Στις 21 και 22 Μαϊου πραγματοποιήθηκε το διήμερο με τίτλο «Η εμπειρία του 2010-2015, για την Αριστερά που έχουμε ανάγκη». Το διήμερο αποτελεί την πρώτη εμφάνιση σε μια πορεία προς τη συγκρότηση ενός νέου χώρου της Αριστεράς. Παρ’ όλα αυτά στο ίδιο το διήμερο έγινε διάλογος μεταξύ διαφορετικών χώρων από το ΜέΡΑ25 μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η Αριστερά κάθε άλλο παρά έχει εξαντλήσει τη συζήτηση για το 2010-2015. Οι γενικευμένες ανασυνθέσεις και οι θεωριτικοπολιτικές υπερβάσεις που ο χώρος έθεσε ως στοίχημα στον εαυτό του μετά το 2015 δεν έγιναν, παρ’ όλες τις χρήσιμες προσπάθειες και διεργασίες. Η πίστη σε αυτή την ανάγκη τελικά δεν ηγεμόνευσε και δεν όρισε τον ενδοαριστερό διάλογο, ενώ όσο περνούσαν τα χρόνια οπισθοχώρησε μπροστά στις δυσκολίες της πραγματικότητας και την ανάγκη δράσης.
Από την άλλη, το να ξαναεπισκεφτούμε αυτή τη συζήτηση προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση πως καμία Αριστερά δεν θα υπάρξει απλά ως αποτέλεσμα μιας αποκωδικοποίησης εκείνης της περιόδου. Το σήμερα αναδεικνύει νέες τεράστιες προκλήσεις και νέες συνθήκες, οι οποίες για να κατανοηθούν απαιτούν δρώντα πολιτικά υποκείμενα σε διαρκή διάδραση με τα πολιτικά ερωτήματα του τώρα.
Κοιτώντας την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ καταλήγουμε σε συμπεράσματα για το ερώτημα της εξουσίας και τα όρια που θέτει η στρατηγική του κυβερνητισμού. Αντίστοιχα, καταλαβαίνουμε την υλικότητα του κράτους, το ρόλο του στην κοινωνική αναπαραγωγή υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, τα όρια της πολιτικής μέσα από αυτό και τις μετατοπίσεις που δημιουργεί σε ένα αριστερό σχέδιο ή μόρφωμα. Αυτά τα συμπεράσματα δεν μας οδηγουν στην απόρριψη κάθε προσπάθειας για την κυβερνητική εξουσία, αλλά στην ανάγκη να περιγράψουμε την κατάληψη της εξουσίας πέρα από αυτήν, ως μία πιο σύνθετη διαδικασία. Τελικά, να ορίσουμε μια στρατηγική νίκης με περισσότερες συνιστώσες.
Η συνάντηση αυτής της στρατηγικής με τις πολιτικές απαιτήσεις της συγκυρίας θα ορίσει και τις πολιτικές πρακτικές μας για το επόμενο διάστημα. Η σύνθεση της μεσοπρόθεσμης και της μακροπρόθεσμης στρατηγικής δεν είναι σε κάθε σημείο αυτονόητη. Παρ’ όλα αυτά τα συμπεράσματα του παρελθόντος δεν αφορούν μόνο την ερμηνεία της τότε συγκυρίας ή το σενάριο που εκτυλίχθηκε, αλλά την ευρύτερη ιστορική περίοδο που διανύουμε και τις στρατηγικές της Αριστεράς που προσπαθούν να βρουν χώρο μέσα σε αυτή. Με αυτή την ανάγκη, η διττή συζήτηση να συνεχιστεί, καταθέτω κάποιες σκέψεις επηρεασμένες από το διήμερο αλλά και τα ερωτήματα που θα μας οδηγήσουν στα επόμενά μας βήματα.
Οι δυνάμεις που διοργάνωσαν το διήμερο βρίσκονται σε μια πορεία για τη συγκρότηση ενός νέου χώρου, με βάση την πρόταση για μία Πολιτική Κίνηση, και ακόμη και αν το διήμερο δεν ήταν μια εσώστρεφη ή συγκροτητική διαδικασία, σε αυτή την πορεία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα. Τουλάχιστον σε σχέση με την πολιτική και στρατηγική συζήτηση πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως τέτοιο.
Επιστροφή στην κοινωνική οικοδόμηση
Η άνθιση των κοινωνικών δομών, των δομών αλληλεγγύης και της συνεταιριστικής παραγωγής μετά το 2011 αποτέλεσε ένα από τα πιο ελπιδοφόρα στοιχεία εκείνης της περιόδου. Μας έδωσε πραγματικές δυνατότητες να μιλήσουμε για μορφές δυαδικής εξουσίας, ως κομμάτι ενός σχεδίου ανατροπής σε χρόνο ενεστώτα. Την ίδια στιγμή ούτε το εργατικό ούτε το φοιτητικό κίνημα κατάφεραν να μαζικοποιηθούν και να συγκρουστούν με τις παθογένειές τους μέσα στην περίοδο των μαζικών εκδηλώσεών τους. Σήμερα, η κατάσταση είναι μάλλον γνωστή. Η απόστασή μας από τις μεγάλες κοινωνικές εκρήξεις είναι αντίστοιχη με την απόστασή μας από μεγάλες πολιτικές νίκες. Η προτεραιοποίηση ενός σχεδίου για την επόμενη μέρα των κινημάτων και της κοινωνικής αυτοοργάνωσης πρέπει να μπαίνει στην ημερήσια διάταξη.
Το κίνημα που συχνά αναφέρουμε ως ένα σύνολο πρωτοβουλιών μάς απομακρύνει από την ανάγκη να λειτουργήσουμε στο κοινωνικό πεδίο, συσσωρεύοντας δυνάμεις και φτιάχνοντας δικά μας υποδείγματα. Η κοινωνική αλλαγή σε μία απελευθερωτική κατεύθυνση είναι συνυφασμένη με αυτή την ιδέα. Η άνθιση αυτή δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα πολιτικών επιτυχιών ή/και κινηματικών νικών. Απαιτεί τελικά την κατεύθυνση πάνω στην οποία θα στρατευτεί ο κόσμος αλλά και μια μετατόπιση σε σχέση με τις συμμετοχικές πρακτικές αγώνα και αλληλεγγύης. Αποτελεί, σε σύνδεση με τις μάχες της εκάστοτε συγκυρίας, μία διαρκή προσπάθεια διεύρυνσης ενός υποδείγματος αγώνα, αλληλεγγύης και συμμετοχικότητας. Από εκεί μπορούμε να φανταστούμε ξανά συγκροτημένα κινήματα και να ξαναπιάσουμε το νήμα ενός σχεδίου με πρωταγωνιστικό το ρόλο των συγκροτημένων κινηματικών δομών.
Η έλλειψη σοβαρών πολιτικών υποκειμένων και η έλλειψη εναλλακτικής σήμερα δημιουργούν όρια στους αγώνες των από τα κάτω. Ωστόσο, τα ίδια τα πολιτικά μορφώματα που φανταζόμαστε δεν θα ανθίσουν ανεξαρτήτως της διεύρυνσης αριστερών παραδειγμάτων σε επίπεδο κοινωνίας. Το ίδιο ισχύει –και αυτό είναι κρίσιμο– για τη στρατηγική αλλά και για την προγραμματική συζήτηση, οι οποίες πρέπει να τροφοδοτούνται από μια κινηματική άνθιση που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Μια κινηματική άνθιση που θα παράγει γεγονότα, θα φέρνει νίκες, ήττες και συμπεράσματα, αλλά και πιο μόνιμες καταστάσεις με εξειδικευμένες εμπειρίες και γνώσεις. Η Αριστερά χρειάζεται μια διαφορετική οπτική για να ξαναβρεί το νήμα που ιστορικά στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό έχει χαθεί.
Για μια διαφορετική πρόταση για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών
Η διεθνοποιημένη οικονομική συγκυρία και οι υπερεθνικοί μηχανισμοί ορίζουν ένα πολύ ασφυκτικό πλαίσιο χάραξης εγχώριας πολιτικής. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αυτό ισχύει στο ακέραιο. Η παραδοχή αυτή αφορά τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, την ΕΕ και το πλέγμα οικονομικών και πολιτικών δεσμών που αναπτύσσονται σε νεοφιλελεύθερη βάση. Τα παραπάνω εγγυώνται την κοινωνική αναπαραγωγή υπό το νεοφιλελεύθερο σχέδιο και δίνουν υλική υπόσταση στο «ΤΙΝΑ», ως το μόνο δρόμο επιβίωσης των κοινωνιών.
Είναι αναγκαίο αν και δύσκολο, ακόμη και αν θεωρήσουμε δεδομένη την αποδέσμευση από την ΕΕ, να περιγράψουμε ένα διαφορετικό πρότυπο κάλυψης των κοινωνικών αναγκών πέρα από τη γενική αρχή που θέλει τις κοινωνίες να επιβιώνουν μόνο δια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εξίσου αφελές είναι να ισχυριστούμε ότι μπορεί να υπάρξει μια ομαλή συμβίωση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού πλαισίου με φιλολαϊκές πολιτικές που σιγά σιγά θα κερδίζουν χώρο. Αυτό έκανε το ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόζει «πέραν των συμφωνημένων» νεοφιλελευθερισμό, όχι λόγω ενός μετασχηματισμού που έληξε με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αλλά λόγω και της διαρκούς εμπλοκής του με τους κρατικούς μηχανισμούς, και ελλείψει οποιασδήποτε διαφορετικής δυνατής κατεύθυνσης πέρα από την ανάγκη σωτηρίας της οικονομίας. Αυτή η συνθήκη αποτελεί (σχηματικά) τη βάση της πλήρους νεοφιλελεύθερης στροφής της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας.
Σε μία περίοδο όπου η αστική γραμμή αφήνει συνεχώς το πεδίο της κοινωνικής προστασίας πιο αδυνατισμένο, η αντιπαραθετική πρόταση για την οικονομία, την παραγωγή, το δικό μας υπόδειγμα, είναι απαραίτητη προκειμένου να έχουμε πειστικές απαντήσεις για την επανεδραίωση μιας εναλλακτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι σε διαφορετική κατεύθυνση η Ακροδεξιά παρεμβαίνει σε αυτό το ερώτημα χωρίς να θέτει ζήτημα «υποδείγματος», αλλά επωμιζόμενη μια αρκετά διαφοροποιητική πολιτική πρόταση, με κεντρικό σημείο την παραγωγική ανασυγκρότηση, σε αντίστιξη με την αφηρημένη πίστη σε μια άναρχη αγορά.
Τα παραπάνω είναι τελικά αναγκαία και για να περιγράψουμε μια στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας πέρα από το «να είμαστε προσεκτικοί» με το κράτος, ενώ αναβαθμίζουν και δημιουργούν μια ενότητα του ζητήματος της εξουσίας με την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Η δυσκολία της προγραμματικής συζήτησης είναι η συμπερίληψη αυτών των συμπερασμάτων. Πρώτη παραδοχή είναι ότι η αποδέσμευση από την ΕΕ αποτελεί απόλυτη προϋπόθεση. Από εκεί και πέρα απαιτεί τη διττή οπτική για έναν διαφορετικό ρόλο του κράτους, με πραγματικά όρια και όχι υποθέσεις ευκολιών, αλλά και τη συζήτηση για την παραγωγή και την κατανάλωση υπό διαφορετική ηγεμονία και με διαφορετικές εγγυητικές δυνάμεις. Αυτή η αναγκαιότητα συναντιέται με το ζήτημα της συνεταιριστικής παραγωγής, το οποίο είναι μεγαλύτερη σημασία από αυτή που συχνά του αποδίδεται.
Πολιτική πρόταση και κοινωνικές εκπροσωπήσεις
Η συζήτηση για την πολιτική πρόταση έχει πολλαπλή σημασία. Καταλήγει, όπως περιγράφηκε, στο σχέδιο αλλαγής των συσχετισμών και κατάληψης της εξουσίας. Παράλληλα, συνδέει τη διεκδίκηση της εξουσίας με την οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών και εκπροσωπήσεων. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενδιαφέρον, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, ναι μεν κατάφερε να εκφράσει μεγάλες κοινωνικές μερίδες και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ωστόσο απέφυγε τις αντιφάσεις εντός αυτών και τις δυσκολίες του ίδιου του σχεδίου του. Πλησιάζοντας προς το δημοψήφισμα, παρόλη την έντονη κοινωνική οργή και στράτευση, δεν ήταν καθόλου σαφές ότι το κοινωνικό μπλοκ του «ΟΧΙ» ήταν στρατευμένο στην εκτός ΕΕ εναλλακτική και τα συνεπαγόμενά της, ακόμη και αν επωμίστηκε το ίδιο το δημοψήφισμα με πιο ιδεολογικούς όρους. Όπως επισημάνθηκε στο διήμερο αυτό το γνωρίζουμε από τη παρέμβαση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά φαίνεται και στην ευκολία με την οποία ξαναβγήκε κυβέρνηση το Σεπτέμβρη του 2015.
Σήμερα πρέπει να προβληματιστούμε πάνω στο ερώτημα της συγκρότησης της εργατικής τάξης πέρα από την ψευδαίσθηση ότι περίπου de facto αυτή η κοινωνική εκπροσώπηση μας αντιστοιχεί. Χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση, συγκεκριμένη πρόταση και συγκεκριμένη πρόταση πάλης προκειμένου να επαναοικοδομηθούν σχέσεις με αυτά τα τμήματα. Παραδοσιακά αιτήματα, που είναι σαφέστατα ταξικά μεροληπτικά, όπως αυτά που σχετίζονται με τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφορούν όλο και λιγότερους όσο μειώνεται ο αριθμός των εισακτέων ή ακόμα και των ανθρώπων για τους οποίους το πτυχία συνδέονται με την εργασιακή τους προοπτική. Αντίθετα, η ακρίβεια αποτελεί πρόβλημα για όλους, αλλά η στρατηγική της Αριστεράς απέναντί της είναι τουλάχιστον μη πειστική και σε επίπεδο πρακτικών και σε επίπεδο πρότασης. Η αναδιάταξη και ο κατακερματισμός των κατώτερων στρωμάτων, αλλά και τα δικά μας κενά προτάσεων, δημιουργούν αυτά τα ζητήματα.
Η απαγκίστρωση αυτή αποτελεί και μεθοδολογικό πρόβλημα. Η «κεντρικοποίηση της πολιτικής δουλειάς» με τον τρόπο που η Αριστερά την ανακυκλώνει φέρει η ίδια σημαντικές ευθύνες για την απομάκρυνση από τον κόσμο που θέλει να εκπροσωπήσει. Η δε κοινωνική σύνθεση της Αριστεράς καταλήγει να αναπαράγει τον εαυτό της, καθώς ο κόσμος της απέχει από την οργανική εμπλοκή με τις κατώτερες κοινωνικές μερίδες, με ενοχικά σύνδρομα και ως κάτι που «δεν του αντιστοιχεί», και ασκεί μια περισσότερο συμβολικού τύπου πολιτική. Με αυτό τον τρόπο περισσότερο παλεύει να γίνει σημείο αναφοράς για την αριστερή πίτα, παρά γίνεται κομμάτι της πολιτικοποίησης και της συγκρότησης κοινωνικών μπλοκ.
Καταλαβαίνουμε τις αποστάσεις που υπάρχουν εντός της εργατικής τάξης. Παρόλα αυτά τείνουμε –κακώς– να τις ανάγουμε σε διαχωριστικά στοιχεία που προκύπτουν περισσότερο από το πού φτάνει η comfort zone της Αριστεράς και λιγότερο από κάποια ταξική ανάλυση. Το μορφωτικό επίπεδο και τα πολιτισμικά στοιχεία δημιουργούν αποστάσεις με την παραδοσιακή εργατική τάξη, αλλά για πολύ κόσμο δεν συνεπάγονται κάποια σημαντική ταξική ανέλιξη. Το θέμα είναι κατά πόσον η Αριστερά μπορεί να γυρίσει σε ένα σχέδιο και σε ένα λόγο για τη τάξη που να ενοποιεί πέρα από αυτές τις διαχωριστικές – και αυτό αφορά και τον ίδιο της τον κόσμο. Αυτή η συλλογιστική πρέπει να διαπεράσει και την παρέμβασή μας και την πάλη μας με το μεταναστευτικό υποκείμενο.
Για την πολιτική μας παρέμβαση εντός της συγκυρίας
Τα επόμενα βήματα της Πολιτικής Κίνησης εξαρτώνται από το κατά πόσο θα προχωρήσει η συζήτηση γύρω από τα κεντρικά ερωτήματα της συγκυρίας και το ρόλο της ίδιας της Πολιτικής Κίνησης μέσα σε αυτήν. Οι μέρες που διανύουμε και το φάντασμα του πολέμου αναβαθμίζουν τη συζήτηση για το ελληνικό αντιπολεμικό κίνημα, καθώς αυτό πλέον θα αφορά με πολύ απτούς όρους τη χώρα μας και τους κατοίκους της. Παράλληλα, αποτελεί βάση για μια νέα κριτική θεώρηση για τον κόσμο και το ρόλο μας μέσα σε αυτόν. Το κίνημα υπεράσπισης του παλαιστινιακού λαού μπαίνει σε μια νέα φάση στο βαθμό που εκ των πραγμάτων θα συνδεθεί με τη δική μας πολεμική εμπλοκή. Το ζήτημα των εξοπλισμών για την Ελλάδα θέτει εκ νέου το ερώτημα των προτεραιοτήτων σε μια εποχή γενικευμένης ακρίβειας. Ανεξαρτήτως της εμπλοκής της Ελλάδας, αλλά ακόμα και των εξοπλιστικών δαπανών, η όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών θα εγκυμονεί σειρά προκλήσεων για τις δυτικές οικονομίες.
Η γενοκτονία της Παλαιστίνης συνεχίζεται ακόμη και αν οι εξελίξεις του επόμενου διαστήματος την καταστήσουν ένα κομμάτι μιας ευρύτερης σύγκρουσης. Είναι σαφές ότι το αντιπολεμικό κίνημα θα εξελιχθεί στην επόμενη συγκυρία, αλλά καθήκον μας πρέπει να είναι η Παλαιστίνη να μείνει στο προσκήνιο. Το March to Gaza έχει το συμβολικό κεφάλαιο και μπορεί να αποτελέσει το όχημα για τα επόμενα βήματα του κινήματος για την Παλαιστίνη, ακόμη και αν μετεξελιχθεί σε κάτι ευρύτερο.
Παράλληλα, οι πιο μόνιμες μετατοπίσεις που δημιούργησαν τα Τέμπη στην ελληνική κοινωνία δεν είναι ξεκάθαρα εμφανείς και ενδεχομένως δεν έχουν κριθεί απολύτως ακόμα. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να περιγράψουμε μια τομή σε δύο άξονες: τη λαϊκή διαθεσιμότητα που παρήγαγε μια από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις της ζωής μας και το στιγματισμό της ΝΔ με βάση ένα έγκλημα που συμπυκνώνει ρυάκια λαϊκής δυσαρέσκειας. Το «στίγμα» αυτό φαίνεται να παίρνει και πιο συστημικά χαρακτηριστικά καθώς και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, παρόλο που φαίνεται να επωμίζονται την αντιπολιτευτική γραμμή, φθείρονται. Ακόμα και οι χώροι της Αριστεράς δεν φαίνεται να ενισχύονται. Τα Τέμπη αναδεικνύουν και τη δική μας απόσταση από τις καταπιεζόμενες τάξεις, γιατί τελικά συμπυκνώνουν μια αναγνωρισμένη αντίθεση μεταξύ λαϊκής δυσαρέσκειας και μη πόλωσης σε μία εναλλακτική.
Η ίδια η υπόθεση των Τεμπών φιλοδοξούμε να τροφοδοτήσει τη μάχη για τα κοινωνικά αγαθά. Το ζήτημα των σιδηροδρόμων πλέον φέρει τεράστια συμβολική αξία παρόλο που δεν είναι το πλέον ενοποιητικό με όρους υλικών αναγκών για την ελληνική κοινωνία, σε σχέση πχ. με το νερό. Από δύο πλευρές η μάχη για τα κοινωνικά αγαθά φαίνεται να κεντρικοποιείται και να δημιουργούνται ανοίγματα σε αυτή την κατεύθυνση. Εκεί πρέπει να αναζητήσουμε αιχμές, καταλαβαίνοντας ότι η συνολικοποίησή τους –το «όλα κοινά, όλα δημόσια»– είναι μια τοποθέτηση στην οποία πρέπει να καταλήγουμε, αλλά δεν αρκεί για να κάνεις πολιτική. Το ζήτημα της στέγης, το οποίο αφορά και την επιθετικότητα των πλειστηριασμών, αλλά και τα ενοίκια ως ένα από τα πιο κρίσιμα πεδία της ακρίβειας, μπορεί να αποτελέσει ακόμη ένα σημείο αιχμής.
Τέλος, πρέπει να καταλάβουμε ότι το περιβαλλοντικό ζήτημα στην Ελλάδα έχει αποκτήσει αρκετά «πραγματική» διάσταση ώστε να αποτελεί επίδικο άμεσης παρέμβασης τόσο σε επιμέρους όσο και σε συνολικό επίπεδο. Οι περιβαλλοντικές καταστροφές θέτουν ζητήματα που ξεκινούν από τις υποδομές και την προστασία, και καταλήγουν στο παραγωγικό πρότυπο, τη διαχείριση πόρων, το ενεργειακό κλπ. Όσο αυτή η υπόθεση εξελίσσεται, το ζήτημα του περιβάλλοντος θα γίνεται κυρίαρχο και για τις πόλεις αλλά και για την επαρχία, για την οποία είναι συγχρόνως ζήτημα διαβίωσης και ασφάλειας, αλλά και παραγωγικό και οικονομικό.
Outro
Στο διάλογο της Αριστεράς –και στο διήμερο αντίστοιχα– οι έννοιες του σεχταρισμού και του ρεφορμισμού προσεγγίζονται ως δυσανάλογα κρίσιμες, ενώ συχνά το εγχείρημα της πολιτικής κίνησης φαίνεται να τοποθετείται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο πόλων. Αυτό είναι άστοχο, όχι γιατί δεν πρέπει να ξεφύγουμε από το ρεφορμισμό και το σεχταρισμό, αλλά γιατί αυτές οι κατηγορίες, πόσο μάλλον η άρνησή τους, δεν μπορεί να αρκούν για να περιγράψουμε πολιτικό χώρο.
Η Πολιτική Κίνηση θα πετύχει ως μία κίνηση κατευθύνσεων, πέρα από το με ποιους, με την πολιτική βάση που θεωρούμε ότι υπάρχει μεταξύ των οργανώσεων να τίθεται σε μια διαδικασία επερώτησης, εμπλουτισμού και αναζήτησης υπερβάσεων. Είναι σημαντικό να δώσουμε χρόνο στη διαδικασία διαλόγου μεταξύ μας, προκειμένου να καταλάβουμε τις επιμέρους συγκλίσεις, και τελικά την κοινή μας βάση. Αυτή η προσπάθεια, με κρίσιμα τα παραπάνω σημεία, πρέπει να είναι ενεργή πολιτικά, σε διαρκή αλληλεπίδραση με τη συγκυρία, η οποία θα κάνει τον πολιτικό πειραματισμό και τις διαφορετικές πρωτοβουλίες όπλο για τον εσωτερικό της διάλογο, όπως και το ανάποδο. Η συζήτηση για το σύγχρονο ανθρωπότυπο έχει επίσης πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αναβαθμίζει το πώς βιώνουμε τις σύγχρονες καταπιέσεις, ενώ εστιάζει στις πρακτικές και τα πρότυπα που θέλουμε να οικοδομήσουμε.
Παράλληλα, θεωρούμε ότι είναι κρίσιμο να κάνουμε βήματα διατηρώντας, διευρύνωντας το «διαφορετικό» της λειτουργίας της Αριστεράς, όπως τη δημοκρατία, τον αλληλοσεβασμό, τη συμπερίληψη, τη συντροφικότητα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η απόσταση της Αριστεράς από τους σύγχρονους καταπιεσμένους εδράζεται σε μεγάλο βαθμό και στον τρόπο που η Αριστερά της ήττας έχει εγκαταλείψει αυτή την αναζήτηση. Αυτή η προβληματική πρέπει να συναντηθεί με τη γραμμή του μετώπου, ώστε να καταφέρνει η μετωπική λογική να υπερβαίνει και όχι να πολλαπλασιάζει τις επιμέρους παθογένειες.
Η Πολιτική Κίνηση δεν πρέπει να φτιαχτεί ως ένα project ενότητας ούτε ως μια επίκληση σε μία αφηρημένη ποιότητα. Ούτε της αντιστοιχεί να διεκδικήσει χρόνο για τη δική της εσωστρέφεια. Ο κόσμος της Αριστεράς που συγκεντρώνεται, και φιλοδοξούμε να συγκεντρωθεί γύρω από αυτή την πρόταση, ήδη μάχεται σε πολλά επίπεδα. Αυτό που αναζητά είναι το επόμενο βήμα προς ένα υποκείμενο με ισχυρότερους δεσμούς με τις καταπιεσμένες τάξεις, με σχηματοποιημένη ταυτότητα ως προς την πολιτική πρόταση και το σχέδιο, με κοινωνική γείωση και πανελλαδικότητα. Να κάνουμε αυτό το βήμα με επιμονή στη συζήτηση αλλά και με προσήλωση στο άπλωμα της παρέμβασής μας. Να κάνουμε αυτό το βήμα με συναίσθηση ότι υπάρχει χώρος για την πολιτική εναλλακτική και ότι πρέπει να τον διεκδικήσουμε. Καταθέτω αυτές τις σκέψεις με δόσεις αμφιβολίας και πολύ όρεξη αυτός ο διάλογος να συνεχιστεί.