“Χλωμή βασίλισσα σήκω και χόρεψε
Τρομάζουνε γιατί είσαι αλλιώτικο παιδάκι.”
Παύλος Παυλίδης & B-movies – Ένα αλλιώτικο παιδάκι
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2018, δύο ιδιοκτήτες καταστημάτων στο κέντρο της Αθήνας, ο Αθανάσιος Χορταριάς και ο Σπύρος Δημόπουλος, μαζί με οκτώ αστυνομικούς, συνέβαλαν στον βίαιο θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου. Μια δολοφονία που από την πρώτη στιγμή μπορούσες να παρακολουθήσεις ξανά και ξανά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον Ιούλιο του 2024, το δικαστήριο αποφάσισε ομόφωνα ότι οι δύο αυτοί ιδιοκτήτες είναι ένοχοι. Η απόφαση αυτή αποτελεί σίγουρα μια προσωρινή ανακούφιση για το κίνημα, ωστόσο η συλλογική δικαίωση, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, δεν έχει ακόμη επέλθει στο σύνολό της.
3+1 σημεία που πρέπει το πολύμορφο και πολύχρωμο κίνημα να συνεχίσει να διεκδικεί:
1. Ποια ήταν η Zackie Oh;
Ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν γκέι, οροθετικός, ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστής και drag performer, αντιφασίστας, παιδί μεταναστών και εργαζόμενος στην τέχνη σε καθεστώς επισφάλειας. Οι ιδιότητες αυτής της πολύπλευρης ταυτότητας ήταν κοινωνικά αντισυμβατικές-διαφορετικές και αποτέλεσαν την αιτία για τον ομοφοβικό και συστημικό λόγο που εκδηλώθηκε, με σκοπό να δικαιολογηθεί η πράξη των δολοφόνων.
Η λέξη “Queer” είναι αυτή που καλύτερα αποδίδει το ποιος ήταν ο Ζακ, καθώς ενσωματώνει την πράξη, το διαφορετικό και το κοινωνικά διεκδικητικό στοιχείο πίσω από την ταυτότητά του. Επιπλέον, η ίδια η ταυτότητα της οροθετικότητας στην Ελλάδα συνδέεται και με τη δομική βία του συστήματος υγείας, η οποία αποκλείει άτομα με βάση την κοινωνική τάξη, τη φυλή και τη σεξουαλικότητα τους.
Από την άλλη πλευρά, ο Ζακ διέθετε αυτά τα χαρακτηριστικά ταυτότητας και αναγνώρισης, και αυτό συνετέλεσε να συμβολοποιηθεί σε μια διαχρονική και εμβληματική φιγούρα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας αλλά και του ευρύτερα κοινωνικά προοδευτικού κόσμου. Είναι σημαντικό να θέσουμε ως προβληματισμό το πώς τελικά “προσπεράστηκαν” και άλλες πτυχές της ζωής του Ζακ και πώς αυτή η συγκεκριμένη queer ή όποια αναγνώριση αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη διαμόρφωση ενός τέτοιου πολύμορφου κινήματος. Θα υπήρχε αυτό το κίνημα και η κοινότητα στήριξης εάν ο Ζακ ήταν απλά κοινωνικά περιθωριοποιημένος, ανώνυμος; Ή θα κοιτάζαμε για άλλη μια φορά ένα επεισόδιο θεσμικής-αστυνομικής βίας;
Ένα ακόμη ερώτημα που θα συνεχίσει να απασχολεί τον χώρο του κινήματος, αναζητώντας νέους τρόπους αντίστασης, είναι: ποια είναι αυτή η κανονικοποιημένη θανατοπολιτική που ορίζει κάποια σώματα ως μικρότερης ή ακόμα και μηδαμινής αξίας; Το κίνημα για τον Ζακ αποτελεί μία από τις πολλές αφετηρίες για την απάντηση αυτού του ερωτήματος και, γι’ αυτό, αξίζει να έχει δυναμική και συνέχεια.
2. Συγκάλυψη: βασικό εργαλείο αυτής της θανατοπολιτικής.
Στην Ομόνοια δεν έγινε ληστεία!
Έχουν καταγραφεί αμέτρητες φορές οι συνεχείς προσπάθειες συγκάλυψης της δολοφονίας και σπίλωσης του Ζακ. Πέρα από την αποδόμηση και τη δημόσια μιντιακή χλεύη της queer ταυτότητάς του, δεν έλειψαν οι κατευθυνόμενες ψευδείς αναφορές προς τον Τύπο, που τον παρουσίαζαν ως “επίδοξο ληστή”. Ακόμα και όταν τα ιατροδικαστικά πορίσματα και οι τοξικολογικές έρευνες αποκάλυπταν ότι “στην Ομόνοια δεν έγινε ληστεία, αλλά δολοφονία”, ένα μέρος των συστημικών ΜΜΕ, μαζί με τηλεσχολιαστές και ακροδεξιούς, παρέμενε απρόθυμο να το αποδεχτεί, συνεχίζοντας το ομοφοβικό τους παραλήρημα. Παράλληλα, η αστυνομία, σε συνεργασία με τα μέσα ενημέρωσης, συνειδητά απέτυχε να διερευνήσει άμεσα τις συνθήκες της δημόσιας δολοφονίας και να εντοπίσει όλους τους υπεύθυνους. Εδώ μπορούμε να αποδώσουμε την καθυστέρηση της δικαιοσύνης όχι μόνο σε αυτούς τους λόγους, αλλά κυρίως και στη συγκάλυψη των αστυνομικών, οι οποίοι τελικά αθωώθηκαν.
3. Θεσμική και Αστυνομική βία
Ο ορισμός της βίας δεν είναι εύκολο να αποδοθεί πλήρως. Η βία παίρνει πολλές μορφές, από τη συγκάλυψη και τη σιωπή, μέχρι την ψυχρή δολοφονία, όπως στην περίπτωση του Ζακ. Τη βία και τη δολοφονία του Ζακ την έχουμε ξαναζήσει στο πρόσωπο του Βαγγέλη Γιακουμάκη, του Σαχζάτ Λουκμάν, του Παύλου Φύσσα, των θυμάτων γυναικοκτονιών. Επιπλέον, μία από τις μεγαλύτερες δημόσιες επιθέσεις θεσμικής βίας στην Ελλάδα ήταν αυτή που υπέστησαν οι οροθετικές γυναίκες που στοχοποιήθηκαν από τον Λοβέρδο, ο οποίος ήταν τότε υπουργός Υγείας. Όλα αυτά τα ενδεικτικά παραδείγματα που αλληλοδιαπλέκονται μας απέδειξαν ότι δεν έχει σημασία μόνο ποιος ασκεί βία, αλλά και ποιο σύστημα τον οπλίζει και με ποιον τρόπο. Οι κυρίαρχες απόψεις, ιδέες και συμπεριφορές που ενέχουν την πατριαρχία, τον φασισμό και τον ρατσισμό κερδίζουν έδαφος μέσω της βίας, επιτρέποντας και νομιμοποιώντας τέτοιες πρακτικές απέναντι σε ότι αποκλίνει από αυτές. Επομένως, η δολοφονία του Ζακ αποδίδεται τόσο στην αστυνομική βία όσο και στους πολιτικούς θεσμούς, με υπουργούς που αδιαφόρησαν και άλλους που υπερασπίστηκαν την αθώωση των αστυνομικών καταλαμβάνοντας στη συνέχεια υπουργικές θέσεις.
4. Κίνημα και εμείς
Αν αναλογιστούμε τους λόγους για τους οποίους το κίνημα για τον Ζακ έφερε τόσο ετερόκλητο κόσμο στους δρόμους, λάμποντας από κιλά γκλίτερ και λαμέ, ίσως εντάξουμε όλο και περισσότερο την επιδραστική μας queer παρέμβαση ως πολιτική πρακτική. Πολλά από τα μέλη της Αναμέτρησης είναι μέρος αυτού του κινήματος, και η διάδραση με αυτό συμβάλλει στην ανανέωση και επικύρωση ορισμένων φυσιογνωμικών μας εργαλείων, τα οποία τον τελευταίο καιρό έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται.
Τι μαθαίνουμε και τι παίρνουμε λοιπόν από αυτό:
α. Από την πρώτη στιγμή εκφράστηκε ένας διαθεματικός λόγος που καταγγέλλει τη θεσμική βία, τον εκφασισμό της κοινωνίας, την περιθωριοποίηση και τον ρατσισμό. Υπάρχει μια διακριτή παρέμβαση κυρίως στο ζήτημα της καταπιεσμένης θηλυκότητας και στην ανάγκη ορατότητας του “διαφορετικού”.
β. Πώς το πένθος ξεπέρασε τα όρια της οικογένειας και μετατράπηκε σε συλλογική-διεκδικητική συνθήκη. Δυστυχώς, για πολλά χρόνια, όπως και σήμερα, στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα τα θύματα του AIDS, όταν έφευγαν, το πένθος περιοριζόταν στα στενά πλαίσια της οικογένειας λόγω του στίγματος της ασθένειας και της σεξουαλικής ταυτότητας τους. Το κίνημα για τον Ζακ, όπως και αυτό για τον Παύλο Φύσσα, φανέρωσε μια πολιτική ανάγκη ανάδειξης της πλέον τετριμμένης συνθήκης της απώλειας, η οποία προκαλείται από μια θανατοπολιτική με εθνικά, ταξικά και έμφυλα χαρακτηριστικά.
γ. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε όλο και περισσότερο (και χρειαζόμαστε πολύ παραπάνω) μια πιο queer οπτική της παρέμβασης μας στον δρόμο. Η επιθυμία για αναζήτηση εργαλείων μέσω της τέχνης, της pop κουλτούρας, του drag performance και του glitter στοχεύει να αμφισβητήσει τις κοινωνικές κατασκευές του φύλου και της σεξουαλικότητας, προσφέροντας μια αίσθηση του ανήκειν για όλα. Ο συμβολισμός του γκλίτερ δεν είναι μόνο για να τραβάει την προσοχή, αλλά και για να ταρακουνήσει την κουλτούρα του μίσους και της ομοφοβίας.
“Μην μπερδεύεστε, δεν κάνουμε fem για το hype”
Η αυτοκριτική μας για την έμφυλη διάσταση εντός της Αριστεράς, πόσο μάλλον εντός της Αναμέτρησης, θα συνεχίσει να αποτελεί την αρχή της εξέλιξής μας. Μετά την πανδημία και το κίνημα #MeToo, παρατηρήσαμε ότι ο χώρος του κινήματος και γενικότερα ο δημόσιος διάλογος ασχολείται περισσότερο με ζητήματα έμφυλης ανισότητας σε σύγκριση με το παρελθόν. Πολλές πρωτοβουλίες και φεμινιστικές ομάδες αναδύθηκαν καταπιάνοντας τη σχέση της ταυτότητας φύλου και της σεξουαλικότητας με την Αριστερά.
Σαφώς το χειραφετητικό πρόταγμα της Αριστεράς βρίσκει βασικό έδαφος στο φεμινιστικό κίνημα και σχεδιασμό. Επομένως, μια φεμινιστική πολιτική για την οργάνωσή μας θα μπορούσε να περιλαμβάνει τα εξής:
- Είναι θεμιτό να συνειδητοποιήσουμε ότι έμφυλες καταπιέσεις δέχονται μέλη της οργάνωσης και εν γένει και της κοινωνίας. Οι αντιφάσεις ανάμεσα στον διακηρυκτικό της λόγο της Αριστεράς και την καθημερινή πρακτική, οξύνονται ολοένα και περισσότερο. Αυτό το φαινόμενο διαπερνά τις προσωπικές σχέσεις και εμφανίζεται πολύ συχνά και στην οργανωμένη συλλογική ζωή. Από τη μία πλευρά, αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί, καθώς η πατριαρχία αποτελεί μια δομή της κοινωνίας στην οποία ζούμε, και συνεχώς καλούμαστε να καταρρίπτουμε τα στεγανά που μας έχει εμφυσήσει και να τα υπερβαίνουμε. Από την άλλη, η επίγνωση αυτής της κατάστασης και η διαδικασία μετασχηματισμού μας εντάσσονται και στο φεμινιστικό πρόταγμα της οργάνωσής μας. Επίσης, οι συμπεριφορές και οι παρεμβάσεις θα μπορούσαν να αποκτήσουν έναν πιο φεμινιστικό χαρακτήρα, αντί να είμαστε επιρρεπείς σε μια κινηματική ματσίλα που αναπαράγει στην πράξη εξουσιαστικές δομές. Όλα αυτά έχουν επαναληφθεί και ειπωθεί πολλές φορές, ωστόσο η δυσκολία στον μετασχηματισμό μας εντοπίζεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο: τη δυσκολία αποδοχής της φεμινιστικής κριτικής από ένα έμφυλα καταπιεσμένο υποκείμενο. Είναι ένα σημείο που χρήζει ανάλυσης, ώστε να προχωρήσουμε και να καταστήσουμε την οργάνωση πιο συμπεριληπτική για όλα. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, το επόμενο διάστημα να εξετάσουμε ποιες συμπεριφορές και πρακτικές αναπαράγουν σεξιστικά πρότυπα και πώς η κριτική σε αυτά δεν πρέπει να θεωρείται επίθεση. Ως “επίθεση” θεωρείται κυρίως από το κυρίαρχο σύστημα, το οποίο αντιλαμβάνεται μια κριτική από ένα γυναικείο ή ΛΟΑΤΚΙ σώμα ως επίθεση, εργαλειοποίηση, γκρίνια ή υστερία.
- Η πολιτική ενασχόληση με το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα τα τελευταία χρόνια έχει επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στη διαχείριση (αναγκαία μεν) περιστατικών κακοποίησης και σεξιστικών συμπεριφορών. Αυτή η προσέγγιση έχει ενισχυθεί και στην οργάνωσή μας, αν και υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια βελτίωσης. Ωστόσο, το να είμαστε φεμινίστριες/ές δεν αφορά μόνο τη διαχείριση τέτοιων θεμάτων, αλλά αποτελεί μια ταυτότητα που απαιτεί πολιτική δράση και ένα ουσιαστικό αποτύπωμα τόσο στον λόγο όσο και στις πολιτικές διεκδικήσεις μας. Αυτή η διάσταση δεν έχει αναπτυχθεί αρκετά ώστε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της οργάνωσης.
- Το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα προτάσσουν μια θετική προοπτική, που συνοψίζεται στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας ίσων ευκαιριών, ενδυνάμωσης και αλληλεγγύης, αυτοδιάθεσης, διαθεματικότητας και ελευθερίας, όπου η αλληλεπίδραση δεν επηρεάζεται από τις κοινωνικές νόρμες και τα στερεότυπα γύρω από το φύλο. Ένα κρίσιμο στοίχημα θα ήταν η συμμετοχή όλων των μελών της οργάνωσης σε μια διαδικασία φεμινιστικού προταγματικού αναστοχασμού, σχεδιασμού και εσωτερικού μετασχηματισμού, ώστε να μην αντιμετωπίζεται το έμφυλο ζήτημα τεχνοκρατικά ως υπόθεση αποκλειστικά από και για άτομα με ειδικό ενδιαφέρον προς το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα λόγω σεξουαλικότητας ή φύλου. Κινήσεις μας προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η προβολή του “Avant-Drag!” στο κάμπινγκ μας και η μετέπειτα συζήτηση, τα ενδιαφέροντα σεμινάρια από την Ομάδα Θεωρίας της Αναμέτρησης, καθώς και η πολιτική ανασκόπηση και η φεμινιστική κριτική της Ομάδας Φύλου σε νομοθεσίες για μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα ίσα δικαιώματα και την προστασία των έμφυλα καταπιεσμένων υποκειμένων.
- Είναι καιρός να αναζητήσουμε ποια είναι τα όρια συνύπαρξης με οργανώσεις που είτε δεν αναγνωρίζουν τη φεμινιστική ατζέντα, είτε περιορίζονται σε μια τυπική αναγνώριση ορισμένων λόγων χειραφέτησης μόνο για να αντλήσουν πολιτική υπεραξία από το έμφυλο ζήτημα, είτε χαρακτηρίζουν τις έμφυλες ανισότητες ως δευτερεύουσες αντιθέσεις στον καπιταλισμό, είτε αποφεύγουν και καταψηφίζουν κοινές ενωτικές δράσεις για παρεμβάσεις έμφυλης ισότητας και υποστήριξης της διαφορετικότητας, όπως για παράδειγμα δράσεις για τον Ζακ, για 8Μ, διαχείριση σεξιστικών παρενοχλητικών περιστατικών κλπ.
- Η ενίσχυση της σύνδεσης της Αναμέτρησης με άλλες φεμινιστικές και ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες είναι αναγκαία. Μέλη της Αναμέτρησης συμμετέχουν στην Κιουρι@ και στο Μωβ, σεβόμενα την αυτονομία και τη λειτουργία τους, ανατροφοδοτώντας και ταυτόχρονα μετασχηματίζοντας την οργάνωση σε έναν ασφαλή χώρο για όλα τα μέλη, ενδυναμώνοντας όλο και περισσότερο το φεμινιστικό πρόταγμα στην Αριστερά.
Οι πιο πρόσφατες μαζικές κινητοποιήσεις, που χαρακτηρίζονταν από αγωνιστικό κλίμα, περιλαμβάνουν αυτές για το δυστύχημα στα Τέμπη, καθώς και εκείνες που πυροδοτήθηκαν από τις κρατικές ρατσιστικές δολοφονίες του Γιώργου Σαμπάνη και του Κώστα Φραγκούλη. Όλες αυτές οι κινητοποιήσεις ενώνονται στο κοινό αίτημα να μην ξεχαστούν οι κρατικές δολοφονίες και οι μηχανισμοί θεσμικής συγκάλυψης. Το ίδιο μοτίβο επίθεσης επαναλαμβάνεται παντού, όπως και στην περίπτωση του Ζακ. Για το κίνημα, η επανακρατικοποίηση των υποδομών που βρίσκονταν υπό δημόσιο έλεγχο, καθώς και η συλλογική δικαίωση απέναντι σε αυτή τη βία, αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν προτεραιότητα. Παράλληλα, αναγνωρίζεται η ανάγκη για πολιτική και οργανωτική ενίσχυση όλων των δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Αναμέτρησης. Ίσως το κίνημα να μην κατάφερε να διατηρήσει τη δυναμική του, ωστόσο μας φέρνει αντιμέτωπες με τις αιτίες που κάνουν τις συνθήκες της καθημερινότητας όλο και πιο δύσκολες, καθώς και με τη διάψευση των ελπίδων μας εξαιτίας της αυξανόμενης αυταρχικότητας και επίθεσης του κράτους. Όταν όμως ακούς διαρκώς πως ‘Και όμως, κινείται’, γίνεται φανερό ότι η μαζική δράση επιστρέφει στο κέντρο της πολιτικής ζωής, με τα κοινωνικά κινήματα και την ταξική πάλη να καθορίζουν και πάλι τις εξελίξεις.
Αναστασία Αλεξάκη, μέλος ΣΒ Γκύζη-Αμπελοκήπων Αναμέτρησης