Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 11-13/3/2022.
Ένα από τα βασικά θεμέλια της νέας συλλογικότητας, έχουμε ήδη συμφωνήσει σε αυτό, θα είναι η θέση της για την οικολογία. Λέμε μάλιστα ότι η οικολογία δεν θα είναι για εμάς μια «δευτερεύουσα αντίθεση», αλλά θα την βάλουμε στο κέντρο της πολιτικής μας, μαζί με την ταξική πάλη και τις έμφυλες ανισότητες. Στο κείμενο των Θέσεων, η οικολογία μπήκε μπροστά – μπροστά κι έπιασε παραπάνω χώρο από ό,τι συνήθως, ακριβώς για να συμβολίσει αυτή μας την πρόθεση.
Νομίζω ότι η πρόθεση αυτή είναι σωστή και προκάλεσε το θετικό βλέμμα αρκετών ανθρώπων. Το επόμενο βήμα τώρα, μετά τη δήλωση της πρόθεσης, είναι να αποκτήσουμε θέσεις. Να προσανατολιστούμε και να τοποθετηθούμε με τρόπο χρήσιμο και αποτελεσματικό μέσα σε αυτό το περίπλοκο, αντιφατικό και συνεχώς εξελισσόμενο πεδίο που συνιστά η σύγχρονη οικολογική κρίση.
Κινήματα ενάντια στις ΑΠΕ
Για να μην θεωρητικολογώ (αν και η θεωρία έχει να προσφέρει πολλά σε αυτή την κουβέντα, δεν χωρά όμως σε αυτό το σημείωμα), ας πάμε κατευθείαν στο παράδειγμα της κλιματικής κρίσης και στον πυρήνα της, δηλαδή στην παραγωγή ενέργειας. Σήμερα στην Ελλάδα (άλλα όχι μόνο, δεν πρόκειται για κάποια ακόμα ιδιαιτερότητα) αντιμετωπίζουμε το εξής παράδοξο: τα περισσότερα, πιο μαζικά, μαχητικά, ριζωμένα, αποτελεσματικά και πολλές φορές νικηφόρα περιβαλλοντικά κινήματα που είχαμε ποτέ, δημιουργήθηκαν για να αποτρέψουν την εγκατάσταση ανεμογεννητριών και άλλων ΑΠΕ, το πάλαι ποτέ σύμβολο της παραδοσιακής οικολογίας.
Αυτό το κίνημα έχει ήδη δυο διακριτές πτέρυγες: μια μετριοπαθή, που λέει σχηματικά ότι οι ανεμογεννήτριες είναι καλό πράγμα αλλά δεν πρέπει να γίνουν εδώ, και μια ριζοσπαστική που λέει «ούτε εδώ, ούτε πουθενά». Η μετριοπαθής πτέρυγα αναδεικνύει κυρίως το θέμα της χωροθέτησης: απέναντι στην άναρχη ανάπτυξη των ΑΠΕ, προτείνει τον αποκλεισμό συγκεκριμένων ζωνών με βάση κυρίως κριτήρια βιοποικιλότητας (τα οποία, σημειώστε, ποτέ δεν είναι τόσο αντικειμενικά όσο φαίνονται). Ένα μέρος της προχωράει αυτή την κριτική στους πολιτικούς και οικονομικούς όρους: η άναρχη ανάπτυξη οφείλεται στην ιδιωτική κερδοσκοπία, άρα μόνο η κρατική ιδιοκτησία μπορεί να εξασφαλίσει τους αναγκαίους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς όρους.
Στην άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του «ούτε εδώ, ούτε πουθενά» διατείνονται ότι οι βιομηχανικές ΑΠΕ είναι φύσει αναποτελεσματικές, ακριβές, καταστροφικές για το περιβάλλον και γίνονται μόνο για να εξυπηρετήσουν το κεφάλαιο. Φυσικά, καλούνται μετά να απαντήσουν ποια είναι η εναλλακτική. Εδώ χωρίζονται, πιο ασαφώς, σε δύο τάσεις: ένα μέρος τους υποστηρίζει την αναγκαστική επιστροφή στο «εθνικό καύσιμο» (με μια μικρή τάση εδώ να φτάνει μέχρι την άρνηση της κλιματικής αλλαγής ή έστω να υποτιμά τη συμβολή της χώρας μας σε αυτή) και ένα άλλο καταφεύγει σε μια ιδεολογική φυγή προς τα μπρος, σε ενεργειακά αυτόνομες οικο-κοινότητες που θα βασίζονται σε μικρής κλίμακας ΑΠΕ, ακολουθώντας μάλλον τις γενικές κατευθύνσεις του ρεύματος της από-ανάπτυξης.
Εμείς; Πού θα τοποθετηθούμε σε αυτό το φάσμα; Η υπεκφυγή «δεν είμαστε κυβέρνηση για να καθορίσουμε το ενεργειακό μίγμα», δεν μου φαίνεται επαρκής. Ένα τοπικό κίνημα στο Βίτσι ή την Πάρο σαφώς και δεν έχει υποχρέωση να περιγράψει μια συνολική εναλλακτική. Αλλά στην πράξη ακόμα και αυτό πιέζεται να απαντήσει στο ερώτημα «κι εσείς τί προτείνετε», για να είναι πιο πειστικό. Εκεί ακριβώς χρειάζεται δίπλα του μια πολιτική οργάνωση, που θα μπορεί να έχει μια πιο συνολική ματιά. Σε αυτό ακριβώς θα του είμαστε χρήσιμοι και χρήσιμες, όχι στο να του χτυπάμε φιλικά την πλάτη.
Εξοικονόμηση και αύξηση της ηλεκτροπαραγωγής
Όταν λοιπόν μπούμε σε αυτή τη συζήτηση, για να αποφύγουμε το ντουβάρι «ανεμογεννήτριες ή λιγνίτης» θα προσπαθήσουμε αρχικά, όπως όλοι, να κάνουμε έναν ελιγμό και να μιλήσουμε για εξοικονόμηση. Σύμφωνοι. Θα πρέπει βέβαια να γίνουμε και συγκεκριμένοι: ποιοι είναι οι τομείς σήμερα που το ρεύμα σπαταλιέται; Να πω ένα παράδειγμα: ο κλιματισμός. Είμαστε έτοιμοι/ες να πούμε «κλείστε τα κλιματιστικά»; Και πώς προτείνουμε να γίνει αυτό; Υπάρχουν, χοντρικά, τρεις τρόποι: η ευαισθητοποίηση, το οικονομικό κίνητρο και οι απαγορεύσεις. Το πρώτο τζάμπα είναι, γίνεται άλλωστε ήδη εδώ και 10ετίες πιο πετυχημένα από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις. Τη δεύτερη προσέγγιση -δηλαδή ακριβό ρεύμα για να αποφεύγεται η υπερκατανάλωση- για προφανείς λόγους πρέπει όχι μόνο να την αποφύγουμε, αλλά και να την πολεμήσουμε, αφού για να περιορίσει την κατανάλωση την μετατρέπει σε ταξικό προνόμιο. Η τρίτη λύση απαιτεί οριζόντια, κατασταλτικά μέτρα: πχ κόφτη στα κλιματιστικά, αρχικά στους δημόσιους χώρους, στους 30ο βαθμούς. Νομίζω ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Και πάλι όμως, πόσο ρεύμα πιστεύουμε ότι θα εξοικονομηθεί έτσι;
Στην πραγματικότητα η εξοικονόμηση είναι ένα αναγκαίο, αλλά μικρό στοιχείο του όλου τοπίου. Εξάλλου, επειδή πέρα από οικολόγοι, είμαστε και κομμουνιστές/τριες, στην εξίσωση αυτή θα πρέπει προφανώς να περιλάβουμε και την ενεργειακή φτώχεια: προτού καν μειώσουμε την κατανάλωση, θα πρέπει άμεσα, επειγόντως, να την αυξήσουμε για αυτούς κι αυτές που σήμερα έχουν κομμένο ρεύμα, ή κλειστά σώματα για να μην τους κόψουν το ρεύμα. Και αυτό πρέπει να το συνυπολογίσουμε όχι σε εθνική, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Η υπενθύμιση ότι η τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων σήμερα στον Νότο ή την Ανατολή, αλλά επίσης στο Βορρά και τη Δύση, δεν υπερκαταναλώνει, αλλά υποκαταναλώνει, βραχυκυκλώνει τόσο πολύ την κυρίαρχη οικολογία, που είτε την απωθεί, είτε απλά την ξορκίζει με ιδεολογικά ξόρκια. Και δεν συζητάμε να έχουν όλοι μεζονέτες και SUV (αν και η κριτική σε τέτοιες επιθυμίες είναι λίγο κάπως όταν προέρχεται από όσους απολαμβάνουν ήδη παρόμοιες πολυτέλειες): μιλάμε για στοιχειώδη πρόσβαση στα βασικά αγαθά.
Επιπλέον: αν η κλιματική κρίση είναι τόσο επείγουσα και απειλητική, τότε υπάρχουν τεράστιοι τομείς όπου η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα από το ρεύμα, με πρώτους την οικιακή θέρμανση και την μετακίνηση. Έχουμε αίσθηση τί αύξηση στην ηλεκτροπαραγωγή θα σημαίνει αυτό;
Προφανώς, δεν μπορούμε να πούμε τώρα πόσες κιλοβατώρες θα πρέπει να προσθέσουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης και της ενεργειακής φτώχειας, για κάθε κιλοβατώρα που θα μειώσουμε μέσω της εξοικονόμησης. Αν και νομίζω ότι θα έπρεπε να μπορούμε, αυτό είναι το καθήκον μας. Άλλωστε, αυτές οι εξισώσεις, όπως είναι φανερό από τα παραπάνω, δεν είναι μόνο τεχνικές και αντικειμενικές, αλλά βαθιά πολιτικές: περιλαμβάνουν τον ορισμό αναγκών και δικαιωμάτων, άρα τελικά την ίδια την ταξική πάλη καθ’ εαυτή. Αν κάποιος λοιπόν οφείλει να τη λύσει δεν είναι η ΔΕΗ, αλλά εμείς.
Η αυτάρκεια είναι λύση;
Αυτό που ωστόσο πρέπει να δούμε από τώρα, είναι η ότι η εξοικονόμηση είναι μια παράμετρος του προβλήματος, αλλά όχι η λύση. Και δεν νομίζω επίσης ότι ιδεολογικές διέξοδοι, όπως η περιγραφή μελλοντικών οικοκοινοτήτων ενεργειακής αυτάρκειας, διαγράφουν αυτό το πρόβλημα. Με δεδομένη την αστικοποίηση, είναι σαν να λέμε στο μισό πληθυσμό της χώρας ότι πρέπει να εγκαταλείψει τη δουλειά και το σπίτι του και να φτιάξει μια νέα ζωή από την αρχή, κατά προτίμηση στο χωριό του. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια απαίτηση, που υπερβαίνει τις φιλοδοξίες και των πιο αυταρχικών καθεστώτων, ήταν ηθικά σωστή, σίγουρα δεν προσφέρει καμία άμεση λύση απέναντι στην επείγουσα κλιματική κρίση.
Ειδικά όμως στο θέμα της ενέργειας, η λύση της αυτάρκειας έχει και άλλες επιπλοκές. Αν οι ΑΠΕ είναι εκ φύσεως ασταθείς, η μόνη λύση (πέρα από τις ανώριμες, ακριβές και περιβαλλοντικά επικίνδυνες ακόμα τεχνικές αποθήκευσης) είναι η ανταλλαγή ενέργειας σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη κλίμακα: αν δεν φυσάει εδώ, μπορεί να φυσάει κάπου αλλού. Αυτό που καταγγέλλεται σήμερα σαν εθνική προδοσία, ότι η Ελλάδα δηλαδή γίνεται η «μπαταρία» της Ευρώπης γιατί έχει πολύ ήλιο, ή αντίστροφα ότι αγοράζουμε ακριβό ρεύμα από έξω αντί να καίμε δικό μας λιγνίτη, στην πραγματικότητα είναι η μόνη μακροπρόθεσμη λύση. Φυσικά, όταν γίνεται με όρους αγοράς, μετατρέπεται σε κάτι κακό, ακριβαίνει το ρεύμα, κατανέμει άνισα τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εντείνει την περιβαλλοντική αδικία. Αλλά το πρόβλημα είναι στους όρους, στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, όχι στο ενιαίο δίκτυο και στην ανάγκη για διεθνή συνεργασία. Για αυτό και από την τοπική αυτάρκεια προτιμώ τη συλλογική έμπρακτη αλληλεγγύη που εξασφαλίζει ένα ενιαίο εθνικό δίκτυο ρεύματος και θα προτιμούσα ακόμα περισσότερο, κάτω από άλλους όρους, ένα αντίστοιχο βαλκανικό ή διεθνές δίκτυο διανομής.
Ενεργειακή μετάβαση = ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων
Ξέφυγα με το παράδειγμα και παρόλα αυτά κατάφερα μόνο να υπαινιχθώ λίγες από τις πλευρές της περιπλοκότητάς του. Για να το λήξω απότομα, να πω το εξής: η άμεση αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και της ενεργειακής φτώχειας σημαίνει ότι χρειαζόμαστε άμεσα πολύ ρεύμα και μάλλον πολύ περισσότερο από όσο ήδη παράγουμε. Σημαίνει δηλαδή ότι δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε καμία από τις δύο πλευρές: και περισσότερο λιγνίτη από όσο θα ήθελαν οι συνοδοιπόροι της Γκρέτα θα πρέπει να κάψουμε μέχρι την οριστική απεξάρτηση (για να μην καίμε εισαγόμενο φυσικό αέριο), και χιλιάδες ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά θα πρέπει να εγκαταστήσουμε σε όλη τη χώρα. Φυσικά, θα πρέπει να αγωνιστούμε για τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς τόσο της απολιγνιτοποίησης, όσο και της εγκατάστασης ΑΠΕ. Φυσικά, θα πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε γιατί αυτοί οι όροι εξυπηρετούνται καλύτερα από ένα δημόσιο μοντέλο και να δείξουμε ότι η μετάβαση στις ΑΠΕ κινδυνεύει να αποτύχει ακριβώς γιατί χρησιμοποιήθηκε ως όχημα για την ιδιωτικοποίηση. Δεν μπορούμε όμως να μην είμαστε με την ενεργειακή μετάβαση.
Και ενεργειακή μετάβαση σημαίνει στην πράξη τεράστιες επενδύσεις: επενδύσεις για ΑΠΕ, επενδύσεις για άμβλυνση των κοινωνικών επιπτώσεων του περιορισμού της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων, επενδύσεις στην έρευνα για την παραγωγή και την αποθήκευση ενέργειας. Οι επενδύσεις αυτές ήδη γίνονται παγκοσμίως σε μεγάλη κλίμακα, εννοείται με καπιταλιστικούς όρους (αν και συνήθως με δημόσιο χρήμα). Ο καπιταλισμός ήδη αντιμετωπίζει την κλιματική αλλαγή, με τον τρόπο του. Εμείς, από τη μια θα πρέπει να ελέγχουμε, να κριτικάρουμε αυτό τον τρόπο, ενίοτε και να μπλοκάρουμε αυτές τις επενδύσεις.
Από την άλλη, αν θέλουμε να έχουμε μια πραγματικά ανταγωνιστική συνολική πολιτική θέση, θα πρέπει όχι μόνο να μην απορρίπτουμε την ανάγκη τεράστιων δημόσιων επενδύσεων, αλλά να την υπερτονίζουμε. Να τις διεκδικούμε. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό κάνει το παγκόσμιο κίνημα ενάντια στην κλιματική κρίση: ζητάει λεφτά. Λεφτά για ΑΠΕ, λεφτά για την αποκατάσταση της κλιματικής δικαιοσύνης, λεφτά για την αποζημίωση των χωρών που έχασαν τη σειρά τους να κάψουν όσα τους αναλογούν. Αυτό έκανε προεκλογικά ο Σάντερς και ταρακούνησε το πολιτικό σύστημα: υποσχέθηκε μια τεράστια δημόσια επένδυση για μια δίκαιη (ή «δίκαιη», δεν είναι αυτό που συζητάω εδώ) μετάβαση. Για να το πω λίγο πιο προκλητικά, αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης (αν επιμένουμε ότι κάτι τέτοιο είναι επείγον) σημαίνει σήμερα μια πρωτόγνωρη «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», αυτή τη φορά για τη σωτηρία του περιβάλλοντος.
Παρεμπιπτόντως, ένα τέτοιο οικολογικό πρόγραμμα συμβαίνει να κουμπώνει με τις ανάγκες της παγκόσμιας και της ελλαδικής εργατικής τάξης, πολύ περισσότερο από τα ιδεολογήματα της αποανάπτυξης. Από μια εργατική τάξη που -για να μείνουμε στη δική μας- βγαίνει από μια δεκαετή περίοδο κρίσης, όπου η αποανάπτυξη έφτασε ήδη το 47% και η πραγματική ανεργία βρίσκεται κοντά στο ¼, πόση λιγότερη κατανάλωση, πόση περισσότερη αποανάπτυξη μπορούμε να ζητήσουμε; Ένα τέτοιο πρόγραμμα λοιπόν πλησιάζει πολύ περισσότερο σε μια οικολογία των φτωχών, όχι ως συμβιβασμό και αμοιβαία υποχώρηση αντικρουόμενων συμφερόντων, αλλά ως μια πραγματική και αναγκαία συνάντηση του οικολογικού και του ταξικού.
Κατακλείδα: να αποφύγουμε τα ιδεολογικά εμπόδια
Γενικεύεται αυτό το συμπέρασμα και πέρα του ενεργειακού; Όχι βέβαια. Σε άλλα πεδία της παραγωγής, χρειάζεται αντίστροφα μια βίαιη καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων. Στον τουρισμό για παράδειγμα, τον μεγαλύτερο ένοχο για την απώλεια οικοτόπων και φυσικών πόρων στην Ελλάδα. Στην πρωτογενή παραγωγή από την άλλη, αν θέλουμε μια μετάβαση προς μια βιολογική γεωργία και μια εκτατική κτηνοτροφία, με λιγότερο εμπόριο και μεγαλύτερη τοπική αυτάρκεια, χρειάζεται μια μεγάλη αύξηση της παρεχόμενης εργασίας, και άρα του παραγόμενου προϊόντος. Στις μετακινήσεις επίσης: η αντικατάσταση της ιδιωτικής αυτοκίνησης από μέσα μαζικής μεταφοράς, οικονομικά σημαίνει επίσης αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Δεν μπορούμε ούτε επιφανειακά να αναπτύξουμε εδώ αυτά τα παραδείγματα, αλλά σίγουρα, αν θέλουμε να έχουμε χρήσιμες θέσεις και σε αυτά, κάποια στιγμή θα πρέπει σταδιακά να τα συζητήσουμε.
Αν συναθροίσουμε όλα αυτά τα συν και τα πλην, με όρους ΑΕΠ, ποιο θα είναι το τελικό πρόσημο; Έχω μια υποψία, αλλά δεν θέλω να καταλήξουμε εκεί. Θέλω αντίθετα να καταλήξουμε ότι πρέπει να αποφύγουμε αυτή την απάντηση, ότι μας παγιδεύει σε έναν αστικό τρόπο σκέψης: αλλού θα ζητάμε περισσότερο, αλλού θα ζητάμε λιγότερο, παντού θα ζητάμε αλλιώς. Θέλω να καταλήξουμε ότι κάθε γενίκευση, μπορεί να προσφέρει ένα βολικό ιδεολογικό καταφύγιο, αλλά δεν βοηθά να συγκροτήσουμε χρήσιμες θέσεις. Συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, έτσι φτιάχνονται οι θέσεις. Και πολλές φορές μπορεί να είναι δύσκολες, αντιφατικές, να συγκρούονται με τάσεις του οικολογικού κινήματος, να φαίνονται ενάντια στην μόδα της στιγμής, αλλά ακριβώς τότε είναι που είναι πιο χρήσιμες.
Φυσικά, θα ήταν παράλογο να απαιτεί κάποιος από μια νέα συλλογικότητα να έχει εκ των προτέρων τέτοιες θέσεις. Για να τις φτιάξουμε, θέλει γνώση, θάρρος και πολύ δουλειά, μέσα στα ίδια τα κινήματα και έξω από αυτά, στη θεωρία. Είμαι αισιόδοξος ότι όσο μπαίνουμε στα βαθιά των οικολογικών αντιθέσεων, θα το κάνουμε. Ως τότε όμως, προτείνω να αποφύγουμε τουλάχιστον την αναπαραγωγή των κυρίαρχων θέσεων. Είναι εύκολο και δημοφιλές να πεις σήμερα «να αναπτύξουμε ένα οικολογικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχέδιο, απομακρυνόμενοι από τον παραδοσιακό αριστερό ορίζοντα της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». Τί μας προσφέρει όμως αυτή η φράση;
Τέτοιες ιδεολογικές γενικεύσεις όχι απλά δεν δίνουν απαντήσεις στα παραπάνω συγκεκριμένα ζητήματα (είπαμε, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι προαπαιτούμενο), αλλά επιπλέον τα συσκοτίζουν. Λειτουργούν, θα έλεγα, ως επιστημολογικό εμπόδιο. Προκαταβάλουν απαντήσεις, εκεί που αυτή τη στιγμή χρειάζονται ερωτήσεις. Πιάνουν χώρο τον οποίο χρειαζόμαστε για να αναπτύξουμε τη σκέψη και τη δράση μας. Με την παραπάνω φράση, μέσα σε δέκα λέξεις, προκαταβάλλουμε ότι η αναζήτησή μας θα κινηθεί στην τόσο διαδεδομένη αλλά και τόσο λάθος κατεύθυνση: στην παραδοσιακή οικολογία των «φυσικών ορίων» και του οικονομισμού, αυτή που ρωτά «πόσο» και όχι «πως», «που», «από ποιους», «για ποιους». Και ίσως πιο πέρα στην οικολογία της αντι-κατανάλωσης, του (δυτικού) ηθικού αυτοπεριορισμού, της αποανάπτυξης. Και αντίστοιχα κλείνουμε πόρτες στην πιθανή ανάπτυξη μιας μάχιμης, ανταγωνιστικής οικολογίας των φτωχών.
Δεν θα επιμείνω, γιατί δεν μου φαίνεται δημιουργικό μέσα στο χαμό της Συνδιάσκεψης να πάμε σε μια βιαστική ψηφοφορία για λίγες λέξεις που κρύβουν τόσες πολλές αντιθέσεις, αλλά θα χαιρόμουν πολύ αν αυτή η φράση έφευγε. Και τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στο μέλλον.
Νίκος Νικήσιανης, Συνέλευση Θεσσαλονίκης