των Άννα Τσαμούρα, Ιωάννα Λίλα, μελών της Αναμέτρησης
8 χρόνια μετά το ραντεβού Αχαρνών και Κατριβάνου γωνία στις 10.00πμ.
8 χρόνια μετά, την πρώτη μέρα ενός κοινωνικού εγχειρήματος που δεν κράτησε για πάντα, δεν έλυσε το προσφυγικό – δεν διατεινόταν ούτως ή άλλως ότι θα το κάνει.
Κι όμως, ενός κοινωνικού εγχειρήματος που μας συγκρότησε, πολλές από εμάς, ή μας κράτησε, κάποιες άλλες.
Το City Plaza, έγινε μία κατάληψη στέγης στο κέντρο της Αθήνας, αντιπαράδειγμα πολιτικής. Προσφυγ(ισσ)ες από τουλάχιστον 13 διαφορετικές χώρες προέλευσης ζουν μαζί, στο κέντρο της πόλης. Το “καλύτερο ξενοδοχείο της Ευρώπης” φιλοξένησε πάνω από 2.500 ανθρώπους μέσα σε 3 χρόνια. Και τα 3 αυτά χρόνια ήταν αρκετά για να μπορέσουμε και μεις να οραματιστούμε πως θα ήταν οι ζωές μας αν κρατούσε για πάντα.
Νομίζαμε πως θα χρειαστεί να εφεύρουμε διαλόγους ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες. Και τελικά μιλήσαμε την ίδια γλώσσα. Είπαμε ζούμε μαζί, μαγειρεύουμε μαζί, αποφασίζουμε μαζί. Και συνεννοηθήκαμε. Δεν ψάχναμε για ήρωες. Κι όμως, επινοήσαμε ξανά το περιεχόμενο λέξεων, διερευνήσαμε συναισθήματα και τρόπους οργάνωσης. Όπως έχει ήδη γραφτεί: με δυσκολίες αλλά και με χαρές, με εντάσεις αλλά και γέλιο, με γιορτές, διαδηλώσεις, καβγάδες, εξαντλητικές βάρδιες, με αμοιβαιότητα και στοργή, με εκνευρισμό και ενθουσιασμό. Όσοι/ες ήταν στο Plaza σε μια μόνιμη βάση αλλά και οι χιλιάδες συντρόφισσες και φίλοι από όλο τον κόσμο που στήριξαν έμπρακτα με διαφορετικούς τρόπους αυτό το εγχείρημα.
Στο Plaza νιώσαμε ασφαλείς: γιατί συμμετείχαμε στον ορισμό των συνθηκών στο περιβάλλον που ζούσαμε. Η ίδια η λειτουργία του αμφιβητούσε στην πράξη συμφωνίες μεταξύ ολόκληρων (ενώσεων) κρατών σκιαγραφώντας ένα πλαίσιο ανθρώπινων όρων ζωής για τους/τις μετανάστ(ρι)ες και αυτό με τρόπο ισότιμο όσο μπορούσαν.
Σταθήκαμε απέναντι στην ιδιοκτήτρια εταιρεία, και όλη την τάξη της, απέναντι σε όσους αντιλαμβάνονται τον “πρόσφυγα” μόνο ως τον καημένο, τον καταφρονεμένο στον οποίο θα δώσουμε ένα κομμάτι ψωμί ή, αντίστοιχα, τον επικίνδυνο εισβολέα που πρέπει να πνίξουμε στα σύνορα. Απέναντι σ΄αυτούς για τους οποίους ο πρόσφυγας θα είναι πάντα θύμα ή θύτης αλλά προφανώς δεν μπορεί να εργάζεται, να έχει εισοδήματα, να είναι έστω λιγάκι πιο ισότιμος με αυτούς.
Καταφέραμε να ζήσουμε στο παρόν το μέλλον όπως το οραματιζόμαστε. Η καθημερινότητα μας ήταν ένα διαρκές εργαστήρι όπου οι διακηρύξεις για ανοιχτά σύνορα, για φιλο-μεταναστευτική πολιτική, για αλληλεγγύη, από λέξεις σε χαρτί γινόντουσαν βάρδιες στη ρεσεψιόν, χέρια στις βάρδιες της κουζίνας και στην καθαριότητα. Όλα αυτά τα μικρά και καθημερινά συνομολόγησαν μια ενσώματη αμφισβήτηση όλων εκείνων των πραγμάτων που μοιάζουν δεδομένα και μεγαλύτερα από εμάς- όπως τα σύνορα, ο κυρίαρχος αντιμεταναστευτικός λόγος, οι συνειδητές αντιμεταναστευτικές πολιτικές της Ελλάδας και της Ε.Ε. Αυτή ήταν και η πιο σημαντική παρακαταθήκη που μας άφησε το City Plaza: σε μια περίοδο απόλυτης υποχώρησης των κοινωνικών κινημάτων, νηνεμίας και εμπέδωσης του δόγματος ΤΙΝΑ, κατάφερε και “έσπασε” τον κοινωνικό ντετερμινισμό που διακατέχει καμία φορά και τη δική μας Αριστερά. Δεν αρκούσε το να πούμε ότι τα πράγματα είναι έτσι και να περιγράφουμε μια αιτιώδη σχέση ως προς το γιατί είναι έτσι, αλλά χτίζαμε παράλληλα στο τώρα τους όρους συνύπαρξης και συντροφικότητας που έχουμε ανάγκη, που θεωρούμε ότι όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται στους από κάτω έχουν ανάγκη. Με την επίγνωση ότι μια τέτοια διαδικασία είναι τόσο επίπονη και κουραστική, όσο και ευχάριστη. Μια διαδικασία που διαπερνάται από μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων και είναι συγχρόνως βαθιά πολιτική.
Στο City Plaza γράφτηκαν σημαντικές σελίδες ιστορίας. Σίγουρα της δικής μας κι όσων ανθρώπων πέρασαν από εκεί, αλλά και κινηματικής ιστορίας με γραφή ταξικής πάλης και αλληλεγγύης.
“Οι εργαζόμενοι του ξενοδοχείου, στους οποίους άνηκε ο κινητός εξοπλισμός του City Plaza, άνθρωποι πραγματικά φτωχοί αλλά συναισθανόμενοι την ανάγκη των “άλλων”, από την πρώτη μέρα της κατάληψης στάθηκαν δίπλα στους πρόσφυγες εκφράζοντας την ταξική αλληλεγγύη των “από κάτω” σε αντίθεση με τον φθόνο και την απληστία των “από πάνω”.”
Η σημερινή μέρα, είναι θέλοντας και μη, αφιερωμένη σε αυτή την ανάμνηση που είναι και δεν είναι μακρινή, είναι δική μας και των ανθρώπων που πέρασαν από αυτή την κατάληψη. Έχει μια μεταφυσική που ακολουθεί αυτή των αφηγήσεων για την πρώτη αγάπη: δεν την ξεπερνάς εύκολα και πας παρακάτω. Μένει στο χρόνο κάπως αναλλοίωτη.
Η σημερινή μέρα, είναι θέλοντας και μη, αφιερωμένη στον καιρό που ακολούθησε την τελευταία μέρα λειτουργίας του Plaza, στις φορές που στρίψαμε στο λάθος στενό ή κοντοσταθήκαμε περνώντας από εκείνη τη γωνία.
Κι αυτή η αφιέρωση γράφεται σήμερα, σε όλο και πιο δύσκολους καιρούς και συσχετισμούς, με την επιθυμία να συνεισφέρει στην απάντηση στην ερώτηση: τι είναι σήμερα αυτό που μας κρατάει, στις διάφορες μάχες, και μας κάνει να επιμένουμε ξανά και ξανά πως αξίζει τον κόπο να μένεις στρατευμένος/η στην υπόθεση της κομμουνιστικής αριστεράς;