Τι κοινό έχει η τελευταία ταινία του Ken Loach, «Η τελευταία παμπ» (“The Old Oak”), με την ταινία «BIOS + πολιτεία» του Νίκου Περάκη από το μακρινό 1987; Εκτός του ότι πρόκειται για δυο εξαιρετικά φιλμ με στοιχεία κοινωνικής κριτικής και σπιρτόζικο χιούμορ, μάλλον κανένα. Εντάξει, άλλο ένα, τελείως συμπωματικό. Προβλήθηκαν και οι δύο στο πρόσφατο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Έτσι, την προηγούμενη εβδομάδα, όταν πήγα να δω την ταινία του Περάκη, το μόνο που ήξερα γι’ αυτήν ήταν εκείνο που έγραφε η Κατερίνα Λαμπρινού στο ωραίο και κατατοπιστικό άρθρο της για τη «γενιά του Πολυτεχνείου» σ’ έναν συλλογικό τόμο για τη Μεταπολίτευση[1]. Ότι δηλαδή, στη συγκεκριμένη ταινία του Περάκη εντοπίζεται πρώτη φορά μια ορισμένη κριτική προς τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Πράγματι, στο «BIOS + πολιτεία» αναφαίνεται γλαφυρά, στα πλαίσια του μυθοπλαστικού σύμπαντος της ταινίας, η ενσωμάτωση από την πλευρά του πασοκικού συστήματος εξουσίας του πολιτικού λόγου ενός τμήματος της γενιάς στο δραματουργικό παρόν του 1987. Ο πρωταγωνιστής Καραμάνος, έχοντας ενεργό συμμετοχή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου (σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας ήταν αυτός που είχε κατασκευάσει τον πομπό από τον οποίο εξέπεμπε ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου), παραμένει πιστός στα ιδανικά του, γράφει ένα πολιτικό μανιφέστο και, υπό την απειλή εκρηκτικού μηχανισμού, επιθυμεί να βγει στην κρατική τηλεόραση για να το διαβάσει. Αφού έχουν μεσολαβήσει μύρια όσα, λίγα λεπτά προτού εκπέμψει το μήνυμά του σε πανελλήνια μετάδοση, διαπιστώνεται ότι μέσες άκρες τα ίδια είχε εξαγγείλει και ο πρωθυπουργός την προηγούμενη ημέρα στο υπουργικό συμβούλιο.
Η ταινία του Περάκη κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1987, σε μια ιστορική συγκυρία, όπου μόλις είχαν αρχίσει να αρθρώνονται στη δημόσια συζήτηση κριτικές προς τη «γενιά του Πολυτεχνείου», οι οποίες εστίαζαν στο ότι ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της είχαν μεταπολιτευτικά «κεφαλαιοποιήσει» την επαναστατικότητα της νεότητάς τους, είτε καταλαμβάνοντας θέσεις πολιτικής εξουσίας, είτε ενσωματωνόμενοι στο ευρύτερο οικονομικό-πολιτικό κατεστημένο. Έκτοτε, κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η γενιά θα βρισκόταν αρκετές φορές στο στόχαστρο κριτικών. Είτε στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν κλήθηκε να αποκρούσει τον αβάσιμο και συκοφαντικό ισχυρισμό ότι οι ρίζες της μεταπολιτευτικής τρομοκρατίας βρίσκονταν στις οργανώσεις του αντιδικτατορικού αγώνα, είτε κυρίως, δέκα χρόνια μετά, στην έναρξη της οικονομικής κρίσης, όταν έπρεπε να αποδείξει ότι δεν είναι η «γενιά που κατέστρεψε τη χώρα», όπως της καταμαρτυρούσαν οι δεξιοί και ακροδεξιοί τιμητές της. Η ιστορία των περιπετειών και των κριτικών προς τη «γενιά του Πολυτεχνείου» αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο της μακράς μεταπολιτευτικής περιόδου, εν πολλοίς αχαρτογράφητο ερευνητικά και σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να καλυφθεί σ’ ένα τέτοιου είδους κείμενο. Εκείνο όμως που έχει σημασία να κρατήσουμε είναι ότι οι κατά καιρούς επικριτές της γενιάς συνέχεαν σκόπιμα, μπέρδευαν υστερόβουλα τη γενιά με το Πολυτεχνείο. Με άλλα λόγια, κατηγορώντας –τις περισσότερες φορές άδικα και σχεδόν πάντα υπεραπλουστευτικά– τη γενιά, την εξέγερση του Πολυτεχνείου ήθελαν τελικά να πλήξουν και να μειώσουν τον ιστορικό της ρόλο και το πεισματάρικο αποτύπωμά της στη συνείδηση όσων την έζησαν, αλλά και στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στον ρου των δεκαετιών της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, το Πολυτεχνείο, παρά τις ουκ ολίγες επιθέσεις που έχει δεχτεί, μοιάζει σήμερα, μισό αιώνα μετά, να αντιστέκεται επίμονα στη φθορά και στη λήθη. Τι το καθιστά τόσο ανθεκτικό; Ποια είναι εκείνα τα υλικά της εξέγερσης και της διαρκώς ανασυγκροτούμενης μνήμης της που την κρατάνε ζωντανή στις καρδιές και στα μυαλά των ανθρώπων; Στη συνέχεια, θα σημειώσω συνοπτικά ορισμένους από τους κεντρικότερους λόγους που συνθέτουν την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα.
Ο δημοσιογράφος Φίλιππος Καββαδίας στο βιβλίο που εξέδωσε το 1974, στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης, για τα γεγονότα του Νοέμβρη σε μια –εν θερμώ αλλά εύστοχη– απόπειρα αποτίμησης του τι πέτυχε το Πολυτεχνείο έγραφε: «Η άοπλη εξέγερση των φοιτητών το Νοέμβριο του 1973, αποτελεί ένα μεγάλο σταθμό στη μεταπολεμική Ελλάδα. Δεν εμπόδισε μόνο τη νομιμοποίηση της δικτατορίας. Ξεσκέπασε την αδίστακτη φύση της, εγκαινιάζοντας θαρραλέα το ξεδόντιασμά της. Δημιούργησε συνθήκες υψηλής αλληλεγγύης μέσα στο λαό και ψυχολογικές συνθήκες ενός γενικού ηρωισμού»[2].
Πέραν όσων αναφέρει ο Καββαδίας, άλλοι λόγοι που μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ανθεκτικότητα του Πολυτεχνείου και ταυτόχρονα, συνηγορούν στην πρωτοκαθεδρία της εξέγερσης του Νοέμβρη ως κορυφής της αντιδικτατορικής αντίστασης έγκεινται: πρώτον, στο πολυαίμακτο της καταστολής. Ο μέχρι σήμερα απολογισμός της αιματηρής χουντικής καταστολής της εξέγερσης, την ενδελεχή τεκμηρίωση του οποίου οφείλουμε στην πολυετή έρευνα του ιστορικού Λεωνίδα Καλλιβρετάκη[3], έχει ως εξής: 25 επιβεβαιωμένοι επώνυμοι νεκροί, 16 ακόμα ανώνυμες περιπτώσεις, οι οποίες «προκύπτουν βασίμως» ως νεκροί από σχετικά αξιόπιστες καταθέσεις, καθώς και εκατοντάδες τραυματίες, σε ευθεία αντίθεση με το αφήγημα των απριλιανών δικτατόρων περί «αναίμακτης επανάστασης». Δεύτερον, δεν πρέπει να ξεχνάμε το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Το Πολυτεχνείο υπό ένα ορισμένο πρίσμα υπήρξε νικηφόρο, στον βαθμό που αφενός, απονομιμοποίησε αμετάκλητα το στρατιωτικό καθεστώς δρομολογώντας την πτώση του και αφετέρου, το αίμα που χύθηκε κατά την καταστολή της εξέγερσης κατέστησε αδύνατη τη μη τιμωρία των χουντικών μεταπολιτευτικά· ενώ τόσο οι ηρωικές και ολιγάνθρωπες παράνομες οργανώσεις της πρώτης χρονικά φάσης του αντιδικτατορικού αγώνα δεν πέτυχαν κάτι απτό, αφού εξαρθρώθηκαν πλήρως έως το 1969-1970, όσο και η αντίσταση από το εξωτερικό είχε όρια. Τρίτον, ο τρόπος της εξέγερσης, η πρωτοφανής μαζικότητά της, η συνάντηση φοιτητών, εργατών, μαθητών και λαού, το πολυσύχναστο σχήμα, που όμως είναι απολύτως αληθινό πως «τα άοπλα παιδιά μας το κάναν το Πολυτεχνείο», το κατέστησαν νοηματικά ευρύχωρο και εύπλαστο, ούτως ώστε να αναχθεί στον πλέον κραταιό, ακτινοβόλο συλλογικό ήρωα της αντιχουντικής αντίστασης. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επί μακρόν την απαρίθμηση των αιτιών που συναρμοζόμενα συμβάλλουν στην αντοχή της εξέγερσης και της μνήμης της. Για παράδειγμα, η έννοια της ανιδιοτελούς θυσίας άοπλων νέων για ελευθερία και δημοκρατία, όπως και η επί πενήντα χρόνια αδιάλειπτη πραγματοποίηση της πορείας προς την αμερικάνικη πρεσβεία ανήμερα της επετείου κατατείνουν αμφότερα στην επιβίωση και ανατροφοδότηση της μνήμης του Πολυτεχνείου.
Καταληκτικά, επιστρέφοντας στην ταινία του Ken Loach που ανέφερα στην αρχή, θέλω να σταθώ σ’ έναν τελευταίο λόγο. Στο “The Old Oak” ο κορυφαίος βρετανός σκηνοθέτης αφηγείται μια ιστορία που διαδραματίζεται σε μια μικρή πόλη του αγγλικού βορρά το 2015-2016, στην κορύφωση του προσφυγικού. «Η παλιά βελανιδιά» είναι το όνομα της μόνης μπυραρίας της πόλης, ο ιδιοκτήτης της οποίας καλοδέχεται τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες που φτάνουν από την εμπόλεμη Συρία. Όσο η πλοκή εκτυλίσσεται, αποκαλύπτεται ότι ο ιδιοκτήτης της μπυραρίας συμμετείχε ενεργά στις ιστορικές απεργίες των ανθρακωρύχων της δεκαετίας του 1980 στη σκληρή θατσερική εποχή. Στην ίδια πίσω αίθουσα του καταστήματός του, στην οποία κατά τη διάρκεια των τότε απεργιακών αγώνων έτρωγαν μαζί οι απεργοί κι έκτοτε είχε παραμείνει κλειστή, διοργανώνονται –συλλογικά από τμήμα της κοινότητας– αλληλέγγυα και συνεργατικά γεύματα για πρόσφυγες και φτωχούς ντόπιους. Οι κοινωνικοί αγώνες του τότε έρχονται να «στεγάσουν» και να εμπνεύσουν την αλληλεγγύη στο σήμερα. Σκέφτομαι ότι η μαγική ιδιότητα του Πολυτεχνείου να διατηρείται ζωηρό κι ακμαίο μέσα από τη σύνδεσή του, την επανανοηματοδότηση και την αναβάπτισή του στους αγώνες και τα διακυβεύματα κάθε εποχής, το κάνουν να λειτουργεί σαν την «παλιά βελανιδιά» του Loach. Το Πολυτεχνείο δεν θα γεράσει, όσο συνεχίζει να εμπνέει.
[1] Κατερίνα Λαμπρινού, «Η «γενιά του Πολυτεχνείου» στο καλειδοσκόπιο της Μεταπολίτευσης» στο Μεταπολίτευση – Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, επιμ. Μάνος Αυγερίδης, Έφη Γαζή, Κωστής Κορνέτης, Αθήνα : Θεμέλιο, 2015, σ. 151-168.
[2] Φίλιππος Α. Καββαδίας, «Εδώ Πολυτεχνείο… Εδώ Πολυτεχνείο…», Αθήνα : Σάκκουλας, 1974, σ. 5.
[3] Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο – Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973, Αθήνα : Θεμέλιο, 2023.