Ο καύσωνας των τελευταίων ημερών, μαζί με όλες οι δυσκολίες που συνεπάγεται για την καθημερινότητα μας, μάς οδήγησε στο να καταγράψουμε την ταξική πλευρά που διέπει την αστική δόμηση, ακόμη κι αν αυτή δεν αποτελεί την πρωταρχική του αιτία. Όπως αναλύεται και παρακάτω, άπτεται της κοινωνικής διαστρωμάτωσης το πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται κανείς στη δίνη του προβλήματος.
Παρόλο που η ραγδαιότητα των περιβαλλοντικών φαινομένων μας απασχολεί τα τελευταία χρόνια σε όλα τα επίπεδα, και αποδίδεται κυρίως στην κλιματική αλλαγή και τους παράγοντες καταστροφής του περιβάλλοντος, διάφορες επιστημονικές μετρήσεις και δημοσιευμένες μελέτες, έρχονται να επαληθεύσουν την ανισότητα του καλοκαιρινού βιώματος στις μεγαλουπόλεις, αλλά και τα κακώς κείμενα των σημερινών αστικών αναπλάσεων, που εναρμονίζονται με τις πηγές των προβλημάτων αυτών.
Υπάρχουν τρείς βασικοί παράγοντες που ρυθμίζουν την θερμοκρασία μέσα στην πόλη. Αυτοί δεν είναι άλλοι από το ποσοστό δόμησης, τις περιοχές πρασίνου και δέντρων, και την ποιότητα των κατοικιών.
Σε επίπεδο δημόσιων υποδομών οι χώροι πρασίνου παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση της θερμοκρασίας, επιδρώντας σημαντικά όταν η δενδροκάλυψη φτάνει στην τάξη του 40%[1] της επιφάνειας της πόλης. Από την άλλη, οι «μη διαπερατές επιφάνειες», όπως το τσιμέντο,η άσφαλτος ή το πλακάκι, πέρα από το ότι δε βοηθούν στη μείωση της θερμοκρασίας, αποθηκεύουν θερμότητα, την οποία επανεκπέμπουν το βράδυ. Έτσι αυξάνεται η ελάχιστη θερμοκρασία και η πόλη βιώνει μια σταθερή, συνεχή εαρινή υπερθέρμανση. Επιπρόσθετα, τα κακής ποιότητας, παλιά σπίτια, σχεδιασμένα με όρους πολύ μακρινούς από αυτούς που θέτει η βιοκλιματική αρχιτεκτονική, δεν αφήνουν άλλο περιθώριο στους ενοίκους τους από το να δροσιστούν με ατομικούς όρους ψύξης (κλιματιστικά με εξωτερικές μονάδες). Η ψύξη αυτή καταλήγει να αυξάνει ακόμα περισσότερο τη θερμοκρασία της πόλης, καθώς είναι μια απολύτως μη αποδοτική μέθοδος η οποία ταυτόχρονα συνεπάγεται σημαντική κατανάλωση ρεύματος.
Όσον αφορά το ποσοστό πρασίνου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Υπηρεσία [2] η πόλη της Αθήνας εχει δενδροκάλυψη της τάξης του 10,8% ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος της Ε.Ε ανέρχεται στο 30,2%. Εντός του αμιγώς αστικού ιστού της, σε κάθε κάτοικο αντιστοιχούν περίπου 1,33 τετραγωνικά μέτρα δενδροκάλυψης.
Οι δύο αυτοί παράγοντες, η δενδροκάλυψη και οι μη διαπερατές επιφάνειες (μπετόν, άσφαλτος κλπ.) είναι οι πιο σημαντικές παράμετροι για την πρόβλεψη ακραίου τοπικού καύσωνα. [3]
Από την άλλη, αν εξετάσουμε το ζήτημα του καύσωνα σε μεγαλύτερο κοινωνικό βάθος, παρατηρώντας τις αντιθέσεις που συναντάμε από γειτονιά σε γειτονιά, αλλά και από την ίδια την καθημερινότητα στο εσωτερικό τον σπιτιών, θα διατυπώναμε αρχικά πως μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων διαμορφώνει την ταυτότητα μιας περιοχής η οποία σε μεγάλο βαθμό παγιώνεται μες στο χρόνο. Είναι πολύ πιο εύκολο ένα προάστιο πλούσιας ιδιοκατοίκησης με την οικονομική ισχύ του, να επιβάλει αραιή δόμηση και να εξασφαλίζει δημόσιους χώρους πρασίνου εν αντιθέσει μ’ ένα λαϊκό προάστιο. Αυτό τεμκηριώνεται και από την ίδια την πραγματικότητα πως οι πράσινες περιοχές είναι άνισα κατανεμημένες μέσα στην πόλη.
Όσον αφορά τις ίδιες τις κατοικίες, αρχικά η υψηλή πυκνότητα δόμησης έχει να κάνει με την ανάγκη του κατασκευαστικού κεφαλαίου να αξιοποιήσει και το τελευταίο διαθέσιμο τετραγωνικό μέτρο για να δημιουργήσει πολυκατοικίες. Αυτή η επιδίωξη έρχεται να υλοποιηθεί στις φτωχότερες γειτονιές. Εκεί όπου υπάρχουν υψηλά ποσοστά ενοικίασης. Πέρα από τη μείωση των ελεύθερων χώρων, η ίδια η πραγματικότητα των μικρών σπιτιών, αναλογικά με τα άτομα που στεγάζουν, οδηγεί τελικά σε “ζεστά” διαμερίσματα αφού οι πηγές θερμότητας είναι πυκνές και η ψύξη μέσω των τοίχων γίνεται όλο και πιο αδύνατη. Επιρπόσθετα το χαμηλό βιοτικό επίπεδο συνεπάγεται έτσι κι αλλιώς χαμηλών προδιαγραφών διαμερίσματα με παλαιά υλικά και ανεπάρκεια μονώσεων. Πολλές φορές και χωρίς κλιματισμό. Βάσει μετρήσεων που έγιναν σε φτωχές κατοικίες της Αθήνας το καλοκαίρι του 2007 [4 ], το 50% των ανώτατων θερμοκρασιών στο εσωτερικό των σπιτιών, ξεπερνούσε τους 34 °C. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του καύσωνα, οι ένοικοι εκτίθενται σε θερμοκρασίες άνω των 30 °C, ενώ η μέση θερμοκρασία δεν έπεφτει κάτω από τους 28 °C. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως τα ανθρώπινα σώματα ήταν σταθερά εκτεθειμένα σε υψηλές θερμοκρασίες (30-31 °C), εντός και εκτός σπιτιού.
Συγκρίνοντας συμπεράσματα κοινωνικών και θερμοκρασιακών μελετών, είναι πολύ σημαντική η διαπίστωση πως οι χάρτες κατανομής των κοινωνικοεπαγγελματικών στρωμάτων [5] συμφωνούν με τους θερμοκρασιακούς χάρτες των περιβαλλοντικών μελετών, έχοντας ακριβώς τα ίδια όρια, για την αλλαγή του οικονομικού επιπέδου των κατοίκων με αυτά της μετάβαση σε περιοχές υψηλότερων θερμοκρασιών. Το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι πως η ζώνη που εκτείνεται από τον Πειραιά ως το Κέντρο της πόλης, που αποτελείται από εργατικές και ενδιάμεσες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες, έχει τις υψηλότερες τιμές σε κάθε θερμοκρασιακό χάρτη. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά, το σύνορο μεταξύ των Δήμων Ν. Ιωνίας και Αχαρνών με το Δήμο Αμαρουσίου, στα βορειοανατολικά της πόλης, που αποτελεί σημείο αλλαγής, τόσο της κοινωνικής διαστρωμάτωσης των κατοίκων [6] όσο της θερμοκρασίας. Το όριο αυτό στους θερμοκρασιακούς χάρτες, συνεπάγεται τη μεγάλη μείωση της ημερήσιας [7], [8] και νυχτερινής θερμοκρασίας του εδάφους [9]. Το τρίτο παράδειγμα αφορά το Δήμο Γλυφάδας αφού από τα δυτικά του μέχρι τις γραμμές του Η.Σ.Α.Π, η περιοχή απευθύνεται κατά βάση σε μεσαία στρώματα, και ταυτόχρονα στους θερμοκρασιακούς χάρτες είναι σχετικά ψυχρότερη από το κέντρο της πόλης.
Η τραγικότητα του ζητήματος, διαφαίνεται στην πολιτική που διέπει τις αστικές αναπλάσεις, η οποία έρχεται να κάνει τους παράγοντες αύξησης της θερμοκρασίας μέσα στην πόλη, ακόμη πιο δυσμενείς. Τα σχέδια των αναπλάσεων του Δήμου Αθήνας κινούνται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από την αντικατάσταση δένδρων από χαμηλούς θάμνους και χλοοτάπητα, δυσχεραίνοντας έτσι την κακή πραγματικότητα της χαμηλής δενδροκάλυψης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως οι τρεις περιοχές υψηλότερων θερμοκρασιών εντός της Αττικής, εκτός του κέντρου της πόλης, είναι οι περιοχές των Ελευσίνα-Ασπρόπυργου, τα Μέγαρα και τα Μεσόγεια [10]. Όλες αυτές οι περιοχές έχουν χαμηλή δενδροκάλυψη. Πιο συγκεκριμένα, η Ελευσίνα λόγω εκτεταμένης βιομηχανικής ζώνης, και οι άλλες δύο που αποτελούν ζώνες αγροτικής παραγωγής, έχουν υποστεί αποψίλωση της δενδροκάλυψης και της φυσικής βλάστησης του εδάφους. Ο κίνδυνος αυτός απαντάται σήμερα στις νεοφιλελεύθερες αναπλάσης που δεν περιλαμβάνουν υψηλή δενδροκάλυψη και φυσική βλάστηση, απαραίτητα συστατικά για τη δημιουργία βιώσιμου αστικού περιβάλλοντος.
Εν κατακλείδι, η ταξική διαφορά στη θερμοκρασία αποτελεί ζήτημα όχι μόνο του πως βιώνει κανείς τον καύσωνα, πόσο δυσχεραίνει την ποιότητα της ζωής του ή πόσο ασφυκτική κάνει την καθημερινότητα του. Η ταξική διαφορά άπτεται της ίδιας της ζωής του. Τέτοιες μέρες αυξάνονται οι παθολογίες που σχετίζονται άμεσα με τη ζέστη, όπως τα καρδιολογικά. Ακόμη και οι επείγουσες κλήσεις τις ημέρες του καύσωνα έχουν πολύ άνιση αύξηση από γειτονιά σε γειτονιά. Άλλωστε ακόμη και η μη βιώσιμη, αλλά βραχυπρόθεσμα ανακουφιστική λύση του κλιματισμού, με την ενεργειακή δαπάνη που απαιτούν τα παλιά σπίτια σε συνδυασμό με τα αυξημένα τιμολόγια του ρεύματος, μπορεί να μην είναι καν πλήρης ή εφικτή.
Πηγές:
[1] Ziter, C. D., Pedersen, E. J., Kucharik, C. J., & Turner, M. G. (2019). Scale-dependent interactions between tree canopy cover and impervious surfaces reduce daytime urban heat during summer. Proceedings of the National Academy of Sciences, 116(15), 7575-7580
[2] https://www.eea.europa.eu/data-and-maps/dashboards/urban-tree-cover
[3] Sakka, A., Santamouris, M., Livada, I., Nicol, F., & Wilson, M. (2012). On the thermal performance of low income housing during Heat waves. Energy and Buildings, 49, 69–77. https://doi.org/10.1016/j.enbuild.2012.01.023
[4] Saverino, K. C., Routman, E., Lookingbill, T. R., Eanes, A. M., Hoffman, J. S., & Bao, R. (2021). Thermal inequity in Richmond, VA: The effect of an unjust evolution of the urban landscape on Urban Heat Islands. Sustainability, 13(3), 1511. https://doi.org/10.3390/su13031511
[5] Maloutas, T. (2018). Η κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: Κοινωνικές ομάδες και δομημένο περιβάλλον σε μια νοτιοευρωπαϊκή μητρόπολη. Alexandreia.
[6] Maloutas, Thomas. (1997). La ségrégation sociale à Athènes. Mappemonde, 48(4), 1–4. https://doi.org/10.3406/mappe.1997.2252
[7] Polydoros, A., & Cartalis, C. (2014). Assessing thermal risk in urban areas – an application for the urban agglomeration of Athens. Advances in Building Energy Research, 8(1), 74–83. https://doi.org/10.1080/17512549.2014.890536
[8] Stathopoulou, M., & Cartalis, C. (2007). Daytime urban heat islands from landsat ETM+ and corine land cover data: An application to major cities in Greece. Solar Energy, 81(3), 358–368. https://doi.org/10.1016/j.solener.2006.06.014
[9] Stathopoulou, M., Synnefa, A., Cartalis, C., Santamouris, M., Karlessi, T., & Akbari, H. (2009). A surface heat island study of Athens using high-resolution satellite imagery and measurements of the optical and thermal properties of commonly used building and paving materials. International Journal of Sustainable Energy, 28(1–3), 59–76. https://doi.org/10.1080/14786450802452753
[10] Keramitsoglou, I., Kiranoudis, C. T., Ceriola, G., Weng, Q., & Rajasekar, U. (2011). Identification and analysis of urban surface temperature patterns in Greater Athens, Greece, using Modis imagery. Remote Sensing of Environment, 115(12), 3080–3090. https://doi.org/10.1016/j.rse.2011.06.014
[11] Εφημερίδα ΠΡΙΝ (15/07/2023). Άρθρο: Ο καύσωνας είναι και ταξικός. Ταξική και θερμοκρασιακή διαστρωμάτωση – η διεθνής εμπειρία.