Η υπόθεση των υποκλοπών ολοκληρώνει με εκκωφαντικό τρόπο την αντιδημοκρατική εκτροπή διαρκείας που έχει επιβάλλει στα χρόνια διακυβέρνησης της η Νέα Δημοκρατία υπό τον Κ. Μητσοτάκη. Η στοιχειοθέτηση συστήματος υποκλοπών, και μάλιστα μέσω της “νόμιμης” οδού των εισαγγελικών διατάξεων (πέραν δηλαδή των όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας για το σύστημα Predator και τη χρήση του από την ΕΥΠ), που επιφέρει στην κυβέρνηση πέρα από πολιτικές και ποινικές ευθύνες, θέτει πλέον ζήτημα για την ίδια την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα. Δεν πρόκειται με άλλα λόγια για ένα ακόμη σκάνδαλο μεταξύ άλλων, ούτε έτσι πρέπει να ειδωθεί. Αντίθετα, πρέπει να ειδωθεί ως συνέχεια των αντιδημοκρατικών πεπραγμένων (βλ. απαγόρευση διαδηλώσεων, ασφυκτικός έλεγχος ΜΜΕ, αποχαλίνωση της αστυνομίας κλπ) μιας άκρως αυταρχικής και νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης που λειτουργεί με όρους καθεστώτος και εργάζεται με στόχο τη διαιώνιση της εξουσίας της, σε απόλυτη διαπλοκή με το σύνολο του κρατικού μηχανισμού (δικαστική εξουσία, ΕΥΠ), καθώς και του μιντιακού κατεστημένου.
Το “μνημόνιο αντιδημοκρατίας” της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι ένα ζήτημα που αφορά και την Αριστερά, αλλά θα έπρεπε να αφορά πρωτίστως την Αριστερά, ανεξάρτητα με το αν επιχειρείται να γίνει προεκλογικό παιχνίδι του αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ ή παιχνίδι εκβιασμών επιχειρηματικών συμφερόντων τύπου Μαρινάκη προς την κυβέρνηση. Και αυτό διότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο το βαθύτερο χνάρι που επιχειρεί να αφήσει στον τρόπο άσκησης της αστικής πολιτικής στη χώρα. Εξάλλου, το δημοκρατικό ζήτημα δέχεται βαρύτατα πλήγματα εδώ και κοντά μια 15ετία, από την αρχή της περιόδου των μνημονίων. Από την “επιτροπεία” και τη “σκληρή επιτροπεία”, στη διακυβέρνησης της χώρας κατ’ εντολή των Βρυξελλών μέσω ΠΔ και τον εξευτελισμό του κοινοβουλευτικού θεσμού, μέχρι την καταπάτηση του δημοψηφίσματος και της λαϊκής ετυμηγορίας, όλες οι μνημονιακές κυβερνήσεις φέρουν τεράστια ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση.
Το ζήτημα με το οποίο πρέπει να αναμετρηθεί η αριστερά είναι η μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας επί το ολιγαρχικότερο, σε μια περίοδο μάλιστα κυριαρχίας του ΤΙΝΑ και νωπής της ήττας των κοινωνικών αγώνων της προηγούμενης δεκαετίας. Το ζήτημα της δημοκρατίας, με την αυτοτέλεια του, από το αίτημα για “άμεση δημοκρατία” των πλατειών, επανέρχεται και επανέρχεται και η ριζοσπαστική αριστερά φαίνεται να το υποτιμά και να μην παίρνει πρωτοβουλίες για να το σηκώσει, χτίζοντας τις αντίστοιχες συμμαχίες με πολιτικές δυνάμεις και με κοινωνικά μπλοκ. Λείπουν τα κείμενα, οι εκδηλώσεις, αλλά και η κινηματική παρουσία στο δρόμο.
Θεωρούμε ότι το ζήτημα της δημοκρατίας δεν εξαντλείται στο πολύ σημαντικό ζήτημα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ο μετασχηματισμός της ίδιας της έννοιας της δημοκρατίας είναι εξίσου σημαντικός και απαιτείται να προσθέσουμε τρία στοιχεία στην ανάλυση μας:
– Η πλήρης αποστοίχιση πολιτικού συστήματος και λαϊκής βούλησης είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό. Η κρίση χρέους της Ευρωζώνης με την επιβολή σκληρής λιτότητας σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες έχει τραβήξει την ούτως ή άλλως προβληματική σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας στα άκρα και η Ελλάδα βρίσκεται στην καρδιά αυτής της αντίθεσης. Τη προηγούμενη δεκαετία – με τους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες– όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα εδώ, ωστόσο οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ πολλές φορές εισηγούνταν και πίεσαν για περισσότερη αντι-δημοκρατική άσκηση πολιτικής. Ο τεχνοκρατισμός και η λιτότητα αποδείχθηκαν οι μεγαλύτεροι εχθροί της δημοκρατίας.
– Πέρα από την κρατική δράση ωστόσο, η δράση του κινήματός άνοιξε δρόμους από τους οποίους πρέπει να μάθουμε. Επιστρέφουμε στη μνήμη των Πλατειών καθώς εκείνες πρώτες έθεσαν το δημοκρατία στο επίκεντρο, ως το κατεξοχήν αίτημα του κινήματος. Εάν το πρόβλημα είναι η πλήρης περιθωριοποίηση του λαϊκού παράγοντα – ως δομικό στοιχείο του συστήματος – τότε το κίνημα το ίδιο πρέπει να αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα ότι ο λαός είναι ικανός να οργανώνεται και να παίρνει τις ζωές του στα χέρια του. Εάν, αντίθετα, το πρόβλημα είναι τα πρόσωπα, δηλαδή οι «αλήτες προδότες πολιτικοί» τότε τι πιο λογικό παρά να αρχίζει και να τελειώνει ο αγώνας στο να φωνάζουμε το σύνθημα «να φύγουν». Στη διαπάλη ανάμεσα στις δύο όψεις του κινήματος, ο δυναμικός χαρακτήρας της «κάτω» πλατείας γρήγορα υπερισχύει του πιο παθητικού χαρακτήρα της «πάνω» πλατείας. Έτσι, η πρώτη, όχι μόνο δείχνει αξιοσημείωτα μεγαλύτερες αντοχές, αλλά σταδιακά μετασχηματίζει και τη δεύτερη, δίνοντάς της έναν πιο ταξικό/συγκρουσιακό χαρακτήρα, με εμφατικά παραδείγματα τις μεγάλες συγκεντρώσεις του Ιουνίου του 2012.
– Οι Πλατείας μας θυμίζουν ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ένα ή το άλλο θεσμικό πλαίσιο (πχ. «κάθε τέσσερα χρόνια ψηφίζουμε») αλλά σχετίζεται με αυτό που ονομάζεται λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή τη δυνατότητα των μαζών να λαμβάνουν και να υλοποιούν τις αποφάσεις. Όταν οι πλατείες αρχίζουν να αδειάζουν, μια άνευ προηγουμένου άνθιση από τοπικές συνελεύσεις, πρωτοβουλίες, στέκια, δίκτυα αλληλεγγύης παίρνει τη θέση τους, δίνοντας συνέχεια σε αυτή τη διαδικασία λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης. Όλα αυτά θα όφειλαν να είναι ούτως ή άλλως στον πυρήνα κάθε χειραφετητικού προτάγματος.
– Η αντιδημοκρατική πολιτική πέρα από στρατηγική του κράτους (τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ το 2015-2019 με υποκλοπές σε πολιτικά κόμματα όπως το ΚΚΕ και αύξηση των παρακολουθήσεων εκθετικά) είναι και ένα μέσο ταξικής επιβολής και επίθεσης. Δεν είναι άλλο το ζήτημα της δημοκρατίας και άλλο το ζήτημα της υπεράσπισης της τάξης των εργαζομένων. Κάθε αντιδημοκρατική τομή ενισχύει (μερίδες) το(υ) κεφαλαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κρατική διαχείριση της “έκτακτης συνθήκης” της πανδημίας: η κυβέρνηση νομοθετεί την απαγόρευση διαδηλώσεων ενώ παράλληλα αλλάζει το νομικό πλαίσιο για τις Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα και το ποσό των απευθείας αναθεσέων – οι οποίες δεν έχουν πλέον σχεδόν κανέναν μηχανισμό εξουσίας- δημιουργώντας Πάτσηδες.
Στην προεκλογική περίοδο που έχει ανοίξει, μάλιστα υπό τη σκιά της υπόθεσης των υποκλοπών, και με όλες τις διεργασίες που συντελούνται στο φάσμα της ριζοσπαστικής αριστεράς και της εμπλοκής που έχουμε ως οργάνωση, δεσμευόμαστε να ιεραρχήσουμε το δημοκρατικό ζήτημα πολύ ψηλά στην πολιτική ατζέντα και να πάρουμε πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Η απεύθυνση μας στοχεύει τόσο τις υπόλοιπες σύμμαχες δυνάμεις που συζητάμε το ενωτικό εκλογικό κατέβασμα, άλλα και τις άλλες μαχόμενες δυνάμεις που θέλουν να μπουν σε μια τέτοια λογική.
Αναγνωρίζουμε επιπλέον την ιστορική εμπειρία: οι αντιπολιτεύσεις τείνουν να στηλιτεύουν τους αντιδημοκρατικούς νόμους έως ότου γίνουν κυβερνήσεις. Η συνθήκη που διαμορφώνεται αφορά το σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος και τις δομές του, όχι τόσο ή μόνο τις κυβερνήσεις. Για την προάσπιση και διεύθυνση της δημοκρατίας η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να χαράξει την στρατηγική της όχι απέναντι στον Μητσοτάκη ή ακόμα και μόνο απέναντι στην κυβέρνηση της Δεξιάς (κάτι εύλογο στην συγκυρία), αλλά απέναντι στο ελληνικό καπιταλιστικό κράτος.
Επιπλέον, η παλαιότερη αλλά και η πρόσφατη ιστορία (είσοδος της ΧΑ στη βουλή) δείχνουν ότι ο ευτελισμός με αυτόν τον τρόπο των δημοκρατικών θεσμών ανοίγουν το δρόμο στην άνοδο του φασισμού. Η νομοθετική ρύθμιση με την οποία η κυβέρνηση απέκλεισε το κόμμα του Κασιδιάρη από κάθοδο στις εκλογές δεν είναι προβληματική μόνο ως προς το νομικό κομμάτι απονέμοντας εξουσία ελέγχου του σκοπού των κομμάτων σε ανώτατο δικαστήριο του αστικού κράτους, αλλά και ως προς το πολιτικό. Η τροπολογία της κυβέρνησης προχωρά ουσιαστικά στην μετατροπή της ιδεολογίας σε κριτήριο για την έγκριση του εκλογικού κατεβάσματος. Πρόκειται για μια εξαιρετικά επικίνδυνη για το λαϊκό κίνημα ειδικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει επίσημα εξισώσει τον ναζισμό με τον κομμουνισμό, υιοθετώντας την θεωρία των δύο άκρων, στοιχείο του ιστορικού αναθεωρητισμού.
Η απαγόρευση εκλογικής καθόδου ναζιστικών κομμάτων είναι μια πιο βαθιά και περίπλοκη διαδικασία η οποία θα πρέπει να αποτελεί μεταξύ άλλων και θεσμική αποτύπωση μιας κοινωνικής διεργασίας. Μια τέτοιου είδους απαγόρευση όχι μόνο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, αλλά και είναι δυνητικά επικίνδυνη όταν έρχεται από τα πάνω, δηλαδή από το αστικό κράτος που έχει αμφίβολες, στην καλύτερη περίπτωση, προθέσεις. Η διαδικασία αυτή πρέπει να εκκινά από την ίδια την κοινωνία, να αντανακλά μια ευρεία συζήτηση για τα όρια του πολιτικού συστήματος και της δημοκρατίας, και εν τέλει ο νόμος να επισφραγίζει αυτήν την κοινωνική διεργασία και τα πλειοψηφικά αιτήματα του αντιφασιστικού κινήματος. Παράδειγμα τέτοιας διαδικασίας είναι η απαγόρευση των εθνικοσοσιαλιστικών κομμάτων στην μεταπολεμική Γερμανία… Ειδικότερα, μια τέτοια διαδικασία θα απαιτούσε είτε μια συνταγματική αναθεώρηση ειτε μια ρύθμιση που δε θα αφήνει διακριτική ευχέρεια ελέγχου στην αστική δικαιοσύνη, δε θα ποινικοποιεί την ιδεολογία αλλά θα έχει ως αφετηρία τις πράξεις για τις οποίες έχουν καταδικαστεί οι ναζί όχι γενικά κι αόριστα αλλά σε σχέση με το ναζιστικό/ρατσιστικό τους κίνητρο Για αυτό είναι ανάγκη το αντιφασιστικό κίνημα να προβάλλει αυτό το κοινωνικό αίτημα, αναδεικνύοντας την υποκριτική στάση και τον όψιμο αντιφασισμό μιας ιδιαίτερα αυταρχικής κυβέρνησης που καταστέλλει και φυλακίζει άδικα αγωνιστές/τριες , και με την αντιμεταναστευτική και ρατσιστική πολιτική των pushbacks δίνει χώρο στα κάθε λογής φασιστικά μορφώματα “.
Σε αυτή τη συνθήκη, ο πολύπλευρος αντιφασιστικός αγώνας αποκτά αναβαθμισμένη σημασία, όπως και η ενίσχυση των αντιφασιστικών δράσεων και συντονισμών. Όπως έδειξε και η φετινή πορεία για τον Παύλο Φύσσα και η αντισυγκέντρωση για τα Ίμια, τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά του κόσμου του κινήματος είναι ψηλά και οφείλουν να παραμένουν σε επαγρύπνηση. Η επιχειρούμενου επανεμφάνιση των φασιστών στις συγκεντρώσεις των αντιεμβολιαστών και μέσα από το κόμμα του Κασιδιάρη πρέπει πρώτα από όλα να βρουν τείχος από τον κόσμο του αγώνα.