Τους τελευταίους μήνες, με αφορμή το νομοσχέδιο Κεραμέως – Χρυσοχοΐδη το φοιτητικό κίνημα κατάφερε να εμφανιστεί ξανά με μαζικούς όρους στο προσκήνιο και να δώσει μία πρώτη απάντηση στην κυβέρνηση και στα σχέδιά της για την κατάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Το στοίχημα για την αποτροπή της εισόδου της αστυνομίας στα πανεπιστήμια μέσα στον Απρίλη κερδήθηκε , η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να μεταθέσει την προσπάθεια εφαρμογής για τον Σεπτέμβρη. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες παρά τις σημαντικές δυσκολίες και τα εμπόδια, που συνεχώς έθετε η κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη την πανδημία, δεν έμειναν άπραγοι μπροστά στην εφιαλτική προοπτική ενός αστυνομοκρατούμενου πανεπιστημίου και μιας αυταρχικοποιημένης καθημερινότητας.
Στην Αθήνα, οι μεγάλες διαδηλώσεις σε εβδομαδιαία βάση και η έμπνευση για συνέχιση του αγώνα που δημιουργούσε το πεδίο του δρόμου, ήταν αναντίστοιχες με τη μικρή συμμετοχή του κόσμου στις διαδικασίες των φοιτητικών συλλόγων. Μοιραία, τα κενά στο πολιτικό πλαίσιο της περιόδου ήταν αναπόφευκτα , αφού δεν υπήρχε ανατροφοδότηση από τους συλλόγους και ο διάλογος περιοριζόταν μόνο μεταξύ οργανωμένων δυνάμεων και συνεννοήσεων κορυφών. Η δημιουργία πρωτοβουλιών, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις όπου η υψηλή απαρτία ήταν απαγορευτική για να παρθούν αποφάσεις Γ.Σ, με σκοπό την οριζόντια συμμετοχή του κόσμου που είχε διάθεση να συνδιαμορφώσει το πολιτικό περιεχόμενο και τις δράσεις, δεν επιχειρήθηκε στον βαθμό που θα έπρεπε. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνεται συχνά κατάχρηση του ρόλου των διοικητικών συμβουλίων των ΦΣ και να καλλιεργείται ένα κλίμα απογοήτευσης μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες γενικές συνελεύσεις.
Ωστόσο, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, όπου το φοιτητικό κίνημα και οι εστίες αντίστασης στις σχολές, ιδίως μετά τις κατασταλτικές επεμβάσεις στο ΑΠΘ, άνθισαν, ιεραρχήθηκαν από όλες τις πολιτικές δυνάμεις οι Γενικές Συνελεύσεις των συλλόγων, με τα ΔΣ να μην συγκαλούνται καθ’ όλο το διάστημα στο οποίο οι πρώτες πραγματοποιούνταν με μαζικότητα και σε εβδομαδιαία βάση. Έτσι, η κριτική που ασκείται περί γραφειοκρατικής λειτουργίας των συλλόγων είναι μονομερής. Δεν δύναται να καταδικάζονται συλλήβδην τα διοικητικά συμβούλια ως θεσμός και να αμφισβητείται η αναγκαιότητα ύπαρξής τους, ιδίως όταν η λειτουργία τους επιλέγεται όχι αντιπαραθετικά στις ΓΣ, αλλά σε συνθήκες όπου δεν μπορεί να συνεδριάσει το σώμα. Πόσο μάλλον να χρησιμοποιούνται από κομμάτια του κινήματος επιχειρήματα που μόνο από τα ‘’ανεξάρτητα‘’ μπλοκ είχαμε δει, σχετικά με την νομιμοποίηση τους λόγω της μη διενέργειας εκλογών (προφανώς εξαιτίας της πανδημίας και όχι λόγω επιθυμίας της φοιτητικής Αριστεράς).
Είναι προφανές πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε στην ίδια ρότα, χωρίς να διορθώσουμε παθογένειες που κρατάνε το φοιτητικό κίνημα πίσω. Η εργαλειοποίηση των συλλόγων για την επιβολή μιας γραμμής ή ενός σχεδιασμού στο κίνημα κάθε άλλο παρά συμβάλλει στη μαζικοποίηση των συλλογικών διαδικασιών. Η έλλειψη διαλόγου, τα κλειστά πολιτικά πλαίσια που δεν συνδιαμορφώνονται και μια αστείρευτη διάθεση για ενδοκινηματική πόλωση και επιβολή, δημιουργούν ένα κλίμα που πέρα από αποπροσανατολισμό και εσωστρέφεια, εκπέμπει την εικόνα πως οι οργανωμένες δυνάμεις στο εσωτερικό των συλλόγων δεν αντιλαμβάνονται ούτε την κρισιμότητα της πολιτικής συγκυρίας ούτε τα αυξημένα καθήκοντα τους.
Τα παραπάνω βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγούν στην απομάκρυνση του κινηματικού κόσμου από τις διαδικασίες των συλλόγων. Η λογική με βάση την οποία αφήνουμε τον σχεδιασμό και τον συντονισμό των δράσεων και των κινητοποιήσεων σε αυτόκλητες πρωτοπορίες που αμφισβητούν ευθέως το νόημα της συζήτησης και της ζύμωσης στα πλαίσια των γενικών συνελεύσεων, είναι μία λογική που δεδομένα δεν πάει την κουβέντα ένα βήμα παραπέρα. Η δημιουργία δομών που ακόμα και αν διακηρυκτικά έχουν ως στόχο την τροφοδότηση της συζήτησης στους συλλόγους, αλλά εν τέλει καταλήγουν να λειτουργούν αντιπαραθετικά με τις ΓΣ, να απορρίπτουν ακόμα και αποφάσεις τους και να δημιουργούν ένα προσχηματικό δίπολο ‘’οριζοντιότητα‘’ ή ‘’γραφειοκρατία’’, δεν μπορεί να είναι η απάντηση στο, χωρίς αμφιβολία, υπαρκτό πρόβλημα λειτουργίας των ΦΣ.
Το επόμενο διάστημα, με τις μάχες για την μη εφαρμογή του νόμου να είναι μπροστά μας, οφείλουμε να καταπιαστούμε με το ζήτημα της ανασυγκρότησης και της ανανοηματοδότησης των συλλογικών μας διαδικασιών. Μία άλλη πολιτική και ηθική σχέση μεταξύ οργανωμένων δυνάμεων και ανένταχτων φοιτητών, περισσότερη φαντασία και λιγότερη παρελθοντολαγνεία (ό,τι μπορεί το 06’-07’ ενδεχομένως να συσπείρωνε και να πυροδοτούσε το κίνημα δεν είναι δεδομένο ότι μπορεί και τώρα να είναι προωθητικό), νέα εργαλεία απεύθυνσης και ίσως μια άλλη πολιτική – πολιτιστική κουλτούρα, είναι τα στοιχεία που θα πρέπει αναμφισβήτητα να επιδιώξουμε στην προσπάθεια αυτή. Δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση όμως να υποβαθμίζουμε και να εγκαταλείπουμε τους μαζικούς φορείς ως χώρο οργάνωσης των φοιτητών, ξεχνώντας εύκολα τις μάχες που έχει δώσει το φοιτητικό κίνημα για να υπάρχει σήμερα σε μεγάλο βαθμό, ευνοϊκός συσχετισμός εντός αυτών .
Η δομική κρίση στην οποία θεωρούμε ότι βρίσκονται αυτή την στιγμή οι φοιτητικοί σύλλογοι δεν μπορεί να ξεπεραστεί με ευχολόγια και καλές προθέσεις. Χρειάζονται τομές και σύμπνοια όλων των δυνάμεων που από διαφορετικά μετερίζια το προηγούμενο διάστημα έδωσαν τον αγώνα για να μην εφαρμοστεί ούτε μια πτυχή του νόμου Κεραμέως. Δεν μπορεί να δοθεί άλλος χώρος και χρόνος σε εκφυλιστικά φαινόμενα ενδοκινηματικών αντιπαραθέσεων. Δεν μπορεί σε αυτή τη συνθήκη και με την επίθεση από μεριάς κυβέρνησης – κεφαλαίου να μαίνεται, να υπάρχει έστω και η σκέψη για ‘’οργανωτικές αντιπαραθέσεις‘’ και επίλυση πολιτικών διαφωνιών με την βία.
Δεν είναι δυνατόν να έχουμε την αυταπάτη ότι τα στρατηγικά κενά στο φοιτητικό κίνημα θα καλυφθούν από εικόνες ντροπής που δυσφημούν το ίδιο το κίνημα, την έννοια του ασύλου, τα πανεπιστήμια που υπερασπιζόμαστε. Οι εικόνες συντρόφων στα νοσοκομεία μετά από τέτοιου είδους σκηνές, προκαλούν θλίψη και αγανάκτηση, ενώ δημιουργούν μεγάλη ανησυχία για το ποια είναι τα όρια μιας τέτοιας κατάστασης και πώς άνθρωποι του κινήματος, για οποιαδήποτε αιτία, μπορεί να δέχονται να συνυπάρχουν σε συνθήκες σαν αυτή, με άτομα που δρουν στη λογική της εκδικητικής και τυφλής βίας, εντελώς εκτός πολιτικού πλαισίου. Η περιθωριοποίηση αυτών των πρακτικών και όσων τις υιοθετούν είναι καθήκον ολόκληρου του ανταγωνιστικού κινήματος.
Τα αυξημένα καθήκοντα την προσεχή περίοδο δεν αφήνουν περιθώρια για ακόμη μεγαλύτερη εσωστρέφεια και υποβάθμιση του πολιτικού διαλόγου. Είναι χρέος μας να βρούμε τους τρόπους να εμπνεύσουμε και να διατηρήσουμε σε κινηματική τροχιά όλες αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις που το προηγούμενο διάστημα βρέθηκαν μαζί μας στο δρόμο, στον αγώνα για τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενάντια στην αστυνομική βία και την καταστολή, στις κινητοποιήσεις για το δίκαιο αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα, στους εργαζόμενους που βγαίνουν τώρα στο δρόμο για το 8ωρο, και φυσικά στις μεγάλες κινητοποιήσεις απέναντι στον νόμο – έκτρωμα για τα ΑΕΙ. Να ενώσουμε αυτούς τους επιμέρους αγώνες, σε μια αντεπίθεση προς αυτή την άθλια κυβέρνηση και το σύστημα που υπηρετεί.
Με το βλέμμα στραμμένο στις εικόνες νίκης του προηγούμενου διαστήματος, με σχολές ζωντανές , συνεχίζουμε όλοι και όλες μαζί στον αγώνα υπεράσπισης των Πανεπιστημίων μας. Μέλημά μας να ξαναδούμε τις σχολές μας ανοιχτές, ασφαλείς ,τους ΦΣ δυνατούς και πραγματικά ζωντανά κύτταρα στον μακρύ αγώνα που καλούμαστε να δώσουμε. Με μεγαλύτερη διάθεση για αυτοκριτική απ’ ό,τι για ηγεμονία εντός του κινήματος, με λιγότερη διάθεση για δημιουργία εσωτερικών εχθρών και περισσότερη για μετωπική δράση, με λιγότερες βεβαιότητες και ‘’μοναδικές αλήθειες‘’.