Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 7-8-9 Ιανουαρίου 2022.
– Ἀπὸ τὸν πύργο τῆς Βαβὲλ κρατάει,
εἶπε τὸ ὄρος Ἀραράτ, τὸν εἶδα,
χωριό του ὁ ἔρωτας καὶ τραγουδάει
πὼς ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει πατρίδα!
Λιώσανε πιὰ στὸν Καύκασο τὰ χιόνια
κι εἴπανε στὸ Σαγιὰτ τὸ μυστικό τους
καὶ τώρα, πάνω ἀπὸ διακόσια χρόνια,
ὅλες οἱ φάρες τῆς Ἀνατολῆς τὸν λὲν δικό τους.
Το Αίμα του Ροδιού
Στίχοι: Εὐάγγελος Ζάχος
Μουσική: Εὐάγγελος Ζάχος
Τὸ τραγούδι ἀναφέρεται σὲ ἕνα ὑπαρκτὸ πρόσωπο, τὸν Σαγιὰτ Νοβὰ ποὺ ἔζησε τὸν 10 αἰ. Ὁ Σαγιὰτ Νοβὰ ἦταν ἀσίκης, δηλαδὴ περιπλανώμενος τραγουδιστὴς καὶ μουσικός. Τὸ 1985 προβλήθηκε ἡ ταινία «Τὸ αἷμα τοῦ ροδιοῦ» ποὺ ἦταν βιογραφία τοῦ Σαγιὰτ Νοβᾶ. Τὴν καταγωγή του διεκδικοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τοῦ Καυκάσου. Περιόδευε σὲ πολλὲς περιοχὲς ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ τὸν Καύκασο μέχρι τὴ Μικρὰ Ἀσία τραγουδώντας τὸν Ἔρωτα πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν λαῶν. Ἔγινε γνωστὸς κυρίως γιὰ τὰ «τετράγλωσσα λογοπαίγνιά» του. Ἡ ἰδέα τῶν πολύγλωσσων τραγουδιῶν προέρχεται ἀπὸ ἕνα μουσικὸ καὶ πολιτικὸ κίνημα ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη τὸν 17ο αἰ. καὶ διαδόθηκε σὲ ὅλες τὶς χῶρες τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Για το εθνικό ζήτημα
«Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, αλλόγλωσσοι χαρήτε
κ’ ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε,
βαρβαρικήν αφήνοντας γλώσσαν, φωνήν και ήθη…
Γένη σας να τιμήσητε ομού και τας πατρίδας
τας Αλβανοβουλγαρικάς κάμνοντας Ελληνίδας.
Δεν είναι πλέον δύσκολον να μάθετε ρωμαίικα
και να μη βαρβαρίζετε με λέξεις πέντε δέκα.
Λαοί οι πριν αλλόγλωσσοι αλλ’ ευσεβείς τα θεία,
ξυπνήσατε απ’ τον βαθύν ύπνον της αμαθείας,
ρωμαίικα γλώσσα μάθετε, μητέρα της σοφίας…»
Λεξικό του Δανιήλ, 1802, βλ. Κορδάτος, Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, σελ. 45-46.
Το εθνικό ζήτημα έχει προσεγγιστεί διαχρονικά, ακόμη και από ριζοσπαστικές πτυχές του κινήματος, στην λογική των αντικειμενικών γνωρισμάτων: τη γλώσσα, τη θρησκεία, την κοινή καταγωγή, την παράδοση, την ιστορία, τα κοινά βιώµατα, ακόμη και τα πολιτικά δικαιώµατα. Οι βασικές αναλύσεις της αντικειμενικής ανάλυσης του έθνους κινούνται στη βάση των πτυχών: έθνος- δεσμοί αίματος, έθνος- κοινωνικό συμβόλαιο, έθνος-πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, η αντικειμενική θεώρηση προσκρούει στη πραγματικότητα καθώς καµία ερευνητική µέθοδος, ούτε κανένα αντικειµενικό κριτήριο µπορεί να µας καθορίσει που και πότε έχουµε ένα έθνος.
Το κλειδί για τη λύση αυτού του προβλήµατος βρίσκεται σε µια υποκειµενιστική αντίληψη για το έθνος. Ο Renan λέει ότι “το έθνος είναι ό,τι ένας πληθυσµός ορίζει ότι είναι”. Δηλαδή, πως “έθνος είναι η θέλησή µας να αποτελέσουµε έθνος”.
Κόβοντας δρόµο, φτάνουµε στη διάσηµη διαπίστωση του Benedict Anderson: Τα έθνη είναι φαντασιακές κοινότητες. Θα χρειαστεί ωστόσο να την συµπληρώσουµε με την σχετική διατύπωση του Balibar ότι κάτω από ορισµένες συνθήκες, µόνο οι φαντασιακές κοινότητες είναι πραγµατικές.
Η κοινωνική πραγµατικότητα δεν βρίσκεται λοιπόν πέρα από τον άνθρωπο, δεν είναι ανεξάρτητη από τα δρώντα και σκεπτόµενα κοινωνικά υποκείµενα, µε την ίδια ακριβώς λογική που και τα κοινωνικά υποκείµενα δεν µπορούν να νοηθούν ανεξάρτητα από την κοινωνική πραγµατικότητα που τα περιβάλλει: Όπως αυτά αποτελούν δηµιουργήµατά της, άλλο τόσο είναι και δηµιουργοί της.
Πέρα όμως από τις επιµέρους ιστορικές διαφορές σαν εκδήλωση του φαινόµενου η εθνικιστική ιδεολογία διατηρεί σε όλες της τις εκδοχές κάποια βασικά αιτούµενα:
α) Υπάρχει ένα έθνος µε προφανή και παρόμοια χαρακτηριστικά.
β) Το έθνος πρέπει να έχει ή να διεκδικεί την πολιτική του κυριαρχία.
γ) Τα συµφέροντα και οι αξίες του έθνους αυτού προέχουν κάθε άλλου συµφέροντος και αξίας.
Καθαυτόν, τον τρόπο η εθνική ιδεολογία εµπεριέχει ιδανικά σηµαίνοντα στα οποία µπορεί να µεταλαµπαδευτεί το αίσθηµα του ιερού, της αγάπης του σεβασµού, της θυσίας ή του φόβου και μετατρέπεται σε μία ταυτότητα. Είναι ένας εκκοσµικευµένος τρόπος να επενδυθούν µε νόηµα η εξουσία, ο χρόνος, η κοινωνία, ο θάνατος. Ή, όπως θα έλεγε ο Benedict Anderson, να µετατραπεί το τυχαίο σε πεπρωµένο.
Η ταυτότητα που συγκροτεί η εθνικιστική ιδεολογία έχει µια ιδιαιτερότητα κοινή σε όλες τις µορφές εµφάνισής της. Είναι µια υπέρτερη ταυτότητα που ενορχηστρώνει, ενσωµατώνει, οργανώνει, ανασυνθέτει, διευθετεί, ιεραρχεί ή ακόµη και αποδιαρθρώνει όλες τις άλλες κοινωνικές και ατοµικές ταυτίσεις. Αυτό για παράδειγµα σηµαίνει ότι πριν από δεξιός ή κοµµουνιστής, εργάτης ή αφεντικό, άντρας ή γυναίκα, πατέρας ή γιος, υγιής ή “ψυχικά ασθενής”, είσαι Έλληνας, Τούρκος, Αµερικάνος ή Ισραηλινός και ούτω καθεξής.
Για το σχήμα έθνος/κράτος/πόλεμος.
Υπάρχει ένας πίνακας του Klee που ονομάζεται Angelus Novus. Απεικονίζει έναν άγγελο που μοιάζει έτοιμος να απομακρυνθεί από κάτι στο οποίο έχει στυλώσει το βλέμμα του. (…)Έχει το πρόσωπο του στραμμένο στο παρελθόν.
Εκεί όπου παρουσιάζεται σ’ εμάς μια αλληλουχία γεγονότων, εκείνος βλέπει μόνο μία και μοναδική καταστροφή, η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει μπρος στα πόδια του. Ο άγγελος θα ήθελε βεβαίως να χρονοτριβήσει, να αφυπνίσει τους νεκρούς και να συνενώσει ό,τι είναι θρυμματισμένο.
Όμως απ’ τη μεριά του παραδείσου πνέει μια θύελλα που παγιδεύεται στα φτερά του, μια θύελλα τόσο δυνατή που ο άγγελος δε μπορεί πια να τα ξανακλείσει. Αυτή τον σπρώχνει ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο έχει στραμμένη την πλάτη, ενώ ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φτάνει ως τον ουρανό. Αυτή η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο».
Ορίζοντας λοιπόν έναν ανώτερο κοινωνικό δεσµό, ο εθνικισµός πλησιάζει πολύ κοντά στο να “κλείσει” το κοινωνικό, απαλείφοντας τις κοινωνικές/πολιτικές αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του. Έτσι, η συµβολική διαφορά ανάµεσα στο “εµείς” και “οι ξένοι” τείνει να αναδεικνύεται και να βιώνεται ως πρωταρχική. Ωστόσο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον εθνικισμό ως αυταπάτη, αλλά ως μία κατασκευή που χρησιµεύει ως θεµέλιο για την ίδια την “πραγµατικότητά” µας.
Διαχρονικά, το επιτακτικό αίτηµα των ανερχόµενων αστικών τάξεων ήταν να βρεθεί εκείνη η κρατική δοµή που χάρη στην σταθεροποιητική της ικανότητα θα εξασφάλιζε ένα πλαίσιο συντονισµού για τη νέα καπιταλιστική οικονοµία επιβάλλοντας το νόµο.
Η δηµιουργία εθνικού στρατού, η τυποποίηση και ο εξορθολογισµός του θετικού δικαίου, η υποχρεωτική εκπαίδευση, η πειθαρχική διακυβέρνηση του πληθυσµού διαφοροποιούν καταλυτικά το κράτος-έθνος από κάθε προηγούµενο τύπο κράτους. Ένα κράτος που παρεµβαίνει στην αναπαραγωγή της οικονοµίας και ιδίως στη διάπλαση των ατόµων, στις δοµές της οικογένειας, στη δηµόσια υγεία και γενικότερα σε όλο το εύρος της ιδιωτικής ζωής. Το αποτέλεσµα ήταν να υπαχθεί ολοκληρωτικά η ύπαρξη των ατόµων όλων των τάξεων στο καθεστώς του πολίτη του κράτους-έθνους.
Με ευγλωττία παρουσιάζεται αυτός ο ιστορικός μετασχηματισμός, όπου οι πόλεμοι ως ιδιωτικές συγκρούσεις φεουδαρχών ήταν ανοίκειοι για τους πληθυσμούς σε αντίθεση με το νέο είδος πολέμου που αναπτύσσεται με τη συγκρότηση του εθνικισμού και του αστικού κράτους. Στο παρακάτω απόσπασμα, ένα διαυγής αστός της προεπαναστατικής Γαλλίας του 18ου αιώνα, το περιγράφει πολύ ξεκάθαρα:
“Το 1769, ο Guibert «παραπονιόταν που ο πατριωτισμός δεν είναι παρά μια λέξη, (…) αφού οι πόλεμοι δεν είναι διενέξεις που αφορούν το έθνος αλλά ιδιωτικές συγκρούσεις του μονάρχη».
Εικοσιένα χρόνια αργότερα η αστική του οξυδέρκεια διευκρινίζει με ποιόν τρόπο μπορούν να κατασκευαστούν πραγματικά έθνη:
«Αν τα βάλετε [τα έθνη] να συμμετάσχουν τα ίδια άμεσα στον πόλεμο, ο πόλεμος θα τα τυλίξει άμεσα με όλες του τις αγριότητες. Σήμερα, δεν τον αισθάνονται παρά μόνο με την αύξηση των φόρων. Αλλά όταν τα ίδια τα έθνη πάρουν μέρος στον πόλεμο, όλα θα αλλάξουν ριζικά. Καθώς οι κάτοικοι μιας χώρας θα γίνουν στρατιώτες, θα τους αντιμετωπίσουν σαν εχθρούς. Ο φόβος να τους έχουν εναντίον τους, η ανησυχία ότι τους αφήνουν πίσω τους θα τους εξοντώσει…»”.
Το κρίσιµο σηµείο εδώ είναι ο αξιοσηµείωτος βαθµός νοµιµότητας που απέκτησαν τα έθνη – κράτη στα µάτια των πληθυσµών τους. Οπωσδήποτε χάρη στο µονοπώλιο της βίας που εξασφάλισε για τον εαυτό του το σύγχρονο κράτος πέτυχε την εθνική οµογενοποίηση και την πειθάρχηση των υπηκόων του.
Η πολιτική κυριαρχία του έθνους δε στοιχειοθετείται χωρίς την αναφορά σε µια ιδεατή ή πραγµατική επικράτεια, φέρνοντάς το έτσι εγγενώς σε µια µόνιµη έκδηλη ή άδηλη αντιπαράθεση µε τα άλλα κράτη-έθνη. Ο ανταγωνισµός ανάµεσα τους είναι δεδοµένος εξαρχής, παρά τα ρητορικά σχήµατα περί ειρηνικού εθνικισµού.
Ο πόλεµος βρίσκεται στην αφετηρία του έθνους κράτους, αλλά και η εθνική ταυτότητα αποτελεί τον πιο πετυχηµένο λόγο νοµιµοποίησης κάθε πολεµικής επιχείρησης.
Σ’ αυτήν την “αλληλουχία γεγονότων” που παρουσιάζεται σ’ εµάς από τον εθνικισµό, ο Άγγελος της Ιστορίας του Benjamin “βλέπει µόνο µια µοναδική καταστροφή η οποία δεν παύει να σωρεύει ερείπια επί ερειπίων και να τα εκτοξεύει µπρος στα πόδια του.” Το ίδιο βλέπουµε κι εµείς.
Οι γεωπολιτικές κρίσεις της γειτονιάς μας
“Τα Βαλκάνια ονομάστηκαν «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Και οι Ευρωπαίοι αυτή τη στιγμή δίνουν περισσότερη σημασία στην πυρίτιδα που υπάρχει εδώ παρά στο όνομα της πυριτιδαποθήκης. Τα ονόματα δεν κάνουν ζημιά, παρά μόνο σ’ αυτούς που τα χάνουν και δεν έχουν να εμπορευτούν τίποτα άλλο εκτός από ονόματα. Που, όσο πιο ένδοξα είναι, τόσο πιο καλή τιμή πιάνουν στη μαύρη αγορά των ονομάτων”.
Βασίλης Ραφαηλίδης, Βαλκάνια
Οι γεωπολιτικές κρίσεις της εποχής έχουν τη δική τους ιστορικότητα· κοινός παρονομαστής τους, όμως, είναι οι ανταγωνισμοί για τον έλεγχο των πηγών και των αγορών ενέργειας. Έτσι, ό,τι αποκαλείται συχνά «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων» είναι η διασταύρωση αυτών των ανταγωνισμών (κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, Κίνας και Ιράν), με εμφύλιες συγκρούσεις – από τη Συρία και την Ουκρανία, μέχρι τη Λιβύη.
Αν υπόβαθρο κάθε ηγεμονίας είναι η στρατιωτική ισχύς, η σημερινή στρατιωτική υπεροπλία των ΗΠΑ έναντι της βασικής ανταγωνίστριάς τους, της Κίνας, είναι εντυπωσιακή. Η υπεροχή αυτή επιδρά καταρχάς προληπτικά, σε ιδεολογικό επίπεδο: η αναμέτρηση με μια τεχνολογική και στρατιωτική υπερδύναμη φαντάζει εκ των προτέρων μάταιη. Η αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας, ωστόσο, περνά κατεξοχήν –αν και όχι αποκλειστικά– από το στρατιωτικό πεδίο. Η διάσπαση των Δυτικών στο Ιράκ και οι τριβές στο ΝΑΤΟ· η στρατιωτική φθορά των Αμερικανών στο Αφγανιστάν και το Ιράκ· η αποτυχία να ανατραπεί ο Άσαντ (με τις ΗΠΑ να εκχωρούν την «επόμενη μέρα» σε Ρωσία, Ιράν και Τουρκία)· η άνοδος, τέλος, του Ιράν και ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Ρωσίας για τα πυρηνικά, είναι αψευδείς μάρτυρες αυτής της περαιτέρω αμφισβήτησης.
Στο σκηνικό αυτό εκδηλώνονται περιφερειακοί ανταγωνισμοί (π.χ. Ιράν εναντίον Σαουδικής Αραβίας, Τουρκία εναντίον του άξονα Ελλάδας-Αιγύπτου-Ισραήλ), που επίσης συναντιούνται (με) και παροξύνονται από τον ανταγωνισμό των «υπερδυνάμεων». Η ανάδειξη του οικονομικού διακυβεύματος δεν αναιρεί την ισχύ των μη οικονομικών στοιχείων: των διάφορων εθνικισμών (στην περίπτωση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού), της διαμάχης σουνιτικού και σιιτικού Ισλάμ, των φυλετικών ιδεολογιών που επενδύουν γεωπολιτικές βλέψεις (όπως στην περίπτωση του Ισραήλ έναντι του παλαιστινιακού λαού, και της Τουρκίας έναντι του κουρδικού). Ιδιαίτερο κεφάλαιο στην όξυνση των ανταγωνισμών αποτελούν, τέλος, οι «ανάγκες» της πολεμικής βιομηχανίας – κυρίως των ΗΠΑ, δευτερευόντως της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Κίνας, που ακολουθούν: η εκτίναξη των μετοχών των μεγαλύτερων βιομηχανιών όπλων των ΗΠΑ αμέσως μετά τη δολοφονία Σουλεϊμανί είναι απολύτως ενδεικτική.
Από μια αντικαπιταλιστική-διεθνιστική σκοπιά, η εντεινόμενη στρατιωτικοποίηση μας αφορά υπό ένα διπλό πρίσμα: αφενός, ως «πρόβα» πολεμικών συγκρούσεων – αφετέρου, ως «λογική» διαχείρισης κρίσεων (γεωπολιτικών, οικολογικών, κοινωνικών). Οι κρίσεις αυτές, και η στρατιωτική διαχείρισή τους, πλήττουν με άνισο τρόπο άνισους: εργαζόμενους/ες και «περιττούς»/μη παραγωγικούς πληθυσμούς, γυναίκες και παιδιά, κινήματα, οργανώσεις και ανθρώπους που αντιστέκονται, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες. Από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, οι πληγές αυτών των συγκρούσεων φτάνουν ως τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια – ως τις θάλασσες, τις πόλεις και τις γειτονιές μας. Νέες τραγωδίες, όπως το σύγχρονο δουλεμπόριο που έχει αναπτυχθεί στη Λιβύη, και οι χιλιάδες θάνατοι από ασιτία στην Υεμένη, προστίθενται στις παλιές, με πρώτη την εξόντωση του παλαιστινιακού λαού από το ισραηλινό κράτος. Ταυτόχρονα, εθνικιστικές και πολιτισμικές πολώσεις (π.χ. «Δύση» εναντίον ισλαμικού κόσμου) παροξύνονται. Οι πολώσεις αυτές βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, αποδεικνύονται δηλαδή κεφαλαιώδεις για την αστική εξουσία διότι, σε συνθήκες εκρηκτικής φτώχειας και ανισοτήτων, εκτρέπουν κοινωνικές αντιστάσεις, ιδίως στα προπύργια του δυτικού καπιταλισμού.
Η στρατιωτικοποίηση των διεθνών σχέσεων είναι ένας από τους κύριους παράγοντες για τη δημιουργία προσφυγικών και μεταναστευτικών ρευμάτων. Γελοιοποιώντας κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας, ο μιλιταρισμός πέτυχε μεταξύ άλλων ένα σοβαρό πλήγμα στη δημοκρατική επανάσταση στη Βόρεια Συρία, προτάγματα της οποίας ήταν η ειρηνική συνύπαρξη όλων των λαών της περιοχής, η κοινωνική απελευθέρωση των γυναικών, η προστασία του περιβάλλοντος, ο συνεργατισμός στην οικονομία και η διάχυση των εξουσιών σε τοπικά και περιφερειακά συμβούλια, έναντι του κρατικού αυταρχισμού. Από την άλλη, οι πρόσφατες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις στον Λίβανο, το Ιράκ και το Ιράν έδωσαν το μέτρο της αμφισβήτησης του στρατοκρατικού αυταρχισμού.
Η έκβαση των τάσεων αυτών είναι, για την ώρα, άγνωστη. Το βέβαιο, από την άλλη, είναι ότι η διαρκής χρήση (ή απειλή χρήσης) βίας στις διεθνείς σχέσεις επιβάλλει βάρβαρα πρότυπα πολιτικής στο εσωτερικό κάθε χώρας, βελτιώνοντας επιπλέον τη θέση των κρατικών μηχανισμών απέναντι στα κινήματα αντίστασης.
Η δυνατότητα αυτή σφυρηλατείται ήδη από τη δεκαετία του ‘90. Σε πρώτο χρόνο, περνά από τη «συνάντηση» των αστικών κομμάτων στην αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής «διακυβέρνησης» και τον τεχνοκρατισμό. Σε δεύτερο χρόνο, η ομογενοποίηση των αστικών κομμάτων επιτυγχάνεται στο έδαφος του εθνικισμού, του ρατσισμού, του κρατικού αυταρχισμού και του αντικομμουνισμού. Είναι στο έδαφος αυτό που η ακροδεξιά αποδαιμονοποιείται και αναβαθμίζεται σε κρίσιμη συνιστώσα του «κόμματος της τάξης», το οποίο ενοποιείται μέσα στο κράτος. Κοινός παρονομαστής και στους δύο αυτούς «χρόνους» είναι η αποστασιοποίηση σημαντικών τμημάτων των εργαζομένων από την πολιτική. Η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της Κεντροαριστεράς είναι, εδώ, κεφαλαιώδους σημασίας.
Ελληνικο-τουρκικός Ανταγωνισμός
“Θα τανε δε θα `ταν 15
λέει τον φωνάζανε Berkin
Έπεσε σούρουπο κοντά η ώρα 5
κι ήταν καρντάσι από τα μέρη του Nazim
Τον δολοφόνησε η εκεί αστυνομία
να το θυμάσαι το όνομα Berkin Elvan
Η αδερφή του κράτους ήταν πάντα η βία,
είτε τη στέλνουν οι από δω είτε ο Ερντογάν
Να σου `χαν πει άραγε κι εσένα στο σχολείο
ότι απέναντι στο Αιγαίο είναι ο εχτρός;
Βρωμάει εθνικισμό το προβατοποιείο
είτε είναι τούρκικος είτε ελληνικός”
Social Waste
Η ένταση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί σε συνδυασμό με την επιθυμία των δυτικών εξορυκτικών πολυεθνικών να βρουν κοιτάσματα προς αξιοποίηση, έχουν οδηγήσει στην όξυνση της διαμάχης μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους. Η οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) κάθε κράτους, ζωνών που ορίζουν και το ποιος έχει το δικαίωμα να καθορίζει το ποιος θα εξορύξει τι, πού, και με ποιους όρους, αποτελεί αυτή τη στιγμή το επίκεντρο της διαμάχης.
Η κλιμάκωση του τελευταίου διαστήματος στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας μπορεί να αναζητηθεί σε μία σειρά από αφορμές και επεισόδια. Με επίκεντρο το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα εισάγεται μία νέα συνθήκη “διαπραγμάτευσης” στην περιοχή με αντικείμενο την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά τα τελευταία χρόνια, το τουρκικό κράτος έκανε πράξη την προειδοποίηση του για διενέργεια κατά βούληση ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη), ακυρώνοντας στην πράξη τις εκχωρήσεις αδειών στην Κύπρο. Με το τουρκολιβυκό μνημόνιο “η Τουρκία δημιουργεί ένα νομιμοφανές σκηνικό στις διεκδικήσεις της και προχωρεί σε τετελεσμένα” προσπαθώντας να εδραιώσει τη θέση της ότι όποια εκμετάλλευση στην περιοχή θα πρέπει να περιλαμβάνει την συμμετοχή ή την έγκρισή της.
Από την άλλη, το ελληνικό κράτος βάσισε τη επιδίωξη του να οριοθετήσει μονομερώς ΑΟΖ στην δημιουργία ενός ασφυκτικού γεωπολιτικού πλαισίου γύρω από την Τουρκία. Συγκεκριμένα, προχώρησε σε εξορύξεις στο Ιόνιο, στη Κρήτη, στο Αιγαίο, στη Κύπρο, με όχημα την συνεργασία διεθνές και εγχώριου κεφαλαίου (πολυεθνικές όπως η ΕxxonΜobil -Τotal-Εni-ΕΛΠΕ- Motor Oil κα). Αντίστοιχα πραγματοποίησε συμμαχίες και συγκρότησε τον λεγόμενο άξονα Αιγύπτου (aka αμερικάνικη ομπρέλα) – Ισραήλ – Ελλάδος, οι οποίες παρουσιάζονταν ως ικανές να τρομάξουν τη Τουρκία – ένα αφήγημα που πλέον έχει ανατραπεί έμπρακτα.
Με απλά λόγια: η δυναμική του τουρκικού καπιταλισμού και η κρατική του θωράκιση συγκρούεται με τα σημαντικά προνόμια που ο ελληνικός καπιταλισμός έχει διασφαλίσει στη περιοχή, χάρη στην αιματηρή δραστηριότητα του τον προηγούμενο αιώνα.
Οι καθόλου τυχαίοι λεονταρισμοί και τυχοδιωκτισμοί των δύο πλευρών, λειτουργούν ως ένα συμπληρωματικό μέσο πίεσης και αναπαριστούν τον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα μιας εν δυνάμει στρατιωτικής σύγκρουσης. Για να καταλάβουμε σε τι συνίσταται ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, χρειάζεται να παρατηρήσουμε και τις ομοιότητες/συνεργασίες των δύο πλευρών στη βάση των πολιτικών και οικονομικών επιδιώξεων των αστικών τους τάξεων.
Το πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016 έδωσε την δυνατότητα στον Τ. Ερντογάν, από κοινού με το εθνικιστικό και αντιδραστικό πολιτικό προσωπικό που συσπειρώνεται γύρω του, να επιβάλλει ένα διευρυμένο δόγμα τάξης και ασφάλειας στο εσωτερικό της Τουρκίας επιδιώκοντας την προσωποπαγή συγκέντρωση εξουσιών και αναπτύσσοντας ένα δίκτυο καταστολής των αντιφρονούντων. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε δια του τότε πρωθυπουργού της Α.Τσίπρα, στην ”ανάγκη συνεργασίας των δύο χωρών ως προς την σπουδαιότητα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας”. Οι συλλήψεις Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών στις οποίες έχει προχωρήσει το ελληνικό κράτος κατά καιρούς είναι μία ένδειξη προς την υλοποίηση αυτής της κοινής κατεύθυνσης.
Επιπλέον, οι συμμαχικοί δεσμοί των δύο χωρών στο πλαίσιο του βορειοατλαντικού συμφώνου (ΝΑΤΟ) αποδεικνύουν τη διαχρονική βούληση και δυνατότητα τους να υπερβαίνουν τις μεταξύ τους “παρεξηγήσεις”. Η πρόσφατη εισβολή της Τουρκίας στη Συρία, η βαναυσότητα στην οποία επιδόθηκε στο ελεγχόμενο από Κούρδους Αφρίν και η σιωπηρή αποδοχή της από του ΝΑΤΟικούς συμμάχους, παρά τη προφανή καταστρατήγηση του διεθνές δικαίου, φανερώνουν τόσο τον ρόλο που αξιώνει το τουρκικό κράτος στη περιοχή όσο και τον χώρο που του παραχωρείται από τους διεθνείς εταίρους του. Όσο η πρόσδεση των δύο χώρων στο συμμαχικό “άρμα” αποτελεί στρατηγική επιλογή για τις άρχουσες τάξεις τους, τόσο η εξωτερική τους πολιτική θα επικοινωνεί παρά τις εκάστοτε επιμέρους εντάσεις και αντιφάσει
Ένα ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο αποτελεί η κοινή ανθρωποφυλακή που έχουν στήσει και εγγυώνται οι δύο χώρες μέσω της κοινής συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης- Τουρκίας. Για δύο χρόνια η εφαρμογή της συμφωνίας περιλαμβάνει, με τη χρηματοδότηση της Ε.Ε., επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών, στρατιωτικοποίηση των συνόρων, λειτουργία κέντρων κράτησης, αποκλεισμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών στα νησιά και άθλιες συνθήκες διαβίωσης για όσους και όσες υφίστανται τον γεωγραφικό αυτό αποκλεισμό. Το ελληνικό και τουρκικό κράτος συνεργάζονται στη δημιουργία του “προσφυγικού προβλήματος” αντί να αξιώνουν κοινές πολιτικές για τη προσφυγική/μεταναστευτική κίνηση.
Τα σημεία που αναπτύσσονται παρακάτω προσπαθούν να συγκροτήσουν το κάδρο των βασικών σχέσεων των δύο κρατών. Συγκεκριμένα:
- Οι ανταγωνισμοί επιδιώκουν να λύσουν τα ζητήματα που δεν λύνουν οι συνεργασίες ή δεν μπορούν να λύσουν αποτελεσματικά οι συνεργασίες. Οι σχέσεις των κρατών δεν οριοθετούνται κυρίως στη βάση ιδεολογικών παραγόντων, αλλά με κριτήριο τα υπαρκτά συμφέροντα των τάξεων τις οποίες εκπροσωπεί και στις οποίες λογοδοτεί η πολιτική εξουσία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανεμπόδιστη συνεργασία στην ολοκλήρωση της κατασκευής του φαραωνικού αγωγού ΤΑP.
Ως προς τα συγκεκριμένα επίδικα, η ελληνική πλευρά ούτε αμέτοχη είναι ούτε αθώο θύμα. Αντιθέτως, αποτελεί ενεργητικό πόλο του ανταγωνισμού, στη βάση των επικίνδυνων για την ειρήνη δυνάμεων και συμμαχιών της. Η πολιτική αυτή αξονίζεται επί του παρόντος κυρίως γύρω από την de facto διεύρυνση της ελληνικής ΑΟΖ, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση καθώς επιχειρείται εκτός από το Αιγαίο και η διευθέτηση της ΑΟΖ στην Αδριατική. - Αυτή τη στιγμή, σημαντικό πεδίο σύγκρουσης και οριοθέτησης της διακρατικής σχέσης Ελλάδας – Τουρκίας, φαίνεται να είναι και η επιρροή στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Η “μεταμνημονιακή” πραγματικότητα των δύο τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων επιζητούν το πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική εκμετάλλευση και στρατιωτικό έλεγχο σε Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβουνίου και εκσυγχρονιστικές συνέργειες με Βουλγαρία, Σερβία.
Αντίστοιχο ρόλο στην περιοχή επιδίωξε και η Τουρκία τα τελευταία χρόνια, με την εισροή κεφαλαίου στις ασθμαίνουσες βαλκανικές οικονομίες και τις αντίστοιχες στρατηγικές συμμαχίες, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν υποχωρήσει λόγω της δέσμευσης δυναμεων στη Συρία και τη Μέση Ανατολή. - Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η λεπτή ισορροπία διαταράσσεται σε σταθερή βάση μέσω μίας πολιτικής εκατέρωθεν παραβιάσεων και μικρο-επεισοδίων. Ακόμη και αν η φύση του παρόντος ανταγωνισμού δεν συνδυάζεται προς το παρόν με μια φρενίδη εθνικιστική και επιθετική ρητορική, η διαιώνιση του θα ενισχύσει την εθνικιστική αφήγηση στο εσωτερικό των κοινωνιών επαναφέροντας διαρκώς τα “προαιώνια μίση”.
- Η δράση ενάντια στον επικίνδυνο αυτό ανταγωνισμό πρέπει να έχει στον πυρήνα της τη φιλειρηνική συνύπαρξη των λαών. Μικρές αλλά υπαρκτές πρωτοβουλίες σε αυτή τη κατεύθυνση έχουν παρθεί τα τελευταία χρόνια.
Θα πρέπει να υπενθυμίζουμε την παλιά προτροπή του κομμουνιστικού κινήματος για αλληλεγγύη ανάμεσα στο έθνος των εργαζόμενων, με την ευγλωττία και την απλότητα που την διατύπωσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: “το Κομμουνιστικό Μανιφέστο γράφει προλετάριοι όλων των λαών ενωθείτε και όχι κόψτε ο ένας τον λαιμό του άλλου”.
Η διπλή εργαλειοποίηση του πολέμου των συνόρων
“Borders (What’s up with that?)
Politics (What’s up with that?)
Police shots (What’s up with that?)
Identities (What’s up with that?)
Your privilege (What’s up with that?)
Broke people (What’s up with that?)
Boat people (What’s up with that?)
The realness (What’s up with that?)
The new world (What’s up with that?)
Am gonna keep up on all that”
MIA, Borders
Η συνθήκη προσμονής μίας ένοπλης σύγκρουσης (αν και μη πιθανή) είναι αναγκαία για την εμπέδωση μιας νέας πραγματικότητας στο εσωτερικό των δύο κοινωνικών σχηματισμών, που με την δραστηριότητα των τελευταίων ετών έχουν δημιουργήσει μνήμες κινημάτων, αντίστασης αλλά και νικών/ηττών. Το πιο καθοριστικό σημείο αυτής της συνθήκης προσμονής ήταν ο λεγόμενος πόλεμος των συνόρων τον Μάρτιο του 2020, όπου η ελληνική κυβέρνηση διακηρύσσε ότι η χώρα δέχεται επίθεση από τους πρόσφυγες και τους μετανάστες τους οποίους μάλιστα χαρακτηρίζει «ασύμμετρη απειλή». Πρόσφυγες οι οποίοι είχαν στοιβαχτεί στην Τουρκία για χρόνια, παρεμποδισμένοι/ες από τη συνέχιση του ταξιδιού τους και της μετακίνησης. Η κυβέρνηση κατήγγειλε τον Ερντογάν ότι εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες- πράγμα που έκανε. Όμως και η ίδια η κυβέρνηση, χρησιμοποιησε τους πρόσφυγες σε ένα βρώμικο παιχνίδι ακροδεξιάς ιδεολογικής χειραγώγησης και γεωπολιτικού πλεονεκτήματος στην πεπατημένη στρατηγική του καλού και υπάκουου παιδιού της Δύσης. Η κυβέρνηση μαζί με το τουρκικό κράτος είναι που κινητοποιούν το στρατό και την αστυνομία ενάντια σε άοπλους/ες απελπισμένους/ες στα σύνορα ενώ παράλληλα παραβιάζουν κατάφωρα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτό του ασύλου και προχωρούν σε σιωπηλή συμφωνία για τις επαναπροωθήσεις.
Αυτή τη στιγμή, επιδίδονται σε ένα όργιο βίας και αυθαιρεσίας στα σύνορα χωρίς προηγούμενο. Συνεχίζουν να υπερασπίζονται τη συμφωνία ΕΕ- Τουρκίας που μετέτρεψε τα νησιά σε εκτεταμένους χώρους εγκλεισμού και εξαίρεσης δικαιωμάτων, καταστέλλοντας με βάναυσο τρόπο και χουλιγκανικες πρακτικές τις κινητοποιήσεις των κατοίκων στα Νησιά. Παράλληλα λειτουργούν και σχεδιάζουν την κατασκευή νέων στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστ(ρι)ών. Η ελληνική κυβέρνηση ψεύδονται ξεδιάντροπα, μιλώντας για εισβολή και δημογραφική αλλοίωση, από κάποιες χιλιάδες ανθρώπους που δεν θέλουν καν να μείνουν στην Ελλάδα. Καλλιεργεί τον κρατικό ρατσισμό και ανοίγει το δρόμο στον εκφασισμό της ελληνικής κοινωνίας. Χρησιμοποιεί τις φασιστικές συμμορίες ως το μακρύ χέρι της καταστολής.
Όπως συμβαίνει σε κάθε όξυνση των ανταγωνισμών, ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα διαποτίζεται από τον εθνικισμό – την πεποίθηση ότι τα συμφέροντα «της χώρας» είναι τα κοινά συμφέροντα όσων κατοικούν σε αυτή, ανεξαρτήτως ταξικής θέσης. Οι ταξικές αντιπαραθέσεις –όσες, εν πάση περιπτώσει, φτάνουν να εκφραστούν στη δημόσια σφαίρα– υποστέλλονται προς όφελος των «εθνικών θεμάτων». Τα αστικά κόμματα διαγκωνίζονται σε εναλλασσόμενους ρόλους μεταξύ συναίνεσης και αντιπαράθεσης απέναντι στο τουρκικό κράτος, με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίζει σήμερα το ρόλο του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 στο ζήτημα, να κάνει δηλαδή κριτική στη ΝΔ από τα δεξιά, να της προσάπτει δηλαδή ότι δεν αντιμετωπίζει σθεναρά στις τουρκικές προκλήσεις. Επιπλέον, τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους, και συνακόλουθα της ελληνικής αστικής τάξης, εμφανίζονται ως καθολικά, ακόμα και εάν οι επιδιώξεις της αντίκεινται σε οποιοδήποτε δεδικασμένο του διεθνούς δικαίου. Για παράδειγμα, τα νησιά (όπως το Καστελόριζο, που αποτελεί βασική παράμετρο της διένεξης), δικαιούνται μεν θαλάσσιες ζώνες (χωρικά ύδατα, συνορεύουσα ζώνη, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα), αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που επηρεάζουν το εύρος αυτών των ζωνών σε σχέση με γειτνιάζουσες ηπειρωτικές χώρες, σε όλα τα αντίστοιχα διεθνή παραδείγματα. Αυτό η Ελλάδα το αρνείται συνολικά, και το αστικό πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ, κατασκευάζουν μια «αυτονόητη πραγματικότητα», που δεν εδράζεται σε κανένα διεθνές παράδειγμα.
Η ακροδεξιά δεν είναι σήμερα η βασική δύναμη διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων: τον ηγετικό ρόλο στην υπονόμευση της δημοκρατίας διατηρούν τα παραδοσιακά κόμματα της κρατικής διαχείρισης. Είτε όμως επικρατεί σε κάποιες χώρες, είτε προσπαθεί να ριζοσπαστικοποιήσει τον συντηρητικό «κοινό τόπο» για τις ιδιοκτήτριες τάξεις, η σημερινή ακροδεξιά εκπροσωπεί ένα πρότυπο για την κρατική διαχείριση: αφενός την αντιλαμβάνεται ως διεκδίκηση του «δικαιώματος» στην εθνική οικονομική κυριαρχία – αφετέρου, ως κήρυξη πολέμου στον κόσμο της εργασίας και τα κινήματα, σε μετανάστες και πρόσφυγες, γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες.
Σε έναν κόσμο κραυγαλέων ανισοτήτων και κλιμάκωσης της κρατικής και ιμπεριαλιστικής βίας, η ακροδεξιά αφήνει σήμερα πίσω την Αριστερά – παρά το απεχθές ιστορικό φορτίο της, τη γραφικότητα των εκπροσώπων της, τις εύλογες καταγγελίες των αντιπάλων της. Με γενικότερους όρους, η ακροδεξιά ενισχύεται, στο βαθμό που αποτελεί ταυτόχρονα αυτόνομη δύναμη και συγκλίνουσα τάση στο στρατηγικό πεδίο του κράτους. Αυτή η σύγκλιση –η συμπληρωματικότητα της ακροδεξιάς με τα κόμματα της κρατικής διαχείρισης, και η δυνατότητά της να πολιτεύεται ως καθεστωτικός «αντάρτης» (σε μία σειρά από ζητήματά, όπως και το αντεμβολιαστικό και ο σκοταδισμός συγκριτικά με τα εμβόλια) –, της επιτρέπει να αξιοποιεί αυτή προνομιακά, και όχι η Αριστερά, τις κρίσεις των αστικών κομμάτων.
Είναι καθήκον του αντιπολεμικού, αλλά και του ευρύτερου κινήματος στην Ελλάδα, να αναδείξει ότι δεν υπάρχουν «εθνικά θέματα» που μας αφορούν όλους με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως τάξης. Το μόνο αυτονόητο για εμάς είναι πως οι εργαζόμενοι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Η πολεμική απειλή πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποτραπεί, χωρίς όμως να διογκώνεται ο κίνδυνος της, καθώς η διαρκής επίκληση ενός επαπειλούμενου πολέμου υπονομεύει την ανάπτυξη των αγώνων στη χώρα μας. Υπενθυμίζουμε ότι, για εμάς, ο αντίπαλος βρίσκεται στη χώρα μας, και θα αγωνιστούμε για τη ματαίωση των σχεδίων του: για την απεμπλοκή της Ελλάδας από τα ιμπεριαλιστικά σχέδια στην περιοχή, τους ανταγωνισμούς και τις εξοπλιστικές κούρσες, που θα κληθούν να πληρώσουν ξανά οι χειμαζόμενες κατώτερες τάξεις. Αλλά και για την ακύρωση των εξορύξεων που επιφέρουν, πέραν των άλλων, και τεράστιους κινδύνους για το περιβάλλον της Μεσογείου.
Δεν μπορούμε να τοποθετούμε τους εαυτούς μας στην “από εδώ” πλευρά, υιοθετώντας την επιχειρηματολογία και ρητορική των “εθνικοφρόνων”. Θα πρέπει να επιμείνουμε ότι ο εχθρός βρίσκεται πρωτίστως μέσα σε κάθε χώρα και ειδικά στην δική μας χώρα. Οι εξοπλιστικές δαπάνες είναι εξοργιστικές, και οι γεωτρήσεις για κοιτάσματα στο Αιγαίο δεν είναι η μαγική λύση των προβλημάτων μας, αλλά μία οικολογική καταστροφή εν αναμονή.
Το πλέον σημαντικό είναι να πειστούμε ότι και η λύση βρίσκεται μέσα στην κάθε χώρα και να υπερασπιστούμε το πρόταγμα του διεθνισμού. Την αλληλεγγύη, τους αγώνες και την όρεξη για ζωή που μας παρακινεί να σβήσουμε το τέρας του πολέμου από την εξίσωση.
Προτάσεις για μία νέα αριστερή διεθνιστική πολιτική
“Κάποιοι σπόροι γεννήθηκαν εδώ
κάποιοι σπόροι ήρθανε και μεγάλωσαν εδώ
συνηθίσαν εδώ
δεν ξέρουνε για έξω απ’αυτό
που και που τα βράδια τους μαζεύω και εξιστορώ
ακαταλαβίστικα, παραμύθι γι’αυτους και αυτές
για υπερτυχερούς που ζήσανε κανονικές ζωές
άνετους ανθρώπους που πεθάνανε από γηρατειά
και γελάνε όλοι μαζί μου που τους λέω ψέματα
μα αλήθεια χαίρομαι
και το κάνω για να δω χαμόγελα
μα μέσα μου σπαράζω
γιατί το ‘δα και δεν το ‘ζησα
και έχει φτάσει ο κόμπος στο λαιμό μου μέσα
Υπογραφή, αόρατος, αυτόχειρας, Αμυγδαλέζα”.
Rationalistas, Είναι καλά εκεί που πάμε;
Η πολιτική της νέας συλλογικότητας μας δεν μπορεί να μείνει σε ένα αφηρημένο επίπεδο «διεθνιστικών» διακηρύξεων, αλλά αντίθετα πρέπει να συνίσταται και στην υποστήριξη των εθνικά καταπιεζόμενων πληθυσμών απέναντι στους καταπιεστές τους. Αν ο διακηρυγμένος στόχος μας είναι η αξιοποίηση των επαναστατικών στιγμών και η οικοδόμηση ενός κομμουνισμού του 21ου αιώνα, είναι κομβική η αναγνώριση του δικαιώματος των πληθυσμών να αποφασίζουν οι ίδιοι για τον εαυτό τους ως ελάχιστη προϋπόθεση για οποιαδήποτε περαιτέρω οικοδόμηση προς την κατεύθυνση μιας αυτοαπελευθερωνόμενης κοινωνίας.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να στρέψουμε το βλέμμα στη Βαλκανική χερσόνησο: στην Ελλάδα αναπτύσσεται μια αυτάρεσκη ψευδοανωτερότητα απέναντι στους άλλους βαλκανικούς λαούς με σχήματα περί «άξεστων» και «καθυστερημένων» πληθυσμών. Είναι χαρακτηριστικός ο συνδυασμός της υπεροψίας απέναντι στους «Σλάβους» τους «Τούρκους» ή τους «Αλβανούς» (ακόμη και σε κινηματικούς χώρους!) με την έξαρση του ελληνικού εθνικισμού. Η ελληνική αστική τάξη, σε διάφορες περιόδους του 20ου αιώνα,αντιμετώπισε τους βαλκανικούς λαούς είτε ως «απελευθερώτρια» είτε ως ένας θύλακας της «καλλιεργημένης» Δύσης απέναντι στους «ιθαγενείς» των αποικιών της.
Για να ξεπεραστούν τα εθνικιστικά αδιέξοδα πρέπει πάνω απ’όλα να καταπολεμηθούν οι κυρίαρχοι εθνικισμοί, αυτοί δηλαδή που διαθέτουν τους μηχανισμούς για να επιβάλλουν τους όρους ύπαρξης και τις ταυτότητες που θέλουν. Από τη σκοπιά αυτή, είχε δίκιο, για παράδειγμα, να απαιτούμε από την ελληνική κυβέρνηση –πέρα από την πάλη μας για τα δικαιώματα των μειονοτήτων– να αναγνωρίσει αμέσως και χωρίς όρους τη Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Για να μπορέσει να υπάρξει η προοπτική συναδέλφωσης των λαών της Βαλκανικής, η παρακαταθήκη χτίζεται από τώρα, όταν οι λαοί και οι πληθυσμοί που χρειάζονται βοήθεια την έχουν. Χωρίς εκβιασμούς, απειλές, όρους και αφ’ υψηλού διαταγές. Αν οι κυρίαρχες αστικές τάξεις και γραφειοκρατικές συμμορίες θέλουν να βυθίζουν σε έναν εθνικό μεσαίωνα τους πληθυσμούς, από το εργατικό, το επαναστατικό, το σοσιαλιστικό κίνημα εξαρτάται η παρεμπόδισή του. Η νέα μας συλλογικότητας απαντώντας σε αυτή τη συνθήκη καλείται να βαθύνει την εναντίωση στην συγκρότηση μίας επεκτατικής ελληνικότητας. Χρήσιμες παρεμβάσεις σε αυτή την κατεύθυνση θα ήταν:
- Η στροφή και η επαφή με οργανώσεις της Τουρκικής και Κουρδικής αριστεράς, η αναγνώριση του δίκαιου αγώνα τους ενάντια στον ηγεμονικό τούρκικο καπιταλισμό και εθνικισμό και τη στροφή της επιρροής του στα Βαλκάνια με οικονομικούς πόρους και με την θρησκευτική στροφή του Ερντογάν σε μία λογική ηγεσίες του μουσουλμανικού πληθυσμού.
Σε όλα αυτά, παρότι έχει πάψει να θεωρείται επίκαιρο και απουσιάζει από τις συζητήσεις της αριστεράς, πρέπει να προστεθεί το ζήτημα της Κύπρου. Στο παρελθόν, το ζήτημα της Κύπρου αποτέλεσε καταστατικό σημείο διαφοροποίησης της αριστεράς (λόγου στο ζήτημα της Ένωσης την δεκαετία του 60) αλλά και πρόσφατα με το σχέδιο Ανάν και τη προοπτική δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται δεκάδες τέτοιες οργανώσεις και επιτροπές αλληλεγγύης, με τις οποίες οι σχέσεις μας μέχρι τώρα είναι τυπικές. Απαιτείται να αναζητήσουμε βελτίωση των επαφών μας μαζί τους, καθώς και την ανάπτυξη άμεσων σχέσεων με τους τουρκοκύπριους και ελληνοκυπρίους (έστω και αν είναι μικρές δυνάμεις).
- Η αναγνώριση της Βαλκανικής ως μία χερσονήσου της μετανάστευσης, της ανάμειξης των λαών αλλά και των ανοιχτών πληγών του εθνικισμού και του πολέμου. Ακόμη και σήμερα παρατηρούνται κινήσεις αυτονόμησης (λχ στην σερβική δημοκρατία της Βοσνίας) ή ενώσεις κρατών (λχ του Κοσόβου και της Αλβανίας). Οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στις περισσότερες χώρες, αναγκάζουν τους λαους να κοιτούν προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μία διευκόλυνση της καθημερινότητας: ένα διαβατήριο μετακίνησης προς τη Δύση. Έτσι δημιουργείται μια υλικότατη θέση ισχύος μεταξύ των κρατών που εντείτε τη ταξική ασυμμετρία.
Δεν είμαστε σε θέση ως διεθνές κίνημα να αντιπαραβάλλουμε τη λογική μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας, όμως πρέπει να αναβαθμίσουμε τις δυνάμεις μας ενάντια στην δεδομένη παρασιτική επέκταση του δυτικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια: ενός καπιταλισμού που επιζητά failed states, διαιρεμένους λαούς και διαφθορά.
Σε αυτή τη κατεύθυνση, η οργάνωση μας καλείται να αναπτύξει τις σχέσεις της με αντίστοιχες δυνάμεις στα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματά μπορεί να στην Μακεδονία η Levica, στην Αλβανία η Organizata Politike, στην Σερβία η Partija Radikalne Levice.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, θα μπορούσαμε να ταξιδέψουμε και να συναντηθούμε με τις συλλογικότητες και τα κινήματά των άλλων λαών. Ο πυρήνας του στόχου μας θα μπορούσε να είναι να καλέσουμε σε κεντρικά γεγονότα, κοινές ημέρες δράσεις στα Βαλκάνια, φόρουμ ή φεστιβάλ, με το σχήμα: Βαλκάνια των λαών και των εργαζόμενων! Μία κίνηση στην οποία πρέπει να εμπλέξουμε όσο το δυνατόν περισσότερες οργανώσεις της ελληνικής αριστεράς
- Πρέπει να μιλήσουμε θαρραλέα για την συγκρότηση νέων ταυτοτήτων στο ελληνικό και διεθνές προσκήνιο ή η επανεμφάνιση παλαιών. Έχουν γίνει προσπάθειες και έρευνες για την κατάσταση των Βλάχων στις δύο πλευρές του ελληνο-αλβανικού συνόρου, των Μακεδόνων στις δύο πλευρές του ελληνο-μακεδονικού συνόρου, τους Πομάκους στις δύο πλευρές του ελληνο-τουρκικού συνόρου. Η υπεράσπιση της μνήμης και των υλικών χαρακτηριστικών που δείχνουν ότι σε αυτή την επικράτεια ζούσαν αρμονικά άνθρωποι με άλλες γλώσσες και άλλον ετεροκαθορισμό μπορεί να μοιάζει ως μία χαμένη υπόθεση του προηγούμενου αιώνα, αλλά η πραγματικότητα της μετανάστευσης την επανεμφανίζει ως κομβική.
Συλλογικότητες που έχουν δημιουργεί για την διάσωση γλωσσών και παραδόσεων, μπορούν να αναπτύξουν ένα πρόσφορο έδαφος για την συνεργασία των λαών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρόσφατη επίθεση της κ. Μενδώνη απέναντι στη Βλάχικη γλώσσα, η οποία έδωσε ένα εξαιρετικό ερέθισμα για να της απαντήσουμε ότι:
- το ιδιωτικό είναι πολιτικό – δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να είμαστε άλλοι άνθρωποι στο σπίτι και άλλοι στη δουλειά.
- μας πνίγει το εθνικό αφήγημα – είμαστε από πολλούς τόπους, μιλάμε διάφορες γλώσσες, θέλουμε να γνωρίσουμε περισσότερα.
- δεν έχουμε ξεμπερδέψει με τη βία που γεννούν οι εθνικές ιδέες.
Και τέλος, ότι οι άνθρωποι είμαστε αρκετά περίπλοκα πλάσματα: παρ’ότι ακούμε, μιλάμε, γράφουμε, συνεννοούμαστε σε μία γλώσσα και σε ένα πλαίσιο, πόλλες φορές ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουμε είναι να βρούμε στιγμές και μελωδίες εκτός του πλαισίου.
Αυτές οι παλιές ταυτότητες είναι χρήσιμες καθώς εμφανίζονται σε μία περίοδο που αναδύονται νέες συγγενεις ταυτότητες, κυρίαρχα από τους μετανάστες της δεύτερης γενιάς: η ελληνοαλβανική ταυτότητα και σε μικρότερο βαθμό μία δυνητική ελληνο-ασιατική ταυτότητα. Η κατανόηση τους μπορεί να μας επιτρέψει να παρέμβουμε ενάντια σε μία νέα “εθνική” ομοιογένεια η οποία πολλές φορές προκύπτει από τον κρατικό καταναγκασμό ή την υπόσχεση αντίστοιχων προσβάσεων. Έτσι, κριτήριο για την κτήση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως και ιθαγένειας, δεν πρέπει να είναι η κατασκευή μιας “ελληνικότητας” ή “δεσμών αίματός” αλλά η κοινή συμβίωση – είναι αδιανόητο παιδιά στα 18 τους να κινδυνεύουν με απελάσεις!
- Η ανάληψη κεντρικών και γενναίων πρωτοβουλιών που να στοχοποιούν τη γενικευμένη συνθήκη ανομίας που επικρατεί στα σύνορα. Λίγο ως πολύ, είναι ασφαλές να πούμε ότι οι δυνάμεις του κινήματός και της αριστεράς αδυνατούν να επέμβουν στα σύνορα και τις παραμεθόριες περιοχές. Για πολιτικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους οι περιοχές αυτές, οι πρόσφατα ενταγμένες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, αφομοιώθηκαν βίαια και με την ισχυρή στρατιωτική παρουσία.
Ένα χρόνο μετά την καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή, ο αποδιοργανωμένος κορμός του φασιστικού εσμού, προσπαθεί να ξαναβρεί τα πατήματα του εκμεταλλευόμενο τα κενά που του διαθετει το κράτος. Εμφανίστηκε στα πογκρόμ απέναντι σε μετανάστες και εργαζόμενους ΜΚΟ στα νησιά, στελέχωσε τις παρακρατικές εθνοφυλακές στα σύνορα του Έβρου και όξυνε το εθνικό αίσθημα των κατοίκων των περιοχών.
Είναι ασφαλές να πούμε ότι τα σύνορα είναι το εργαστήριο φασιστικοποίησης της κοινωνίας. Χρειαζόμαστε ενέργειες όπως πανελλαδικές πορείες στον εκάστοτε απονομιμοποιημένο ή επίκαιρο κρίκο της προσφυγικής αλυσίδας. Κάποιος/α θα μπορούσε να πει, δεν είμαστε λίγοι/ες για τέτοιες ενέργειες; Μάλλον είμαστε περισσότεροι/ες, πιο έμπειροι/ες από ότι την τελευταία φορά που το επιχειρήσαμε. Γράψαμε τότε για την πανελλαδική κινητοποίηση ενάντια στον φράχτη του Έβρου στις 31 Οκτ. του 2015:
“Δημιουργήσαμε το Συντονιστικό ενάντια στον Φράχτη του Έβρου για να γκρεμίσουμε τον φράχτη, να ανοίξουμε τα σύνορα, να σταματήσουμε την ανθρώπινη τραγωδία στη Μεσόγειο. Συλλογικότητες και άτομα συναντηθήκαμε για να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, ο καθένας και η καθεμία με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές και αναλύσεις, αλλά με την κοινή πεποίθηση ότι είναι ζήτημα της κοινωνίας και των κινημάτων να δώσουν ένα τέλος στον εφιάλτη των αιματοβαμμένων συνόρων. Οι συνελεύσεις του Συντονιστικού είναι ανοιχτές με αμεσοδημοκρατικές και οριζόντιες διαδικασίες και επιδιώκεται ο συντονισμός και η συνεργασία τόσο με αντίστοιχες πρωτοβουλίες στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αφού το ζήτημα των συνόρων ξεπερνά τα όρια της χώρας.Δεν μπορούμε να μένουμε σιωπηλοί μπροστά στο θάνατο. Όσο παραμένει όρθιος ο φράχτης και κλειστά τα σύνορα, το Ελληνικό Κράτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι αυτουργοί στις δολοφονίες χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στα παράλια της Μεσογείου, μέσα στα βυθισμένα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων”.
Τα επίδικα παραμένουν τα ίδια, εμείς είμαστε το ίδιο αποφασισμένοι/ες;
Για να συνοψίζουμε, προτείνουμε την εξής ποιότητα για τη συλλογικότητα μας:
“Δεν μας αρκεί η αλληλεγγύη: χρειάζεται και η αλληλοβοήθεια, ο συντονισμός, η σύγκλιση, η οργάνωση διεθνικά, όπως και ο εχθρός μας διεθνικά οργανώνεται. Χρειαζόμαστε επομένως μια αριστερά που να καταλαβαίνει τον κόσμο πέρα από τις εθνικές παρωπίδες που μας επιβάλλει ο καπιταλισμός και να οργανώνεται ανάλογα. Χρειαζόμαστε μια αριστερά που να είναι διεθνής.
Διεθνής εκ των προτέρων, ηθικά, προγραμματικά, αλλά και οργανωτικά: Και πιο συγκεκριμένα, θέλουμε να μάθουμε από τις εμπειρίες της υπόλοιπης αριστεράς, που δεν είναι δηλαδή έγκλειστη απλώς στη χώρα μας, από τις σκέψεις, τα μαθήματα, τις επεξεργασίες που μπορούν να μας εμπλουτίσουν και εμάς, από τις διπλανές μας χώρες και από τις πιο μακρινές.
Και όχι απλώς να μάθουμε, ούτε και μόνο να αλληλο-στηριχτούμε, αλλά και να οργανώσουμε
μαζί την κοινή μας ύπαρξη, τους κοινούς μας αγώνες, το κοινό μας μέλλον”.
Για να τα πετύχουμε αυτά, πιστεύουμε ότι απαιτούνται τα εξής:
- Συγκρότηση επιτροπής Διεθνών, όχι ως συνολική εκπροσώπησή μας καθώς ο διεθνισμός θα πρέπει να είναι βασική πτυχή της συλλογικής και προσωπικής μας τοποθέτησης, αλλά για να δημιουργήσει και να κρατήσει ζωντανές τις σχέσεις μας με δίκτυα, οργανώσεις, κινήματα διεθνώς. Να μεταφέρει σε όλους μας συζητήσεις, επεξεργασίες τους και οργάνωση αλληλεγγύης, κοινές καμπάνιες, κλπ., διαχέοντας σε όλη την οργάνωση αυτή τη διεθνή διάσταση. Να αναπτύξει μία μη δυτικό-κεντρική οπτική και να αναλάβει ως άμεσο επίδικο τη συγκρότηση επαφής με τους “κοντινούς” μας.
- Εξέταση των διεθνών δικτύων που είχαμε από τις προηγούμενες ή παράλληλες εντάξεις μας, όπως η 4η Διεθνής ή το κινηματικό δίκτυο αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε για το City Plaza.
- Ανάληψη άμεσων καθηκόντων και πολιτικών πρωτοβουλιών:
- Επαφή με οργάνωσης της Βαλκανικής Αριστεράς μέσα από ταξίδια και κοινές δράσεις γνωριμίες, για τη πιθανή διοργάνωση κεντρικών κοινών δράσεων
- Εστίαση στις νέες και παλιές λαϊκές ταυτότητες: επαφή με τις κοινότητες των μεταναστών 2ης γενιάς, δημόσιες παρεμβάσεις, χώρος και κοινή διεκδίκηση.
- Κεντρική ιεράρχηση της ανάδειξης των εγκλημάτων στα σύνορα, συμμετοχή σε πρωτοβουλίες ενάντια στις επαναπροωθήσεις, συστηματική δουλειά για να ρίξουμε φως στα εγκλήματα των συνόρων.
Αντί Επιλόγου:
Η ιδέα του προλεταριακού διεθνισμού, η ανάγκη δηλαδή της ενότητας και της αλληλεγγύης των εργατών όλου του κόσμου, η ανάγκη της συνεργασίας των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων διατυπώνεται με επιστημονική σαφήνεια και πληρότητα στο αρχικό κείμενο του καταστατικού της 1ης Διεθνούς, που γράφτηκε από το Μαρξ τον Οκτώβρη του 1864 και στο οποίο μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι:
«…όλες οι προσπάθειες που τείνουν προς το μεγάλο αυτό σκοπό, της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, απέτυχαν ως τώρα από έλλειψη αλληλεγγύης ανάμεσα στους διάφορους εργατικούς κλάδους κάθε χώρας και από την απουσία ενός αδελφικού δεσμού, ανάμεσα στους εργάτες των διαφόρων χωρών».