Κείμενο Συμβολής για το σχέδιο της Σπουδάζουσας την επόμενη μέρα από Γιαπράκη Βάσω, ΣΒ ΕΚΠΑ Ζαχαριάς Κωστής, ΣΒ ΕΜΠ Κουπελίδης Τάσος, ΣΒ ΕΚΠΑ Σακελλαροπούλου Μυρσίνη, Μέλος ΠΣ, ΣΒ Δικηγόρων Τσούλος Γιώργος, ΣΒ ΕΜΠ στο πλαίσιο της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης.
Αντί Συγκυρίας
Το πανεπιστήμιο έχει αλλάξει. Μία σειρά από νομοθετικές τομές και αναδιαρθρώσεις έχουν μεταβάλλει πλέον την δομή του, τον χαρακτήρα του και την λειτουργία του εντός νεολαίας και κοινωνίας. Από την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής το 2021, που ξεκίνησε να μεταβάλλει εν μέρει την κοινωνική βάση που αφορούσε η τριτοβάθμια εκπαίδευση με σαφείς ταξικές-οικονομικές προεκτάσεις, μέχρι την κατάργηση του ασύλου, την Πανεπιστημιακή Αστυνομία και τις πειθαρχικές διώξεις με ξεκάθαρες κατασταλτικές και ιδεολογικές στοχεύσεις, και με ένα παράλληλο ρεβανσιστικό αφήγημα από την πλευρά της κυβέρνησης, που υποδείκνυε την “απελευθέρωση των πανεπιστημίων” από την υπόθεση της αριστεράς και των κοινωνικών διεκδικήσεων. Προς επίρρωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το πανεπιστήμιο ειδώθηκε ως ένα ακόμα πεδίο κερδοφορίας είτε έμμεσα, τροφοδοτώντας το κεφάλαιο με “νέα μέσα” αναπαραγωγής του – υλικά και αλλά και πέραν του γνωστού ιδεολογικού ρόλου – με την στενή πρόσδεση επιχειρήσεων, από τους προπτυχιακούς, τους μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών και τα ερευνητικά προγράμματα, έως και την φοιτητική μέριμνα, είτε και άμεσα, με τον νόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πλέον, τα παλιά θεωρητικά σχήματα για το πανεπιστήμιο και την λειτουργία του (οικονομικός, ιδεολογικός, και κατανεμητικός ρόλος του πανεπιστημίου) συνδυάζονται, και κάθε νέο αναδιαρθρωτικό μέτρο φαίνεται να μην στοχεύει αυστηρά σε μία εκ των λειτουργιών του, αλλά να υπηρετεί τη συνολική μεταρρύθμιση.
Οι αλλεπάλληλες αυτές επιθέσεις σε συνδυασμό με την σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, δεν αφήνει ανεπηρέαστο το φοιτητικό υποκείμενο, τις ιδεολογικές του αφετηρίες και επιτελέσεις του. Η επιβίωση, αναδεικνύεται σε κεντρικό ζήτημα για τη μεγαλύτερη μερίδα των φοιτητών, με άμεσο αποτέλεσμα την εργασία τους σε εργασιακά περιβάλλοντα έντονης εκμετάλλευσης (εστίαση, call centers κ.λπ.), προσθέτοντας στο άγχος και τους ταχύτατους ρυθμούς σπουδών του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, συνολικοποιώντας το σε όλο το εύρος της καθημερινότητάς τους.
Αναμφίβολα, το φοιτητικό υποκείμενο και η νεολαία ως κοινωνική κατηγορία έχει προοδευτικά χαρακτηριστικά και ενίοτε εκδηλώνει ριζοσπαστικά αντανακλαστικά, όπως φάνηκε και πέρσυ με το ξέσπασμα του κινήματος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, που οι φοιτήτριες αγκάλιασαν από την αρχή τον σχεδιασμό για κυλιόμενες καταλήψεις αναδεικνύοντας την αδυναμία της αριστεράς (φοιτητικής και μη) στο να εκτιμά και να προβλέπει. Χωρίς, βέβαια, να αμφισβητούμε την συνθήκη αυτή, η ίδια η φοιτητική ιδιότητα είναι πλέον αντιφατική. Οι εποχές της παθητικής ενσωμάτωσης είναι πλέον παρελθόν, με τη θέση τους να παίρνει η εποχή της επίδοσης, της αυτο-εντατικοποίησης και αυτο-πειθάρχησης. Η διαχρονική “φοιτητική ανεμελιά” αντιμετωπίζεται ως παθογένεια και παρακμή, με την πλειονότητα της σπουδάζουσας νεολαίας να αποζητά επιβεβαίωση μέσω της εκπλήρωσης υποχρεώσεων και της “παραγωγικότητας”. Ως μία γενιά χωρίς μνήμες συλλογικών αναπαραστάσεων και κοινωνικών αντιστάσεων, αισθάνεται τη λύση του ατομικού δρόμου ως τη μόνη πιθανή. Όλα αυτά, είναι κάποια μόνο από τα νέα χαρακτηριστικά του πανεπιστημίου και της φοιτητιώσας νεολαίας που επιτάσσουν και την αναθεώρηση των θεωρητικών εργαλείων, των δομών, των πρακτικών και του μοντέλου παρέμβασης μιας αναγκαίας και χρήσιμης αριστεράς στα πανεπιστήμια.
Πτυχές Ενός Άλλου Πανεπιστημίου
Ο λόγος για τον οποίο επιμένουμε να σπουδάζουμε και να ζούμε αλλιώς, συγκροτεί το δικό μας όραμα για το πανεπιστήμιο, το οποίο συγκρούεται ευθέως με την επιβολή των κυρίαρχων γύρω από ένα πρότυπο πανεπιστημίου που εξυπηρετεί την ευρύτερη στόχευση της νεοφιλελεύθερης αφήγησης που περιγράφουμε παραπάνω. Αναγνωρίζοντας πως ο δρόμος για ένα “άλλο” πανεπιστήμιο στην παρούσα κατάσταση κοινωνικής οργάνωσης δεν είναι αυτονόητος, δίνουμε βαρύτητα στο να αποδομήσουμε πτυχές που συνιστούν σήμερα το πανεπιστήμιο και να σκιαγραφήσουμε ένα μοντέλο που θα τις καταρρίψει και θα έχει ως έρεισμα τις δικές μας ανάγκες. Προκειμένου να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό, θέλουμε να απεγκλωβιστούμε από μία αμιγώς αμυντική λογική υπεράσπισης κεκτημένων που περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τις αντιστάσεις απέναντι στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, βρίσκοντας εκεί και τα όρια της διεκδίκησης. Υιοθετούμε, αντίθετα, μία λογική που ενσωματώνει αυτές τις αντιστάσεις, εντός μια συνολικής διαδικασίας μετασχηματισμού από τα κάτω. Το πανεπιστήμιο στο οποίο επιδιώκουμε να σπουδάζουμε δεν είναι το πανεπιστήμιο κάποιας προηγούμενης δεκαετίας, με κατοχυρωμένα κεκτημένα αλλά αφορά τη δημιουργία διαφορετικών προτύπων για τη μαθησιακή και ερευνητική διαδικασία, την εργασία, την καθημερινότητα, την αυτοδιοίκηση, είναι αυτό που έχουμε ως παρακαταθήκη από την Αρ.Εν. και το κωδικοποιούμε ως “το Πανεπιστήμιο των Αναγκών μας”.
Κομβικό στοιχείο στη διαδικασία του μετασχηματισμού είναι η πλήρης απομάκρυνση όλων των πλευρών του πανεπιστημίου από την αγοραία προσέγγιση και την κερδοφορία του κεφαλαίου, από την άρση των ταξικών φραγμών ως την ενιαία πρόσβαση στη γνώση, και την διασφάλιση ενός κοινωνικά δίκαιου προσανατολισμού της. Φυσικά, οι παραδοχές αυτές για την τελική δόμηση ενός πανεπιστημίου κοινωνικά χρήσιμου εκκινούν, πέρα από τις αξιακές μας τοποθετήσεις πέρι ανατροπής του κυρίαρχου, και από μία πραγματική ανάγκη αμφισβήτησης του ίδιου του τρόπου ζωής, της καθημερινότητας και των επιβαλλόμενων προτύπων. Εκτός από τον προσανατολισμό και τα συμφέροντα που εξυπηρετεί η παραγόμενη και αναπαραγόμενη γνώση εντός του πανεπιστημίου, ιδιαίτερη σημασία έχει και ο τρόπος με τον οποίο αυτό συμβαίνει. Το ποιος είναι αυτός που την κατέχει, το ποιος αυτός που την “λαμβάνει” και η μεταξύ τους μη διαλεκτική σχέση πρέπει να επανέλθουν ως προβληματισμοί γύρω από την εκπαιδευτική διαδικασία, στην προσπάθεια να οραματιστούμε νέες ισότιμες μεθοδολογίες εκπαίδευσης, στην βάση μίας μη τεχνοκρατικής και θετικιστικής οριζόντιας εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στο επίκεντρο της αμφισβήτησης, τίθεται και το ίδιο το περιεχόμενο της γνώσης, η οποία θα επανεξετάζεται και θα ανατροφοδοτείται από τους κοινωνικούς προβληματισμούς και τις κοινωνικές ανάγκες.
Όταν μιλάμε για το Πανεπιστήμιο των Αναγκών μας, δεν μιλάμε απλώς για ένα “to do list” πρακτικών και μεθοδολογίας στις Σχολές, αλλά για την προβολή ενός συνολικού αντιπαραδείγματος πανεπιστημίου στο οποίο οι ανάγκες, οι επιθυμίες και τα όνειρά μας είναι η κινητήριος δύναμη για τον μετασχηματισμό του. Ένα πανεπιστήμιο που συνιστά χώρο, μέσα στον οποίο ξεδιπλώνονται ελεύθερα οι πολλαπλές ταυτότητες των φοιτητριών, μέσα στον οποίο τα φοιτητά συνυπάρχουμε χωρίς διακρίσεις, στη βάση ανάπτυξης δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ μας. Στο Πανεπιστήμιο τον αναγκών μας, ο τρόπος που εμείς οι φοιτήτριες θα υπάρχουμε και θα διαρθρώνεται η καθημερινότητά μας, θα ορίζεται από εμάς, για εμάς, γνωρίζοντας και ότι οι ανάγκες μας δεν είναι κάτι σταθερό, διαχρονικο αλλά μεταβάλλονται όπως και εμείς τα ίδια.
Γνωρίζοντας πως μία διαδικασία προσέγγισης του πανεπιστημίου αυτού είναι δύσκολη, πολυπαραγοντική και – ίσως ακόμη – ουτοπική, εμείς από την δική μας πλευρά, θα μπολιάζουμε, στο σήμερα, το φοιτητικό κίνημα με τα αιτήματα που μας φέρνουν, στο μέλλον, πιο κοντά σε αυτό.
Φοιτητικό Κίνημα και Σπουδάζουσα Νεολαία
Το φοιτητικό κίνημα (ΦΚ) στην Ελλάδα και Διεθνώς, παρουσιάζει παραδοσιακά ιδιαιτερότητες, καμπές και εξάρσεις. Αποτελεί, παράλληλα, έναν διαχρονικό πυροδοτητή αντιστάσεων και κοινωνικών κινημάτων, με σημαντική συμβολή σε πολλαπλά πεδία. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν δυναμική στο φοιτητικό κίνημα και έχουν καταφέρει να το καταστήσουν σημαντικό παράγοντα στις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες, είναι τόσο η φύση του πανεπιστημίου ως κοινωνικού χώρου, στον οποίο υπάρχει και συναναστρέφεται καθημερινά ένα σημαντικό τμήμα της νεολαίας, αλλά και το γεγονός ότι οι φοιτήτριες αποκτούν νέες προσλαμβάνουσες και εντός της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όσο και τα σημαντικά μεταπολιτευτικά κεκτημένα (και ότι αυτά συνεπάγονται, όπως οι δομές των ανεξάρτητων φοιτητικών συλλόγων, το άσυλο, το αυτοδιοίκητο κ.ο.κ.). Ανεξάρτητα από την εμπλοκή ή μη των φοιτητών και τον βαθμό της πολιτικής ενεργοποίησής τους, τα κεκτημένα αυτά αποτελούσαν κανονικότητα και μέρος της συνείδησης του φοιτητικού υποκειμένου και συντηρούσαν μία πολιτικο-ιδεολογική ηγεμονία της αριστερά εντός των πανεπιστημίων.
Όμως, η κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστήμια (που είναι και το βασικό πεδίο δράσης του ΦΚ) και οι αλλαγές που διέπουν το φοιτητικό υποκείμενο (που είναι και ο βασικός συντελεστής του), δεν το αφήνει ανεπηρέαστο. Είναι απαραίτητο από πλευράς μας, να απολογίζουμε με νηφαλιότητα και ειλικρίνεια τόσο την προσφορά του εντός πανεπιστημίου και κοινωνίας, όσο και τις παθογένειες που το χαρακτηρίζουν, ώστε να μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τα απαραίτητα βήματα που επιτάσσουν οι σημερινές συνθήκες.
Η περίοδος του περσινού κινήματος ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, μας υπενθυμίζει ότι η υπόθεση της ανασυγκρότησης των ΦΣ και της συγκρότησης ενός μαζικού φοιτητικού κινήματος, παραμένει ζωντανή. Μετά από αρκετό καιρό όπου οι ΦΣ υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό ανενεργοί, είδαμε την περσινή χρονιά να μαζικοποιούνται οι Γενικές Συνελεύσεις (ΓΣ), να γίνεται σαφές σε μία μεγάλη μερίδα των φοιτητών, ότι η συμμετοχή τους ή μη στις συλλογικές διαδικασίες μπορεί να κρίνει τη συνέχιση των καταλήψεων, και τελικά, να συντελείται ενα δίμηνο φοιτητικό κίνημα, το οποίο απασχόλησε σημαντικά την κοινωνία. Αναμφίβολα, οι περσινές διεργασίες του κινήματος έδωσαν μια ανάσα στους ΦΣ και η προσφορά αυτού είναι πολύτιμη. Σημαίνει, όμως, αυτό ότι οδηγηθήκαμε σε μία πραγματική ανασυγκρότησή τους; Η απάντηση δόθηκε ήδη από τους αμέσως επόμενους μήνες μετά την ψήφιση του νόμου και ήταν αρνητική. Αξίζει και είναι χρήσιμο για την σπουδάζουσα αλλά και ολόκληρη την οργάνωση, να ψηλαφίσουμε τους λόγους για τους οποίους φτάσαμε ως εδώ και να αναγνωρίσουμε τις ευθύνες της ίδιας της αριστεράς για αυτήν την κατάληξη.
Η Φοιτητική Αριστερά Εντός του Φοιτητικού Κινήματος
Ενδεικτική για τον τρόπο με τον οποίο η φοιτητική αριστερά εμπλέκεται στο κίνημα, ήταν η περσινή περίοδος του κινήματος ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Όλα τα κομμάτια της αριστεράς κλήθηκαν να συμμετέχουν ενεργά στις διαδικασίες των συλλόγων και στις δομές που παραδοσιακά προκύπτουν σε ενεργές κινηματικές περιόδους καταλήψεων. Οι εικόνες που σχηματίστηκαν στις διαδικασίες αυτές, μπορεί να σημαίνουν μία ακτίνα φωτός στην δυσμενή κατάσταση των τελευταίων χρόνων που περιγράφεται παραπάνω, ανέδειξαν παρόλα αυτά παθογένειες και αδυναμίες της αριστεράς που χρόνια τώρα μας βρίσκουν διαφωνούντες. Από τον τρόπο που διεξάγονταν οι ΓΣ, αποφασιζόταν η δράση των ΣΕΚ (Συντονιστικών Επιτροπών Καταλήψεων) και πραγματοποιούνταν τα ΣΓΣΚ (Συντονιστικά Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων), φάνηκε πώς η φοιτητική αριστερά δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα πεδίο ώστε να εμπλακούν ουσιαστικά τα φοιτητά με το κίνημα και τις διεργασίες του. Η περσινή πραγματικότητα βέβαια αντικατοπτρίζει, σε ένα συνολικότερο επίπεδο, το πώς η φοιτητική αριστερά αντιμετωπίζει το φοιτητικό κίνημα. Συγκεκριμένα:
- Το φοιτητικό σώμα δεν καλείται ποτέ να συναποφασίσει. Η συμμετοχή στις ΓΣ ανάγεται σε μία πλήρως τυπολατρική διαδικασία πόλωσης και όχι διαμορφωσης απόφασης, στην οποία η μόνη ενεργή δράση των φοιτητών είναι η ανάταση χειρός. Τα έτοιμα, προαποφασισμένα πλαίσια που τίθενται προς απόφαση, δεν επιδέχονται αλλαγών, σύμφωνα με την συζήτηση που εκτυλίσσεται στο αμφιθέατρο και αποτελούν απλή ένδειξη οργανωτικής δύναμης.
- Οι δυνάμεις και τα σχήματα αντιμετωπίζουν την ίδια τους την ύπαρξη, ως μιας μορφής πολιτική πρωτοπορία, που η γραμμή και η δράση τους είναι η μόνη δυνατή και πραγματικά “αριστερή”, που θα σώσει τους φοιτητές από τα δεινά της αναδιάρθρωσης. Έτσι, η ευθύνη παραγωγής πολιτικού λόγου και συνδιαμόρφωσης αυτού, μεταφέρεται από τους φοιτητικούς συλλόγους στα σχήματα, έπειτα στις οργανώσεις και τελικά, σχεδόν ευθύγραμμα, στα πολιτικά τους γραφεία. Αντί η σημερινή αριστερά να θέλει να συμβάλει στις συζητήσεις εντός των σχημάτων, των ενωτικών διαδικασιών και των συλλόγων οπλίζοντας τις διαδικασίες αυτές με πολιτικά εργαλεία, θεωρεί επιτυχή την παρουσία της σε αυτές τις δομές, μονάχα αν κατορθώνει την ανεπηρέαστη υιοθέτηση της γραμμής της, όπως αυτή εκφράζεται απαράλλαχτη.
- Οι διαδικασίες των συλλόγων είναι μη συμπεριληπτικές για τους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Η δημοκρατία εντός των συλλόγων και των διαδικασιών τους είναι έννοια ανύπαρκτη για τους περισσότερους ΦΣ, με τις δυνάμεις της αριστεράς να μην ενθαρρύνουν τον ανένταχτο κόσμο να τοποθετηθεί και να συμβάλλει στην κουβέντα, να διαφωνούν με όρους μικροπολιτικής για ζητήματα που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των συλλόγων, και να φιμώνουν πολλές φορές, και με φυσικούς ακόμα όρους, τις πιο δεξιές φωνές, θεωρώντας πως είναι καλύτερο για τον Σύλλογο να παρθεί “αγωνιστική” απόφαση πάση θυσία, παρά να γίνει ουσιαστική συζήτηση που θα εμπλέξει τα φοιτητά και εν δυνάμει θα μετατοπίσει το σύνολο του κόσμου σε μια αριστερή-αγωνιστική κατεύθυνση.
- Η οργανωτική ανάδειξη και προβολή (π.χ. πρώτο πανό σε κινητοποιήσεις) κρίνεται πολλές φορές ως ύψιστη προτεραιότητα για τμήματα της φοιτητικής αριστεράς, έναντι της ουσιαστικής ανάπτυξης και επιτυχίας του κινήματος. Τέτοιες λογικές καταλήγουν συχνά σε “οργανωτικές αντιπαραθέσεις” (π.χ. ξυλοδαρμοί), οι οποίες δυστυχώς έχουν καταλήξει να αποτελούν “κομμάτι του φοιτητικού κινήματος” (ή να γίνονται αντιληπτές ως απλά ένας “άλλος τρόπος” με τον οποίο αντιμετωπίζονται “ενδοκινηματικές αντιθέσεις) και το μόνο που επιτελούν είναι η αποθάρρυνση των φοιτητών/τριων για ενασχόληση με τις συλλογικές διαδικασίες και αποτελούν σοβαρό εμπόδιο για συλλόγους αγωνιστικούς, δημοκρατικούς και συμπεριληπτικούς. Τέτοιες “οργανωτικές αντιπαραθέσεις” υπάρχουν πλέον με όρους “βεντέτας”, με τις δυνάμεις που εμπλέκονται σε αυτές να προσπαθούν να τις αναγάγουν σε ζήτημα που θα έπρεπε να αφορά τους συλλόγους.
- Οι ΦΣ αντιμετωπίζονται ως πολιτικά εργαλεία της αριστεράς, ως το μέσο το οποίο θα ταυτιστεί με την γραμμή της εκάστοτε δύναμης της αριστεράς, και εν τέλει ως ένα πεδίο οργανωτικής ανάπτυξης και όχι ως τον χώρο όπου αποτελεί το κύτταρο συζήτησης και οργάνωσης των φοιτητών/τριων. Σε παρόμοιο πλαίσιο, οι σύλλογοι, και κατ’ επέκταση οι διαδικασίες τους, αντιμετωπίζονται συχνά ως “σύλλογοι αριστερών”, με δυνάμεις να παρουσιάζουν ως διαχωριστικές εντός των συλλογικών διαδικασιών ζητήματα τα οποία δεν αφορούν πραγματικά τις ανησυχίες των φοιτητών/τριων. Οι “σύλλογοι – ταμπέλες” είναι πλέον παγιωμένοι ακόμη και στο δρόμο, με διαφορετικά πανό, προσπαθώντας ακόμη περισσότερο να διακριτοποιηθούν οι πολιτικές δυνάμεις, με διαχωριστικές άνευ ουσιαστικής σημασίας, απολήγοντας πάλι σε μία ξεχωριστή “οργανωτική προβολή”, την οποία θα μπορεί να καρπώνεται ο κάθε πόλος/χώρος.
- Το κίνημα, είναι για την αριστερά, μία ευθύγραμμη συνέχιση των κεκτημένων άλλων εποχών. Κάθε κίνηση εντός ενός ξεσπάσματος του ΦΚ συνδέεται από την αριστερά με τις μεθοδολογίες, τις δομές και τον τρόπο εξέλιξης των κινημάτων του παρελθόντος. Η ατζέντα της, περιορίζεται σε τετριμμένα μεθοδολογικά σχήματα και αναλύσεις, βγαλμένα μεν από τους νικηφόρους αγώνες άλλων εποχών, που δεν συνομιλούν με το σήμερα δε. Η φοιτητική αριστερά είναι ανέμπνευστη, δεν πειραματίζεται και επιμένει παρελθοντολαγνικά στην αναβίωση των προηγούμενων μαχών και αγώνων.
Μία Νέα Σελίδα για το Φοιτητικό Κίνημα
Το φοιτητικό κίνημα χρειάζεται επανανοηματοδότηση, νέα προοπτική, νέες μεθοδολογίες και αφηγήσεις. Η αναγνώριση αυτής της ανάγκης θα πρέπει να αποτελεί τη βάση των δικών μας συζητήσεων, αλλά ιδανικά και της συζήτησης εντός της φοιτητικής αριστεράς. Το φοιτητικό κίνημα ασφυκτιά, ανάμεσα στις νομοθετικές επιθέσεις των τελευταίων χρόνων και στο σκληρό ταβάνι που οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις του θέτουν διαρκώς, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ότι μέχρι και η τελευταία πτυχή του πολιτικού τους σχεδίου θα ξεδιπλωθεί εντός των ΦΣ. Κι ενώ η εποχή μας χαρακτηρίζεται από σκληρή αποστοίχιση του κόσμου από πολιτικά σχέδια, αφηγήσεις και ταυτότητες, η απάντηση των οργανωμένων δυνάμεων της αριστεράς τα τελευταία χρόνια, είναι η σκλήρυνση των γραμμών, η παραταξιοποίηση και η τελετουργική επανάληψη μεθοδολογιών που ανήκουν κυριολεκτικά στον προηγούμενο αιώνα.
Η κατάσταση αυτή πρέπει να αναστραφεί εξ ολοκλήρου: μία νέα σελίδα για το φοιτητικό κίνημα προϋποθέτει τη γεφύρωση του τεράστιου χάσματος, που έχει δημιουργηθεί μεταξύ πολιτικών δυνάμεων και φοιτητριών. Αυτό απαιτεί:
- Σχήματα κοινωνικού χώρου με ουσιαστική και όχι τυπική αυτονομία από τις οργανώσεις και τα πολιτικά τους σχέδια.
- Εξασφάλιση της λειτουργίας των συλλόγων με δημοκρατικό, συμμετοχικό τρόπο.
- Εγγύηση της συζήτησης εντός των σχολών για όλο το φάσμα των κοινωνικών πεδίων, από μία αριστερή, ριζοσπαστική οπτική.
- Παραγωγή ζωντανού αντιπροτάγματος, αντιτιθέμενου στο κυρίαρχο που διαπερνάται από οραματική και ελπιδοφόρα προοπτική.
- Ευελιξία και πειραματισμό με διαφορετικές μορφές συζήτησης, συμμετοχής και πολιτικής ένταξης.
Πιστεύουμε βαθιά, ότι το φοιτητικό κίνημα δεν είναι το άθροισμα των οργανωτικών δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, και ο τρόπος με τον οποίο ταυτίζονται αυτά τα δύο τα τελευταία χρόνια είναι τραγικά υποτιμητικός για τον ιστορικό ρόλο που μπορεί να παίξει στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης. Αντίστοιχη υποτίμηση των δυνατοτήτων των φοιτητριών ενυπάρχει και στην κουβέντα περί “αγωνιστικών μπλοκ” που “αφυπνίζονται” από τις πρωτοβουλίες της φοιτητικής αριστεράς πάνω στη μία ή την άλλη αιχμή. Οι πυρήνες συζήτησης και οργάνωσης των φοιτητριών εντός των πανεπιστημίων είναι οι μόνοι που μπορούν να εξασφαλίσουν ότι το φοιτητικό κίνημα θα αποτελεί μια σταθερή, διαχρονικά επικίνδυνη δύναμη για την κυρίαρχη τάξη, αφού θα συσπειρώνει στους κόλπους του φοιτητές και φοιτήτριες που (ξανα)γνωρίζουν τη συλλογική δράση, τη συμμετοχή, τη συναπόφαση, το δρόμο και την κατάληψη. Αυτή τη γενιά αγωνιστριών καλούμαστε να διαμορφώσουμε, τη γενιά που ξέρει να παίρνει τον κόσμο στα χέρια της και να τον πλάθει μέχρι να της κάνει. Οχι αυτή που θα μας αναθέσει την εκπροσώπηση της.
- Σχήματα: Εκκινούμε από τη θεμελιώδη σκέψη ότι τα σχήματα εντός των κοινωνικών χώρων δεν είναι ιμάντες μεταβίβασης της αντικαπιταλιστικής-ριζοσπαστικής πολιτικής των οργανώσεων/κομμάτων. Ο λόγος που το ρεύμα μας ήταν και είναι αντίθετο με τις παρατάξεις, είναι η αφετηρία ότι τα σχήματα παίζουν κυρίαρχα το ρόλο της εμπλοκής των φοιτητών σε μια διαδικασία πολιτικής ζύμωσης, συμμετοχής και συναπόφασης, κάτι που από μόνο του, τους ριζοσπαστικοποιεί ουσιωδώς. Ο ρόλος των οργανώσεων σε αυτά είναι να τα τροφοδοτούν με μεθοδολογικές ιδέες και πολιτικά εργαλεία, με τη συλλογική εμπειρία και τις θέσεις/επεξεργασίες που ένα σχήμα εκ των πραγμάτων ούτε μπορεί, ούτε και οφείλει να έχει εκ των προτέρων. Για τη δική μας σπουδάζουσα, η συζήτηση για τα σχήματα και ο τρόπος παρέμβασης σε αυτά θα πρέπει να είναι μόνιμα ανοιχτή ως αποφασιστικό κέντρο, όχι για τα ίδια τα σχήματα και τη δράση τους, αλλά για τη συνολική κατεύθυνση, για τα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία, για τους στόχους της παρέμβασης μας εντός των σχολών.
Χρειάζεται ουσιαστική επένδυση στο να ενταθεί η λειτουργία των σχημάτων, να διαφυλάξουμε πιο φροντιστικά τις διαδικασίες τους, την οικονομική και πολιτική τους αυτονομία, την ανεξαρτησία των αποφάσεών τους. Αυτό για εμάς δεν είναι διακήρυξη· είναι μία δέσμευση που σημαίνει ότι τα σχήματα μας μπορεί να πάρουν κάποτε αποφάσεις κόντρα στην οργάνωσή μας, αλλά κυρίως ότι εντός αυτών, παλεύουμε όντως για την άρση των διαχωρισμών οργανωμένων και ανένταχτων σε επίπεδο αποφάσεων. Είναι βλαπτική για την ποιότητα της συζήτησης εντός των σχημάτων να τα θεωρούμε ένα τερέν οργανωμένων εναντίον ανένταχτων, με σκοπό να “πάρουν” τη γραμμή η πρώτοι. Αντίθετα, οφείλουμε να ακούμε, να προβληματιζόμαστε, να ενσωματώνουμε προβληματισμούς, να τους μεταφέρουμε στην οργάνωσή μας, να είμαστε ανοιχτές στην αλλαγή γραμμών. Αυτή μας η θέση, δεν είναι μια αναγνώριση κάποιας “ηθικής ανωτερότητας” των ανένταχτων, αλλά συνδέεται με το ότι η οργάνωση δεν μπορεί να κάνει ουσιαστική πολιτική κοινωνικού χώρου, αν δε δώσει στα μέλη της την ελευθερία να είναι όντως οργανικά κομμάτια αυτού, και όχι εκφωνητές μιας γραμμής εντός του – όσο κι αν πιστεύουμε σε αυτήν.
Είναι, έτσι, απαραίτητο, η σπουδάζουσα μας να επανασυνδεθεί με τη συνδικαλιστική καθημερινότητα, να έρθει σε επαφή με τον κόσμο των συλλόγων και να συζητήσει μαζί του. Αυτό απαιτεί πύκνωση στην παραγωγή πολιτικού λόγου απευθείας στο επίπεδο των σχημάτων, συγγραφή κειμένων με στόχο τη γείωση της γραμμής και όχι την αποτύπωση όλης της ανάλυσής μας για το πανεπιστήμιο, θεματικές συζητήσεις που φροντίζουν για την συμμετοχή του κόσμου σε αυτές, αναγνώριση των ζητημάτων φοιτητικής καθημερινότητας και έμπρακτη εμπλοκή μας σε αυτά.
Όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναγνώριση των σχημάτων μας εντός των σχολών, ως αριστερό υπόδειγμα για τον τρόπο που γίνεται η πολιτική· ένα ερώτημα που έχει εγκαταλειφθεί καιρό από το σύνολο σχεδόν της φοιτητικής αριστεράς, και εμείς σκοπεύουμε να το ανοίξουμε πλατιά.
- Σύλλογοι: Εκκινώντας από μία παρόμοια αφετηρία, θεωρούμε ότι οι σύλλογοι δεν είναι φορείς άμεσης αντιστοίχησης της γραμμής της πλειοψηφούσας ή μαζικότερης δύναμης εντός τους, με ανάλογες αποφάσεις. Όπως και όλοι οι συλλογικοί φορείς, οφείλουν να εμπλέκουν τα μέλη τους στην κατεύθυνση της συλλογικής πάλης και συναπόφασης. Έτσι, απαντούν τόσο στις υλικές ανάγκες διεκδίκησης καλύτερων όρων σπουδών, εργασίας κλπ, αλλά και στις ιδεολογικές ανάγκες εναντίωσης στο νεοφιλελεύθερο ατομισμό, “εθίζουν” τους συμμετέχοντες στο συλλογικό δρόμο και τον αγώνα. Το στοίχημα που θα πρέπει να κερδηθεί εντός των συλλόγων είναι, έτσι, αυτό της σταθερής συμμετοχής των φοιτητριών στις διαδικασίες τους και της ανάδειξης της ταυτότητας του μέλους και της συλλογικής ταυτότητας που απορρέει από αυτήν, ως κάτι πραγματικά χρήσιμο. Αυτό προϋποθέτει την πραγματική συμπερίληψη, στις ίδιες τις διαδικασίες των συλλόγων, ώστε η συμμετοχή να μην καταλήγει να σημαίνει απλή παρακολούθηση και ανάταση χειρός.
Οι φοιτητικοί σύλλογοι είναι χώροι συζήτησης και αποφασιστικά κέντρα των φοιτητών και όχι δομές των αριστερών. Η αντίληψη μας αυτή δε βασίζεται σε μια γενικόλογη επίκληση περί δημοκρατικών θεσμών, αλλά στην πίστη ότι οι αριστερές, ριζοσπαστικές ιδέες και πρακτικές, μπορούν να ηγεμονεύσουν και να ριζώσουν στον κόσμο του συλλόγου, μόνο πάνω στην πραγματική αντιπαράθεση με τα άλλα σχέδια – και δη τα πιο αντιδραστικά – και όχι στην φίμωση και ανυπαρξία αυτών εντός των σχολών.
Ταυτόχρονα, η θέση της σπουδάζουσάς μας ότι οι δημοκρατικές διαδικασίες των συλλόγων είναι αναγκαίες για την ανασυγκρότησή τους, βασίζεται και στο πρότυπο διαδικασιών που προτείνει η ίδια η αριστερά για αυτούς, ξανά με όρους υποδείγματος. Ειπωμένο απλά: αν σε διαδικασίες της δικής μας οργάνωσης θα νιώθαμε άβολα με πρακτικές τις οποίες η φοιτητική αριστερά χρησιμοποιεί κατά κόρον στις Γενικές Συνελεύσεις (επιβολή με φωνές, συνθήματα, γιουχαρίσματα, αποκλεισμός από τις τοποθετήσεις, τοποθετήσεις υπερμακράς διαρκείας προς ένδειξη ηγεμονίας), αλλά λογικές εν γένει στα όργανα (αυθαίρετη λειτουργία των ΔΣ, μη τήρηση πρακτικών, έλλειψη χώρων για το σύλλογο) αυτές δεν έχουν χώρο στους συλλόγους μας. Εν προκειμένω, τα εν οίκω, θα πρέπει να γίνουν και εν δήμω, αν θέλουμε να πείσουμε τις φοιτήτριες ότι η αριστερά συγκροτείται με υγεία και συμπεριληπτικότητα, ώστε να ακούσει πραγματικά αυτά που έχουμε να πούμε.
iii. Πολυθεματικότητα παρέμβασης: Είναι γενική παραδοχή, ότι η κυβέρνηση, η ακροδεξιά και το αστικό νεοφιλελεύθερο αφήγημα πλαταίνει διαρκώς και αναπτύσσει, πλέον, λόγο γύρω από κάθε πτυχή της καθημερινότητας, και σχεδόν για κάθε κοινωνική ομάδα (είτε ενσωματώνοντας αιτήματα έπειτα από κινηματικές πιέσεις – βλ. γάμο ομόφυλων ζευγαριών -, είτε οξύνοντας την ρητορική του – για το ίδιο παράδειγμα βλ. συζήτηση γύρω από την “woke ατζέντα” – πάνω σε κάθε επίδικο). Το ευρύ αυτό φάσμα, απλώνεται από το μεταναστευτικό, το έμφυλο, μέχρι και το οικολογικό ζήτημα. Και από αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, εκκινούν και οι ευθύνες μίας δικής μας πολυθεματικής και ευρείας παρέμβασης εντός των συλλόγων. Χωρίς να συζητάμε για ένα προγραμματικού τύπου πλάνο με πολύπλοκες και βαθιές αναλύσεις και υλικές απαντήσεις, οφείλουμε, εντός πανεπιστημίων να είμαστε αυτά που θα αποδομούν τις νεοφιλελεύθερες αφηγήσεις, θα αναζητούν και θα δημιουργούν χώρους συζήτησης, δίνοντας αφορμές πολιτικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης, ώστε να αναδείξουν τα διάφορα κοινωνικά ζητήματα που προκύπτουν – είτε συγκυριακά, είτε και με μονιμότερους όρους καθώς απορρέουν από καταπιεστικά συστήματα -, με λόγο που θα διέρχεται από ένα ταξικό/κοινωνικό πρίσμα. Χωρίς να ενσωματώνουμε το κυρίαρχο, οφείλουμε να φωτίζουμε με συζήτηση και παρέμβαση, τις ίδιες τις πηγές των πολλαπλών μας καταπιέσεων, και να προτείνουμε δομές και μεθοδολογίες που, ναι μεν δεν θα καταργούν μια για πάντα φερ’ ειπείν την πατριαρχία, θα προσεγγίζουν ωστόσο, μία πορεία που οραματιζόμαστε, με ορίζοντα την κοινωνική χειραφέτηση.
Η πολυθεματικότητα της παρέμβασης αφορά, άλλωστε, και στο πώς επιδιώκουμε σχολές στις οποίες ο πολιτικός διάλογος είναι μεν ενεργός, αλλά και με υλική αποτύπωση στην καθημερινότητα των φοιτητριών. Αυτό σημαίνει π.χ. ότι ανοίγοντας τη συζήτηση για την έμφυλη καταπίεση, παράλληλα κάνουμε βήματα και ώστε οι σχολές να είναι safe spaces μέσα από τη δημιουργία δομών διαχείρισης καταγγελιών, τη δράση απέναντι σε σεξιστικά/ομοτρανσφοβικά περιστατικά, κ.ο.κ.. Αντίστοιχα, θέλουμε το πανεπιστήμιο να γίνει αυτός ο χώρος όπου συζητιούνται και αναπτύσσονται τα ενδιαφέροντα, οι ανησυχίες και οι σκέψεις των φοιτητριών πάνω σε κάθε κοινωνικό ζήτημα, παρεμβαίνοντας από μία αριστερή, ριζοσπαστική οπτική. Σε αυτήν την συζήτηση, η πρωτοβουλία για πολιτικές και πολιτιστικές πρωτοβουλίες των σχημάτων είναι κομβική.
- Πειραματισμός και δομές: Κρίσιμο κομμάτι της παρέμβασής μας στους κοινωνικούς χώρους θα πρέπει να είναι ο κοινωνικός πειραματισμός με μεθοδολογίες, δομές, μορφές οργάνωσης της συζήτησης εντός των σχολών. Αναγνωρίζοντας την κατάσταση απομαζικοποίησης εντός των συλλόγων, επιδιώκουμε παράλληλα με τις δομές του και όχι αντιπαραθετικά με αυτές, τα πανεπιστήμια να αποτελούν ένα οικοσύστημα πρωτοβουλιών, δομών και ομάδων που θα ανεβάζουν εν συνόλω την πολιτική κουβέντα εντός τους και θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των φοιτητριών. Θεωρούμε, επομένως, κρίσιμο το να προσπαθήσουμε ενεργά να ανθίσουν εντός των πανεπιστημίων τέτοια εγχειρήματα, μέσα από πρωτοβουλίες (π.χ. για την υπεράσπιση του νερού, που είναι και ένα ζήτημα με το οποίο ασχολείται ενεργά η οργάνωσή μας), θεματικές ομάδες (φύλου, περιβάλλοντος), φεστιβάλ αλλά και αυτοδιαχειριζόμενες δομές (κυλικεία, αναγνωστήρια, πολιτιστικά στέκια), χωρίς να θεωρούμε απαραίτητο αυτές να λειτουργούν υπό τη δική μας “ταμπέλα”, ή ακόμα και υπό την ηγεμονία των σχημάτων μας (και σε αυτό πιστεύουμε ότι απέτυχαν και τα ελάχιστα παραδείγματα που επιδιώξαμε αυτήν την μεθοδολογία εντός των συλλόγων). Οι πολιτικοί δεσμοί που μπορούμε να δημιουργήσουμε εντός των πρωτοβουλιών αυτών είναι το πραγματικό πολιτικό όφελος, και όχι το να τις καρπωθούμε.
Θεωρούμε αυτή τη μεθοδολογία τον πιο σημαντικό παράγοντα, άλλωστε, εναντίωσης στα σχέδια αποστείρωσης του πανεπιστημίου, αλλά και ένα στιβαρό αντιπαράδειγμα στην κουλτούρα εντατικοποίησης εντός του: θέλουμε πανεπιστήμια ζωντανά, πολιτικά και πολιτισμικά κέντρα, και ενθαρρύνουμε τις αναπαραστάσεις της κατάστασης αυτής στην πράξη. Δεν μπορούμε μόνιμα να “εξηγούμε” στις φοιτήτριες ότι είναι εντατικοποιημένες, ή να τους υπενθυμίζουμε ότι ισχύουν οι διαγραφές, πρέπει κάποτε να τους εγγυηθούμε μια διαφορετική καθημερινότητα μέσα στις σχολές τους, μια καθημερινότητα για την διατήρηση της οποίας θα αξίζει να παλέψουν ενάντια ακριβώς σε αυτήν την εντατικοποίηση και τις διαγραφές, όσο εξοικειωνόμαστε συλλογικά με διαφορετικές μορφές αυτοοργάνωσης.
(Αριστερή) Ενότητα και Ανασύνθεση
Η ανασύνθεση των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς, παρά το γεγονός ότι ήταν διακήρυξη και στόχος κατά την ίδρυσή της Αρ.Εν., δεν λειτούργησε ποτέ ως μοναδική “διαχωριστική” της με τις άλλες δυνάμεις που δεν την επιθυμούσαν. Στην πραγματικότητα, η ανασύνθεση της αριστεράς, ως μία ενεργή διαδικασία υπέρβασης των υπαρχόντων σχεδίων και ενότητας της αριστεράς, προέκυψε ως ανάγκη μετα το 2015 και για το χώρο μας, αλλά και για όλο το φάσμα των δυνάμεων. Δέκα χρόνια μετά, και με τις αλλαγές στο χάρτη της φοιτητικής αριστεράς να τρέχουν με μεγαλύτερες ταχύτητες – για προφανείς λόγους – από τις αντίστοιχες των οργανώσεων, το ερώτημα της ανασύνθεσης παραμένει ενεργό και χρήσιμο, ακόμα και αν αλλάζει μορφή και πολιτικές γεωμετρίες.
Είναι σημαντικό στο σήμερα, μια πολιτική συγκυρία στην οποία η τάση στην αριστερά είναι η ολοένα και πιο σκληρή οχύρωση πίσω από δεδομένες θέσεις και γραμμές, να επαναλάβουμε την διάθεση και τη βούλησή μας για ανασυνθετικές διαδικασίες με προοπτική το ένα σχήμα ανά κοινωνικό χώρο. Η ανασύνθεση σήμερα μπορεί να σημαίνει πειραματισμό με την πολυτασικότητα και την σύνθεση ιδεολογικών ρευμάτων και πρακτικών. Για εμάς, η ανασύνθεση δεν είναι ποσοτικό ζήτημα, δεν αφορά φορμαλιστικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία ενωτικών εγχειρημάτων, ούτε ένα άθροισμα δυνάμεων. Είναι ζήτημα κυρίως ποιότητας, με την έννοια του υγιούς πλαισίου διαλόγου, της βούλησης για ζυμώσεις, μετατόπιση, υποχωρήσεις, υπέρβαση βεβαιοτήτων. Και ως τέτοιο, προϋποθέτει και την πολιτική βούληση αλλά και την επένδυση στη διαδικασία. It takes two to tango, πρέπει και να θέλουν και να ξέρουν να χορεύουν.
Πιο πρακτικά, και από την εμπειρία της Αρ.Εν., φάνηκε ότι η προσπάθεια για να βρεθούν συγκλίσεις με τις διαφορετικές δυνάμεις της φοιτητικής αριστεράς δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε εγγυημένη, και παρ’ όλα αυτά, τα σχήματά μπήκαν σε αυτή την προσπάθεια με θάρρος και καλή πίστη. Μια σειρά από πραγματικές καταστάσεις, οδήγησαν σε ένα πολύ καλό σημείο τις διαδικασίες αυτές το 2019. Χωρίς να μπορούμε να αναφερθούμε εκτενώς στην περίοδο αυτή, αξίζει να πούμε πως μία μάλλον πολύ καλή στιγμή της ενωτικής μας πορείας εντός των σχολών συνοδεύτηκε από την παραγωγή αυτόνομης – και ηγεμονικής – γραμμής της Αρ.Εν. και σε σχέση με το πανεπιστήμιο αλλά και εντός των σχολών. Οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν μετέπειτα την Αρ.Εν. (μετά την περίοδο της καραντίνας) να επαναπροσδιορίσει την στάση της σε σχέση με τις ανασυνθετικές διεργασίες εντός της συμμαχίας του ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ, και να ξεκινήσει να κάνει λόγο για “μετωπική συμπόρευση εντός των σχολών” ήταν ότι ανέγνωσε εκείνη την περίοδο ότι οι διαφορετικοί συσχετισμοί εντός του δικτύου των ΕΑΑΚ αλλά και ο τρόπος με τον οποίο εξελισσόταν ο διάλογος των σχημάτων μας στις σχολές, έθετε αντικειμενικά όρια σε οποιαδήποτε ανασυνθετική διαδικασία -όπως την περιγράψαμε παραπάνω. Δεν πρόκειται, επομένως, για την απροθυμία εκ μέρους μας να χαράξουμε κοινές πορείες με τα σχήματα των ΕΑΑΚ αλλά για την ηγεμονία της εκ διαμέτρου διαφορετικής οπτικής από τη δική μας για τις ενωτικές πρωτοβουλίες, και το ενδεχόμενο κοινών σχημάτων.
Η ενότητα των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς στο δρόμο, στο κίνημα, μπροστά στα μεγάλα επίδικα είναι κατακτημένη θέση για εμάς, και θα συνεχίσουμε με αυτήν ως οδοδείκτη σε κάθε πλευρά της πολιτικής μας πορείας. Νιώθουμε, ωστόσο, την ανάγκη να διαφυλάξουμε αυτήν την ενότητα και να φροντίσουμε τις διαδικασίες της, με τρόπο ώστε να μην καταλήγει μία πρόφαση, ή μια ηθικού τύπου έγκληση για την ενωμένη αριστερά. Οι ενωτικές διαδικασίες σχημάτων και δικτύων για εμάς θα πρέπει να παλεύουμε ώστε να συγκροτούνται στο πρότυπο των δικών μας διαδικασιών, του σεβασμού, της ισοτιμίας και της συμπερίληψης. Το κάλεσμα για ενότητα είναι κενό περιεχομένου για εμάς αν δεν εγγυάται, παράλληλα, και την ύπαρξη ενός τέτοιου ακριβώς επιπέδου διαλόγου.
Καταλήγοντας, η ανασύνθεση και η ενότητα είναι διαδικασίες που ιεραρχούμε πολύ ψηλά στο σχέδιό μας για τη Σπουδάζουσα της οργάνωσης, δίνοντάς τους το νόημα και το περιεχόμενο που ορίζουμε παραπάνω. Και αν για μια ανασυνθετική πορεία, ένα συγκεκριμένο πλαίσιο διαλόγου είναι απαραίτητη προϋπόθεση, για τις πιο ευρείες συμμαχίες και ενωτικές προσπάθειες θα πρέπει να είναι για εμάς διαρκές διακύβευμα.
“Μα το παιχνίδι έχει Ρεβάνς, να το θυμασαι…”
Είναι δεδομένο ότι δεν θεωρούμε τις συγκλίσεις αναλύσεων για το πανεπιστήμιο, προϋπόθεση για την συμμετοχή σε ένα ανασυνθετικό εγχείρημα. Αυτός ακριβώς, άλλωστε είναι και ο στόχος. Η παραγωγή νέων πρακτικών και αναλύσεων, χρήσιμων στο σήμερα, μέσω μίας διαδικασίας ζύμωσης στη βάση της σύνθεσης και της συνδιαμόρφωσης διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων και παραδόσεων της αριστεράς. Παρόλα αυτά, είναι αναγκαία προϋπόθεση, η συναντίληψη στον τρόπο με τον οποίο παρεμβαίνουμε στους συλλόγους και στο κίνημα, ώστε, να είναι άλλωστε και εφικτή αυτή η, από κοινού, παρέμβαση. Αυτή ήταν και η πολιτική σύγκλιση που μας έφερε πιο κοντά με τις δυνάμεις της ΑΡΑΝ (πλέον Μετάβασης), ακόμη και αν σε επίπεδο αναλύσεων υπάρχουν αρκετές διαφωνίες. Η συναντίληψη δηλαδή για την ανάγκη ύπαρξης σχημάτων κοινωνικού χώρου, απεμπολώντας τις παραταξιοποιημένες λογικές που επικρατούν στην αριστερά, η αναγκαιότητα για ένα νέο βελτιωμένο μοντελο φοιτητικού συνδικαλισμού που να συνδιαλέγεται με τον κοινωνικό χώρο, τις φοιτήτριες και τις ανάγκες τους/μας, για την ανασυγκρότηση των ΦΣ και του ΦΚ με δημοκρατικούς και υγιείς όρους κ.ο.κ.. Αυτό που διακηρυκτικά λέγαμε από την ίδρυσή μας, το “να μην γίνουμε μία από τα ίδια”, βρήκε στην πράξη σύμφωνη την ΑΡΑΝ και έτσι, ξεκίνησε να δημιουργείται ένας χώρος διαλόγου μεταξύ των δυνάμεών μας, η Ενωτική Κίνηση Σχημάτων (ΕΚΣ), μετά από την ίδρυση και του πρώτου νέου ανασυνθετικού σχήματος, της Ρωγμής στο Πολιτικό του ΕΚΠΑ (πρώην Ενωτική της ΡΑΣ ΕΑΑΚ & Αρ.Εν. Πολιτικού). Αυτός ο χώρος, συγκροτεί πλέον την Ρεβάνς, την νέα φοιτητική δικτύωση, στην οποία παρεμβαίνει η οργάνωσή μας και συγκροτήθηκε με βάση τους στόχους, το περιεχόμενο και την αντίληψη που περιγράφεται στην απόφαση της ολομέλειας μας.
Όσα περιγράφουμε παραπάνω, αλλά και συνολικά σε αυτό το Κείμενο Συμβολής είναι οι στόχοι της Ρεβάνς. Είναι, μάλιστα, και οι λόγοι για τους οποίους πιστεύουμε, ότι αυτό το εγχείρημα αποτελεί ένα – όχι ολοκληρωμένο, αλλά διαρκώς ανατροφοδοτούμενο – σχέδιο για μία νέα ελπιδοφόρα αριστερή παρέμβαση στα Πανεπιστήμια. Βλέποντας, πλέον, τους 2 έτερους πόλους στη φοιτητική αριστερά – τα ΕΑΑΚ και την Attack – είναι ξεκάθαρο για εμάς ότι υπάρχει σαφής απόσταση στο πώς αντιλαμβανόμαστε τους φοιτητικούς συλλόγους, τον ρόλο της φοιτητικής αριστεράς στα πανεπιστήμια και την παρέμβασή μας στα σχήματα, αλλά και το ότι το η Ρεβάνς μπορεί και πρέπει να παίξει το δικό της πολιτικό σχέδιο στους συλλόγους καθιστώντας την έναν ξεχωριστό πόλο. Παρ’ όλα αυτά, αυτό δε σημαίνει πως δεν υπάρχει διάθεση συμπόρευσης στις Γενικές Συνελεύσεις και στο κίνημα με τα υπόλοιπα κομμάτια της αριστεράς – αντιθέτως το επιδιώκουμε. Πιστεύουμε όμως πώς η κοινή παρουσία σε ένα δίκτυο – ακόμα και σε ενωτικές πρωτοβουλίες – αποτελούν ένα σαφώς πιο αναβαθμισμένο επίπεδο συμπόρευσης. Αποτελούν τον καθρέφτη για τους συλλόγους και το πανεπιστήμιο που έχουμε ανάγκη.
Όσο και αν υπάρχουν στοιχεία της ανάλυσης και της μεθοδολογίας της παρέμβασης της Αρ.Εν. τα οποία δεν υιοθετούνται πλήρως από το νέο μας δίκτυο εν συνόλω, το ρεύμα μας μένει ζωντανό και θα συνεχίσουμε να είμαστε οι εκφραστές αυτού, φιλοδοξώντας, τόσο να πείσουμε την άλλη συνιστώσα του δικτύου γι αυτά, όσο και να πειστούμε και εμείς για άλλα. Ούτως ή άλλως, η ίδια η Αρ.Εν. έχει υπάρξει πολλές φορές πιο επιδραστική απ΄ ότι και η ίδια η οργάνωση στην πολιτικοποίησή μας, με αποτέλεσμα οι παραδόσεις και η κουλτούρα της, να μας συντροφεύουν σε κάθε νέο βήμα μας. Με αυτά ως πυξίδα και με βαθιά πίστη στο νέο εγχείρημα, ας οραματιστούμε μία νέα φοιτητική αριστερά, χρήσιμη που θα μας χωρά όλες, όλους και όλα!
Μπορείτε να παρακολουθήσετε όλα τα σχετικά με την 2η Τακτική Συνδιάσκεψης της Αναμέτρησης που θα διεξαχθεί 28-30/3 του 2025 στην Νομική Αθήνας εδώ.