Καλησπέρα σε όλες και όλους,
Ομιλώ ως ανέντακτος σήμερα. Τελευταία φορά είχα οργανωτική σχέση με την αριστερά το 2016.
Οπότε, ένας καλός φίλος με ρώτησε: «Καλά, γιατί να μιλήσεις και ως τι;».
Η απλή απάντηση είναι ότι, όταν κατεβαίνω στον δρόμο, όταν πάω σε μια πορεία, κατεβαίνω συνήθως με το δικό σας μπλοκ. Συνεπώς, με ενδιαφέρει αυτό το μπλοκ να υπάρχει και να συνεχίσει να μεγαλώνει. Αυτή είναι η απλή απάντηση. Πρέπει να βοηθήσουμε για να υπάρχει και να μεγαλώνει. Δεν προλαβαίνω να δώσω τη σύνθετη, δεν προλαβαίνω να κάνω μεγαλύτερη εισαγωγή. Προλαβαίνω μόνο να κάνω ένα αδρό περίγραμμα, γύρω από τρεις λέξεις: κομμουνισμός, δημοκρατία, διεθνισμός.
Η λέξη κομμουνισμός χρησιμοποιείται στο κείμενο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας της οργάνωσης που βλέπετε να βγαίνει από αυτή την ανασυνθετική διαδικασία. Δεν είμαι βέβαιος τι εξυπηρετεί αυτή η λέξη πια. Νομίζω ότι δεν είστε ούτε κι εσείς βέβαιοι. Οι στόχοι που θέτει το κείμενο, όπως και η γενικότερη κουλτούρα του, δεν συνάδουν με την επίκληση στο φάντασμα του κομμουνισμού. Η έννοια της φροντίδας, η λογική μιας ηθικής και αισθητικής στροφής, η υπομονετική οικοδόμηση μιας αληθινά δημοκρατικής αλλά και πλατιάς και μαζικής οργάνωσης, έρχονται σε αντίθεση με το φαντασιακό και την ιστορική πραγματικότητα του κομμουνισμού.
Κατανοώ βεβαίως απολύτως την ανάγκη σύνδεσης με την επαναστατική παράδοση. Αυτό είναι κάτι που η επίκληση στο φάντασμα του κομμουνισμού πράγματι το επιτελεί. Σέβομαι αυτή την ανάγκη. Γνωρίζω επίσης όλες τις διευκρινήσεις που μπορεί να ακολουθήσουν. Και σέβομαι τις προσπάθειες να ξαναδοθεί πνοή σε ένα ευγενές όραμα. Η μικρή μου εμπειρία όμως, δείχνει ότι είναι πιθανότερο το νεκρό να κυριεύσει το ζωντανό και όχι το αντίστροφο. Το πνεύμα ενός οργανισμού είναι ισχυρότερο από τις διευκρινήσεις και τις επιμέρους ρυθμίσεις. Συνήθως οδεύουμε στην κατεύθυνση που έχουμε θέσει, ξεπερνώντας τα δευτερεύοντα εμπόδια. Εάν λοιπόν ως οδοδείκτη θέσουμε τον κομμουνισμό, επόμενο θα είναι να κινηθούμε προς μια συγκεντρωτική οργάνωση, ενάντια στις ανάγκες και τις επιθυμίες που διατυπώνονται αλλού.
Κατανοώ βεβαίως επίσης, ότι αλλαγές τόσο ριζικές, όσο η εγκατάλειψη μιας τέτοιας, βαριάς λέξης, δεν γίνονται με τη μία και καμιά φορά έχουμε ανάγκη να κρατιόμαστε από παλιά σύμβολα και λέξεις σαν να είναι φυλαχτά. Μπορεί σαν φυλαχτό να βάλατε τον κομμουνισμό εδώ. Και μπορεί να είμαι βιαστικός. Μπορεί κι άλλο να χρειαστεί να περιμένουμε για νιώσουμε ασφαλείς χωρίς αυτές τις γνώριμες λέξεις. Πέρασαν τριάντα χρόνια από την πτώση του Υπαρκτού όμως. Από την αποσταλινοποίηση πέρασαν εβδομήντα χρόνια. Συμμετέχει εδώ πολύ ορατά η δεύτερη γενιά που πολιτικοποιείται σε αυτό τον νέο κόσμο. Κρίμα θα είναι να χρειαστεί να περιμένει κι αυτή. Σέβομαι λοιπόν την ανάγκη σας να συνεχίσετε να φοράτε αυτό το φυλαχτό. Το φυλαχτό του κομουνισμού. Θα προτιμούσα όμως να μην την έχετε. Δεν μας φύλαξε παλαιότερα. Δεν θα μας φυλάξει και τώρα.
Η δεύτερη λέξη στην οποία θα σταθώ είναι η δημοκρατία. Η απαίτηση για εσωκομματική δημοκρατία είναι για μένα ένα από τα σημαντικότερα σημεία της αποτίμησης της προηγούμενης μεγάλης περιόδου. Που κι αυτή ξεκινάει από τη δεκαετία του ’80 τουλάχιστον. Αν και οι ρίζες της απλώνονται φυσικά πιο πίσω.
Η αποτίμηση αυτής της περιόδου είναι η αποτίμηση μιας στρατηγικής που άφησε βαθιά ίχνη τόσο στην παγκόσμια ιστορία όσο και στη σοσιαλιστική θεωρία. Η θεωρία που βρήκε περισσότερο εφαρμογή είναι εκείνη του αριστερού λαϊκισμού και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν αυτές οι δυνάμεις στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Η πολιτική έκφραση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, και του κινήματος των Αγανακτισμένων ως συνέχειά του, ήταν κατά κύριο λόγο κόμματα αριστερού λαϊκισμού, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική αλλά και στην Ιβηρική και στην Ελλάδα. Η κατάληξη σε κάθε χώρα ήταν διαφορετική και δεν πρόκειται για στρατηγική που μπορεί να απορριφθεί συνολικά -άλλωστε τα όποια συμπεράσματα δεν θα ήταν δυνατά χωρίς την πλούσια εμπειρία αυτών των δεκαετιών-, χρειάζεται ωστόσο συνολική και προσεκτική επανεξέταση.
Όσον αφορά την επανεξέταση αυτή, ένα από τα ωριμότερα σημεία που έχει να μας προσφέρει αποτελεί μέρος της κριτικής που άσκησε η ανανεωτική αριστερά ήδη στο φαινόμενο ΠΑΣΟΚ, που ήταν το πρώτο ποπουλίστικο κόμμα στην Ελλάδα. Όπως σημειώνει ο Άγγελος Ελεφάντης, η άνοδος και η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ ήταν εν μέρει ευθύνη και των ηγεσιών της αριστεράς, που το αντιμετώπισαν τουλάχιστον με ανοχή. Όπως εξηγεί, ένας από τους λόγους που οι αριστερές ηγεσίες έδειξαν αυτή την ανοχή ή και στήριξη στο φαινόμενο ΠΑΣΟΚ ήταν το γεγονός ότι η σχέση που είχε ο Ανδρέας Παπανδρέου με την κομματική του βάση δεν ήταν πολύ διαφορετική από τη σχέση που είχαν οι ηγεσίες της αριστεράς με τη δική τους κομματική βάση, δηλαδή μια κάθετη σχέση, για την οποία το κόμμα αποτελούσε απλό ιμάντα μεταφοράς των άνωθεν αποφάσεων στη βάση, η οποία απλώς εκτελούσε αντί να παράγει πολιτική, χωρίς καμία δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων της ηγεσίας. Αυτή είναι μια σταλινική κληρονομιά, την οποία μοιραζόταν το ΠΑΣΟΚ με τις ηγεσίες της αριστεράς· είναι το κοινό τους προπατορικό αμάρτημα.
Περνώντας στο φαινόμενο Σύριζα, θα υποστήριζα ότι το παιχνίδι που τη δεκαετία του ’80 παίχτηκε μεταξύ των οργανώσεων της αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ με όρους εξωτερικότητας, αυτή τη φορά επαναλήφθηκε ως τραγωδία ή ως φάρσα στο εσωτερικό του Σύριζα: Οι ηγεσίες της αριστερής αντιπολίτευσης δεν μπόρεσαν να διαβλέψουν και να αμφισβητήσουν εγκαίρως την πασοκοποίηση που οικοδομούσε η ηγεσία, διότι η σχέση που οικοδομούσε η ηγεσία του Σύριζα με τη βάση του κόμματος δεν είχε ουσιαστική διαφορά με τη σχέση που είχαν οι ηγεσίες της εσωκομματικής αντιπολίτευσης με τη δική τους επιμέρους βάση.
Έχοντας επαναλάβει αυτό το πείραμα δύο φορές τα τελευταία σαράντα χρόνια στη χώρα μας, αλλά και έχοντας υπόψη μας τη διεθνή εμπειρία, καλό θα είναι να μην το επαναλάβουμε. Γι’ αυτό χάρηκα πολύ που είδα στη σημερινή εισήγηση να αποτυπώνεται η βούληση για μια οργάνωση με όλα τα στοιχεία διαρκούς ελέγχου της ηγεσίας από τη βάση. Εδώ βεβαίως χρειάζεται προσοχή. Δημοκρατία, όπως θα έχετε ξανακούσει, δεν σημαίνει δικτατορία της διαδικασίας, ατέρμονες συζητήσεις, φετιχισμό της αμεσότητας. Το αντίθετο μάλιστα, αυτού του τύπου οι διαδικασίες αποκλείουν σημαντικές κοινωνικές ομάδες και μάλιστα τις πιο ευάλωτες. Δεν μπορεί για παράδειγμα μια εργαζόμενη άγαμη μητέρα να παρακολουθεί ατέρμονες δήθεν αμεσοδημοκρατικές συζητήσεις. Κι εγώ, που κάνω δυο δουλειές, δεν μπορώ. Επιπλέον, οι διαδικασίες αυτές είναι ευάλωτες στη χειραγώγηση. Δημοκρατικό είναι το αντίθετο από αυτό: σφιχτές, σαφείς διαδικασίες, που να μην επιτρέπουν την αυτονόμηση της ηγεσίας. Πώς; Με την κυκλική εναλλαγή και την άμεση και διαρκή ανακλητότητα. Αυτό και μόνο να υλοποιηθεί, να αποτυπωθεί δηλαδή όντως στο καταστατικό, θα ξαναβρώ πολιτική στέγη. Αυτό και μόνο αρκεί για να μην περάσουμε άλλο 2015.
Η τρίτη λέξη που θα πιάσω, και μ’ αυτό θα κλείσω, είναι ο Διεθνισμός. Η εμπειρία του 2015 θα πρέπει να αποτυπωθεί ως ήττα της εθνοκεντρικής στρατηγικής. Το σημείο στο οποίο βρεθήκαμε ήταν αδιέξοδο και για τις επαναστατικές και για τις ρεφορμιστικές δυνάμεις της αριστεράς. Βασικός λόγος της αδυναμίας μας είναι το γεγονός ότι δεν έχουμε απαντήσει ακόμη και σήμερα στα ερωτήματα που μας τέθηκαν τότε. Κανένα μεταρρυθμιστικό ή μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί στη σημερινή ΕΕ στο επίπεδο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Από τη μια έχουμε μια ΕΕ συντριπτικά νεοφιλελεύθερη και αντιδημοκρατική. Από την άλλη έχουμε έναν πολυπολικό κόσμο που χαρακτηρίζεται από μεγάλη αστάθεια. Η αστάθεια αυτή αποτυπώνεται και στην περιοχή μας. Τα νοτιονατολικά Βαλκάνια δεν είναι χώρος στον οποίο θα μπορούσε να σταθεί ένα σοσιαλιστικό πείραμα του 21ου αιώνα, απομονωμένο.
Στο αδιέξοδο αυτό, μόνο ο Διεθνισμός μπορεί να απαντήσει. Σε τρεις κατευθύνσεις, που θα πρέπει να οικοδομηθούν ως αναγκαία προϋπόθεση ενός διαφορετικού μέλλοντος: Πρωτοβουλίες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με κοινά αιτήματα, κοινωνικά και θεσμικά. Πρωτοβουλίες για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των λαών του Νότου, που εγκαλούνται αποικιακά από τον ευρωπαϊκό Βορά. Κοινές δράσεις για την Ειρήνη με την Αριστερά της Τουρκίας.
Κάθε φορά που ασκούμε κριτική, κάθε φορά που προτείνουμε μέτρα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ευρωπαϊκή και τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Αυτό ο λαός μας το γνωρίζει. Αυτό κάνει τις προτάσεις μας να φαίνονται ανεδαφικές, όταν το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων δεν λαμβάνεται σε εθνικό επίπεδο αλλά από τα διευθυντήρια της ΕΕ. Αυτό είναι το σημαντικότερο εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσουμε για να επανέλθει η ελπίδα στην πλευρά μας. Πίσω από την ΤΙΝΑ και το άλλο πρόσωπό της, την αντιδημοκρατική εκτροπή, τη στρατιωτικοποίηση, την αστυνομοκρατία, υπάρχει το θεμελιώδες ερώτημα που δεν απαντήσαμε το ’15: Να φύγουμε από την ΕΕ και να πάμε πού; Στη ρωσική σφαίρα, στην αμερικάνικη, στην κινέζικη; Είναι καλύτερα; Η μοναδική απάντηση που μπορούμε να δώσουμε είναι ότι χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική γεωγραφία, μια γεωγραφία της πραγματικής δημοκρατίας και της ισότητας, τις γραμμές της οποίας θα πρέπει από σήμερα να χαράξουμε.
Μην βλέπετε τις δυνάμεις μας μικρές. Η σκιά τους μπορεί να είναι πολύ μεγάλη.
Σας ευχαριστώ για την υπομονή, και εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στη διαδικασία που ξεκινάτε. Ελπίζω σύντομα να μην μου αφήσετε καμία δικαιολογία και την επόμενη φορά να μπορέσω να τοποθετηθώ ως μέλος.