Έχουμε διανύσει 50 χρόνια. Δεν είναι μόνο άθροισμα, είναι πολλαπλές μεταβάσεις σε νέες εποχές. Για τις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Τα πρόσωπα του 1973 σχεδόν δεν αναγνωρίζονται. Κι όχι γιατί πέρασε από πάνω τους μισός αιώνας, αλλά γιατί πέρασε αυτός ακριβώς ο μισός αιώνας. Δεν είναι δηλαδή επειδή γέρασαν αλλά επειδή αυτά τα 50 χρόνια ο κόσμος άλλαξε σα να πέρασαν μερικοί αιώνες. Τεχνολογίες, καταρρεύσεις, αλλαγές, σε μυαλά και συνειδήσεις!..
Κι εκεί που όλα άλλαξαν ένα συμβάν, η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, που ανήκει σε εκείνο το προ αιώνων τοπίο, διεκδικεί θέση στην επικαιρότητά μας. Πως διατηρείται νέο σε έναν κόσμο που μετά δυο χρόνια το κινητό του είναι ήδη παλιό;
Προφανώς δεν πρόκειται για ιστορικό βαμπίρ που ανανεώνεται καταναλώνοντας το αίμα των θυμάτων του. Ποιος νέος άνθρωπος που γεννήθηκε μετά το 2000 (ή ακόμη και μετά το 1990, κι ας μην είναι πια και τόσο νέος) θα εξεγείρεται, ακόμη κι αν συγκινείται, με ένα αίμα που έχει χυθεί 50 χρόνια πριν, κι ας έχει μείνει αδικαίωτο;
Κάθε χρόνο γράφουμε άρθρα και βιβλία, όχι μόνο οι νοσταλγοί, κάνουμε συζητήσεις, ταινίες, βιντεάκια, διαδηλώσεις. Και οι συμμέτοχοι στις δραστηριότητες αυτές είναι, κυρίως, νέοι άνθρωποι. Όχι καταναλωτές της ιστορικής μνήμης αλλά μερισματούχοι του τωρινού συμβάντος.
Οπότε χρειάζεται να διερευνηθεί εντός των συστατικών μιας τέτοιας επετείου κάποιο ελιξήριο. Και προφανώς το πρώτο που θα αναζητηθεί είναι η πηγή της εκροής της («Το ποτάμι που δακρύζει»). Το τότε!
Εκείνη η εξέγερση συμπύκνωσε και εξέφρασε, τόσο με τη νίκη όσο και με την ήττα της, τις εντάσεις, τις συγκρούσεις και τις αντιθέσεις της εποχής της, όπως είναι φυσικό, αλλά και εκείνης που ακολούθησε. Ήταν το τέλος της προηγούμενης ιστορικής περιόδου, της μεταπολεμικής ηττημένης και ηττοπαθούς διεκδίκησης, της «ανάπηρης» δημοκρατίας του 50 και 60, η οποία καταλύθηκε με ευκολία από τα τανκς των συνταγματαρχών, και η έναρξη μιας νέας αναζήτησης, ανατρεπτικής σε βάθος, με φρέσκα αιτήματα λαϊκής κυριαρχίας. Οι πολιτικές δυνάμεις του αστικού κόσμου ήταν προσηλωμένες στον εκσυγχρονισμό του παλιού, και μαζί τους οι παλιές αριστερές δυνάμεις που είχαν συνηθίσει, με όλα τα σύνδρομα της ήττας, να ακολουθούν τις αστικές πολιτικές επιλογές. Αλλά από την άλλη τα ίδια τα γεγονότα, εγκυμονούσαν νέες πεποιθήσεις. Το Βιετνάμ, ο Γαλλικός Μάης, τα κινήματα των μαύρων στις ΗΠΑ, το ρεύμα ανυπακοής των νέων και λοιπά παρόμοια σε όλο τον πλανήτη.
Ένας άνεμος φρέσκος, δημιουργικός και ανυπότακτος ερχόταν από όλους τους ορίζοντες, διεκδικώντας μια νέα αναζήτηση. Τη διεκδίκηση της ολότητας και όχι του επί μέρους.
Μέσα στον στενό κορσέ της στρατιωτικής δικτατορίας το φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα απαίτησε και μπήκε, έστω καθυστερημένα χρονικά, σε αυτόν τον παγκόσμιο χορό.
Αυτή τη φορά δεν ήθελε να επιστρέψουμε στις αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος.
Οι επιδιώξεις του μπορεί να ξεκινούσαν από τα φοιτητικά και ακαδημαϊκά αιτήματα, αλλά κλιμακώνονταν σε συνολικές προσδοκίες ζωής. Την ανατροπή ολόκληρου του συστήματος που κληροδοτούσε το παρελθόν. Τη λαϊκή κυριαρχία, με όλες τις ασάφειες που είχε η έννοια και με όλες τις διαφορετικές ερμηνείες που έδιναν οι, πολιτικές και φοιτητικές, νεανικές δυνάμεις. Την απαλλαγή από την αμερικανοκρατία. Το άνοιγμα ενός δρόμου προς μια δημοκρατία βαθύτερη, ουσιαστικότερη.
Η ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής της κατάληψης στις 16 Νοέμβρη κατέληγε: «Ελληνικέ Λαέ, ο αγώνας γύρω απ’ τη Λαϊκή Κυριαρχία και την Εθνική Ανεξαρτησία συνίσταται σήμερα στις άμεσες μαζικές διεκδικήσεις στα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά σου προβλήματα, με απεργιακούς αγώνες, με μαζικές κινητοποιήσεις με προοπτική την γενική απεργία για την ανατροπή της δικτατορίας. Η παρουσία μας εδώ αποτελεί κέντρο συσπείρωσης, κινητοποίησης και μαζικοποίησης του λαϊκού αγώνα»
Προφανής είναι ο γενικόλογος χαρακτήρας αυτών των διεκδικήσεων. Αλλά δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως βρισκόμαστε στην έναρξη αυτού του αντιδικτατορικού μαζικού ρεύματος, ύστερα από 6 χρόνια μιας σχετικής σιωπής και αμηχανίας, και πως η αντιπαράθεση αυτού του νέου ρεύματος με μηχανισμούς της χούντας, του συστήματος και της παράδοσης (προφανώς και μεγάλων τμημάτων της Αριστεράς), δημιουργούσε αμφισβητήσεις και αμφισημίες.
Το Πολυτεχνείο 73 ήταν μια μερική νίκη. Εξέφρασε αυτόν τον ριζοσπαστισμό, αλλά δεν μπόρεσε ούτε να τον ολοκληρώσει, ούτε να τον επιβάλλει. Χτυπήθηκε από το νέο κύμα της χουντικής βίας, αλλά τελικά οδήγησε, σε συνδυασμό με την κυπριακή τραγωδία, το πολιτικό σύστημα να ανασυνταχθεί και να αναζητήσει διέξοδο εντός του πλαισίου, πριν είναι πολύ αργά γι’ αυτό.
Η λύση Καραμανλή τον Ιούλιο του 1974 δεν ήταν παρά το προϊόν αυτής της εξέγερσης, που μερικώς νικούσε και μερικών ηττάτο.
Έτσι λοιπόν, μια ριζοσπαστική επαγγελία που έμεινε ανεκπλήρωτη σημάδεψε όλη την κατοπινή πορεία. Η εξέγερση της ηττήθηκε στο ριζοσπαστικό της περιεχόμενο, αλλά έκανε έντονη την παρουσία και τη διεκδίκησή όλα αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα. (Γι’ αυτό εξ άλλου ο διακαής πόθος όλων των παπαγάλων του συστήματος, δημοσιογράφων, αναλυτών, πολιτειολόγων κ.λπ. είναι να τελειώνουν με τη μεταπολίτευση – και εννοούν τις καταβολές του Πολυτεχνείου 73).
Αυτό και μόνο καθιστά μια ημιτελή εξέγερση επίκαιρη και διεκδικούμενη. Διαρκώς!
Πολλοί θέλουν να υποτάξουν, να υπαγάγουν τις διεκδικήσεις και τα αιτήματά της, ανάμεσά τους και κάποιοι από τους τότε πρωταγωνιστές ή συμμέτοχους, στις κυρίαρχες επιλογές του συστήματος. Επόμενο είναι. (Όπως έλεγε κι ο ποιητής «το ζήτημα είναι τώρα τι λες»).
Πολλοί άλλοι θέλουν να το απελευθερώσουν, να του δώσουν νέα πνοή και να το καθιστούν συνεχώς επίκαιρο.
Και οι μεν και οι δε, συμβάλλουν με τον τρόπο τους σε αυτή την επικαιροποίηση.
Βλέπετε, οι εξεγέρσεις κι αν ακόμη ηττηθούν επιβάλλουν την παρουσία τους και θέτουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην ημερήσια διάταξη το ρόλο και τη σημασία τους, μη δε και τα αιτήματά τους.
Οπότε, οι διαδηλώσεις και οι άλλες εκδηλώσεις που κάθε χρόνο γίνονται για το Πολυτεχνείο 73 δεν έχουν γίνει κάδρα στις σχολικές αίθουσες, ξερές ημερομηνίες, αφυδατωμένες αφηγήσεις και «λόγια επισήμων στο κενό». Και μ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα, άλλοτε πιο μαζική άλλοτε λιγότερο, η διαδήλωση της επετείου δεν είναι παρέλαση νεκρών σωμάτων. Αυτό το σκαμπανέβασμα δεν είναι παρά η έκφραση του επίκαιρου, καθώς η κάθε φορά θέλει να μιλήσει για το πάθος, την ένταση και τη θέληση της εκείνη τη στιγμή, επικαιροποιώντας πάντα μια εκδήλωση που ενέχει το επίκαιρο στην ύπαρξή της.
Επί πλέον, η προσέγγιση του Πολυτεχνείου 73 για τους νέους ανθρώπους, ακόμη κι όταν περιέχει ένα δέος – «οι πρόγονοί μας» που αντιστάθηκαν, βασανίστηκαν, σκοτώθηκαν για κάτι που δεν ήταν καριέρα, ατομική επιδίωξη, απολαβές – είναι ωστόσο ανατρεπτική, σχεδόν βέβηλη, σχεδόν να την προσβάλλουν για να την επανακατακτήσουν.
Γίνεται το καταφύγιο, ένα στοιχείο δείγματος για το τι μπορεί να γίνει, ο ρεαλισμός του φαινομενικά αδύνατου, τρόπος να επιστρέψουν την προσβολή που τους γίνεται από έναν κόσμο εχθρικό, μια δυνατότητα που έρχεται από παλιά αλλά που μπορεί να γίνει πιθανότητα τους μέλλοντός τους.