματα και λοιπά κεφαλαιακά κέρδη) ανακατανέμουν τα φορολογικά βάρη στις πλάτες των πιο εργαζόμενων τάξεων. Η απαξίωση και σταδιακή ιδιωτικοποίηση του εθνικού συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, από την προσχολική μέχρι και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δομών κοινωνικής πρόνοιας, δημοσίων υπηρεσιών, υποδομών τηλεπικοινωνιακών και μεταφορικών δικτύων και πλείστων άλλων μορφών κοινωνικής παρέμβασης και υποστήριξης από πλευράς κράτους, διαρκώς αυξάνουν το κόστος ζωής για τους πολίτες και περιορίζουν ακόμη περισσότερο το πραγματικό τους εισόδημα. Καρτέλ, όπως αυτό του χρηματιστηρίου ενέργειας, που κερδοσκοπούν στις πλάτες των πολιτών και διαμορφώνουν ληστρικές τιμολογιακές πολιτικές εις βάρος τους, καθώς και μία συνολικότερη πολιτικής απορρύθμισης, χρηματιστικοποίησης, αποδιάρθρωσης των εργασιακών δικαιωμάτων και εμπορευματοποίησης κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής συνθέτουν μίας εικόνα διαρκούς και βίαιης μεταφοράς πλούτου από τους πολλούς στους λίγους. Πρόκειται για ένα μείγμα πολιτικής που βάζει το κέρδος των λίγων πάνω από κάθε κοινωνική ανάγκη, οδηγώντας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην εξαθλίωση και το κοινωνικό περιθώριο.
Ακόμη και η λεγόμενη “επιστροφή ενοικίου” που έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση, το πιο πιθανό είναι πως θα οδηγήσει σε αυξήσεις ενοικίων μεσοπρόθεσμα, καθώς οι ιδιοκτήτες θα επιχειρήσουν να αξιοποιήσουν το επίδομα ως επιχείρημα για μεγαλύτερες αυξήσεις.
Απέναντι σε αυτήν την επίθεση κράτους και κεφαλαίου στις ζωές μας, μόνη απάντηση μπορεί να είναι η συλλογική διεκδίκηση να μπουν οι ανάγκες μας και τα συμφέροντα της πληττόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας πάνω από τα κέρδη των λίγων.
- Δικαιότερο φορολογικό σύστημα, αύξηση του αφορολόγητου για χαμηλά εισοδήματα, μείωση και κατάργηση ΦΠΑ και λοιπών έμμεσων φόρων σε είδη λαϊκής κατανάλωσης, προοδευτική φορολόγηση σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, τεκμαρτή φορολόγηση κεφαλαιουχικών περιουσιακών στοιχείων –από ένα όριο και πάνω– καθώς και φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.
- Επιβολή αυστηρών περιοριστικών κανόνων στο μικτό περιθώριο κέρδους σε αγαθά λαϊκής κατανάλωσης, για μεγάλους παραγωγούς και διανομείς.
- Επαναφορά σε δημόσιο έλεγχο στρατηγικών τομέων της οικονομίας όπως οι αυτοκινητόδρομοι, ο σιδηρόδρομος, η παραγωγή και διανομή ενέργειας κοκ, με κοινωνική τιμολογιακή πολιτική.
- Γενναίες επενδύσεις στην δημόσια-δωρεάν υγεία, εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια.
- Δομικές παρεμβάσεις στην αγορά ακινήτων και κατοχύρωση της στέγης ως κοινωνικό δικαίωμα και όχι αντικείμενο επιχειρηματικής εκμετάλλευσης.
- Επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, πραγματική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής δράσης και του δικαιώματος στην απεργία. Αυξήσεις μισθών και συντάξεων στο ύψος των αναγκών μας.
- Επαναφορά 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο.
- Να γίνει συλλογικό κτήμα μας ο πλούτος που παράγουμε και τα αγαθά που έχουμε ανάγκη για να μπορούμε να ζούμε με αξιοπρέπεια.