Ήμουν μαθητής σε νυχτερινό γυμνάσιο και στο σχολείο, αμέσως μετά την κατάληψη της Νομικής, τον Φεβρουάριο 1973, άναψε για τα καλά η κουβέντα για το αν υπάρχει πιθανότητα να ανατραπεί η στρατιωτική δικτατορία με παράνομα φέιγ βολάν, εκρήξεις βομβών, που έβαζαν κάποιες αντιδικτατορικές οργανώσεις, και φοιτητικές διαμαρτυρίες.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, στα νυχτερινά και στις οικοδομές γίνονταν πολιτικές συζητήσεις. «Απελευθερωμένα εδάφη» τα ’χε χαρακτηρίσει ένας συνάδελφος χτίστης, παλιός Λαμπράκης, που ’χε διαβάσει Μάο. Και αν στις οικοδομές μιλάγαμε ανοιχτά με όρους «χούντα», «δικτατορία» κ.λπ., στα νυχτερινά ήμασταν πιο προσεκτικοί. «Το καθεστώς» και «η κατάσταση» λέγαμε.
«Η κατάσταση αυτή θα κρατήσει δεκαετίες. Όπως γίνεται στην Ισπανία και την Πορτογαλία», ήταν η άποψη που κυριάρχησε σ’ εκείνη την κουβέντα. Που ήταν, άλλωστε, και άποψη της τεράστιας πλειονότητας των Ελλήνων εκείνα τα χρόνια.
«Το καθεστώς έχει γερές πλάτες. Λέτε να φοβηθούν οι Αμερικάνοι από μια κροτίδα έξω από κάποιο υπουργείο ή απ’ τις φωνές μερικών φοιτητών;».
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβρη, κάμποσοι συμμαθητές, απ’ αυτούς που τον Φλεβάρη έβλεπαν πανίσχυρη «την κατάσταση», ήταν έξω απ’ το Πολυτεχνείο, φωνάζοντας «Έξι χρόνια αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά!». Συμβάλλοντας, μαζί με χιλιάδες άλλους εργαζόμενους νέους, στη μετατροπή της φοιτητικής κινητοποίησης σε λαϊκή εξέγερση. Σε σημείο ώστε από τους 866 συλληφθέντες με την καταστολή της, οι 475, το 55%, να είναι εργαζόμενοι, στη μεγάλη τους πλειονότητα νέοι.
Επρόκειτο για μια τυπική περίπτωση που η ιστορική κίνηση συντελέστηκε με άλμα. Που ήταν εντελώς απρόβλεπτο και από τους από πάνω και από τους από κάτω. Ακόμα και από τις οργανωμένες αντιστασιακές δυνάμεις.
Ήταν βαριά η ήττα του 1967, μετά από την ανάταση των λαϊκών και δημοκρατικών αγώνων των χρόνων που προηγήθηκαν, με αποκορύφωμα την εξέγερση των Ιουλιανών του ’65. Δεκαοχτώ χρόνια από την ήττα του Εμφυλίου, η επιβολή της δικτατορίας προκάλεσε βαθιά απογοήτευση, που εκφράστηκε με την αδυναμία συγκρότησης μαζικού αντιστασιακού κινήματος. Την οποία ενίσχυσε η διάσπαση του ΚΚΕ, τον Φλεβάρη του ’68, για λόγους που -σε συνθήκες παρανομίας και λειψής ή και πλήρους έλλειψης πληροφόρησης- ήταν άγνωστοι στον κόσμο της Αριστεράς. Που αντιδρούσε, όπως ο σπουδαίος ηθοποιός και κομμουνιστής αγωνιστής, Δήμος Σταρένιος:
«Και τώρα, με ποια ομάδα φυλακισμένων και εξορίστων πρέπει να πάω εγώ;».
Κι αν οι παλιότερες γενιές, από εκείνη της εαμικής Αντίστασης μέχρι αυτή των Λαμπράκηδων, παρέμεναν αδρανείς, υπό το βάρος αλλεπάλληλων απογοητεύσεων, η νεότερη γενιά, οι έφηβοι και τα παιδιά του ’67, δεν φαινόταν να πολυενδιαφέρεται για την πολιτική κατάσταση. Μέσα σ’ αυτή μεγάλωνε και τη θεωρούσε λίγο-πολύ αυτονόητη και δεδομένη.
Έτσι, δεν φαινόταν να είναι και εκτός πραγματικότητας το Διάγγελμα του υπουργού Παιδείας, συνταγματάρχη Νικολάου Γκαντώνα, για την έναρξη του Ακαδημαϊκού Έτους 1972-73, που έδινε συγχαρητήρια στην ελληνική νεολαία, «την φρονιμοτέραν του κόσμου». Σε μια εποχή που ο πλανήτης, σε Ανατολή και Δύση, από το Σαν Φραντσίσκο και το Παρίσι, μέχρι το Πεκίνο και το Σαντιάγο, συγκλονιζόταν από την έκρηξη της νεολαιίστικης αμφισβήτησης.
Πολύ σύντομα φάνηκε πως η πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς αυτή, καθώς από το ίδιο φθινόπωρο έκανε την εμφάνισή του ένα μαζικό φοιτητικό διεκδικητικό κίνημα. Για μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση και για ελεύθερες φοιτητικές εκλογές. Ένα κίνημα που πολύ σύντομα συνέδεσε τις συνδικαλιστικές του διεκδικήσεις με την προοπτική ανατροπής της δικτατορίας. Και αποκορυφώθηκε με την κατάληψη της Νομικής.
Ταυτόχρονα, κάνουν την εμφάνισή τους και κάποιοι εργατικοί διεκδικητικοί αγώνες, στους οποίους συχνά πρωτοστατούν νέα παιδιά, συνομήλικα των φοιτητών. Αυτά που –όπως κι οι φοιτητές- μόλις πριν ένα χρόνο ζούσαν στους ρυθμούς του Γουέμπλεϊ.
Ακολούθησαν ραγδαίες εξελίξεις, με το αποτυχημένο «κίνημα του Ναυτικού», το ψευτοδημοψήφισμα, την κατάργηση της Βασιλείας και την ανακήρυξη του Παπαδόπουλου σε πρόεδρο της Δημοκρατίας, με οχταετή θητεία, σύμφωνα με το χουντικό Σύνταγμα. Και την παραίτηση της κυβέρνησης και τον σχηματισμό άλλης, χωρίς στρατιωτικούς υπουργούς, υπό τον δεξιό πολιτικό Σπύρο Μαρκεζίνη. Για τη δρομολόγηση της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» και τη διεξαγωγή εκλογών και πάλι, φυσικά, με το Σύνταγμα της χούντας. Του οποίου οι αντιδημοκρατικές προβλέψεις καθόριζαν ένα καθεστώς ελεγχόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και περιορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Μ’ άλλα λόγια, τη νομιμοποίηση και παράταση της δικτατορίας, «υπό κοινοβουλευτικό μανδύα», όπως ήταν η φράση που από τις εκπομπές της Deutsche Welle, του Λονδίνου, της Μόσχας και της «Φωνής της Αλήθειας», έφτασε και στις καθημερινές συζητήσεις των αναρίθμητων ακροατών τους.
Με τις αστικές αντιδικτατορικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και τμήμα της Αριστεράς και κυρίως το ΚΚΕ εσωτερικού, να εξετάζουν πιθανή συμμετοχή στις εκλογές, υπό κάποιες προϋποθέσεις, που θα διασφάλιζαν τη δημοκρατική διεξαγωγή τους. Κάτι το οποίο, δυνάμεις όπως το ΠΑΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΚΚΕ και οι οργανώσεις της μετέπειτα εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, απέρριπταν ασυζητητί. Για τις δυνάμεις αυτές, η συμμετοχή στις εκλογές θα νομιμοποιούσε το καθεστώς στις λαϊκές συνειδήσεις και στη διεθνή κοινή γνώμη.
Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία και στο πλαίσιό της, ξέσπασε ο Νοέμβρης. Η γενιά του Γουέμπλεϊ γινόταν γενιά της εξέγερσης!
Αυθόρμητο το ξέσπασμα, που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει λίγες μέρες πριν. Αιφνιδιάζοντας και την Αριστερά, με το δύο ΚΚΕ να στέκονται, τις πρώτες ώρες, αμήχανα και επιφυλακτικά απέναντί του.
Το ΚΚΕ γιατί (όπως και το ΠΑΚ) έκρινε πως δεν υπήρχαν οι όροι για μια μαζική λαϊκή εξέγερση και θα ακολουθούσε άγρια καταστολή, που θα ακύρωνε τα όποια βήματα ανασυγκρότησης του κινήματος είχαν γίνει. Το ΚΚΕ εσωτερικού γιατί ήλπιζε πως η «φιλελευθεροποίηση» θα υπονόμευε το καθεστώς και μια εξέγερση, που σίγουρα θα καταστελλόταν, θα την ανέκοπτε.
Έτσι, τα στελέχη της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου θα δώσουν τη μάχη ενάντια στην κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στην οποία, εντούτοις, συμμετέχουν ενεργά, ενώ παράλληλα κινητοποιήθηκαν και οι παράνομοι κομματικοί μηχανισμοί για την εξασφάλιση ευρύτερης λαϊκής συμμετοχής.
Απρόβλεπτη από όλους η εξέγερση, αυθόρμητο το ξέσπασμά της, αλλά δεν ήταν τυχαίο το ότι η πλειονότητα των μελών της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης ήταν μέλη αριστερών οργανώσεων. ΚΝΕ-ΑντιΕΦΕΕ, Ρήγας Φεραίος, ΕΚΚΕ-ΑΑΣΠΕ, ΟΜΛΕ, ΟΣΕ, ΕΔΕ κ.λπ. Επρόκειτο για στελέχη που αντλούσαν το κύρος και την επιρροή τους από το ότι είχαν πρωτοστατήσει στους μέχρι τότε αγώνες του φοιτητικού διεκδικητικού κινήματος.
Κι εδώ είναι που το αυθόρμητο ξέσπασμα μπορεί να ήταν απρόσμενο, αλλά υπήρξε αποτέλεσμα και της μακρόχρονης δράσης των παράνομων οργανώσεων. Με την καθοριστική παρέμβασή τους στη συγκρότηση και πολιτικοποίηση του μαζικού φοιτητικού κινήματος.
Η εξέγερση του Νοέμβρη προετοιμάστηκε επί χρόνια από την παράνομη δραστηριότητα των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς και εκδηλώθηκε ως αυθόρμητος ξεσηκωμός. Στον οποίο πρωτοστάτησε και κυριάρχησε η νεολαία των 16-17 έως 23-24 χρονών, που δεν τη βάραινε η απογοήτευση των μεγαλύτερων από την ήττα του ’67. Επρόκειτο, μάλιστα, όχι μόνο για τη φοιτητική, αλλά και την εργαζόμενη νεολαία. Που η συμμετοχή της μετέτρεψε τη φοιτητική εξέγερση σε λαϊκή.
Και με την εξέγερση, τελικά, τι έγινε;
Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, έχοντας κατορθώσει την ακύρωση των διαδικασιών που θα οδηγούσαν σε μια νομιμοποιημένη, πια, «δικτατορία υπό κοινοβουλευτικό μανδύα». Την οποία δεν θα διαδεχόταν καμιά Μεταπολίτευση.