Το ζήτημα της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) έλαβε τεράστια δημοσιότητα λόγω του τρόπου με τον οποίο λειτούργησε – τρόπο που είχε προβλέψει το εκπαιδευτικό κίνημα – αποκλείοντας χιλιάδες επιπλέον μαθητές από την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές. Το πιο ακραίο παράδειγμα αυτής της λειτουργίας ήταν η Αρχιτεκτονική Σχολή της Ξάνθης όπου δεν εισήχθη ούτε ένας απόφοιτος Γενικού Λυκείου.
Έχει μια αξία να επιχειρήσουμε να «διαβάσουμε» αυτή τη μεταρρύθμιση στο πλαίσιο της ευρύτερης μεσοπρόθεσμης στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου, και της ανάγκης προσαρμογής του εκπαιδευτικού μηχανισμού σε αυτή τη στρατηγική. Η προσαρμογή αυτή είναι αναγκαία για τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας σε κάθε περίοδο που εκπονείται ένας τέτοιος μεσομακροπρόθεσμος αστικός σχεδιασμός, καθώς ο εκπαιδευτικός μηχανισμός παίζει καθοριστικό ρόλο στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας τόσο οριζόντια (οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας κατανέμονται μεταξύ των διαφορετικών επαγγελμάτων), όσο και κάθετα (οι έχοντες διαφορετικό επίπεδο γνώσεων έχουν διαφορετικούς ρόλους στην παραγωγική διαδικασία, διαφορετικές απαιτήσεις όταν ψάχνουν δουλειά κοκ).
Η σκέψη της Αριστεράς γύρω από το εκπαιδευτικό σύστημα επιχειρεί συχνά να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο υπαρκτές τάσεις, δύο ρόλους που έχει – μεταξύ άλλων – ο εκπαιδευτικός μηχανισμός. Από τη μία αναλύεται η λειτουργία που έχει να ανακόπτει την πρόσβαση σημαντικών τμημάτων των μαθητ(ρι)ών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και να τους/τις κατευθύνει σε χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες μετά το σχολείο, και άρα σε χαμηλότερους ρόλους στην παραγωγή, με λιγότερα δικαιώματα, διαδικασία που αφορά κυρίως τον κάθετο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Η λειτουργία αυτή κωδικοποιείται ως «ταξικοί φραγμοί», με το δεδομένο ότι σε συντριπτικά ποσοστά αυτοί και αυτές που «αποτυγχάνουν» να υπερβούν τα εμπόδια που τους τίθενται προέρχονται από κοινωνικά στρώματα με χαμηλότερα εισοδήματα και εκπαιδευτικό επίπεδο.
Ο δεύτερος ρόλος του εκπαιδευτικού μηχανισμού, αφορά την καπιταλιστική επιδίωξη για μεγαλύτερη παραγωγικότητα και εκμετάλλευση της εργασίας μέσα από την παραγωγή σχετικής υπεραξίας: εργαζόμενοι με υψηλότερα εκπαιδευτικά επίπεδα μπορούν να παράγουν περισσότερο σε ίδιο αριθμό ωρών εργασίας. Εκτός αυτού, ο δεύτερος ρόλος ανταποκρίνεται και στην ανάγκη να μπορούν οι εργαζόμενοι να είναι χρήσιμοι για το κεφάλαιο συνολικότερα και όχι για μία συγκεκριμένη επιχείρηση, κάτι που προϋποθέτει την σχετικά εύκολη μεταπήδησης από τη μία επιχείρηση στην άλλη ή και από τον έναν τομέα στον άλλο. Αυτές οι ανάγκες καλύπτονται ευκολότερα εάν υπάρχει μαζική πρόσβαση στην ανώτατη – και δη την πανεπιστημιακή – εκπαίδευση. Η μαζική πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ενισχύθηκε ευρύτερα στη Δυτική Ευρώπη τα μεταπολεμικά χρόνια του «κοινωνικού συμβολαίου». Αυτή η γενικότερη τάση, σε συνδυάστηκε με τους κοινωνικούς αγώνες στην Ελλάδα, και ειδικά τους φοιτητικούς και εκπαιδευτικούς, που δεν επέτρεψαν τον ακόμα μεγαλύτερο κάθετο κατακερματισμό της εκπαίδευσης, διαδικασία που έχει συμβεί σε άλλες χώρες, και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η Γερμανία, ο κατακερματισμός ξεκινάει ήδη αμέσως μετά το δημοτικό. Στην πληθώρα αποφοίτων της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα συνέβαλλαν επιπλέον ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες στον στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες ενίσχυαν την απαίτηση για μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως η παράδοση της «οικογενειακής επένδυσης» στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση ως διαβατήριο για την κοινωνική κινητικότητα και τη δυνατότητα των παιδιών να ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός έχει φυσικά και άλλες λειτουργίες, που δεν εξετάζονται εδώ, με κυρίαρχη την ιδεολογική.
Στη σημερινή συνθήκη, και η ίδια η ελληνική αστική τάξη επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ της ανάγκης από τη μία πλευρά να έχει πιο άμεσα διαθέσιμο (χωρίς δηλαδή προηγούμενες πανεπιστημιακές σπουδές) και με λιγότερες απαιτήσεις εργατικό δυναμικό, για την εκπαίδευση του οποίου θα δαπανώνται και μικρότερα κρατικά κονδύλια, και – από την άλλη πλευρά – την ίδια στιγμή να αξιοποιήσει στο έπακρο το υπάρχον ειδικευμένο δυναμικό, το οποίο μεταναστεύει μαζικά στο εξωτερικό από το 2010 και μετά.
Η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) φαίνεται να αποτελεί την πιο μεγάλη τομή των τελευταίων ετών που επιχειρεί η καπιταλιστική στρατηγική για την εκπαίδευση, ρίχνοντας περισσότερο το βάρος στο σκέλος του κάθετου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, με αποτέλεσμα ήδη από την πρώτη χρονιά να εισάγονται στα ΑΕΙ (συμπεριλαμβανομένων των πρώην ΤΕΙ) 13 χιλιάδες φοιτητ(ρι)ες λιγότεροι/ες. Δεν είναι όμως μόνο οι συγκεκριμένοι αριθμοί που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Είναι, ακόμα περισσότερο, η ρητορική υπεράσπισή τους από την Νίκη Κεραμέως, η οποία δήλωσε ότι «οι νέοι μας δεν εγκλωβίζονται πλέον στα πανεπιστήμια», και υπερτόνισε την δυνατότητα πρόσβασης – άρα και την ανάγκη μαζικοποίησης – σε μία χαμηλότερη βαθμίδα, αυτή των δημόσιων ΙΕΚ. Μια ρητορική που υπονοεί ότι όσοι κόπηκαν από την ΕΒΕ θα γίνονταν ανεπαρκείς φοιτητές. Το ψευδές της δήλωσης είναι εύκολο να εξηγηθεί, καθώς αρκεί κανείς να ανατρέξει στους βαθμούς που είχαν στα ειδικά μαθήματα σχεδίου οι μετέπειτα απόφοιτοι των αρχιτεκτονικών σχολών, για να αντιληφθεί ότι πολλοί σημερινοί αρχιτέκτονες θα είχαν κοπεί από τις ΕΒΕ. Η υπουργός συμπλήρωσε, όμως, για όσους δεν θα μπουν στα ΑΕΙ, πως «Οι νέοι μας έχουν διέξοδο και προοπτική. Οι σπουδές τους θα τους δώσουν αυτά που θέλουν και θα τους βοηθήσουν να αποκατασταθούν επαγγελματικά». Είναι προφανές ότι ο απόφοιτος ενός ΙΕΚ (δημόσιου ή ιδιωτικού) θα έχει λιγότερες γνώσεις, θα κληθεί να καταλάβει χαμηλότερη θέση στον καταμερισμό εργασίας, και άρα να έχει χαμηλότερες απολαβές και απαιτήσεις.
Το βασικό ερώτημα είναι σε ποια ευρύτερη διαδικασία επιχειρεί να προσαρμόσει την εκπαίδευση η συγκεκριμένη τομή. Ποια είναι η εκτίμηση του αστικού συνασπισμού εξουσίας για τις αναδιαρθρώσεις στην ελληνική οικονομία, που τον οδηγούν να επιχειρεί να απομακρυνθεί από μία πιο μαζική τριτοβάθμια εκπαίδευση (με όλα τα προβλήματά της), και να μη μείνουμε σε μια μάλλον δευτερεύουσα ανάγνωση ότι όλο αυτό έγινε για να έχουν πελατεία τα ιδιωτικά κολέγια, αν και η ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι σημαντική επίπτωση. Νομίζω ότι σημαντικό εργαλείο για να αντιληφθούμε τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική τους, είναι η έκθεση Πισσαρίδη. Η συγκεκριμένη επιδίωξη διαπερνά ολόκληρο το κείμενο, και όχι μόνο τα τμήματα που αναφέρονται στην εκπαίδευση. Η έκθεση κάνει μια κεντρική πρόβλεψη για την ελληνική – και όχι μόνο – οικονομία: τη συμπίεση των θέσεων εργασίας «ενδιάμεσης» ειδίκευσης (κυρίως θέσεις διανοητικής εργασίας χωρίς υψηλό βαθμό ειδίκευσης) και την μελλοντική «πόλωση» των θέσεων εργασίας μεταξύ υψηλής και χαμηλής ειδίκευσης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «Η μαζική εισαγωγή ψηφιακών τεχνολογιών … οδήγησε στην «πόλωση» της απασχόλησης, δηλαδή στη μείωση των θέσεων εργασίας που απαιτούσαν δεξιότητες μεσαίου επιπέδου, όπως οι θέσεις εργασίας σε γραφεία για διοικητικά αντικείμενα, και την αντικατάστασή τους από θέσεις εργασίας σε επαγγέλματα τόσο με χαμηλότερες όσο και με υψηλότερες δεξιότητες.» Επιπλέον, «Οι θέσεις εργασίας που σταδιακά αντικαθίστανται δεν περιορίζονται σε εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης στον τομέα της μεταποίησης, αλλά επεκτείνονται στις υπηρεσίες, στις μεταφορές και σε εξειδικευμένες εργασίες»
Η συγκεκριμένη κεντρική πρόβλεψη δεν σημαίνει ότι οι θέσεις εργασίας θα μειωθούν γενικώς, κάτι που εξάλλου δεν έχει συμβεί ποτέ, ούτε κατά τις προηγούμενες περιόδους έκρηξης της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, από την βιομηχανική επανάσταση ως την εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι ολόκληροι κλάδοι σαρώνονται, και επαγγέλματα εκλείπουν, ενώ δημιουργούνται νέοι, με μαζικά τμήματα των εργαζόμενων τάξεων να βρίσκονται στο περιθώριο σε αυτή τη διαδικασία, καθώς – ειδικά στις μεγαλύτερες ηλικίες- δεν τους παρέχεται η δυνατότητα ή η βοήθεια να ανταπεξέλθουν σε αυτές τις αλλαγές. Είναι πολύ δύσκολο στα 55 του κανείς να αρχίσει μια τελείως καινούρια δουλειά, έχοντας βρεθεί άνεργος.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της διαδικασίας στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα, είναι η αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου, όπου με τη μείωση του προσωπικού των καταστημάτων οδηγούμαστε σε μαζικές «εθελούσιες» απολύσεις. Όπως, όμως, χαρακτηριστικά αναφέρει το πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη, «Παρόμοιες εξελίξεις είναι πιθανό να προκύψουν και σε άλλους κλάδους που βασίζονται σε εργασία όπου αναμένεται αυτοματοποίηση. Εκτιμάται ότι 14%-20% των ενήλικων εργαζομένων στην ΕΕ αντιμετωπίζουν πολύ υψηλό κίνδυνο αυτοματοποίησης (άνω του 70% πιθανότητα αυτοματοποίησης), ενώ σε μόλις 12%-14% των εργαζομένων ο κίνδυνος αυτοματοποίησης είναι χαμηλότερος του 30%. Ο χαμηλότερος κίνδυνος αυτοματοποίησης παρατηρείται σε κλάδους που προσφέρουν κοινωνικές και προσωπικές υπηρεσίες, στην εκπαίδευση, στην υγεία και σε κλάδους που παράγουν πολιτιστικά αγαθά (cultural industries).”)»
Η προηγούμενη κεντρική παραδοχή αυτή συνδυάζεται με μία ευρύτερη αντίληψη ότι υπάρχει σημαντικό ποσοστό ετεροαπασχόλησης: «Σημαντικός αριθμός πτυχιούχων παραμένει άνεργος για μεγάλο χρονικό διάστημα, ετεροαπασχολείται ή μεταναστεύει στο εξωτερικό. Το τελευταίο συχνά οφείλεται σε υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας πτυχιούχων στην ελληνική αγορά εργασίας ακόμα και σε κλάδους υψηλής ζήτησης, εξειδίκευσης και κόστους σπουδών (γιατροί, μηχανικοί, κλπ.).» Αυτό θεωρείται εμμέσως σπατάλη κρατικών δαπανών, αφού δεν υπάρχει σχέδιο δημιουργίας θέσεων εργασίας στους κλάδους εκείνους που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Έτσι, η κατεύθυνση για μεγέθυνση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και σμίκρυνση της ανώτατης επιχειρεί να μειώσει τις κρατικές δαπάνες για την εκπαίδευση και ταυτόχρονα να μειώσει τον χρόνο σπουδών, και επομένως να μειώσει και τον μέσο όρο ηλικίας κατά τον οποίο οι εργαζόμενοι γίνονται διαθέσιμοι στην αγορά εργασίας, καθώς «Στις ηλικίες 15-24 ετών, η συμμετοχή στην αγορά εργασίας υπολογίζεται σε 22,5%, έναντι 39,4% στην ΕΕ και 40,3% στην Ευρωζώνη, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην χαμηλότερη θέση στην ΕΕ.». Αυτό που αποκρύπτεται τόσο στην έκθεση όσο και στις δηλώσεις Κεραμέως, είναι ότι ο απόφοιτος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις ακόμα και όταν εργάζεται σε άλλες δουλειές. Επιπλέον, η αίσθηση ότι ύπαρξης εναλλακτικών λόγω πτυχίου, επιτρέπει στον εργαζόμενο να έχει μεγαλύτερες αντιστάσεις στο χώρο δουλειάς, μαζί με την πολιτική εμπειρία που ενδεχομένως να έχει αποκομίσει στις συλλογικές φοιτητικές διαδικασίες των ΑΕΙ.
Η επιδίωξη της έντασης του κάθετου καταμερισμού της εκπαίδευσης είναι σαφής και σε άλλα σημεία της έκθεσης, όπου γίνεται πολεμική στην κατάργηση των ΤΕΙ (όπως και εάν αυτή έγινε) («Η κατάργηση των ΤΕΙ και η ενσωμάτωσή τους στα πανεπιστήμια περιορίζει την εσωτερική διαφοροποίηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και την ικανότητα ανταπόκρισης των προγραμμάτων τους στις διαφοροποιημένες και μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, ιδιαίτερα στους τομείς εφαρμογών της τεχνολογίας») ενώ ταυτόχρονα προάγεται ευθέως και η απευθείας εύρεση εργασίας αμέσως μετά το λύκειο («“Επιπλέον, η θεσμοθέτηση του Εθνικού Απολυτηρίου που χορηγείται με βάση εξέταση σε αυξημένο αριθμό επιλεγόμενων μαθημάτων (7-9) θα συμβάλλει στην ενίσχυση των γνώσεων και ικανοτήτων, όχι μόνο όσων συνεχίζουν στην ανώτατη εκπαίδευση, αλλά και όσων εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.»)
Παρότι τα προηγούμενα φαίνεται να είναι η κεντρική της κατεύθυνση, η ελληνική αστική τάξη έχει να διαχειριστεί την αντίφαση ότι θέλει ταυτόχρονα να αξιοποιήσει τους πολλούς αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης («Ως αποτέλεσμα, στις νεότερες ηλικίες το ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι υψηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου.») και αναγνωρίζει ως πρόβλημα τη μετανάστευσή τους, αλλά και το γεγονός ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων τους θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος («Το εν δυνάμει ανθρώπινο κεφάλαιο δεν αξιοποιείται πλήρως και μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα σε μια στροφή του παραγωγικού υποδείγματος προς μια ανοικτή και καινοτόμα οικονομία.»). Ή όπως αναφέρεται εκτενέστερα σε άλλο σημείο της έκθεσης, «η κουλτούρα και στόχευση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης για τη νέα γενιά που παραδοσιακά επιδεικνύει η μέση ελληνική οικογένεια τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί δυνητικό πλεονέκτημα στον βαθμό που το εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να προάγει την κριτική σκέψη και ενισχύει κρίσιμες δεξιότητες. […] Αυτές, σε συνδυασμό με συνεργασίες με Έλληνες του εξωτερικού (brain gain), θα επέτρεπαν να αναπτυχθεί μια δυναμική διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε κλάδους καινοτομίας.” Αυτή η επιδίωξη βέβαια μπορεί να συνδυαστεί αρμονικά με τους ταξικούς φραγμούς σε επίπεδο εκπαιδευτικού συστήματος, με το δεδομένο ότι οι απόφοιτοι θα παραμείνουν αρκετοί για να καλύπτουν τις θέσεις υψηλής ειδίκευσης. Το πιθανότερο είναι ότι θα βρει εμπόδια σε άλλα επίπεδα, και κυρίως στην απροθυμία άμεσων επενδύσεων, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Συνοψίζοντας, η Νίκη Κεραμέως με την πολυσυζητημένη δήλωση της για τον «απεγκλωβισμό» εξέφρασε ωμά την στρατηγική προσαρμογής του εκπαιδευτικού μηχανισμού σε μία επόμενη φάση της αγοράς εργασίας, όπως αυτή αρθρώνεται και στο πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη. Στρατηγική που επιδιώκει οι απόφοιτοι των ΑΕΙ να είναι λιγότεροι, καθώς οι «ενδιάμεσες» θέσεις που κάλυπταν αρκετοί από αυτούς δεν θα υπάρχουν πια, ενώ η επαγγελματική εκπαίδευση αλλά και η άμεση μεταλυκειακή εργασία θα τροφοδοτήσουν τις επιχειρήσεις με πιο άμεσα παραγωγικούς εργαζομένους για τις πιο συμπιεσμένες χαμηλότερες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας .