Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 11-13/3/2022.
“είναι μεγάλος πειρασμός, όταν το μόνο εργαλείο που έχεις είναι ένα σφυρί, να αντιμετωπίζεις τα πάντα ως καρφιά”
Η πανδημία του κορονοϊού έχει φέρει στο προσκήνιο ζητήματα διακυβέρνησης και καταστολής όπως ποτέ άλλοτε. Οι πολλές διαφορετικές πτυχές της κρίσης έχουν δοκιμάσει την ικανότητα των κρατών σε όλο τον κόσμο και δείχνουν τη σειρά διαφορετικών στρατηγικών που διαθέτουν τα καπιταλιστικά κράτη για να διατηρήσουν την «τάξη» και να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.
Η έναρξη της πανδημίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αποτυπώθηκε με τη φράση «οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες» και την «ενεργοποίηση» του Σ44 για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, επικαλούμενη και εκμεταλλευόμενη την συνθήκη της πανδημίας η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει καταχραστεί τις έκτακτες εξουσίες για τη θέσπιση μέτρων που καμία σχέση δεν έχουν με την πορεία της πανδημίας, με παράλληλο περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Κατά πόσο το μοντέλο διακυβέρνησης μέσω προσωρινών μέτρων αποτελεί κυρίαρχη άσκηση πολιτικής είναι συζητήσιμο, αλλά φαίνεται πως θέτει τις βάσεις ώστε η δημιουργία συνθηκών εξαίρεσης να κανονικοποιηθεί. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση εξαίρεσης δεν είναι ούτε ξένη ούτε οικεία προς το δικακό σύστημα, αλλά επιδιώκει να αποτελεί κομμάτι της έννομης τάξης μέσα από μια ζώνη ανομίας που εγκαθιδρύει. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση εξαίρεσης ορίζει ένα κατώφλι στο οποίο επικρατεί μια ασάφεια, μια γκρίζα ζώνη, το οποίο ενισχύει την εφαρμογή μιας βίας η οποία δεν στηρίζεται πουθενά, επομένως δε μπορεί να ελεγχθεί και από πουθενά. Η κυβέρνηση της ΝΔ (και κυβερνήσεις άλλων καπιταλιστικών κρατών) εδαφικοποίησε σε συγκεκριμένους χώρους συνθήκες εξαίρεσης, όπως το “εμπορικό κέντρο” όταν γίνονταν πορείες, οι πλατείες, ο δημόσιος εν γένει χώρος στον οποίο μπορούν να ορθωθούν κινηματικές αντιστάσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσει όσες δεν μπορούν να ενσωματωθούν, όσους δε θέλουν να συμβιβαστούν, όσες αποτελούν απόδειξη ότι αυτό το σύστημα δε λειτουργεί, όσα μπορούσαν να σπείρουν την αμφισβήτηση για την κυριαρχία της.
Τα κατασταλτικά μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση είναι καταφανώς αντίθετα με το πώς θα έμοιαζε μια καλή στρατηγική δημόσιας υγείας, όπου η εμπιστοσύνη και η κοινωνική συνοχή είναι απαραίτητες για τη συνεργασία που απαιτείται για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Αντ ‘αυτού, έχουμε μια κυβέρνηση που σχεδόν δεν μπορεί να κρύψει το γυμνό ταξικό συμφέρον της στρατηγικής της και επιδιώκει μέσω της πανδημίας μία μαζική επίθεση κατά των πολιτικών ελευθεριών. Δεδομένου ότι αυτή η προσέγγιση φαίνεται τόσο αντιπαραγωγική και δυνητικά βλάπτει τη εικόνα της κυβέρνησης, γιατί φαίνεται τόσο δεσμευμένη σε μια στρατηγική καταστολής και εξαναγκασμού;
“Τα κράτη, παρακράτησαν”
Σε νομοθετικό επίπεδο, τα κράτη θωρακίζονται διαρκώς θεσμικά μέσω:
- νέων αυστηρότερων προσαρμογών σε ποινικούς κώδικες,
- διακρατικές συμφωνίες για τρομονόμους,
- προσαρμογή και πρόβλεψη στα εθνικά πρότυπα για την δικαιοδοσία διεθνών δικτύων και οργανισμών αστυνόμευσης,
- νομοθεσίες για την ενσωμάτωση σύγχρονων δυστοπικών τεχνολογιών παρακολούθησης ή πειθάρχησης.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το πρόσφατο Ν/Σ για τις διαδηλώσεις τον Ιουλίο του 2020: μηδαμινός χρόνος για διαβούλευση, καταστολή στον δρόμο, την συσκότιση του τι αφορούσε: παρουσίαση του από την κυβέρνηση ως “εξορθολογισμός και προσαρμογή στα ευρωπαικά πρότυπα”. Με το πέρας και τη ψήφιση του Ν/Σ είδαμε την κυβέρνηση να μην το “εφαρμόζει” στη δική της Χρυσής Αυγής για πολιτικούς λόγους και να το επανεμφανίζει την 14η Νοέμβρη 2020 με την καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας και συνάθροισης. Μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα ότι ο νόμος δεν είναι κάτι που εφαρμόζεται καθολικά και γραμμικά, αλλά ότι η εφαρμογή απαιτεί μια διακυβερνητική “τεχνολογία” που ζυγίζει την ισορροπία των πολιτικών ανταγωνισμών.
Με βάση αυτά και τις εμπειρίες των τελευταίων χρόνων, θα χρειαστεί να βουτήξουμε πιο βαθιά στην ανάλυση μας για την καταστολή, αντιλαμβανόμενες ότι οι “τεχνολογίες” αυτές απαιτούν και άλλου τύπου καταστολή ανάλογα την στόχευση και την πολιτική συνθήκη. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι υπάρχουν αρκετές “καταστολές”:
Το μοντέλο της προληπτικής καταστολής είναι αυτό το οποίο φαίνεται να εφαρμόζεται πιο έντονα και συνίσταται σε ένα πλέγμα νομικών, οργανωτικών και υλικών δομών που αυστηροποιούνται σε αναλογία με την επίθεση απέναντι στα κοινωνικά κεκτημένα. Αποτελεί ουσιαστικά ένα μηχανισμό ελέγχου των αντιθέσεων που οξύνονται σε περιόδους κρίσης και έναν μηχανισμό αποτροπής της αμφισβήτησης των κυρίαρχων τάξεων, προτού φτάσουν να γειωθούν και να αποτυπωθούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Η προληπτική καταστολή δεν συντελείται κυρίαρχα με τη συμβολή της αστυνομίας (αν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι διαρκείς περιπολίες σε κάθε γωνία της πόλης, σταθερές μονάδες σε «επικίνδυνες» γειτονιές, χτύπημα μιας πορείας προτού βγει στον δρόμο, αυτόν τον σκοπό έχουν), αλλά μέσα από άλλες μορφές διαμόρφωσης συνειδήσεων των πληθυσμών, όπως είναι το δίκαιο και η εκπαίδευση.
Μια πολύ εμφανής αποτύπωση της προληπτικής καταστολής είναι ο τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις κρατούν τους μετανάστες «εκτός» των αστικών ιστών ή νομικού πλαισίου, ώστε να μπορούν να ρυθμίζουν τους όρους με τους οποίους μπορούν να εργαστούν νόμιμα ,να περιορίζει την πρόσβασή τους σε παροχές και γενικά να εξαρτούν κάθε είδους πτυχές της ζωής τους από τις πρακτικές κρατικής διοίκησης. Θέτουν υπό αίρεση τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των φυλακισμένων κατά το δοκούν, χρησιμοποιούν περισσότερη βία απέναντι τους, τους χρησιμοποιούν σε καταναγκαστικές εργασίες κατά την διάρκεια της ποινής τους.
Στο κομμάτι της κατασταλτικής πολιτικής και συνάρτηση με το μοντέλο της προληπτικής καταστολής παρατηρείται πως γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί το μοντέλο της πολιτικής της μηδενικής ανοχής (ΠΜΑ), το οποίο προωθεί την μεγαλύτερη αστυνόμευση και τις διευρυμένες αρμοδιότητες αυτού του σώματος. Όσον αφορά στο τελευταίο, η αστυνομία ξεφεύγει από τις «κλασικές» αρμοδιότητες της και διευρύνει τον χώρο και τον τρόπο δράσης της με εξουσία καταστολής συμπεριφορών που δεν αποτελούν παραβίαση κάποιου ποινικού νόμου, αλλά κρίνονται επικίνδυνες «για τη δημόσια τάξη και την (υγειονομική) ασφάλειας. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει με ωμό τρόπο στην πλατεία Κυψέλης, Αγίας Παρασκευής κπλ, στις πορείες του Κουφοντίνα κλπ κλπ. Κομμάτι και απόληξη των παραπάνω, εκτός των καταστάσεων που δημιουργούνται εντός του αστικού ιστού είναι τα παράνομα push- backs, ο εγκλεισμός των προσφυγισσών στα camps, η στρατιωτικοποίηση των συνόρων κλπ. Παράλληλα, επιδιώκεται να ενεργοποιηθούν μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου που αποδεσμεύονται από τον σκληρό πυρήνα του κράτους και μετατοπίζονται στους πολίτες και παίρνουν την μορφή άτυπου κοινωνικού ελέγχου.
Σε ένα τέτοιο κατασταλτικό μοντέλο είναι πιο εύκολο να εμφιλοχωρήσουν πιο εύκολα ρατσιστικές αντιλήψεις και εν γένει διακρίσεις εις βάρος συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Η λογική της ΠΜΑ της ΝΔ θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής: σπείρε τον φόβο, διώξε κάθε τι ανεπιθύμητο πριν έρθει, εξαφάνισε κάθε αντίδραση, πριν καν αυτή εκφραστεί.
Τα παραπάνω αποτυπώνονται και στον νέο ΠΚ με την αύξηση των ποινών, τον περιορισμό της υφ’ όρον απόλυσης, αλλαγές που οδηγούν σε ένταση και αύξηση του χρόνου του εγκλεισμού ως μοντέλο σωφρονισμού, επαναφορά της τιμώρησης της απρόσφορης απόπειρας, καθώς και φωτογραφικές διατάξεις σχετικά με την κατοχή εκρηκτικών υλών, τους εμπρησμούς και τη διατάραξη λειτουργίας της αρχής. Μέσα από το σχέδιο του νέου ΠΚ φαίνεται πως η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει το πιο συντηρητικό σωφρονιστικό μοντέλο που σκοπό έχει την αδρανοποίηση των υποκειμένων και την αποτροπή.
Ακόμη θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πρακτικές παραδειγματικής καταστολής, δηλαδή την εισαγωγή και στοχοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών πρακτικών/διαδικασιών/χώρων ώστε να δημιουργηθεί ένα παράδειγμα για την αγωνιζόμενη κοινωνία. Η αντί “καταληψιακή” ρητορική του Χρυσοχοίδη τον τελευταίο χρόνο, η ρητορική για το “άβατο των Εξαρχείων”, συνήθως δεν αφορούν μαζικά ή κατά βάση τους κατοίκους και τα προβλήματά τους – προωθούνται όμως συστηματικά: το για καιρό κλίμα που έφτιαχνε το παράδειγμα της “νεανικής επιπολαιότητας απέναντι στον COVID” λείανε το έδαφός για την παραδειγματική καταστολή του Μαΐου στην Κυψέλη και διεκδίκησε να έχει μία κοινωνία απέναντι της εθισμένη στην κυρίαρχη ρητορική, ικανή να χωνέψει τα χαστούκια που έριξε η αστυνομία ως κοινωνική προστασία.
Προφανώς, η αποδοχή της καταστολής από μεγάλες μερίδες της κοινωνίας είναι μία στάση που περιλαμβάνει ένα σύνολο πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών λόγων- αλλά η πρακτική του εθισμού είναι καίρια για την αναπαραγωγή της.
Επιπλέον, έχουμε την εργοδοτική και εργασιακή καταστολή, η οποία εκδηλώνεται στους εργασιακούς χώρους με την μορφή της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, η ανάκλησης δικαιωμάτων και την αποστέρηση εισοδήματος μετά από χρόνια μνημονίων και επίθεσης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο που έκαναν τις έννοιες σύνταξη, σταθερή δουλειά, ελεύθερο χρόνο και κοινωνικοποίηση να ξεστομιζονται από την νεολαία με τον σαρκασμό του μακρυνού και περασμένου. Υπάρχει όμως και η καταστολή που προκύπτει από τον ρόλο που κάποιος/α διαθέτει στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όπως δουλειές με εξουσιαστικό πρόσημο, διευθυντικό δικαίωμα ή διαμεσολαβιτική εκτόνωση (όπως ο ρόλος του Human Resources στις σύγχρονες επιχειρήσεις και στην διαμόρφωση του κοινωνικού πλαισίου εργασίας). Εδώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και με σχήματα αλλοτρίωσης- ωστόσο ας αρκεστούμε στο λιτό μαρξικό σχήμα: “Δεν μπορείς να είσαι κάτι 10 ώρες την ημέρα, και μετά να γυρνάς στο σπίτι και να είσαι κάτι άλλο”.
Ιδιαίτερα σημαντική θα ήταν μία ανάγνωση χωρικής καταστολής, με την διάσταση ότι ο ελεύθερος και κοινωνικά αξιοποιήσιμος χώρος έχει βρεθεί διαχρονικά στο στόχαστρο της καταστολής. Η χωρική καταστολή λειτουργεί και πραγματικά αλλά και συμβολικά για την “αναβάθμιση” περιοχών και χώρων και την απομάκρυνση των ανεπιθύμητων για το κράτος κοινωνικών ομάδων. Είτε μιλάμε για τη καταστολή απέναντι στους αγώνες των περιβαλλοντικών κινημάτων, είτε την εναντίωση του Πανεπιστημιακού ασύλου, είτε τον σχεδιασμό των πόλεων παγκόσμια με στόχευση τον μετασχηματισμό των πόλεων και των χρήσεων του χώρου για την θωράκιση απέναντι σε συγκρουσιακές καταστάσεις και εξεγερτικές πρακτικές. Η “πολεοδομική καταστολή” επικαλείται την καλύτερη εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών, ενώ στην πραγματικότητα έχει ως στόχο να κατακερματίσει τον κοινωνικό ιστό. Ο χώρος μετατρέπεται σε βασικό πολιτικό επίδικο του κοινωνικού ανταγωνισμού, με τα κράτη να συνδυάζουν πολιτικές καταστολής, εξευγενισμού, οικονομικής περίφραξης για να αποκλείουν και να εισάγουν δυνατότητες και χρήσεις.
Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει στο σήμερα, η έννοια της «τεχνοεποπτείας», η χρήση δηλαδή της τεχνολογίας για την παρακολούθηση των υποκειμένων. Η χρήση της τεχνολογίας, η αυτοματοποιημένη δηλαδή παρακολούθηση, αφαιρεί από την «εποπτεία» τη χωρική της διάσταση, καθότι ο χώρος και ο χρόνος σχετικοποιούνται, όταν μεταφέρονται στον ψηφιακό κόσμο. Έτσι, καθίσταται δυνατή η μαζική επιτήρηση των κοινωνικών υποκειμένων. Η τεχνοεποπτεία, δεν αποτελεί ένα μέσο πρόληψης εγκληματικών συμπεριφορών, αλλά ένα κατασταλτικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιείται από τα αστικά κράτη κατά κόρον το τελευταίο διάστημα, με πιο χαρακτηριστική την τοποθέτηση στους αστυνομικούς καμερών (Γαλλία, Ελλάδα πχ), προκειμένου να προστατέψουν τα συμφέροντα τους, όταν αυτά κινδυνεύουν, και κυρίως, όταν η κυριαρχία τους αρχίζει να αμφισβητείται με ευθύ τρόπο στον δρόμο.
Θα πρέπει όμως, εφόσον μιλήσαμε για “τεχνολογίες” της καταστολής, να δούμε και την “διάταξη των γκλόπ” που έχουμε να αντιμετωπίσουμε- δηλαδή το ενταταγμένο και σε υπηρεσία σώμα της καταστολής:
- Αντιτρομοκρατική και ΕΥΠ, δύο υπηρεσίες που λειτουργούν πλήρως στο απυρόβλητο,
- ΕΛ.ΑΣ, Αστυνομία Πόλεων, τα μηχανοκίνητα τσογλάνια της “Δ”, ΜΑΤατζήδες, και όποιον πάρει ο χάρος.
- Στράτος, Ακτοφυλακή και (ημι)θεσμοθετημένες (παρα)στρατιωτικές ομάδες όπως η Συνοριοφυλακή.
Τι τρομερές σπατάλες κοινωνικής δημιουργικότητας! Μας δείχνουν τα επίπεδα οχύρωσης του εχθρού, την απειλή που δημιουργούν για την ειρήνη και την ελευθερία: ο πόλεμος εξάλλου βρίσκεται στην αφετηρία του έθνους και της κρατικής συγκρότησης. Εξίσου όμως μας δείχνουν τον φόβου για επαναστάσεις. Είναι ζωτικής σημασίας να εξετάσουμε την καταστολή που ασκείται από την κυβέρνησή μας σε όλο τον κόσμο με τη μορφή συμμετοχής σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και κυρώσεις, σε κινήσεις ανατροπής δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Ο λόγος για τον οποίο είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη αυτές οι πιο μόνιμες και πιο γυμνές περιπτώσεις καταστολής δεν είναι μόνο ηθικοί (επειδή πρέπει να σκεφτούμε τις πιο επηρεασμένες ή τις πιο ευάλωτες), αλλά επειδή αποκαλύπτουν θεμελιώδεις πραγματικότητες σχετικά με τη φύση της κρατικής εξουσίας. Η κρατική εξουσία «δεν αποτελείται απλώς από ένοπλους, αλλά και από υλικότητες: φυλακές και θεσμούς εξαναγκασμού κάθε είδους από τους οποίους η κοινωνία των καθωσπρέπει κάνει πως δεν γνωρίζει τίποτα».
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι οι κρατικές λειτουργίες μπορούν να μειωθούν μόνο σε αυτήν την άσκηση καταστολής, αλλά σημαίνει ότι τα κατασταλτικά σώματα αποτελούν «πυρήνα» της κρατικής εξουσίας.
Σε όλο τον κόσμο, οι κατασταλτικοί θεσμοί του κράτους. ο στρατός, η αστυνομία (αστική και μυστική) και, σε μεγάλο βαθμό, η δημόσια διοίκηση και τα δικαστήρια, λειτουργούν με εξαιρετικά παρόμοιες δομές και ιδεολογίες. Συχνά οι ιδεολογικοί και πολιτικοί μας αντίπαλοι, βρίσκουν τρόπους μέσα από τον κυνισμό τους να διατυπώνουμε με ευθύτητα την πραγματικότητα. Όπως λοιπόν διατύπωσε ο Abraham Maslow το 1966: “Υποθέτω ότι είναι μεγάλος πειρασμός, όταν το μόνο εργαλείο που έχεις είναι ένα σφυρί, να αντιμετωπίζεις τα πάντα ως καρφιά”.
Αυτή η διατύπωση μας επιτρέπει να εντείνουμε την εκτίμησή μας για το πόσο εύθραυστες είναι οι πολιτικές ελευθερίες και τα δικαιώματα ακόμη και στις πιο φαινομενικά «προηγμένες» καπιταλιστικές δημοκρατίες, πόσο αναγκαία είναι η ανανέωση της αντίληψης μας για την καταστολή για να επιχειρήσουμε το ξήλωμα της. Η υπεράσπιση των πολιτικών μας ελευθεριών μέσα και έξω από το πλαίσιο της νομιμότητας θα αποτελέσει το διακύβευμα των μελλοντικών μας αγώνων.
Λειτουργεί επίσης ως προτροπή για να διαμορφώσουμε ξανά τον τρόπο που σκεφτόμαστε την καταστολή, δηλαδή να μην σκεφτόμαστε την καταστολή ως μια συγκεκριμένη «στρατηγική» που χρησιμοποιούν οι κρατικοί φορείς, αλλά ως συνέπεια της δύναμης και της επιρροής που τα κατασταλτικά μέρη του κράτος έχουν στη συνολική δομή της κρατικής διαχείρισης.
Καταστολή, ιδεολογία και υλικότητες
Τούτου λεχθέντος, δεν είναι δυνατόν να κυβερνά κανείς μόνο με την καταστολή. Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία αντιπροσωπεύει έναν πολύπλοκο μηχανισμό για την αναπαραγωγή της ικανότητας της άρχουσας τάξης να κυβερνά. Το κράτος διατηρεί την ηγεμονία της άρχουσας τάξης μέσω της εξισορρόπησης πολλών διαφορετικών μεταξύ τους τμημάτων ή «θέσμων». Ορισμένοι θεσμοί λειτουργούν κυρίως με καταστολή (για παράδειγμα η αστυνομία ή τα δικαστήρια) και ορισμένοι λειτουργούν κυρίως μέσω ιδεολογίας (για παράδειγμα το σχολείο ή ο τύπος).
Ενώ αυτοί οι διαφορετικοί μηχανισμοί έχουν όλοι τη δική τους εσωτερική «λογική» και τρόπο λειτουργίας, συνεργάζονται για την αναπαραγωγή της ηγεμονίας της άρχουσας τάξης μέσω ενός συνδυασμού ιδεολογίας και καταστολής. Ο «διαχωρισμός» και η ανεξαρτησία διαφορετικών τμημάτων του κράτους δεν είναι μια ψευδαίσθηση, καθώς το κράτος λειτουργεί επίσης ως μηχανισμός επίλυσης συγκρούσεων εντός της άρχουσας τάξης, επιτρέποντας την εκπροσώπηση και την εξουσία διαφορετικών κυβερνητικών τάξεων σε διαφορετικά κρατικά θεσμικά όργανα, Ταυτόχρονα όμως ενοποιεί αυτά συμφέροντα στο συνολικό έργο της διαχείρισης του κράτους.
Επομένως, ενώ το κράτος αποτελείται από ένα πλήθος διαφορετικών θεσμών και λειτουργιών, στο τέλος της ημέρας αυτά συνεργάζονται μαζί, και διευκολύνουν μια σύνθετη και συνεχή διαπραγμάτευση διαφορετικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης που, χωρίς τη δύναμη του κράτους, θα απειλούσε να καταναλώσει ο ένας τον άλλο και να καταστρέψει την ικανότητα της άρχουσας τάξης να κυβερνά.
Το άλλο αποτέλεσμα αυτού του διαχωρισμού των εξουσιών που λειτουργεί στο καπιταλιστικό κράτος είναι ότι στους περισσότερους πολίτες το κράτος φαίνεται «ανοιχτό». Κάθε πολίτης καλείται να φανταστεί ότι αυτοί οι φαινομενικά ουδέτεροι θεσμοί θα ανταποκρίνονται σε αυτόν, ότι θα μπορούσε να ζητήσουν από την αστυνομία να προστατεύσει την περιουσία του ή να ζητήσει τη βοήθεια των δικαστηρίων για την επιβολή των δικαιωμάτων τους. Αυτό είναι απαραίτητο για την ικανότητα της άρχουσας τάξης να κυβερνά, αφού το κράτος πρέπει να επιτρέψει στην άρχουσα τάξη να δημιουργήσει συνδέσεις με την ευρεία μάζα του πληθυσμού.
Το κράτος δεν μπορεί να ενεργήσει για να απομονώσει την άρχουσα τάξη από την υπόλοιπη κοινωνία, καθώς έτσι θα μοιάζει με έναν στρατό που πολιορκείται μέσα σε ένα φρούριο, καταδικασμένος να νικηθεί στο τέλος ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρές ήταν οι οχυρώσεις τους. Αντ ‘αυτού, το κράτος επιδιώκει να διευκολύνει τη συνδιαλλαγή ενός ευρύτερου μέρους του πληθυσμού πίσω από τα γενικά ταξικά συμφέροντα της αστικής τάξης; είναι εκείνο που μετατρέπει την καπιταλιστική τάξη σε καθολική τάξη, και τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε κοινό τρόπο ζωής. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω διαφόρων ειδών ιδεολογικών και υλικών μηχανισμών, κυρίως στην προβολή ενός «εθνικού συμφέροντος» που φαίνεται να υπερβαίνει την ταξική σύγκρουση και μια κοινωνική ισορροπία συγκρατούμενοι την αποφυγή «διαταραχής της ειρήνης» και τη διατήρηση της «τάξης» “.
Ωστόσο, η διατήρηση της «τάξης» σημαίνει τη διατήρηση της καπιταλιστικής τάξης και η διαταραχή της ειρήνης είναι κάτι που απειλεί να διαταράξει τις βασικές συνθήκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Για να επιτευχθεί με επιτυχία η διακυβέρνηση, οι κρατικοί φορείς πρέπει να προλαμβάνουν συνεχώς την πιθανότητα υπαρξιακών απειλών σε αυτήν την τάξη, χρησιμοποιώντας καταστολή όπου είναι απαραίτητο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του κεφαλαίου όχι μόνο σήμερα, αλλά και για το άμεσο μέλλον.
Πανδημία Καταστολής
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε από το γεγονός ότι έχουμε μια κυβέρνηση που τώρα φαίνεται να καταστρέφει τη διάκριση μεταξύ αυτών των διαφορετικών κρατικών θεσμών;
Πρέπει να τοποθετήσουμε αυτό το φαινόμενο με δύο τρόπους. Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε μια κυβέρνηση η οποία, με κάθε άλλο τρόπο, χάνει τη νομιμότητα. Ακόμη και σε γενικές γραμμές, ο χειρισμός της πανδημίας από την κυβέρνηση είναι εντελώς ανίκανος, γεμάτος σκάνδαλα διαφθοράς και με θάνατους περίπου 25.000 και ανεβαίνουν. Από την άποψη αυτή, η χρήση της καταστολής είναι προϊόν της κυβέρνησης που επιδιώκει τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για τη διατήρηση της τάξης και την πρόβλεψη πιθανής αντίστασης που μπορεί να προκύψει από τις κοινωνικές κρίσεις της πανδημίας, τόσο με την παραχώρηση μεγαλύτερων κατασταλτικών δυνάμεων όσο και με τη σειρά του, προσπαθώντας να κερδίσει υποστήριξη για αυτές τις δυνάμεις σε μια σημαντική μειονότητα του πληθυσμού.
Η καταστολή και ο περιορισμός των ελευθεριών μας από την αρχή της πανδημίας γίνονται στο όνομα της υγειονομικής ασφάλειας και γι αυτό το λόγο στην αρχή της πανδημίας ίσως κάναμε και εμείς το λάθος να τα αποδεχτούμε χωρίς σοβαρή επεξεργασία του τι σημαίνει πως στο όνομα της ασφάλειας περιορίζω τις ελευθερίες. Ενάμιση χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας το ζητούμενο είναι η πολιτική παρέμβαση να αναδεικνύει τις αντιφάσεις και τα ελλείματα του καπιταλιστικού συστήματος που έγιναν περισσότερο εμφανή κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρά η παρέμβαση αυτή να αφορά αυτή καθ’ εαυτή την πανδημία.
Σε ένα δεύτερο χρόνο, το να κερδίσει το κράτος υποστήριξη για καταστολή σημαίνει μετατόπιση της ευθύνης για την κοινωνική κρίση στους αποδιοπομπαίους τράγους, είτε πρόκειται για μετανάστες, είτε για τους νέους, είτε για τις διαδηλώτριες κλπ.
Δεύτερον, πρέπει επίσης να τοποθετήσουμε τις πρόσφατες κατασταλτικές επιλογές της κυβέρνησης στο πλαίσιο της πολύ πιο μακροπρόθεσμης τάσης κλιμάκωσης της καταστολής στη κοινωνία, που συχνά αναφέρεται ως «επίθεση στις πολιτικές ελευθερίες». Όπως είδαμε, το δυναμικό καταστολής υπάρχει εντός του κράτους όσο οι κατασταλτικοί θεσμοί της κρατικής εξουσίας παραμένουν ανέπαφοι και η κλιμάκωση της καταστολής ήταν η τάση του ελληνικού κράτους τώρα εδώ και αρκετές δεκαετίες. Από τη συντριβή του 2008, η λιτότητα σημείωσε τεράστια αύξηση της δύναμης των καταπιεστικών τμημάτων του κράτους, καθώς οι περικοπές κοινωνικής πρόνοιας δημιούργησαν ένα σύστημα παροχών λιγότερο επικεντρωμένο στην παροχή οικονομικής υποστήριξης σε όσους έχουν ανάγκη και περισσότερο στην πειθαρχία τους μέσω κυρώσεων και απουσίας κοινωνικής πολιτικής.
Εδώ μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα ότι αυτή η αυξανόμενη τάση καταστολής σχετίζεται στενά τόσο με τον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας όσο και με την παρακμή του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Όπως βλέπουμε αυτή τη στιγμή, μια κρίση νομιμότητας δεν θα είναι απαραιτήτως επιβλαβής για μια κυβέρνηση όπου δεν υπάρχει ρεαλιστική αντιπολίτευση, και η μόνη δύναμη που μπορεί να αντεπεξέλθει ιστορικά στην αντιπολίτευση ήταν η οργανωμένη εργατική τάξη.
Καταστολή και αντίσταση
Το κράτος θα χρησιμοποιήσει τεράστια καταστολή «ως έσχατη λύση» σε περιόδους υψηλών συγκρούσεων. Ωστόσο, όταν υπάρχει μεγάλη αντίσταση, η άρχουσα τάξη πρέπει επίσης να είναι προσεκτική για να διασφαλίσει ότι η καταστολή συνοδεύεται από πολύ πιο έντονη ιδεολογική νομιμοποίηση για να αποφευχθούν τα αντίθετα αποτελέσματα.
Γνωρίζουν το παράδοξο της καταστολής: ότι πολλές φορές η αύξηση της καταστολής, οδηγεί σε αύξηση της αντίδρασης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε επίσης να αντιμετωπίσει τους νέους ως «εσωτερικό εχθρό, υγειονομικές βόμβες», προσπαθώντας να συγκεντρώσει υποστήριξη για τον ταξικό της πόλεμο, πείθοντας μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ότι οι νέοι αντιπροσώπευαν μια υπαρξιακή απειλή για τον ίδιο τον τρόπο ζωής τους.
Ωστόσο, η οργανωμένη αντίσταση μετριάζει τη χρήση καταστολής από το κράτος με δύο τρόπους. Οι πιο εμφανώς οργανωμένες κοινωνικές πρωτοβουλίες και κινήματα να αντιμετωπίσουν την καταστολή άμεσα: αγωνιζόμενα για ανακουφιστικές ανάσες ζωής στον καπιταλισμό αναγκάζουν την άρχουσα τάξη να κυβερνά περισσότερο μέσω ιδεολογικών και όχι κατασταλτικών μέσων. Αυξάνουν τη δύναμη και την επιρροή εκείνων των τμημάτων του κράτους που δεν λειτουργούν κυρίως μέσω της καταστολής και κάνουν την ίδια την καταστολή ένα λιγότερο αποτελεσματικό μέσο διακυβέρνησης.
Όπως βλέπουμε με μορφές καταστολής όπως οι έλεγχοι μετανάστευσης, η ίδια η καταστολή μπορεί να παράγει τις δικές της μορφές ιδεολογικής νομιμοποίησης. Για παράδειγμα, με την ταξινόμηση των μεταναστών ως «παράνομων» το κράτος μπορεί να δικαιολογήσει σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού τη χρήση κατασταλτικών πρακτικών εναντίον τους. Συνήθως, ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να παρέχει την ιδεολογική νομιμοποίηση για καταστολή, και όταν το κράτος χρησιμοποιεί κατασταλτική τακτική, βασίζεται πάντα σε ένα στοίχημα ότι δεν θα προκαλέσει σημαντική αντίσταση. Νωρίς στην πανδημία είδαμε συντονισμένες προσπάθειες να επικεντρωθούμε στην ευθύνη της εξάπλωσης του ιού στο ευρύ κοινό, με στοιχεία των ΜΜΕ να ρωτούν αν η κυβέρνηση θα χρησιμοποιούσε τον στρατό για να σταματήσει τον «πανικό» και η κυβέρνηση κατηγορεί τους «νέους» και εθνοτικές μειονότητες για ιογενή μετάδοση.
Στην Ελλάδα, λοιπόν, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της κατασταλτικής κρατικής υποδομής, που τροφοδοτείται από την μνημονιακή καταστροφή των δυνάμεων της εργασίας, έχει δημιουργήσει ένα κράτος που βασίζεται σημαντικά στην καταστολή. Δεδομένης της φύσης του καπιταλιστικού κράτους και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν διάφοροι κρατικοί μηχανισμοί σχετικά ανεξάρτητα από μια συνολική «στρατηγική», είναι δυνατό για τους καταπιεστικους θεσμούς εντός του κράτους να «ξεφύγουν». Δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι η άρχουσα τάξη ξέρει πάντα πώς να επιτύχει την τέλεια ισορροπία μεταξύ του καρότου και του μαστιγίου για να εξυπηρετήσει τα δικά τους συμφέροντα.
Αναγνωρίζοντας ότι η κύρια ιδεολογική νομιμοποίηση για πολλές από τις πρόσφατες επεκτάσεις της κρατικής καταστολής είναι η πανδημία μπορεί να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε στρατηγικές για την αντιμετώπισή της. Για να αντιμετωπίσουμε την καταστολή που εφαρμόζεται υπό την κάλυψη της προσπάθειας «καταπολέμησης του ιού», πρέπει να προτείνουμε μια εναλλακτική που υποστηρίζει μια σοβαρή προσέγγιση της δημόσιας υγείας που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και τη συνεργασία και δημιουργεί τον ιδεολογικό χώρο για να αντιταχθεί στην καταπιεστική προσέγγιση για τα μέτρα που εστιάζουν στην ποινικοποίηση και την τιμωρία. Γενικότερα, ενώ η κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει πιο ανοιχτή καταστολή στην κοινωνία, απαγορεύοντας διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, αξίζει να έχουμε κατά νου ότι η χρήση των ίδιων τακτικών στους χώρους εργασίας είναι πολύ πιο δύσκολη, καθώς μπορεί να απειλήσει την παραγωγικότητα στο χώρο εργασίας και επομένως τα καπιταλιστικά συμφέροντα.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα γράφονται παραπάνω, θα πρέπει να είναι προφανές πόσο σημαντική είναι η αλληλεγγύη, και ιδιαίτερα η αλληλεγγύη στους “αόρατους/ες”, στην καταπολέμηση της κρατικής καταστολής. Αυτό σημαίνει ότι για να οικοδομήσουμε ισχυρές πρωτοβουλίες ενάντια στην καταστολή πρέπει επίσης να επικεντρωθούμε στην αντίσταση στους ελέγχους της μετανάστευσης και να οικοδομήσουμε ευρύτερες μαζικές εκστρατείες κατά της ανοδού του εθνικισμού και της πολεμικής ρητορικής.
Η καπιταλιστική κοινωνία είναι γεμάτη αντιφάσεις. Παρόλο που ο καπιταλισμός βασίζεται στην καταστολή ακόμη και στα πιο «δημοκρατικά» έθνη, η καπιταλιστική αγορά, που εξαρτάται από την ελεύθερη ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ νομικά ίσων αγοραστών και πωλητών, αναπαράγει συνεχώς δημοκρατικές φιλοδοξίες και ιδεολογίες εντός του πληθυσμού. Ακόμη και στις πιο καταπιεστικές καπιταλιστικές κοινωνίες είναι δυνατή η αντίσταση, αλλά χρειάζεται οργάνωση και αλληλεγγύη.
Οργάνωση της Αντίστασης και της Αλληλεγγύης
Ο αγώνας για ελευθερία είναι μια διαρκής πάλη στην οποία οι πρακτικές αντίστασης του κινήματος πρέπει να κινούνται στην αναδιοργάνωση των σχέσεων εξουσίας και τη δημιουργία νέων εδαφών πολιτικής δράσης, νέων χώρων ελευθερίας εντός των οποίων θα διεξάγονται οι κινηματικές διεργασίες.
Οι «χώροι ελευθερίας» δίνουν τη δυνατότητα για ρήξη με την κανονικότητα, για επανοηματοδότηση της καθημερινότητας των υποκειμένων και των συλλογικών αγώνων και κυρίως είναι χώροι μέσα στους οποίους μπορεί να συγκροτηθεί αυτό που συγκροτεί και τη συλλογική δράση, δηλαδή η συλλογική ταυτότητα, η οποία αποτελεί η ίδια έναν δυναμικό χώρο σχέσεων. Από τη συλλογική ταυτότητα εκκινάται η συλλογική δράση και μέσα από αυτήν διαμορφώνεται, μεταβάλλεται και διαιωνίζεται.
Τέτοιο χώροι είναι κατεξοχήν δομές αλληλεγγύης, κοινωνικά στέκια, καταλήψεις κλπ. Η σημασία των χώρων αυτών πέρα από τα παραπάνω εντοπίζεται και στα εξής: αρχικά υπάρχει υλική αποτύπωση των ιδεολογικών αξιών, που δίνει πραγματικό παράδειγμα οργάνωσης απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα. Από την άλλη είναι χώροι στους οποίους βρίσκονται υποκείμενα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, που δύσκολα θα βρίσκονταν επί ίσοις όροις κάπου αλλού. Σε μια κατάληψη στέγης προσφύγων για παράδειγμα συνυπάρχουν στο ίδιο σπίτι άτομα που προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς τόπους και σπάει το κυρίαρχο αφήγημα περί εθνικών ταυτοτήτων. Σε κοινωνικά στέκια συνυπάρχουν άνθρωποι της γειτονιάς που είναι σε θέση να ανταλλάξουν εμπειρίες και βιώματα που διαφορετικά δε θα μπορούσαν γιατί πχ δεν βρίσκονται στους ίδιους εργασιακούς ή άλλους χώρους. Οι χώροι αυτοί δίνουν την δυνατότητα για ένα πραγματικά συμπεριληπτικούς αγώνες, για πολύμορφα κινήματα, για την εμπλοκή κάθε καταπιεζόμενου υποκειμένου στον αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση. Αυτούς τους χώρους η οργάνωση μας πρέπει να αναζητήσει και να δημιουργήσει ξανά.
Για να καταλήξουμε σε κάποια πρακτικά βήματα τα οποία θα μπορούσε να κάνει η νέα μας συλλογικότητας και που θα μπορούν να έχουν αποτέλεσμα μέσα στις κινηματικές διεργασίες τόσο όσον αφορά το κατασταλτικό αλλά και κάθε κοινωνικό αγώνα είναι σημαντική και μια κριτική σχετικά με το λόγο και την πρακτική μας την προηγούμενη περίοδο. Ένα από τα σημαντικά σημεία σχετικά με αυτό ήταν ο τρόπος που αντιμετωπίσαμε τα αντικατασταλτικά κινήματα γύρω από το ζήτημα της νομιμότητας.
Αυτό έγινε αρκετά εμφανές στην υπόθεση Κουφοντίνα, που κεντρικό ρόλο στις κινητοποιήσεις έπαιξε το μπλοκ των δικηγόρων, ως το πρόσωπο της νομιμότητας των αιτημάτων του ΔΚ. Η παρουσία του μπλοκ αυτού και η συγκρότηση της πρωτοβουλίας νομικών και δικηγόρων σίγουρα αποτελεί μια θετική εξέλιξη στην παρέμβαση μας στον εν λόγω χώρο και σε καμία περίπτωση δεν απορρίπτεται ως εργαλείο.
Ωστόσο η ανάδειξη αυτού του μπλοκ ως «πρωτοπορία» στις κινητοποιήσεις γύρω από την καταστολή και την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών μας έφερε σε μια αδυναμία να πολιτικοποιήσουμε τα αιτήματα των κινημάτων, θέτοντας τα -θέλοντας και μη- στο δίπολο του νόμιμου-παράνομουόπως με το, η διαδήλωση είναι συνταγματικό μας δικαίωμα, η μεταγωγή του ΔΚ προβλέπεται στον Σωφρονιστικό Κώδικα (ωστόσο ακόμη και αν το κράτος δεν μας είχε δώσει αυτά τα δικαιώματα, αυτά θα ήτα δικά μας).
Αυτό οδήγησε στην μερική υποχώρηση του λόγου περί πολιτικών ελευθεριών και της απεμπλοκής του κινηματικού χαρακτήρα από την αιτηματολογία μας, η οποία βρισκόταν διαρκώς σε μια θέση υπεράσπισης δοσμένων από το κράτος δικαιωμάτων χωρίς το στοιχείο της αμφισβήτησης (γιατί μας ανήκει το δικαίωμα να αγωνιζόμαστε και να διαδηλώνουμε ανεξάρτητα από κάποια νομική κατοχύρωση, γιατί ο Κουφοντίνας αποτελεί πολιτικό κρατούμενο ακόμη και αν αυτός ο όρος δεν έχει νομικό μανδύα κλπ). Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα αιτήματα μας κινούνται μέσα αλλά και έξω από το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας και όταν παραμελείται το ένα από τα δύο στοιχεία αφαιρείται και ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της πολιτικής μας παρέμβασης.
Το επόμενο διάστημα η νέα μας συλλογικότητα πρέπει να μιλήσει για ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών μέσα και έξω (και κυρίως έξω) από το πλαίσιο της νομιμότητας και να αναδείξει το ζήτημα της καταστολής πέρα από τις πιο εμφανείς αποτυπώσεις της.
- Να μη διστάζει να παίρνει ρίσκα και να ξεφεύγει από παραδοσιακά εργαλεία.
- Να εμπνέει και να εμπνέεται από άλλους χώρους και άλλα κινήματα.
- Να δημιουργήσει και να συμμετάσχει σε εγχειρήματα, χώρους και δομές αλληλεγγύης.
- Να είναι σε θέση να εκμεταλλεύεται στιγμές και να μην τις αφήνει να χάνονται. Να δρα εκείνη τη στιγμή και να έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να μπορεί να το κάνει αυτό. Η αμεσότητα δράσης δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη δημοκρατικότητα λήψης αποφάσεων.
Για την οργάνωση της αλληλεγγύης απαιτείται ο συντονισμός με άλλες δομές που ενδεχομένως να έχουν διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά από τα δικά μας, αλλά ίδια λογική στη μεθοδολογία παρέμβασης σε συγκεκριμένα ζητήματα, όπως το προσφυγικό και η συνέλευση ενάντια στις επαναπροωθήσεις και τη βία των συνόρων.
Πέρα από τον συντονισμό ωστόσο με άλλες ομάδες και δομές, απαραίτητη είναι και μια συλλογική οργάνωση της δικής μας παρουσίας στον δρόμο, ώστε και αυτή να είναι πιο συγκροτημένη. Εργαλείο για αυτό θα μπορούσε να είναι η δημιουργία μιας ομάδας συντονισμού/προετοιμασίας της παρουσίας μας.
Τα προηγούμενα χρόνια είδαμε επίσης, πως η αξιοποίηση κτιρίων με έναν τρόπο φαινομενικά «αντικοινωνικό», έχει αποτελέσει το έναυσμα για μια αναβάθμιση της κοινωνικής δημιουργικότητας των υποκειμένων (μεταξύ των οποίων και κάποιων από εμάς) και πώς το άνοιγμα στην κοινωνία, μιας κατάληψης στέγης και του τι αυτή συμβολίζει και προωθεί, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ρεύμα κόσμου που πλαισίωνε το εγχείρημα και τις πολιτικές αποχρώσεις αυτού. Το επόμενο διάστημα, ως νέα συλλογικότητα θα μπορούσαμε να βάλουμε ξανά στο τραπέζι αυτές τις πρακτικές και να αναστοχαστούμε αν μπορούν να είναι προωθητικές για εμάς και το πώς ανταποκρινόμαστε στις σύγχρονες ανάγκες και συνθήκες.
Η νέα μας συλλογικότητα είναι ικανή να καλύψει έναν «κενό» πολιτικό χώρο και να εμπνεύσει αγωνίστριες που δεν βρίσκουν τον εαυτό τους σε μεγάλες και συμπαγείς πολιτικές ταυτότητες και αναζητούν έναν χώρο που προσπαθεί να απομακρυνθεί από παραδοσιακές αφηγήσεις και πρακτικές, που αντιλαμβάνεται τις νέες συνθήκες και προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αυτές.
Στο τέλος της ημέρας, «Αν ζούμε, ζούμε για να πατήσουμε πάνω στα κεφάλια των βασιλιάδων». Και αυτός πρέπει να είναι ο ορίζοντας της δράσης της νέας μας συλλογικότητας.
Βαρελτζής Δημήτρης, ΣΒ ΝΔΠ
Καμπά Ζαμίλε, ΣΒ Ανατολικών
Φάρας Αντώνης, ΣΒ Εξαρχείων