Λίντια Φιοντόροβνα Καμάροβα, ηθοποιός – Βερολίνο, 9 Μαΐου 1945: «Βερολίνο… Γύρω στις οχτώ το πρωί και ο διευθυντής του θεάτρου μας, Μωυσής Πάβλοβιτς Βοϊσκόβσκι, εισέβαλε κυριολεκτικά στο δωμάτιό μας και, με όλη τη δύναμη της φωνής του που ήταν βραχνή από τη συγκίνηση, είπε: «Κορίτσια! Ο πόλεμος τελείωσε!». Βγήκαμε αμέσως τρέχοντας στον δρόμο. Εκεί συνέβαινε κάτι το αδιανόητο, οι στρατιώτες μας κι οι αξιωματικοί μας μάς αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν, αγκαλιάζονταν μεταξύ τους χορεύοντας και συγχρόνως αγκάλιαζαν και μας, πυροβολούσαν στον αέρα με τα πιστόλια και με τα αυτόματα όπλα τους. Ευτυχισμένες, αξέχαστες στιγμές! Τότε έτρεξε προς το μέρος μας κάποιος αξιωματικός, έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκάλι με γαλλικό άρωμα εξαιρετικής ποιότητας κι από τη χαρά του άρχισε, ξαφνικά, να μας περιχύνει με το περιεχόμενό του. Εμείς γελούσαμε, ξεφωνίζαμε, προσπαθούσαμε να τον σταματήσουμε λέγοντας πως ήταν κρίμα να χαραμίζεται το άρωμα με τέτοιο τρόπο κι ότι θα ζέχναμε σαν πολυκατάστημα με κολόνιες• τίποτε, όμως, δεν τον σταματούσε – άδειασε πάνω μας ολόκληρο το μπουκάλι.
Οι διοικητές μας φρόντισαν να θέσουν στη διάθεσή μας ορισμένα αυτοκίνητα κι εμείς, γεμάτες ενθουσιασμό, φτάσαμε μέχρι το ζοφερό και κατερειπωμένο κτίριο του Ράιχσταγκ. Ψηλά-ψηλά, στη θολωτή του στέγη, κυμάτιζε περήφανα το κόκκινο λάβαρο – το λάβαρο της Νίκης. Όλοι όσοι πήγαν στο Ράιχσταγκ έγραψαν πάνω στους τοίχους τα μηνύματά τους. Έτσι κι εμείς, με κιμωλία και πελώρια γράμματα, γράψαμε κάπου στην κεντρική είσοδο του κτιρίου: «Δεύτερο Μοσχοβίτικο Θέατρο του Μετώπου». Έπειτα, πήγαμε στην τελευταία κατοικία του Χίτλερ και περιεργαστήκαμε το ερεβώδες του υπόγειο. Εκείνη τη στιγμή φανταζόμουνα τι θα συνέβαινε στη Μόσχα! Κι ήθελα να επιστρέψω το συντομότερο δυνατό στην πατρίδα. Τώρα, λοιπόν, καταπώς φαίνεται, γρήγορα θα πάω στην πατρίδα, ο πόλεμος τέλειωσε πια για τα καλά».
Μιχαήλ Βίρβα, στρατιώτης – Δρέσδη: «Ανακοίνωσαν τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ζητωκραυγάζαμε, ξελαρυγγιαζόμασταν κυριολεκτικά, χαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο, αλλά ήταν δύσκολο να πιστέψουμε πως αυτό ήταν το τέλος του πολέμου. Μόλις άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ξεκινήσαμε για τη Δρέσδη. Κατά μήκος του δρόμου ήτανε πολλά ποδήλατα, παρατημένα, στα οποία ανεβαίναμε πότε-πότε για να εξοικονομήσουμε δυνάμεις. Στη Δρέσδη, λευκές σημαίες κρέμονταν σε όλα σχεδόν τα παράθυρα. Στους δρόμους της πόλης υπήρχαν πολλοί Γερμανοί και πολλές Γερμανίδες με λευκά περιβραχιόνια στο αριστερό χέρι, που μας χαμογελούσαν. Προς το βράδυ της άλλης μέρας ξεκινήσαμε να μετακινούμαστε χαμηλότερα στον Έλβα και οι Γερμανοί στην όχθη έριχναν άνθη».
Άννα Ουμάνσκαγια, φοιτήτρια – Λένινγκραντ: «Το πρωί ακούστηκε το νέο ότι ο πόλεμος τελείωσε. Στο εργαστήριο της μικροβιολογίας, η Νίνα Ιβάνοβνα είπε ότι στις 3 η ώρα θα διοργανωθεί μεγάλη συγκέντρωση. Τα κορίτσια ξέσπασαν σε χειροκροτήματα, σε χαρούμενες φωνές, αγκαλιάζονταν, φιλιόντουσαν, έλαμπαν από χαρά. Εμένα με πήρανε τα δάκρυα. Για ποιο λόγο εγώ δεν νιώθω τον ίδιο ενθουσιασμό, την ίδια ολόφωτη χαρά; Επειδή εγώ δεν περιμένω κανέναν, επειδή κανένας δεν θα γυρίσει σε μένα. Κανείς. Ούτε αδέρφια, ούτε αγαπημένος. Αυτό το βάρος στην καρδιά μου πνίγει τη χαρά του θριάμβου, της κοινής μας νίκης. Μέσα στη συλλογικότητα νιώθουμε ακόμα πιο πολύ την ατομική μας οδύνη. Όλοι αισθάνονται ευτυχία για τον εαυτό τους: Σ’ εκείνους θα γυρίσουν τα αγαπημένα πρόσωπα. Κι είναι για μένα το συναισθηματικό βάρος μεγαλύτερο απ’ ότι πριν, όταν όλοι καρτερούσαν, όταν όλοι λαχταρούσαν, όταν όλοι ονειρεύονταν. Τώρα τέλειωσε η ανυπομονησία για τους άλλους κι εκπληρώνονται όσα ονειρεύτηκαν• εγώ, όμως, μπορώ μόνο να λαχταρώ, ολοένα και περισσότερο, μα το όνειρό μου θα παραμείνει ανεκπλήρωτο. Για πολλή ώρα δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Έκλαιγα σιωπηλά• μονάχα η Ξάνα πρόσεξε τα δάκρυά μου. Ύστερα ξαλάφρωσα. Μόλις τέλειωσαν τα μαθήματα, βγήκαμε τρέχοντας στην αυλή. Είδαμε ένα τραπέζι κι ένα μεγάφωνο. Μα, δεν υπήρχε κανείς. Κάποιος είπε πως όλοι είχαν πάει στην πλατεία Λέοντος Τολστόι. Ορμήσαμε στην κατεύθυνση της πλατείας. Τρέχαμε τόσο, ώστε πέφταμε πάνω στους περαστικούς».
Ιλιά Κουζνιετσόφ, μαθητής – Ιρκούτσκ: «Εκείνη την ημέρα της 9ης Μαΐου έπρεπε να πάω στα μαθήματά μου κατά τις 11, οπότε συνέχιζα να κοιμάμαι αμέριμνος. Ξύπνησα μόνο για το μάθημα της γυμναστικής. Μια και το ‘φερε η κουβέντα, σε μας, στο Ιρκούτσκ, τα μαθήματα της γυμναστικής μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και δεν υπήρξε περίπτωση που να διέκοψαν ή που να ανέβαλαν κάποιο μάθημα. Όμως την ημέρα εκείνη, στις 9, κατά τη διάρκεια της πρώτης άσκησης, η μουσική διακόπηκε και ο εκφωνητής ανακοίνωσε βιαστικά: «Προσοχή! Σας μιλάει το Ιρκούτσκ! Θα ακούσετε το πρόγραμμα που μεταδίδεται από τη Μόσχα!». Έπειτα, ακούστηκαν οι χτύποι από τα μεγάλα ρολόγια του Κρεμλίνου. […] Ο Λεβιτάν ανακοίνωσε με επισημότητα από τη Μόσχα: «Πράξη παράδοσης της φασιστικής Γερμανίας». Πήρα γρήγορα τη σημαία που κρεμούσαμε στην εξώπορτα του σπιτιού και την τοποθέτησα στη συνήθη θέση της. Παρατήρησα ότι ορισμένοι γείτονες είχαν προλάβει να βάλουν σημαίες πριν από μένα, φαίνεται πως περίμεναν αυτό που έγινε εκείνη την ημέρα. […] Στην οδό Καρλ Μαρξ περιδιαβαίνουν άντρες χαλαροί, λυτρωμένοι θα μπορούσες να πεις. Στην πλειονότητά τους κρατούν κανάτες γεμάτες ή που έχουν αδειάσει ήδη, καράφες, μποτίλιες, παντού τσουγκρίζουν ποτήρια, παντού πίνουν. Πάνω απ’ την πόλη πετούν αεροπλάνα και ρίχνουν χαρτιά με χαρμόσυνα μηνύματα, δεν είχαμε δει τέτοια εδώ και καιρό, φυλλάδια μικρού μεγέθους, όχι όπως πριν, και γράφουν το σπουδαιότερο πράγμα: “Νικήσαμε, σύντροφοι!”.
Πιοτρ Τερέντσιεφ – υγειονομικό: «Μάθαμε πως ο πόλεμος τελείωσε. Άκουσαν αυτή την είδηση και τα παιδιά, ανασηκώθηκαν όλα τους. Το ύφος τους ήταν σκυθρωπό, μελαγχολικό. Τι τα θέλετε; 590 άτομα νοσηλεύονταν στο τρένο, όλα δίχως πόδια, δίχως χέρια. Είναι όλοι τους νέοι άνθρωποι. Μακάρι να μπορούσαν να γιορτάσουν τη ζωή τους. Μα, τώρα, ο πόλεμος τελείωσε κι εκείνοι θα περάσουν ολόκληρη τη ζωή τους σακατεμένοι».
Μαρία Βορομπιόβα – Λένινγκραντ: «Έχω παραφρονήσει. Όχι μονάχα εγώ, όχι. Έχει χάσει τα λογικά της ολόκληρη η πόλη. Όλοι τους προσπαθούν να φτάσουν κάπου. Στον δρόμο με φίλησαν πέντε κι εγώ η ίδια φίλησα άλλους τρεις… Ανοίγουν το στόμα τους, θέλουν να πουν κάτι, ύστερα κάτι τους πνίγει… και δίνουν φιλιά. Στα πρόσωπα σχηματίζονται χαμόγελα, πλατιά χαμόγελα, ασυγκράτητα χαμόγελα, τα μάτια τους γεμίζουν δάκρυα. Οι ξένοι κι άγνωστοι έγιναν αδέλφια».
Τα αποσπάσματα έχουν ανθολογηθεί από ημερολόγια και μαρτυρίες, που έχουν ψηφιοποιηθεί στο εντυπωσιακό αρχείο ημερολογίων και μαρτυριών από τη Ρωσία και την Ε.Σ.Σ.Δ. του 19ου και του 20ου αιώνα, το περίφημο “Прожито” (https://prozhito.org/ ).
Σοβιετικοί αξιωματικοί και στρατιώτες με τη δημοφιλέστατη ερμηνεύτρια Λίντια Ρουσλάνοβα (1900 – 1973), ύστερα από τη συναυλία που δόθηκε μπροστά στο κατερειπωμένο Ράιχσταγκ στις 9 Μαΐου 1945
Άφιξη στη Δρέσδη, στις 8 Μαΐου 1945
Τρένο για τη νοσηλεία Σοβιετικών τραυματιών
Ξέφρενοι χοροί στους δρόμους του Λένινγκραντ, 9 Μαΐου 1945.
Μετάφραση αποσπασμάτων από τα ρωσικά: Νίκος Σκοπλάκης, ΣΒ Βορειοδυτικών.