Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 11-13/3/2022.
Ήθελα να προτείνω μια τροπολογία, αλλά φοβάμαι ότι κανείς δεν θα την πάρει στα σοβαρά. Αν το έκανα, θα ήταν κάπως έτσι:
«Απαγορεύεται η χρήση λέξεων και φράσεων που δεν προβλέπονται από το παρόν Καταστατικό, όπως “να συνεδριαστεί το κείμενο”, “ποιος θα συνεδριάσει τη ΣΒ”, επαφές, περιφέρεια, ακτίφ, όργανο, καθοδήγηση. Επίσης, απαγορεύεται -ειδικά στον προφορικό λόγο- η χρήση ακρωνυμίων όπως σουβου, ομ, πουσου».
Ο λόγος είναι νομίζω φανερός: αν εκφωνήσεις όλες αυτές τις λέξεις στη σειρά, η ηχός που θα απομείνει στον αέρα αποτυπώνει εύγλωττα αυτό που απωθεί πολλούς ανθρώπους από την υπαρκτή αριστερά. Αυτό που θέλω να πω με αυτό το κείμενο είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν δίκιο και δεν πρέπει να υποτιμάμε αυτήν τους την απέχθεια (την οποία, για να μην εκληφθεί ότι μιλώ εκ μέρους άλλων, σαφώς μοιράζομαι) ως γενικά αντικομματική, απολίτικη ή στενά αισθητική. Άλλωστε, η αισθητική είναι υλοποιημένη ιδεολογία, είναι πολιτική πρακτική κατ’ εξοχήν.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ακριβώς εκεί: στην πολιτική πρακτική που υποκρύπτουν (ή αποκαλύπτουν) αυτές οι φράσεις. Αλλάζοντας το όνομα στα πράγματα, αλλάζεις και τα ίδια τα πράγματα. Είναι ριζικά διαφορετικό να πεις: «θα κάνουμε συνέλευση για να αποφασίσουμε πάνω στο τάδε θέμα, με βάση την τάδε εισήγηση» και διαφορετικό να πεις «το τάδε κείμενο θα συνεδριαστεί στη ΣΒ», ή «ο τάδε από το όργανο θα πάει να τους συνεδριάσει το κείμενο». Δεν χρειάζεται να είσαι φιλόλογος για να καταλάβεις ότι οι τρεις αυτές φράσεις έχουν διαφορετικό υποκείμενο, άρα διαφορετικό κέντρο βάρους: αντίστοιχα τη συνέλευση, το κείμενο (του οργάνου), ή τον αντιπρόσωπο (του οργάνου). Αποκαλύπτουν τρεις διαφορετικές αντιλήψεις για το τί είναι μια συνέλευση, ποια πορεία ακολουθεί ένα κείμενο ή όποια άλλη απόφαση, ποια η σχέση τελικά μεταξύ βάσης και ηγεσίας.
Παρόμοια αισθάνομαι για τα αρκτικόλεξα: αισθητικά μου είναι απεχθή, θυμίζουν στρατόπεδο ή τοπικό κατάστημα ΙΚΑ, αλλά το θέμα πάλι δεν είναι αυτό. Θέλω να ακούω τη λέξη «συνέλευση» ή «συντονιστικό», για να καταλαβαίνω για τί πράγμα μιλάμε και για να ξέρω ότι και αυτός/η που τη λέει καταλαβαίνει το ίδιο. Τα «ΣΒ» και τα «ΠΣ», απογυμνώνουν ένα όνομα από τη ζωντανή πραγματικότητά του, το καθιστούν ένα στοιχείο ενταγμένο σε μια αλλότρια δομή, ένα κρίκο σε μια αλυσίδα μεσολαβήσεων.
Η τεχνική ως διαχωρισμός
Θα σκεφτεί κάποιος/α εδώ ότι, εντάξει, τραβηγμένο, τόσο τα αρχικά όσο και τις παραπάνω φράσεις τα χρησιμοποιούμε όχι για να υποβάλλουμε μια πολιτική αντίληψη, αλλά για λόγους τεχνικούς, χάριν ευκολίας, για να κερδίζουμε χρόνο. Η εικόνα του μπίζυ στελέχους που δεν θέλει να χάνει χρόνο (αυτοκριτικά το λέω, πολλοί/ες έχουμε ταυτιστεί κατά καιρούς με αυτή) είναι κάπως προβληματική, αλλά ας το προσπεράσουμε προς το παρόν, γιατί ο πυρήνας του προβλήματος είναι ακριβώς σε αυτή τη δικαιολογία: αυτή η όντως τεχνική ορολογία, παραπέμπει σε μια ορισμένη τεχνική: στην τεχνική της διαχείρισης μιας οργάνωσης (ή ενός οργανισμού, ή ενός κράτους κοκ). Η διαχείριση αυτή, υποτίθεται, έχει κάποιες ουδέτερες και αναγκαίες λειτουργίες, ανεξάρτητες του όποιου περιεχομένου, οι οποίες απαιτούν μια ορισμένη τεχνογνωσία, την οποία κατέχουν ορισμένα άτομα ή όργανα.
Κάθε τεχνική, από τις οδηγίες του πλυντηρίου ως την πυρηνική φυσική, τείνει να αποστασιοποιεί τους μη-γνώστες και -ακόμα περισσότερο- τις μη-γνώστριες. Έχω αισθανθεί πολλές φορές ότι χρησιμοποιώντας τις παραπάνω φράσεις, νιώθουμε μια ορισμένη απόλαυση, μια αίσθηση εξουσίας: είναι σαν να φωνάζουμε προς τους άλλους (δηλαδή, προς τους κάτω) ότι εμείς κατέχουμε αυτή την τεχνογνωσία, αυτή την τεχνική που είναι αναγκαία για τη διοίκηση, και που αυτοί δεν κατέχουν. Ακόμα και άνθρωποι που δεν είναι καθόλου του στυλ τους, αναγκάζονται να χρησιμοποιούν δημόσια αυτή την ορολογία για να νιώθουν ότι «ανήκουν», ότι «ξέρουν», κι ας αντηχεί ξένη και τζούφια στο στόμα τους.
Να, ακόμα και η λέξη «τροπολογία» για παράδειγμα, η οποία παρεμπιπτόντως αποτελεί μια μεταφορά από τον αστικό κοινοβουλευτισμό, υποψιάζομαι ότι αποκλείει ανθρώπους από το να προτείνουν αλλαγές στα κείμενα της Συνδιάσκεψης, καθώς τους ακούγεται ως κάτι πολύ νομοτεχνικό και άρα απαιτητικό. Γιατί δηλαδή τις λέμε «τροπολογίες» και δεν τις λέμε απλά «αλλαγές» ή «διορθώσεις»; Γιατί να μιλάμε σαν νομοπαρασκευαστική επιτροπή και όχι σαν άνθρωποι;
Μιλώντας με αυτόν τον τρόπο, είναι σαν λέμε στους απ’εξω ότι μια αριστερή οργάνωση δεν είναι κάτι απλό, κάποιοι άνθρωποι που μαζεύονται, συζητάνε, αποφασίζουν και δρούνε από κοινού. Δεν είναι κάτι δικό τους, κάτι που πηγάζει αυθόρμητα από την ίδια την κοινωνική τους πραγματικότητα, αλλά κάτι αλλότριο και περίπλοκο, κάτι που προϋποθέτει γνώση κι εμπειρία (πόσες φορές μας έχει πει κάποιος ή κάποια ότι θα ήθελε να συμμετέχει, αλλά φοβάται ότι δεν μπορεί;). Είναι κάτι που τελικά μπορεί να το συλλάβει και να το γνωρίζει στην ολότητά του μόνο μία πολύ συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, ή για την ακρίβεια, ένας πολύ συγκεκριμένος μηχανισμός: η γραφειοκρατία.
Γραφειοκρατία είναι η αστική ιδεολογία μέσα μας
Γραφειοκρατία λοιπόν δεν είναι η ηγεσία. Γραφειοκρατία δεν είναι η εκπροσώπηση. Γραφειοκρατία δεν είναι ένα σύνολο ατόμων που θέλουν να εξουσιάσουν τη βάση. Η γραφειοκρατία είναι ένας μηχανισμός που πηγάζει μέσα από την ίδια τη συλλογικότητα, αρχικά για να την υπηρετεί και τελικά κάθεται πάνω της, βάζοντάς την να δουλεύει εκείνη για την δική του αναπαραγωγή – την οποία έχει ταυτίσει με την αναπαραγωγή της ίδιας της συλλογικότητας. Η γραφειοκρατία είναι και μέσα και έξω ταυτόχρονα. Για να δικαιολογεί και να αναπαράγει το ρόλο της, χρειάζεται να θεμελιώνει διαρκώς αυτή τη κρίσιμη διάκριση της από το όλο, χωρίς όμως να διαχωρίζεται τελείως από αυτό. Να λέει τα ίδια πράγματα λίγο αλλιώς – αλλά αν της πεις ότι τότε μιλά για κάτι άλλο, να μπορεί πάντα να σε καθησυχάζει ότι υπερβάλλεις. Να ξέρει πάντα κάτι παραπάνω – που αν της ζητήσεις να το μοιραστεί με τους άλλους, θα σου πει ότι αυτό ακριβώς προσπαθεί, αλλά οι άλλοι δεν θέλουν.
Αυτό κυρίως: η γραφειοκρατία, τυπική ή άτυπη, πάντα ξέρει κάτι παραπάνω. Έχει μιλήσει με τον τάδε, γνωρίζει ανθρώπους, ξέρει πράγματα από τα μέσα, έχει εμπειρία, ξέρει πως γίνονται τα πράγματα, έχει σύνεση κι ευθύνη, δεν βιάζεται γιατί βλέπει τη μεγάλη εικόνα. Και φυσικά, κάνει πάντα και κάτι παραπάνω (όταν ο Στάλιν ξεκίνησε να συγκεντρώνει πάνω του μία – μία τις θέσεις ευθύνης, οι οποίες ήταν αρχικά χρεώσεις κομματικής δουλειάς και όχι πόστα εξουσίας, ένας μπολσεβίκος σχολίασε: μήπως είναι πάρα πολύ όλη αυτή η δουλειά για έναν μόνο άνθρωπο;), ενώ, υπονοείται άρρητα, οι άλλοι ολιγωρούν, δεν ακολουθούν, δεν εκτελούν τα καθήκοντά τους.
Αυτή η λειτουργία της γραφειοκρατία είναι ανεξάρτητη από το όποιο πολιτικό περιεχόμενο, καθώς στηρίζεται ακριβώς στην ουδετερότητά της, στην ουδέτερη τεχνική, στο ουδέτερο λεξιλόγιο που κατέχει. Μπορεί να αξιοποιήσει τις τεχνικές της για να διοχετεύσει τα πιο διαφορετικά περιεχόμενα. Μέσα όμως από αυτή την ουδέτερη πρακτική, η γραφειοκρατία τείνει πάντα να αναπαράγει τον εαυτό της και, κατ’ επέκταση, παράγει πολιτικά αποτελέσματα: διαχωρισμούς, αναπαραγωγή και παγίωση ρόλων. Με μια λέξη, παράγει σταθερότητα. Για αυτό η γραφειοκρατία είναι κακό πράγμα για μια επαναστατική οργάνωση, όχι για λόγους δημοκρατίας ή ηθικής. Για αυτό οι οργανώσεις της αριστεράς τα σκατώσαμε το 2015, όσο επαναστατικές και να είμασταν. Γιατί όταν αλλάζουν απότομα οι συνθήκες, οι γραφειοκρατίες ξεβολεύονται, αγχώνονται και δεν ξέρουν τί να κάνουν πέρα από το να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή τους στις νέες συνθήκες, ακόμα και αν αυτές απαιτούν την ολοκληρωτική αναδιάταξη ή διάλυσή τους.
Ακόμα περισσότερο: η τεχνική της γραφειοκρατίας κατά τη διαχείριση μιας οργάνωσης, αναπαράγει κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση τη γραφειοκρατία του αστικού κράτους: ο διαχωρισμός διανοητικής και πρακτικής εργασίας, ο διαχωρισμός τελικά εξουσίας και εργασίας, η ανάθεση της διοίκησης σε πολλαπλά στρώματα βαθμοφόρων που στην πράξη λογοδοτούν κυρίως προς τους ανώτερους, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η εκλογή της ηγεσίας από ένα καθολικό εκλογικό σώμα και η καταστατικά ανεξέλεγκτη στη συνέχεια λειτουργία της ως τουλάχιστον τις επόμενες εκλογές, η τάση αναπαραγωγής της ίδιας ηγεσίας ακόμα και μετά από αυτές. Έτσι, η γραφειοκρατία μιας κατά τα άλλα εργατικής οργάνωσης καθίσταται ο πιο υλικός τρόπος ένταξής της στο αστικό κράτος. Η γραφειοκρατία, σε τελευταία ανάλυση, είναι η αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας εντός των εργατικών οργανώσεων.
Πώς πολεμάμε την γραφειοκρατία;
Τέλος, θα ρωτήσει κάποιος, έχεις την αυταπάτη ότι με διοικητικά μέσα μπορεί κανείς να χτυπήσει την γραφειοκρατία, δηλαδή την αστική ιδεολογία; Ναι, ακριβώς έτσι. Αυταπάτη, πολλάκις ηττημένη στην ιστορία του εργατικού κινήματος, είναι η άποψη ότι την γραφειοκρατία την χτυπάς με το «σωστό πολιτικό περιεχόμενο». Η γραφειοκρατία, είπαμε, είναι πρακτική, δεν είναι περιεχόμενο. Και ο μόνος τρόπος να καταπολεμηθεί είναι με πρακτικές: με πρακτικές που θα προσπαθούν ασταμάτητα να εντοπίζουν, να αναδεικνύουν και να πολεμάνε το κενό ανάμεσα στην ηγεσία και τη βάση, ανάμεσα στα όργανα και τα μέλη, ανάμεσα στο μέσα και το έξω, ανάμεσα σε αυτούς που ξέρουν και αυτές που δεν ξέρουν. Πρακτικές που διαμοιράζουν συνεχώς τη γνώση, που αμφισβητούν την εμπειρία, που επερωτούν παραδοσιακές πρακτικές, που διαλύουν αυτονόητα. Πρακτικές που προσπαθούν συνέχεια να ενθαρρύνουν και όχι να ελέγχουν, να κινητοποιούν και όχι να καθηλώνουν τα μέλη σε μια ορισμένη τάξη.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν όλες οι προσπάθειες συλλογικής οργάνωσης, πιστεύω είναι ακριβώς αυτό: να αξιοποιήσουν τα άπειρα μέσα που έχει να προσφέρει στη συλλογική ζωή το μυαλό, η καρδιά, οι γνώσεις, οι επιθυμίες του καθένα και της καθεμίας μας που μετέχει σε αυτές. Δεν το καταφέρνουν σχεδόν ποτέ και δεν είναι τυχαίο – ο λόγος είναι η αστική ιδεολογία και η υλική μορφή αναπαραγωγής της εντός της οργάνωσης, δηλαδή η γραφειοκρατία.
Ούτε εμείς ως τώρα το καταφέρνουμε. Οι άνθρωποι που μετέχουν ήδη στην κοινή μας συλλογικότητα, μπορεί να είναι λίγοι, αλλά είναι εξαιρετικά ικανοί κι ικανές. Ο αριθμός τους αντιστοιχεί σε αυτό που αν είμασταν, ή αν πρώτα ο Θεός κάποτε γίνουμε, μια πραγματικά μαζική οργάνωση, θα το λέγαμε στενό ηγετικό πυρήνα. Δεν τους/μας αντιστοιχεί να μας/τους αντιμετωπίζουμε ως μια πλαδαρή βάση που πρέπει να «καθοδηγήσουμε», να «συνεδριάσουμε», να ιεραρχήσουμε τα καθήκοντά της και στο τέλος να την μαλώσουμε που δεν τα έκανε. Αντιστοιχεί να πάρουμε από τον καθένα και την καθεμία το μέγιστο που έχει και θέλει να δώσει, να ενθαρρύνουμε με κάθε μέσο, με κάθε τρόπο, την ενεργοποίησή της, την συμμετοχή στις αποφάσεις, την πρωτοβουλία – όλα αυτά που καταστέλλει δομικά η γραφειοκρατία, ακριβώς για να αναπαράγει το διακριτό της ρόλο.
Αυτό για εμένα είναι το βασικότερο που έχουμε να αποφασίσουμε στην ιδρυτική μας συνδιάσκεψη: θα υιοθετήσουμε αυτούσιο το γραφειοκρατικό, αποτυχημένο και σε τελευταία ανάλυση αστικό μοντέλο λειτουργίας της υπαρκτής αριστεράς, ή θα πειραματιστούμε, θα ανοίξουμε το δρόμο σε άλλες μορφές; Αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, δεν έχουμε άλλες προτάσεις που να αντιστοιχούν σε αυτή τη φιλοδοξία, πέρα από αυτές που αφορούν τον τρόπο εκλογής του «κεντρικού οργάνου», της «καθοδήγησης» όπως λέμε στα κρυφά. Πέρα από ένα διαφορετικό τρόπο λειτουργίας, οι προτάσεις αυτές θα δώσουν ελπίζω και ένα σημαντικό σήμα προς τους απέξω, ότι εδώ τουλάχιστον το σκέφτονται. Ξέρω ότι οι προτάσεις αυτές προκαλούν διάφορες εύλογες ανησυχίες για μελλοντικούς κινδύνους. Όμως αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τίποτα άλλο που να δείχνει στην πράξη ότι νοιαζόμαστε για την υπόσχεσή μας να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς. Να το πω διαφορετικά: για άλλη μια φορά, έχουμε να διαλέξουμε μεταξύ πιθανών μελλοντικών κινδύνων και παροντικής βεβαιότητας ότι τίποτα δεν θα αλλάξει. Μεταξύ υπευθυνότητας κι ελπίδας.
Αυτά όμως, τα πιο σημαντικά, τα είπαμε αλλού. Για να κλείσω επιστρέφοντας στη δική μου μικρή εμμονή, επειδή μάλλον θα ντραπώ να την κατεβάσω ως «τροπολογία», πολύ σας παρακαλώ, μην χρησιμοποιούμε άλλο αυτές τις κακές μα τόσο παντοδύναμες λέξεις. Έτσι μόνο θα ανοίξουμε το δρόμο σε άλλες λέξεις, που ακόμα δεν υπάρχουν.
Νίκος Νικήσιανης, Συνέλευση Θεσσαλονίκης