Τι πιο φυσιολογικό λοιπόν για την παρέα μας όταν την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 1973 καταλήφθηκε το Πολυτεχνείο, από το να πάρει φωτιά ο κώλος μας; Θα είχαμε κατεβεί από την Πέμπτη, αλλά με ένα μείγμα συλλογικότητας και φόβου θέλαμε να πάμε όλο το Ε΄ Κλασικό στο Πολυτεχνείο. Τελικά, καταφέραμε την Παρασκευή δεκαοκτώ από μας να πάμε στην κατάληψη και οι υπόλοιποι να κάνουν μεν αποχή, αλλά να πάνε βόλτα στην Καισαριανή. Πήραμε το λεωφορείο και κατεβήκαμε στην Ακαδημίας. Από εκεί, ρωτώντας, κατηφορίσαμε προς το Πολυτεχνείο. Εγώ ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα στο κέντρο της Αθήνας μόνος μου. Ήμασταν ενθουσιασμένοι και περίεργοι, όσο όμως πλησιάζαμε στην Κάνιγγος μας καταλάμβανε μια άγρια χαρά και αρχίσαμε να ουρλιάζουμε παράφωνα ό,τι σύνθημα ακούγαμε: από το «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» μέχρι το «Παπαδόπουλε, φασίστα, που παντρεύτηκες μια πλύστρα!».
Ο κόσμος ήταν πολύς και όσο περνούσε η ώρα αυξανόταν. Σιγά σιγά καταφέραμε να διανύσουμε το πλήθος, με αποτέλεσμα όμως να διαλυθεί η ομάδα μας και να μείνουμε 4-5, και γύρω στις 4 μ.μ. (ήμασταν απογευματινοί στο σχολείο) να προσεγγίσουμε την είσοδο της Πατησίων. ζητήσαμε να μπούμε μέσα, ακούγαμε από τα μεγάφωνα ανακοινώσεις της Συνέλευσης των Μαθητών, όμως η περιφρούρηση, μάλλον φρονίμως ποιούσα, δεν μας άφησε. Έτσι, μείναμε ακριβώς απέξω, σκούζαμε όλα τα συνθήματα, είδαμε ένα κραταιό μπλοκ οικοδόμων που φώναζε «Κάτω η χούντα» (η πρώτη εικόνα οργανωμένης εργατικής τάξης στη ζωή μου) και ένα σύνθημα σε μια κολόνα δίπλα στην είσοδο «Κάτω το κράτος», που δεν το καταλάβαμε.
Την ίδια ώρα, ο δυστυχής δάσκαλος πατέρας μου, φορώντας εκπαιδευτική ενδυμασία (κοστούμι και γραβάτα), ειδοποιημένος από τη διεύθυνση του Γυμνασίου ότι πήγαμε στο Πολυτεχνείο, εξαιρετικά ανήσυχος αλλά και άπειρος βεβαίως, διένυε το πλήθος ψάχνοντας το γιο του. Το εξεταστικό βλέμμα του και η μάλλον παράταιρη εμφάνισή του προξενούσαν τη στερεοτυπική, πλην όμως εύλογη εντύπωση ότι είναι αστυνομικός, οπότε παρενέβη η περιφρούρηση: «Τι κάνεις εδώ, ρε;» «Τι να κάνω, ρε παιδιά, ψάχνω το γιο μου, είναι μαθητής» «Άσ’ τα αυτά, εδώ γκρεμίζουμε τη χούντα. Φώναζε μαζί μας!». Μάλλον τον πίστεψαν, ωστόσο ο Βλάσης υποχρεώθηκε να βροντοφωνάξει το εμπνευσμένο «Πίπη, που στηρίζεσαι;», το οποίο αναφερόταν στον ελεεινό δοτό πρωθυπουργό της χούντας Σπύρο Μαρκεζίνη. Μετά από αυτή την ψυχρολουσία και καθώς δεν με έβρισκε, ο πατέρας μου επέστρεψε άπρακτος για να υποστεί, εκτός από την αγωνία του, καθώς ήδη το ραδιόφωνο μιλούσε για εκτεταμένες συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας, και τον πανικό της μάνας μου, μέχρι να επιστρέψω στις 11 το βράδυ, οπότε και ρίξαμε ένα γερό καβγά, ο οποίος όμως, λόγω των τραγικών που ακούγαμε από το ραδιόφωνο για το Πολυτεχνείο, εκτονώθηκε γρήγορα.
Όσο προχωρούσε το απόγευμα, το παλλόμενο πλήθος παρουσίαζε όλο και μεγαλύτερη οργή και ταραχή. Τα μεγάφωνα μετέδιδαν συνεχώς καταγγελίες για αστυνομική βία στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο και όταν ακούσαμε για τραυματίες καταλάβαμε ότι ήρθε η ώρα να γυρίσουμε σπίτια μας. Ήμασταν ακόμα χαρούμενοι, αλλά και κάπως απογοητευμένοι, οπωσδήποτε θυμωμένοι και λίγο φοβισμένοι. Μετά όμως φοβηθήκαμε πολύ. Μην ξέροντας καθόλου την Αθήνα, ακολουθήσαμε το δρόμο που ήρθαμε. Όμως, στα στενά γύρω από το Πολυτεχνείο γινόταν κόλαση. Ποδοβολητά, φωτιές και κρότοι παντού. Πανικοβληθήκαμε και είχαμε τη φαεινή ιδέα να ξαναβγούμε στην Πατησίων. Εκεί τα είδαμε όλα: Απέναντι και προς τα δεξιά μας ένα κτίριο φλεγόταν, παντού οδοφράγματα, φωτιές και δακρυγόνα. Κλαίγοντας και βήχοντας, αρχίσαμε να τρέχουμε προς την Ομόνοια, που δεν ξέραμε ότι είναι εκεί, και τότε είδαμε τους αστυφύλακες, ορδές με τα κλομπ στα χέρια, να ορμούν καταπάνω μας. Είχαμε μείνει μόνοι μας με τον Κουνενή και κρατιόμασταν από το χέρι για να μη χαθούμε. Ευτυχώς κάποιος μας τράβηξε και χωθήκαμε σε μια πάροδο, σχετικά ήσυχη, όπου στην πρώτη στάση μας ξέρασα τα σωθικά μου. Από εκεί, κάνοντας διάφορους κύκλους που δεν θυμάμαι πια, φτάσαμε στο Σύνταγμα και με τα πόδια καταλήξαμε στου ζωγράφου, κατάκοποι, έντρομοι, αλλά και το εννοώ πολύ γεμάτοι, πολύ διαφορετικοί.
Το Πολυτεχνείο με άλλαξε ριζικά. Όχι ότι έκανα κάτι σημαντικό, αλλά ένιωσα τι σημαίνει «λαός» και «εξέγερση». Και κάτι ακόμα, που το κατάλαβα αργότερα: Έμαθα, ή μάλλον ξεκίνησα να μαθαίνω, να διαχειρίζομαι το φόβο μου. Αν ένα δεκαεξάχρονο παιδί μπορεί να τα βγάλει πέρα στον κακό χαμό, γιατί δεν μπορεί ένας έμπειρος και διαυγής ενήλικας; Λέμε τώρα… Εν πάση περιπτώσει, μετά το Πολυτεχνείο ο Νίκος ήταν άλλος. Τέρμα η πάρλα, ο Ήλιος και οι περαντζάδες, ψάξιμο για ανθρώπους που ξέρουν περισσότερα, για βιβλία της ιδεολογίας μας, ραδιοσταθμοί των ανατολικών χωρών όποτε τους έπιανα, «Κάτω η χούντα» με μαρκαδόρο σε τοίχους και τουαλέτες…