Το μέτρο την διαγραφών φοιτητριών παρ’ ότι αποτελεί αυτούσιο μία πολύ σημαντική αναδιαρθρωτική τομή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εντάσσεται και στη γενικότερη μεταρρυθμιστική επίθεση των τελευταίων χρόνων. Μία επίθεση που προσπάθησε να πραγματώσει σωρεία αλλαγών που εδώ και δεκαετίες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να ενσωματώσουν στο εκπαιδευτικό σύστημα, δομώντας ένα πανεπιστήμιο πιο χρήσιμο για το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό σύστημα.
Η πορεία του Πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια είναι η μεταστροφή του από τον μαζικό χώρο που αποτελούσε, σε ένα προνόμιο για ολοένα και λιγότερους. Οι κυρίαρχοι του σήμερα ζητούν όλο και λιγότερους αποφοίτους, δυσχεραίνοντας, αποθαρρύνοντας και αποκλείοντας χαμηλότερα στρώματα από το να σπουδάσουν. Τροφοδοτώντας την ιδιωτική εκπαίδευση αλλά γενικότερα την κατάρτιση ενάντια στη λογική των πτυχίων τριτοβάθμιας. Το Πανεπιστήμιο της νέας εποχής έρχεται να επιτελέσει έναν πιο συγκεκριμένο ρόλο, με πιο ορισμένες κατευθύνσεις σε σχέση με τους αναγκαίους αποφοίτους, μακριά από τη λογική ενός Πανεπιστημίου για όλα με πρόσβαση σε διαφορετικά πεδία γνώσης που κατοχυρώνει και εγγυάται την μετέπειτα επαγγελματική πορεία.
Από την εποχή που τα φοιτητικά χρόνια ήταν μία ευκαιρία για την νεολαία, να ζήσει λίγες ακόμα στιγμές ανεμελιάς, ελεύθερου χρόνου, γνωριμίας και αναζήτησης του εαυτού πέρα από την σκληρή εργασιακή πραγματικότητα και την εκμετάλλευση, πλέον εκτός του θεσμικού χρονικού περιορισμού του σταδίου αυτού, η ίδια η φύση του μεταστρέφεται και αλλοιώνεται. Οι προπτυχιακοί κύκλοι σπουδών εντατικοποιούνται όλο και περισσότερο, η ελεύθερη έκφραση και η πολιτική αναζήτηση ποινικοποιούνται και η συλλογική ζωή-έκφραση-πάλη δεν χωρούν, δίνοντας τη θέση τους σε ατομικές διεξόδους και στην προσωπική πλέον, (ψευτο)πραγμάτωση των αναγκών των φοιτητών μέσω της διάκρισης, του ακαδημαϊκού στίβου και του αφηγήματος του “εγώ θα τα καταφέρω”. Το αφήγημα του ατομικού δρόμου έχει ενσωματωθεί τόσο πολύ στην φοιτητική ζωή, που πλέον δεν θεωρείται από το ίδιο το φοιτητικό υποκείμενο “λύση” στις δυσκολίες και τα προβλήματά του, αλλά αυτονόητο κομμάτι της φοιτητικής ιδιότητας. Ο ατομικός δρόμος και το φαινόμενο μιας διαρκούς “αυτοεντατικοποίησης” συνθέτουν μία νεοφιλελεύθερη φοιτητική ταυτότητα, αδιαπέραστη και άρρηκτη, που κινείται μόνο σε στεγανά και ασφαλή μονοπάτια, χωρίς τόσα ρίσκα, αντιθέσεις και χάνοντας έως έναν βαθμό την προηγουμένως αυτονόητη ρηξιακή-προοδευτική διάθεση (στοιχείο που διαχρονικά χαρακτήριζε την νεολαία).
Η αντίσταση στην διάπλαση του πανεπιστημίου στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα περνάει μέσα από την όρθωση στιβαρών αντιστάσεων στην όλο και πιο επιθετική εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Οφείλει όμως να κοιτάζει και προς την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου συνολικά, η οποία απαιτεί μια δομική αλλαγή που μπορεί να αναδυθεί μόνο από τα κάτω. Το πανεπιστήμιο όπως θα θέλαμε να υπάρχει, για τις ανάγκες της κοινωνίας και των φοιτητριών, προϋποθέτει και καθοδηγεί τις διεκδικήσεις μας για καλύτερες σπουδές και φοιτητική ζωή, την εναντίωσή μας στη συντηρητικοποίηση, την αντίσταση στις αυταρχικές τομές αυτής της κυβέρνησης. Είναι όμως και μια διαρκής αναζήτηση των υλικών για να το οικοδομήσουμε από τα κάτω, και σε αυτό το στοίχημα δίνουμε εξίσου τις δυνάμεις μας, ψάχνοντας τα αιτήματα, τους χώρους και τις πρακτικές που θα δώσουν μορφή και υλικότητα στο πανεπιστήμιο των αναγκών, και θα δώσουν πίσω στις φοιτήτριες το δικαίωμα στο όνειρο.
Για το μέτρο των διαγραφών
Μια διαδικασία που συνεχίζεται
Οι διαγραφές αποτελούν τομή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης με έντονες ιδεολογικές πτυχές και ταξικές προεκτάσεις. Μεταβάλλουν πλήρως τον χαρακτήρα του πανεπιστημίου, αίροντας το κοινωνικό συμβόλαιο κατά το οποίο οι πανεπιστημιακές σπουδές ως τέτοιες ήταν μια διαδικασία, που απαιτούσε χρόνο και γινόταν σε μεγάλο βαθμό σεβαστή από την κοινωνία. Με την εφαρμογή των διαγραφών, το πανεπιστήμιο εμπεδώνεται στην πράξη ως μια σύντομη διαδικασία, με μόνο σκοπό τη λήψη του πτυχίου και τη μετάβαση από το σχολείο στην αγορά εργασίας. Όλα αυτά επηρεάζουν σημαντικά τόσο τη συνείδηση του φοιτητικού υποκειμένου όσο και τη θέση του πανεπιστημίου στην κοινωνία.
Σε κοινωνικό επίπεδο οι διαγραφές επικαλούνται ένα συγκεκριμένο αφήγημα, ότι το βασικό πρόβλημα με το πανεπιστήμιο σήμερα (μαζί με τη “βία και ανομία” εντός του) είναι οι φοιτητές που δεν τελειώνουν εγκαίρως τις σπουδές τους. Το μέτρο αυτό, βασίζεται σε έναν ιδεολογικό μετασχηματισμό χρόνων, και εντάσσεται σε μία ρητορική που μπορούμε να διακρίνουμε σε πολλές πτυχέςᐧ τη ρητορική της αξιοκρατίας και της αριστείας, ως απάντησης στα κοινωνικά προβλήματα, όπως και ότι το κρατικό χρήμα σπαταλάται στο να συντηρούνται “τεμπέληδες” που δεν προσφέρουν στην αγορά -είτε είναι φοιτητές, είτε άνεργοι κοκ. Εγκαθιδρύεται έτσι ο ρόλος του πανεπιστημίου στην πιο τεχνοκρατική του εκδοχή, με στοιχεία που περισσότερο θυμίζουν ένα “στάδιο” της παραγωγής, παρά έναν χώρο ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης ιδεών, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει κοινωνικά για τη σημασία των πανεπιστημιακών σπουδών και τη σύνδεσή τους με την κοινωνική πρόοδο.
Σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις φοιτήτριες, το μέτρο αυτό δεν φέρνει απλά την εντατικοποίηση ως εξωγενή παράγοντα, αλλά έρχεται σε μια συγκυρία όπου το φοιτητικό υποκείμενο, έχει ριζωμένη την «αυτό-εντατικοποίηση» στη συνείδησή του. Οι σύγχρονες νεοφιλελεύθερες κοινωνίες, βρίσκονται σε μία φάση αποθέωσης της συνεχούς παραγωγικότητας, από το περιεχόμενο που καταναλώνουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως τον τρόπο που είναι διαρθρωμένη η παραγωγή και τις αλλαγές στο μοντέλο εργαζομένου (τηλεργασία, θόλωση των ορίων μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου κοκ), διαμορφώνοντας τον ανθρωπότυπο του σημερινού φοιτητή. Η νεολαία σήμερα φαίνεται να γοητεύεται όλο και περισσότερο από μια εξαντλητική καθημερινότητα, γεμάτη με ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, εξέλιξη των προσόντων και εργασία. Η σκέψη αυτή δεν προσεγγίζει το ζήτημα της εντατικοποίησης με έναν εξατομικευμένο/διαταξικό τρόπο, κάθε άλλο: προσπαθεί να δώσει απάντηση σε μία πολύ πραγματική παρατήρηση που είναι το γεγονός ότι οι ολοένα και εντεινόμενοι εξωγενείς παράγοντες εντατικοποίησης και πειθάρχησης βρίσκουν εύφορο έδαφος σε ένα φοιτητικό υποκείμενο που τους αντιλαμβάνεται στην καλύτερη περίπτωση ως αναγκαίους, και στη χειρότερη ως προωθητικούς. Όχι ως κομμάτι της ταξικής καταπίεσης αλλά ως απάντηση σε αυτήν.
Εντατικοποίηση – Καθημερινότητα – Ταξικοί Φραγμοί – Ρόλος του Πανεπιστημίου
Στο βαθμό που οι διαγραφές εντείνουν την εντατικοποίηση του φοιτητικού υποκειμένου, οδηγούν και στην πειθάρχηση της νεολαίας και τον κατευνασμό των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών της. Με τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο να έχει πλέον δεδομένο χρονικό όριο, δημιουργείται ακόμα περισσότερο άγχος και πίεση στους φοιτητές και τις φοιτήτριες να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, και άρα απομακρύνονται ακόμα πιο πολύ από την ενασχόληση με την πολιτική στο πανεπιστήμιο και τη συλλογική ζωή εν γένει. Ως αποτέλεσμα, το φοιτητικό υποκείμενο γίνεται πιο πειθαρχημένο – και μετέπειτα πιο πειθήνιο ως εργαζόμενο – και άρα μη πρόθυμο να διεκδικήσει τις ανάγκες και τα συμφέροντα του. Προφανώς η παρουσία χρονικού ορίου φοίτησης δεν επηρεάζει μόνο την εμπλοκή της σπουδάζουσας νεολαίας με την πολιτική, αλλά συνολικά με την καθημερινότητά της, αφού οτιδήποτε δεν αφορά τις σπουδές μοιάζει να είναι πια δευτερεύον. Ο ελεύθερος χρόνος λοιπόν καθίσταται ως πολυτέλεια στη συνείδηση του φοιτητικού υποκειμένου, και οι ακαδημαϊκές υποχρεώσεις αποκτούν έναν καταναγκαστικό χαρακτήρα που προσομοιάζει επικίνδυνα με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εργασία, ενώ το πανεπιστήμιο συνολικά περιορίζεται στις πιο συντηρητικές και αποστειρωμένες πτυχές του. Υπό την απειλή των διαγραφών, η διεκδίκηση απέναντι στους καθηγητές γίνεται ακόμα πιο δύσκολη και εκφοβιστική -ακόμα και η γόνιμη διαφωνία εντός ακαδημαϊκού πλαισίου μπορεί να περιορίζεται- η πολιτική δράση ποινικοποιείται στις συνειδήσεις, όπως και τα αγωνιστικά μέσα πάλης, όπως οι καταλήψεις.
Με τις ιδεολογικές πτυχές των διαγραφών να είναι σαφείς και κυρίαρχες ως προς τη στόχευση του μέτρου αυτού, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όπως κάθε πτυχή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, έτσι και οι διαγραφές έχουν ταξικές προεκτάσεις. Στην περίπτωση των διαγραφών, αυτές μπορούν να εντοπιστούν κατά την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, κατά τη φοίτηση σε αυτό και κατά την είσοδο στην αγορά εργασίας. Ως φοιτητές και φοιτήτριες, τους ταξικούς φραγμούς που φέρνουν οι διαγραφές τους αντικρίζουμε κυρίαρχα ενόσω σπουδάζουμε στο πανεπιστήμιο: οι διαγραφές έρχονται να επηρεάσουν ακόμα εντονότερα τα πιο ταξικά στρώματα φοιτητών που αναγκάζονται να εργάζονται για να επιβιώσουν παράλληλα με τις σπουδές τους, όντας έτσι εν δυνάμει τα πιο πιθανά «θύματα». Η παράλληλη με τις σπουδές εργασία, παρόλο που είναι ο κύριος, δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο πλήττονται τα φτωχότερα παιδιά όσο σπουδάζουν. Η διασφάλιση μιας ομαλής καθημερινότητας με ελεύθερο χρόνο για την απρόσκοπτη ενασχόληση με τις σπουδές, είναι -μεταξύ άλλων- και ταξικό προνόμιο. Τα ταξικά κομμάτια του πανεπιστημίου, όχι μόνο απειλούνται πιο έντονα κατά την διάρκεια της φοίτησής τους, αλλά και την επόμενη μέρα εφαρμογής των διαγραφών βρίσκονται σε ακόμα πιο δυσμενή κατάσταση όσον αφορά την ταξική προοπτική, με την απουσία ενός πτυχίου που κατοχυρώνει συγκεκριμένα επαγγελματικά δικαιώματα.
Οι διαγραφές έρχονται να αποθαρρύνουν τους νέους – και κυρίαρχα τα πιο ταξικά παιδιά – από το να επιλέξουν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σκεπτόμενοι ότι, ακόμα και αν πετύχουν στις εξαντλητικές και πανάκριβες λόγω παραπαιδείας πανελλήνιες εξετάσεις, υπάρχει περίπτωση να μην αποφοιτήσουν από το πανεπιστήμιο. Ενισχύεται έτσι, η κατανεμητική μεταρρύθμιση που ήδη μπήκε σε ράγες από τη ΝΔ, με το μέτρο της ΕΒΕ και την ενίσχυση των ΙΕΚ, δημόσιων ΙΕΚ, κολλεγίων και -πλέον- των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι εναλλακτικές στην δημόσια και δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι, έτσι, πλέον περισσότερες και αφορούν είτε την εργασία πολύ χαμηλής ειδίκευσης, με ολοένα και μειούμενα εργασιακά δικαιώματα, ή τη διοχέτευση αποφοίτων λυκείων σε ιδιωτικές δομές, και τα δύο προς όφελος της εργοδοσίας και των κεφαλαιούχων. Τελικά, η Πανεπιστημιακή εκπαίδευση φορτίζεται ταξικά πέρα από τις δυσκολίες στην πρόσβαση και τις την ίδια τη φοιτητική καθημερινότητα, ως προς και την ίδια την δυνατότητα περάτωσης των σπουδών. Το πτυχίο αποσυνδέεται από την είσοδο στο Πανεπιστήμιο και η ίδια η διαδικασία των σπουδών πλέον μπορεί να σε απορρίψει .
Για μια δική μας απάντηση
Οι παραδοχές αυτές λοιπόν μας οδηγούν σε πολιτικά συμπεράσματα που χαράσσουν δρόμους αγώνα και αντίστασης απέναντι στην νέα εποχή που εγκαινιάζεται για το πανεπιστήμιο, τόσο με τις εξαγγελίες για εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών, όσο και με την συνολικότερη όξυνση της επίθεσης που δέχεται το δημόσιο, δωρεάν, δημοκρατικό πανεπιστήμιο. Η νέα μελανή συνθήκη πραγμάτων που έρχεται, στην ουσία, να “ξεριζώσει” τα όσα ξέραμε γύρω από τον χαρακτήρα του πανεπιστημίου και της φοιτητικής ζωής/καθημερινότητας, μας καλεί να απεγκλωβιστούμε από μία αμιγώς αμυντική λογική υπεράσπισης κεκτημένων που περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τις αντιστάσεις απέναντι στην εφαρμογή του μέτρου και να αναδείξουμε το δικό μας αντιπρόταγμα που αντιτίθεται στο κυρίαρχο, διαπερνάται από μία οραματική προοπτική και ορίζεται από τις ανάγκες των “από κάτω”. Εξάλλου, μία παραδοσιακή συνδικαλιστική “συνταγή”, που απαρτίζεται αμιγώς από αμυντικά υλικά και βραχυπρόθεσμα αιτήματα, το περιεχόμενο των οποίων ετεροκαθορίζεται συνήθως από τις κινήσεις του κυρίαρχου, θα λέγαμε ότι στρέφεται μάλλον προς μία “κοντόφθαλμη” κατεύθυνση, που όλο και σμιλεύει τα όρια της διεκδίκησης, αδυνατεί να παράξει πολιτικό λόγο και δράση με συγκρουσιακό στίγμα και αφήνει εν τέλει την υπόθεση της δόμησης προτύπων ζωής και σπουδών στα χέρια των “από πάνω”.
Αναμφίβολα, η μάχη ενάντια στις πρώτες διαγραφές φοιτητών, που δρομολογούνται από την Κυβέρνηση και το Υπουργειο τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, ως η πρώτη απόπειρα διαγραφής φοιτητών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με την οποία καλείται να αναμετρηθεί το φοιτητικό κίνημα, καθιστά την ανάγκη, το αίτημα της μη εφαρμογής του μέτρου, να διαπερνά, με τον πιο επιτακτικό τόνο, τόσο τον λόγο όσο και τις πρακτικές μας, στοχεύοντας στην επίτευξη υλικών νικών στο τώρα. Αυτή η πολιτική γραμμή σχηματοποιείται μέσα από διαρκείς παρεμβάσεις στα όργανα διοίκησης των σχολών, κινητοποιήσεις στις διοικήσεις των ιδρυμάτων και ιεράρχηση -κρίσιμων για την πορεία εφαρμογής του μέτρου- κινηματικών κόμβων, όπως ήταν και πριν λίγες μέρες η Σύνοδος Πρυτάνεων, στην οποία τέθηκαν στο τραπέζι τόσο το ζήτημα των διαγραφών όσο και των κατασταλτικών “σχεδίων ασφαλείας” που θα ισχύσει για τα ΑΕΙ.
Μία τέτοια σειρά κινητοποιήσεων με περισσότερο διεκδικητικό και λιγότερο συμβολικό χαρακτήρα, είναι αυτή η αγωνιστική κατεύθυνση που μπορεί να ασκήσεις τις απαραίτητες και μέγιστες δυνατές πιέσεις, καλώντας τις διοικήσεις να πάρουν σαφή θέση ενάντια στις διαγραφές φοιτητριών και στα όρια φοίτησης (χωρίς αστερίσκους) και να φέρει το φοιτητικό κίνημα σε καλύτερες θέσεις μάχης απέναντι στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, με τις ήδη υπάρχουσες συμμαχίες με μεγάλο κομμάτι της ακαδημαϊκής κοινότητας, να μας δείχνουν τον δρόμο του συντονισμού μαζί του το επόμενο διάστημα, καθιστώντας τον αγώνα ενάντια στις διαγραφές, αγώνα ολόκληρης της πανεπιστημιακής κοινότητας. Περιγράφοντας μία κατεύθυνση κλιμάκωσης του αγώνα ενάντια στις διαγραφές, καλούμαστε να φέρουμε ξανά στην συζήτηση την αξιοποίηση ακόμα πιο ριζοσπαστικών πρακτικών και μέσων πάλης, όπως είναι αυτό της κατάληψης, που αφενός, λειτουργεί ως μοχλός πίεσης στην Κυβέρνηση και τις διοικήσεις, εξασφαλίζοντας την συνολική παύση της λειτουργίας των σχολών, αφετέρου μπορεί να αποτελέσει αποφασιστική δομή για την κινηματική συνέχεια σε κάθε επιμέρους σχολή. Ωστόσο, από την εμπειρία του κινήματος ενάντια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, με την επιβολή τηλεξέτασης από τις Διοικήσεις και το Υπουργείο, σε μία προσπάθεια απονομιμοποίησης του μέσου πάλης της κατάληψης, όπως και από την δική μας παραδοχή πως οι κατειλημμένες σχολές πέρσι δεν κατάφεραν να αποτελέσουν χώρους πολιτικού και πολιτιστικού αντιπροτάγματος, με σημαντικούς όρους εμπλοκής ανένταχτου κόσμου, απορρέει η ανάγκη να συζητήσουμε ξανά σε νέα βάση και ίσως να επανανοηματοδοτήσουμε στο τώρα τους τρόπους αξιοποίησης και την κοινωνική χρησιμότητα της κατάληψης.
Η μεθοδολογία παρέμβασης από κοινου με τον σχεδιασμό μας, προκειμένου να μπορούν να εξυπηρετήσουν τον σκοπό της χρησιμότητας στους κοινωνικούς μας χώρους, δεν θα πρέπει να ακολουθούν «υποτονικά» μοτίβα που κυμαίνονται σε μια στασιμότητα, αλλά διαρκώς να ανατροφοδοτούνται και να διανθίζονται από την συζήτηση στα αμφιθέατρα, με δράσεις, ακτιβισμούς και εκδηλώσεις που μπορούν να κρατήσουν ζωντανή την φλόγα του αγώνα, να αναζωπυρώσουν την κουβέντα με όρους, ανοιχτούς προς τον εκάστοτε σύλλογο και να αποτελέσουν κομμάτι του δημοσίου λόγου, με στόχο να ανοίξει το ζήτημα των διαγραφών ακόμα πιο πλατιά στην κοινωνία.
Ωστόσο, αυτή η ανάγκη «να σταθούμε ανάχωμα στα σχέδια τους» ευθυγραμμίζεται παράλληλα με την ανάγκη ύψωσης στιβαρού αντιπαραδείγματος που εναντιώνεται στην πράξη στα σχέδια της Κυβέρνησης, ακολουθώντας μία μεθοδολογία που μπορεί να εγγυηθεί την από τα κατω διαμόρφωση πολιτικής γραμμής, μέσα από την ενεργό εμπλοκή ανένταχτου κόσμου των σχολών στις συλλογικές διαδικασίες και τις πολιτικές πρωτοβουλίες που λαμβάνονται. Αν κάνουμε, δηλαδή, την παραδοχή ότι τα όρια φοίτησης στοχεύουν στην περαιτέρω εντατικοποίηση της φοιτητικής καθημερινότητας, θα πρέπει η παρέμβαση μας συνολικά να διαπερνάται από τον πειραματισμό με νέες πρακτικές, μεθοδολογίες, μορφές οργάνωσης εντός σχολών, που συγκροτούν διέξοδο από την επιβαλλόμενη κανονικότητα άγχους και ασφυκτικών ρυθμών σπουδών, μέσα από την δόμηση ζωντανών αντιπαραδειγμάτων συλλογικής κουλτούρας και ζωής, στην βάση της αλληλεγγύης. Δεν μπορούμε μόνιμα να “εξηγούμε” στις φοιτήτριες ότι είναι εντατικοποιημένες ή να καταλήγουμε να λειτουργούμε ως reminder για το πόσο κοντά βρισκόμαστε στην εφαρμογή των ορίων φοίτησης, καθώς, αφενός μία τέτοια λογική αντιμετωπίζει την φοιτήτρια ως παθητικό δέκτη της πολιτικής που ασκούμε μέσα από τα σχήματά μας, αφετέρου δεν μπορεί να σκιαγραφήσει μία διαφορετική καθημερινότητα μέσα στις σχολές, για την διατήρηση της οποίας, όσο εξοικειωνόμαστε συλλογικά με διαφορετικές μορφές αυτοοργάνωσης, θα νιώθουμε όλες ότι αξίζει να αγωνιστούμε.
Το συνολικότερο στοίχημα γύρω από την μάχη των διαγραφών δεν μπορεί να χωρέσει σε φράσεις-κλειδιά που πολλές φορές κι εμείς οι ίδιες ξεχνάμε να νοηματοδοτήσουμε, όπως “αφύπνιση των μπλοκ αγώνα”, “αναζωπύρωση κινηματικών διεργασιών”, ή πρόταξη μιας αγωνιστικής κατεύθυνσης που ακροβατεί απλώς ανάμεσα σε κινηματικούς κόμβους που θέτουν οι αριστερές οργανώσεις και μεταφέρουν γραμμικά στα αμφιθέατρα. Το στοίχημα έγκειται στην ενθάρρυνση των αναπαραστάσεων εκείνων, που εντός σχολών αποκρυσταλλώνουν την κατάσταση των πανεπιστημίων, όπως εμείς την οραματιζόμαστε και την θέλουμε, πανεπιστημίων ζωντανών πολιτικών και πολιτιστικών κέντρων. Αναπαραστάσεις που παίρνουν μορφή μέσα από αυτοδιαχειριζόμενες δομές, καταλήψεις, αυτοοργανωμένα αναγνωστήρια, εγχειρήματα και στέκια, μέσα από την άνθιση πρωτοβουλιών που λειτουργούν υπό την δική μας “τεμπελιά”, δημιουργώντας πολιτικούς δεσμούς με τα ανένταχτα και πολύ περισσότερο με τα πιο ταξικά και καταπιεσμενα κομμάτια του πανεπιστημίου και βάζοντας το λιθαράκι μας στην διάνοιξη δρόμων, ρηξιακών με το υπάρχον σύστημα, που μας δίνουν χώρο να φανταστούμε, να θελήσουμε και να οικοδομήσουμε εν τέλει αυτήν την αλλιώτικη (φοιτητική) ζωή.
Βήματα μπροστά για το Φοιτητικό Κίνημα
Φέτος, διανύσαμε μία συνδικαλιστική χρονιά, στην οποία η μάχη ενάντια στις διαγραφές ιεραρχήθηκε από την φοιτητική αριστερά – σε διαφορετικό βαθμό από τα διάφορα κομμάτια της -, επιχειρώντας να το αναδείξουμε ως την σημαντικότερη επίθεση που δέχεται το δημόσιο, δωρεάν πανεπιστήμιο και με την οποία θα κληθεί να αναμετρηθεί το φοιτητικό κίνημα. Στην προσπάθεια αυτή πάρθηκαν πρωτοβουλίες (κινητοποιήσεις σε διοικήσεις, κινητοποίηση στη σύνοδο πρυτάνεων στον Μυστρά) με τις οποίες ανοίχτηκε το ζήτημα των διαγραφών στους Συλλόγους και πιέσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της πανεπιστημιακής κοινότητας να πάρει θέση ενάντια στις διαγραφές. Πρέπει να κάνουμε την παραδοχή ότι, παρ’ όλο που η απειλή των διαγραφών ήχησε στα αυτιά των φοιτητών/τριων, δεν κατάφερε η φοιτητική αριστερά με τις πρωτοβουλίες που πήρε και τον πολιτικό λόγο που άρθρωσε να τους/τις εμπλέξει οργανικά στον αγώνα αυτό – με τις όποιες αυτές πρωτοβουλίες να στελεχώνονται κυρίαρχα από τις οργανωτικές των δυνάμεων της φοιτητικής αριστεράς. Αυτό μπορεί να οφείλεται -μεταξύ άλλων- και στην ανεπάρκεια της αριστεράς να “διαβάσει” τις διαφορετικές πτυχές που αγγίζει το κομμάτι των διαγραφών και τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους επιδρά στα υποκείμενα, ανάλογα με τις ταξικές τους ανάγκες, το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο, τις πολλαπλές τους ταυτότητες.
Η εντεινόμενη επίθεση στο πανεπιστήμιο και η επικείμενη εφαρμογή των διαγραφών βρήκε τους συλλόγους σε κατάσταση κινηματικής νηνεμίας. Η συμμετοχή σε όσες γενικές συνελεύσεις πραγματοποιήθηκαν φέτος ήταν σημαντικά χαμηλή στις περισσότερες περιπτώσεις, ενώ δεν έλειπαν διάφορα στοιχεία παθογένειας της φοιτητικής αριστεράς (οργανωτικές αντιπαραθέσεις, μικροπολιτική, σεχταρισμός). Είναι ενδεικτικό ότι το κλίμα γύρω από το έγκλημα των Τεμπών και τη συγκάλυψη του, παρ’ ότι κινητοποίησε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, δεν μεταφέρθηκε με τον ίδιο παλμό στους φοιτητικούς συλλόγους, ενώ η ανάσα που έδωσε το κίνημα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στους συλλόγους, δεν κατέστη αρκετή για την ουσιαστική ανασυγκρότηση τους και πρέπει να δούμε με νηφαλιότητα ποιοι είναι οι λόγοι που δεν συνέβη αυτό.
Φτάνοντας δύο μήνες πριν τις εξαγγελίες για την πρώτη εφαρμογή του μέτρου, οφείλουμε λοιπόν, κάνοντας μία ειλικρινή αυτοκριτική, να επανεξετάσουμε τα μέσα πάλης και τα πολιτικά εργαλεία, που οδήγησαν κατα την διάρκεια της χρονιάς, την συζήτηση γύρω από τις διαγραφες να βρίσκει τα όρια της μέσα στα αμφιθέατρα, χάνοντας την δυναμική εκείνη που θα έδινε την προοπτική συνέχισης του αγώνα εντός των συλλόγων. Μια αυτοκριτική που μας καλεί να επαναφέρουμε στην κουβέντα την ανάγκη της ανασυγκρότησης των συλλόγων στην κατεύθυνση που θα μπορέσει να αναζωπυρώσει την πολιτική συζήτηση στα αμφιθέατρα και να δώσει εκείνη την πνοή που θα εμπλέξει τον κόσμο των σχολών με την υπόθεση της συλλογικής πάλης.
Αναγνωρίζοντας το παρόν χάσμα που εντοπίζεται ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις και τις φοιτήτριες, σε συνδυασμό με την σκληρή αποστοίχιση του κόσμου από πολιτικά σχέδια, αφηγήσεις και ταυτότητες, οφείλουμε να απεμπολήσουμε μία σχεδόν τελετουργική λογική επανάληψης μεθοδολογιών που πολλές φορές καταλήγουν απλώς να καλούν την φοιτήτρια σε κόμβους και κινητοποιήσεις, χωρίς παράλληλα να ενισχύουν την ενεργή συμμετοχή της στην παραγωγή πολιτικής και την χάραξη σχεδιασμού. Αυτό προϋποθέτει να “σπάσουμε” το ταβάνι των μικροηγεμονισμών, που βλέπουν το φοιτητικό κίνημα ως πεδίο ξεδίπλωσης σχεδίων και γραμμών που θέτουν οι πολιτικές δυνάμεις και να “κοιτάξουμε κατάματα” τους τρόπους με τους οποίους οι διαδικασίες των συλλόγων θα μπορέσουν να αποτελέσουν πραγματικά πυρήνα συζήτησης και οργάνωσης των φοιτητριών εντός πανεπιστημίων. Διαδικασίες που, με μέλημα των δυνάμεων της αριστεράς, θα διεξάγονται με όρους δημοκρατικούς και συμπεριληπτικούς, έτσι ώστε η κάθε φοιτήτρια, από μία ταξικά πληττόμενη που αναγκάζεται να εργαστεί παράλληλα με τις σπουδές της, μέχρι ένα πρωτοετό φοιτήτό που μπαίνει στην σχολή με το άγχος της επίδοσης, να νιώθει ότι εκεί είναι ο χώρος να εκφράσει τις ανησυχίες της και να τις συλλογικοποιήσει. Άλλωστε η χρησιμότητα των δυνάμεων της αριστεράς προς την μετατόπιση του κόσμου σε μια πιο ριζοσπαστική-αγωνιστική κατεύθυνση, αποφαίνεται μόνο πάνω στην πραγματική αντιπαράθεση με τα άλλα σχέδια -και δη τα πιο αντιδραστικά – και όχι στην φίμωση και ανυπαρξία αυτών εντός των σχολών.
Η αντίληψη μας γύρω από την ανάγκη δόμησης δημοκρατικών φοιτητικών συλλόγων δεν αποτελεί κάποιου είδους συνδικαλιστικό τρικ ή μία διακηρυκτική επίκληση στους δημοκρατικούς θεσμούς, αλλά βασίζεται στην βαθιά μας πεποίθηση πως αυτή είναι η κατεύθυνση πραγματικής ανασυγκρότησης των συλλόγων. Οι ενεργοί φοιτητικοί σύλλογοι, οι διαδικασίες και τα όργανα των οποίων αποτελούν συμμετοχικούς χώρους συναπόφασης και οργάνωσης των φοιτητριών, είναι αυτοί που μπορούν μόνο να εξασφαλίσουν ότι το φοιτητικό κίνημα θα συνιστά μια σταθερή, διαχρονικά επικίνδυνη δύναμη για την κυρίαρχη τάξη, συσπειρώνοντας στους κόλπους του υποκείμενα που θα (ξανα)γνωρίζουν την συλλογική δράση, την διεκδίκηση, τον δρόμο, τα ριζοσπαστικά μέσα πάλης. Ένα φοιτητικό κίνημα που θα οργανώνεται αντίστοιχα από τη βάση με συμμετοχικούς και δημοκρατικούς όρους, θα ανοίγει πλατιά και επιθετικά τα όρια της διεκδίκησης, δημιουργώντας -συγκρουόμενα με το κυρίαρχο- αντιπαραδείγματα, παράγοντας νέες αφηγήσεις και μεθοδολογίες που συνομιλούν με τις σύγχρονες ανάγκες των υποκειμένων και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των νέων καιρών.
Αναγνωρίζουμε τους μεγάλους αγώνες που έχει δώσει το Φοιτητικό Κίνημα και μεις ως κομμάτι του τα τελευταία χρόνια. Παρόλα αυτά οι παθογένειες αυτές θέτουν όρια στη μαζικοποίησή του αλλά και τη δυνατότητά του να πετυχαίνει νίκες. Χωρίς αφορισμούς θεωρούμε ότι οι μάχες που θα συνεχίσουμε να δίνουμε πρέπει παράλληλα να φέρουν το ερώτημα και την ειλικρινή προσπάθεια του μετασχηματισμού και του ίδιου του ΦΚ με άξονα νέα ρεπερτόρια ριζοσπαστικής δράσης αλλά και τη δημοκρατία και τη συμπεριληπτικότητα εντός του.
Κατακλείδα
Το επίδικο με την κωδικοποίηση “κανένας φοιτητής εκτός πανεπιστημίου” θα πρέπει να γίνει η κύρια πολιτική γραμμή που θα διαπερνά τον λόγο, τις πρακτικές και συνολικά την παρέμβαση μας, μπροστά στην επικείμενη διαγραφή των 35.000+ φοιτητριών τον Σεπτέμβρη αλλά και με τα μάτια στραμμένα στην νέα συνδικαλιστική χρονιά που ξεκινάει. Αυτό πρακτικά συμπυκνώνεται σε μια πολιτική κατεύθυνση που ανοίγει δρόμους επίτευξης υλικών νικών σχετικά με το επίδικο των διαγραφών αλλά και διεκδίκησης καλύτερων και πιο βιώσιμων όρων φοιτητικής καθημερινότητας, μέσα από συνεχείς παρεμβάσεις σε διοικήσεις τμημάτων/ιδρυμάτων-ειδικά των πιο αντιδραστικών-, άσκηση άμεσων πιέσεων σε καθηγητές και σύναψη συμμαχιών με κομμάτια της πανεπιστημιακής κοινότητας, εκεί που υπάρχει έφορο έδαφος. Μια πολιτική κατεύθυνση κλιμάκωσης του αγώνα ενάντια στις διαγραφές, με κινητοποιήσεις, πορείες, καταλήψεις και πρόταξη πιο ριζοσπαστικών πρακτικών για την άσκηση των μέγιστων δυνατών πιέσεων. Στόχος είναι η επίτευξη μετατοπίσεων στους συσχετισμούς τόσο εντός όσο και εκτός πανεπιστημίου, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια πιο ευνοϊκή συνθήκη για την συνέχιση του αγώνα μας και να λάβει η μάχη ενάντια στις διαγραφές κεντρικά χαρακτηριστικά για το κίνημα και τις διεκδικήσεις του.
Προκειμένου η μάχη ενάντια στις διαγραφές να συσπειρώσει μεγάλο δυναμικό και να συγκροτήσει μπλοκ, χρειάζεται ουσιαστική πολιτική παρέμβαση που “ακουμπά” πανω στα πραγματικά προβλήματα, τις ανησυχίες και τις ανάγκες των φοιτητριών. Αυτό απαιτεί να κατανοήσουμε την “βεντάλια” των διαφορετικών πτυχών του μέτρου και των διαφορετικών τρόπων με τον οποίο η επικείμενη εφαρμογή του επιδρά στα υποκείμενα. Η εντατικοποίηση που συνεπάγεται επιδρά (σχηματικά) οριζόντια στη καθημερινότητα των ενεργών φοιτητών, ωστόσο απαιτεί σύγκρουση με κεκτημένα του φοιτητικού σώματος και κυρίαρχα ιδεολογήματα. Από την άλλη μερίδες φοιτητών πλήττονται είτε άμεσα, είτε μεσοπρόθεσμα και θα συγκροτηθούν με βάση τα άμεσα επίδικα του μέτρου για τις ζωές τους. Το τι Πανεπιστήμιο θέλουμε έρχεται να συνολικοποιήσει και να τροφοδοτηθεί από τα παραπάνω ζητήματα και να δώσει προοπτική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στέκεται ως μία γραμμή που μπορεί να είναι άμεσα πλατιά ηγεμονική.
Σε αυτή τη συνθήκη, για να ξεπεράσουμε την υπάρχουσα κατάσταση πρέπει να ξεκινάμε από τους φοιτητικούς συλλόγους, και απο το το πως τα ίδια τα υποκείμενα θα είναι κομμάτι του πυρήνα της πολιτικής δράσης, πως θα αποκτούν το χώρο μέσα στον οποίο μπορούν να συζητήσουν, να οραμματιστούν, να σχεδιάσουν και να παλέψουν για ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο και μέλλον και όχι απλός παρατηρητής. Πρέπει, λοιπόν να ξεφύγουμε από ερωτήματα που μας ταλάνιζαν και περιόριζαν την περσινή χρονιά για το αν απλά θα βγουν οι γενικές συνελεύσεις ή πόσους ΦΣ θα έχουμε για μία κινητοποίηση. Να εστιάσουμε στο πως ο οι φοιτητικοί σύλλογοι και οι διαδικασίες τους θα αποκτούν όλο και πιο πρωταγωνιστικό και ουσιαστικό ρόλο μέσα στη νέα φοιτητική καθημερινότητα. Εμείς ως αριστερή δύναμη θα πρέπει να πιέσουμε να σπάσουν οι μικρο-ηγεονισμοί και τα “καπελώματα” εντός του κινήματος και των φοιτητικών συλλόγων και θα στοχεύσουμε στην ουσιαστική συμπεριληπτική και δημοκρατική λειτουργία τους.
Είναι στοίχημα να καταφέρουμε να ανοίξουμε πιο πλατιά στην κοινωνία το ζήτημα των διαγραφών και τον αγώνα που δίνει το φοιτητικό κίνημα από κοινού με την πανεπιστημιακή κοινότητα, διερευνώντας τις ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες που μπορουν να χτιστούν. Δεν είμαστε βέβαιες για την έκταση που αυτές μπορεί να παρουν και τα όρια που μπορεί να συναντήσουν, λαμβάνοντας υπόψη πως η κυβέρνηση και το αστικό νεοφιλελεύθερο αφήγημα πλαταίνει διαρκώς και παράλληλα επιδιώκει την ανάπτυξη κοινωνικών συναινέσεων που θα εξασφαλίσουν την ηγεμονία της. Όμως πιστεύουμε ότι η κατάσταση που επικρατεί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με την τομή που έρχονται να φερουν τα όρια φοίτησης δεν μπορεί να κλειστεί στο “κάδρο” του πανεπιστημίου αλλά πρέπει να ανοίξει και σε ευρύτερα ακροατήρια. Αυτό μπορεί να πραγματωθεί μέσα από εξώστρεφες δράσεις, εκδηλώσεις σε δημόσιους χώρους, ακτιβισμούς που θα μπορέσουν να αποτελέσουν πολιτικά γεγονότα, να προπαγανδίσουν τις μάχες του επόμενου διαστήματος και να επιδιώξουν “ριζώματα” στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. Με αυτόν τον τρόπο, κι εμεις οι ίδιες θέτουμε έναν σχεδιασμό που διαφοροποιείται από ένα μονότονο μοντέλο παρέμβασης, που μπορεί να συντελέσει στην ανατροφοδότηση της κουβεντας για τις διαγραφές, συνδέοντας την με ευρύτερους κοινωνικούς προβληματισμούς και να εμπλέξει ένα ευρύτερο δυναμικό κόσμου μέσα από έναν πιο διαδραστικό χαρακτήρα.
Όσο δεν υπάρχει ένα ζωντανό αντιπαράδειγμα λογικής για το πανεπιστήμιο που οραματιζόμαστε, πέρα από μπλοκαρίσματα νόμων, τις απαντήσεις στις επιθετικές κινήσεις της κυβέρνησης και την επανακατοχύρωση κάποιων κινηματικών πρακτικών για να πολεμήσουμε την υποτονική εικόνα που κυριαρχεί, δεν θα μπορέσει και το φοιτητικό υποκείμενο να ξεφύγει από τον δρόμο του ΤΙΝΑ, απο τη λούπα της αυτοεντατικοποίησης και της συνεχούς επανακατάρτισης και έτσι θα είναι ολοενα και πιο δύσκολο να κερδίζονται μάχες εντος του σημερινου πανεπιστημίου. Για εμάς η ανάδειξη, από την φοιτητική αριστερά, των ταξικών απολήξεων των διαγραφών, αφουγκραζόμενες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην προκειμένη οι φοιτήτριες που αναγκάζονται να εργαστούν για να τα βγάλουν πέρα, γίνεται ανάγκη όταν πάμε να περιγράψουμε και να διεκδικήσουμε ένα πανεπιστήμιο πραγματικά δημόσιο και δωρεάν, στο οποίο η πρόσβαση στην γνώση δεν θα αποτελεί προνόμιο για λίγους, αλλά δικαίωμα για όλα, ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού υποβάθρου. Ένα πανεπιστήμιο με δωρεάν φοιτητικές παροχές που θα εγγυάται την πρόσβαση σε ποιοτική μέριμνα και για τις πιο φτωχές φοιτήτριες, που θα μας εξασφαλίζει ενιαία ισχυρά πτυχία με κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα στο αντικείμενο μας, στο οποίο οι όροι σπουδών και ζωής μας θα είναι πιο ανθρώπινοι και βιώσιμοι, με τον ελεύθερο χρόνο να μην αποτελεί απλώς ένα αγχωτικό διάλειμμα ανάμεσα σε διαλέξεις. Μια συνθήκη πανεπιστημίου πιο δίκαιη, πιο “δική μας”. Για εμας το πανεπιστήμιο πρέπει να φαντάζει και ως ένας χώρος με κοιτίδες αμφισβήτησης και δημιουργίας εντος του.
Σχηματοποιούμε αντίστοιχα, με στόχο να εμπλουτιστούν, εκείνες οι αιχμές που θα μπορέσουν να συσπειρώσουν τον κόσμο των σχολών γύρω από τις διαγραφές, και να τον ωθήσουν ώστε να εμπλακούν ενεργά στον αγώνα ενάντια στο μέτρο αυτό.
- Οι σπουδές είναι δικαίωμα, όχι υποχρέωση. Ένα δικαίωμα από το οποίο κανένας και καμία δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο είναι συνώνυμο της μαζικής πρόσβασης, της διευκόλυνσης των σπουδών από το κράτος, της στήριξης των παιδιών της εργατικής τάξης, της εξασφάλισης ισχυρού και ενιαίου πτυχίου με επαγγελματικά δικαιώματα. Οι διαγραφές μας στερούν το δικαίωμα στις σπουδές, στην περάτωσή τους, σε μια ευκαιρία για διεκδίκηση καλύτερων όρων στην αγορά εργασίας.
- Διαγραφές και εργασία δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Στην ουσία οι διαγραφές πετάνε τα εργαζόμενα παιδιά εκτός πανεπιστημίου. Αποκλείουν όσες και όσους δεν μπορούν να τελειώσουν το πανεπιστήμιο χωρίς να δουλεύουν για να τα βγάλουν πέρα, επιβάλλοντας μια εκπαίδευση λιγότερο προσβάσιμη και πιο δύσκολη στους φτωχότερους νέους και νέες και άρα αποτρέποντας τους από το να αποκτήσουν την ευκαιρία μιας καλύτερης προοπτικής στο μέλλον, μέσα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, που διαρκώς υποβαθμίζεται και απαξιώνεται από το κράτος, οι «αιώνιοι» φοιτητές σίγουρα δεν αποτελούν ένα από τα προβλήματά του και δεν κοστίζουν ούτε για το κράτος ούτε για τα πανεπιστήμια. Η πραγματική λύση στα προβλήματα του δημοσίου και δωρεάν πανεπιστημίου δεν είναι να εφευρίσκονται τρόποι ώστε να εξοικονομηθούν πόροι, αλλά να αυξηθεί η χρηματοδότηση η οποία έχει φτάσει στο ναδίρ.
- Η ακαδημαϊκή καθημερινότητα είναι ήδη αρκετά εντατικοποιημένη, με τις υποχρεωτικές εργασίες, εργαστήρια, προόδους κτλ να είναι ολοένα και πιο συχνά, αλλά και με τον κύκλο ειδίκευσης-αποειδίκευσης-επανειδίκευσης να είναι μία εδραιωμένη πια πραγματικότητα σε πολλούς κλάδους της αγοράς εργασίας. Σε ένα τέτοιο τοπίο η ύπαρξη των διαγραφών ως ένα βαρίδι που θα αγχώνει τους φοιτητές αν θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους στο προβλεπόμενο χρονικό όριο είναι μη βιώσιμη. Οι καθηγητές/ριές οφείλουν να δουν την κατάσταση αυτή και να κινηθούν μαζί μας στην κατεύθυνση για ουσιαστικές σπουδές, χωρίς εξαντλητικούς ρυθμούς, προθεσμίες και δυσανάλογες απαιτήσεις, στεκόμενοι/ες στο πλάι μας και με αυτόν τον τρόπο στη μάχη ενάντια στις διαγραφές.
- Ως φοιτητές και φοιτήτριες έχουμε δικαίωμα στον ελεύθερο χρόνο, και οι διαγραφές μας τον στερούν. Η φοιτητική ζωή είναι περίοδος κατά την οποία είμαστε ακόμα νέοι και νέες, μπορούμε να ανακαλύψουμε τα ενδιαφέροντα μας – μακριά από τα άγχη και την αλλοτρίωση της εργασιακής επισφάλειας και άρα έχουμε το δικαίωμα να τη βιώσουμε ανέμελοι και ανέμελες με τη γνώση, στην έρευνα, στον πολιτισμό και την πολιτική που συνιστά το πανεπιστήμιο.