Οι φετινές εκλογές θα έρθουν να ολοκληρώσουν μια τετραετία κατά την οποία στη διακυβέρνηση της χώρας βρέθηκε μια κυβέρνηση βαθιά νεοφιλελεύθερη και αυταρχική, καθώς και η πιο έντονα ρεβανσιστική απέναντι στην πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία, τα δημοκρατικά κεκτημένα και τις ελευθερίες, και τον κόσμο του αγώνα. Μέσα στη μάχη που δίνεται εδώ και πάνω από δέκα χρόνια στην ελληνική κοινωνία, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήρθε για να προχωρήσει με βίαιο τρόπο πιο μπροστά την υπόθεση της αναδιανομής εξουσίας και πλούτου υπέρ των από πάνω. Ήρθε να κάνει αποφασιστικά βήματα για να “τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση”, σε μια προσπάθεια να διευθετήσει μια για πάντα τις εκκρεμότητες του παρελθόντος, δηλαδή ό,τι έχει απομείνει σε επίπεδο κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και λαϊκών αντιστάσεων μετά τη μνημονιακή και μεταμνημομιακή κανονικότητα. Έτσι, μετά από αυτήν την τετραετία και την επαύριο των εκλογών, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμά τους, είναι δεδομένο ότι οι πληττόμενες κοινωνικές τάξεις στην Ελλάδα θα βρίσκονται σε σημαντικά χειρότερη θέση, σε ένα διαρκές σπιράλ επιδείνωσης των όρων ζωής τους.
Αυτή η ανεμπόδιστη πορεία της άγριας νεοφιλελεύθερης επέλασης, που λίγο επέδρασε σε αυτήν το ποιο κόμμα βρέθηκε κάθε φορά στην κυβέρνηση την τελευταία δεκαετία και πλέον, είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της βαθιάς συναίνεσης που έχει διαμορφωθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα για το πώς πρέπει να πάνε τα πράγματα μετά τις επερχόμενες εκλογές. Όσο κι αν μπορούμε δικαιολογημένα να μιλάμε για τα ειδικά και οξυμένα χαρακτηριστικά της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, είναι εμφανές ότι ο κορμός της πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις από τα χρόνια της κρίσης και μετά, ήταν σχεδόν σε όλα τα κρίσιμα σημεία ενιαίος και δεν αμφισβητήθηκε από κανένα κόμμα εξουσίας, και από ελάχιστα κοινοβουλευτικά κόμματα εν γένει. Μια βαθιά νεοφιλελεύθερη συναίνεση έχει οικοδομηθεί γύρω από θεμελιακούς πυλώνες της πολιτικής, όπως η διατήρηση του χαμηλού εργατικού κόστους, οι ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και η εμμονή με ένα μη βιώσιμο “αναπτυξιακό” μοντέλο βασισμένο κατ’ αποκλειστικότητα στην τουριστική υπερεκμετάλλευση. Η συμφωνία του αστικού κόσμου πάνω σε αυτούς, που σφραγίστηκε με τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και το πέρασμά του στο αντίπαλο στρατόπεδο πριν οκτώ χρόνια, αντλεί την ισχύ της ακριβώς από αυτή της την ικανότητα να παρασέρνει όσες αντιστάσεις δεν είναι αρκετά βαθιά ριζωμένες και να μην αφήνει κανένα χώρο για “μετριοπαθείς” πολιτικές φωνές, όπως της σοσιαλδημοκρατίας και του “κεντρώου” χώρου. Δεν είναι τυχαίο που σε όλη την Ευρώπη τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, δηλαδή τα συντηρητικά/ χριστιανοδημοκρατικά/ παραδοσιακά φιλελεύθερα συγκλίνουν σε τέτοιο βαθμό με τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, που η σφαίρα της πολιτικής και της κοινωνικής διαπάλης που θα έπρεπε να εκφράζει η πολιτική, συρρικνώνεται σε μια απλή διαδικασία διαχείρισης προειλημμένων κατευθύνσεων για τα οποία οι λαοί μοιάζει να μην ερωτώνται ποτέ.
Στην Ελλάδα, την περίοδο 2010-2015 φάνηκε να ανοίγεται μια κρίσιμη δυνατότητα να μην αφεθούν τα παραπάνω να γίνουν κανονικότητα, αλλά να περιγραφεί ένας διαφορετικός τρόπος να ζήσουμε. Η δυνατότητα αυτή άνοιξε μέσα από μια ευρεία κοινωνική διαθεσιμότητα να στηριχθούν αγώνες, και η δυναμική της επηρεάστηκε από την ύπαρξη ενός πολιτικού φορέα που εξέφρασε αυτήν την πλειοψηφική κοινωνική δυσαρέσκεια και τη μετέφερε στο επίπεδο του πολιτικού και κοινοβουλευτικού διαλόγου. Σε αυτή τη βάση, η ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε σαν μια βαθιά διάψευση, όχι μόνο του συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου που αναπτύχθηκε ως απάντηση στην κρίση, αλλά συνολικά της δυνατότητας να αμφισβητηθεί από κάποια πλευρά το ΤΙΝΑ και να διεκδικηθεί με αξιώσεις ένας διαφορετικός τρόπος διαβίωσης. Η υιοθέτηση περίπου όλων των πυλώνων της άγρια νεοφιλελεύθερης ατζέντας, ενάντια στην οποία καταφερόταν ο ΣΥΡΙΖΑ για χρόνια, έφτιαξε μια κατάσταση υλοποίησης σκληρών αντιλαϊκών και αντεργατικών πολιτικών στο όνομα της Αριστεράς, που πλήγωσε το σύνολο των αριστερών δυνάμεων αλλά και την ίδια την αξιοπιστία της Αριστεράς ως αξιακού σημείου αναφοράς.
Τα έργα και οι ημέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έχουν περιγραφεί πολλάκις, και δεν θα είχε νόημα να μπούμε εδώ σε λεπτομέρειες. Παρόλαυτά, δεν μπορούμε και να μη θυμηθούμε λίγες από τις πιο λαμπρές στιγμές της τετραετίας του, ξεκινώντας από την υπογραφή και την εφαρμογή του 3ου μνημονίου, και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επέκτεινε ακόμη περισσότερο τη συνθήκη της βίαιης αναδιανομής πόρων και εξουσίας υπέρ των από πάνω. Τις “ειδικές πλειοψηφίες” του νόμου Αχτσιόγλου που δυσκόλεψαν σημαντικά την κήρυξη απεργίας, και το νόμο Κατρούγκαλου, που νομιμοποίησε το μπλοκάκι για έναν τεράστιο αριθμό εργαζομένων, κυρίως νέων, που δουλεύει πια με τεράστια ελαστικότητα και χωρίς βασικά εργασιακά δικαιώματα. Τον ίδιο νόμο, που μείωσε τις συντάξεις τόσο που είναι να απορεί κανείς πώς επιβιώνουν οι χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχοι, και που άνοιξε το δρόμο για τη μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό, ενάντια σε κάθε έννοια κοινωνικής αλληλεγγύης. Το προχώρημα των ιδιωτικοποιήσεων, με ταχύτητες που ακόμα και η Νέα Δημοκρατία πιθανότατα ζηλεύει, με την είσοδο της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο, την πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και των περιφερειακών αεροδρομίων, αλλά και του Ελληνικού και του Λιμανιού του Πειραιά στην Cosco. Την εισαγωγή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, και το έντονο χτύπημα των αγώνων που δόθηκαν να μην εφαρμοστούν. Το αίσχος στη διαχείριση του μεταναστευτικού, με την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, τη διατήρηση των φυλακών στα νησιά και του φράχτη του Έβρου.
Όσο, λοιπόν, κι αν προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδειχθεί σήμερα ως ο πόλος της “Δικαιοσύνης Παντού”, που είναι ο μοναδικός ικανός να βάλει φρένο στα σχέδια και την καταστροφική διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είναι ένα ερώτημα το πώς θα καταφέρει πραγματικά να πείσει, στη βάση της δικής του διακυβέρνησης και κυρίως στη βάση του τρόπου με τον οποίο εξακολουθεί να πολιτεύεται ακόμα και σήμερα. Η προσπάθειά του να κάνει ανοίγματα προς το χώρο του κέντρου, έχει οδηγήσει στην ενσωμάτωση στο λόγο του, χαρακτηριστικών αξόνων της συντηρητικής και νεοφιλελεύθερης ρητορικής: οι δηλώσεις ότι θα τιμήσει τις συμφωνίες για τα Ραφάλ, θα αρνηθεί να παραλάβει Turkaegean όταν παρέδωσε Αιγαίο και θα διατηρήσει το φράχτη του Έβρου που καλώς υπάρχει, είναι ενδεικτικές της πραγματικής πολιτικής στροφής που εδώ και χρόνια έχει ολοκληρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν δεσμεύεται από τίποτα πέρα από τον αυτοεγκλωβισμό του, το διαζύγιο με το αξιακό σύστημα της αριστεράς είναι πλέον δεδομένο. Στην ίδια κατεύθυνση, η εμμονή του να αναδεικνύει τα σκάνδαλα της ΝΔ ως την αρχή και το τέλος των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας, όπως δείχνουν οι δηλώσεις ότι για τα Τέμπη έφταιγε ο ακατάλληλος σταθμάρχης και ο τρόπος με τον οποίο βρέθηκε σε αυτή τη θέση. Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ θα δυσκολευτεί πραγματικά να πείσει ότι είναι ο φορέας της αλλαγής και της κοινωνικής δικαιοσύνης, όχι μόνο λόγω του πρόσφατου παρελθόντος του ή της υποταγής του στις εξ ορισμού ασφυκτικές οριοθετήσεις της μνημονιακής και μεταμνημονιακής πραγματικότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα δυσκολευτεί κυρίως επειδή είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει να καλύψει ούτε το συντηρητικό και “κεντρώο” ακροατήριο στο οποίο η ΝΔ έχει α πριόρι το προβάδισμα, ούτε μπορεί να έχει πραγματικές αξιώσεις να καλύψει τον πολιτικό χώρο αριστερά του κέντρου υιοθετώντας (μας είναι αδιάφορο αν αυτό γίνεται για ψηφοθηρικούς λόγους ή λόγους πραγματικής πολιτικής μετατόπισης) όλα αυτά τα αξιακά σημεία αναφοράς της Δεξιάς. Έτσι, η προσπάθειά του να γίνει αντιληπτό ως ένα “σοβαρό” κόμμα της αστικής πολιτικής σκηνής και η απόφασή του να μην προσπαθήσει να απευθυνθεί και να εκφράσει τις πληττόμενες τάξεις αλλά να εμφανιστεί ως ένα ακόμη κόμμα των “εθνικών συμφερόντων”, δείχνει την αποδοχή των όρων ενός παιχνιδιού που είναι εξ αρχής κατασκευασμένο έτσι ώστε να ευνοεί τον πιο αυθεντικό εκφραστή αυτής της “εθνικής ενότητας”, και είναι βέβαιο πως θα του κοστίσει με όρους εκπροσώπησης.
Σήμερα, όλοι αυτοί οι λόγοι θα ήταν παραπάνω από επαρκείς για να απαντήσουν στο ερώτημα γιατί η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ στις φετινές κοινοβουλευτικές εκλογές δεν μπορεί να έχει καμιά απόχρωση ριζοσπαστισμού, κοινωνικής δικαιοσύνης ή αλλαγής πορείας για τη χώρα. Έχοντας πλήρη συναίσθηση της καταστροφικής διακυβέρνησης της ΝΔ και της βαθιάς κοινωνικής δυσαρέσκειας και της αγανάκτησης που εύλογα προκλήθηκε αυτά τα χρόνια σε πλατιές μερίδες της κοινωνίας, και ειδικά στον κόσμο της αριστεράς με την ευρύτερη έννοια, νιώθουμε την ανάγκη να ξαναπούμε κάτι που η αριστερά λέει σε όλους τους τόνους εδώ και καιρό: η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ψήφος που ενδυναμώνει το σύστημα, εμπεδώνοντας ακόμη περισσότερο τη λογική ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, που συρρικνώνει ακόμη περισσότερο το πεδίο της πολιτικής σε έναν απλό χώρο επίλυσης διαφωνιών, άνευρο και ανούσιο όπως και η αντιπολίτευσή του. Η εμπέδωση αυτής της κατάστασης είναι καταστροφική για τις δυνάμεις της αριστεράς, αλλά κυρίως για τον κόσμο που πλήττεται πολλαπλά, κι αυτό γιατί ενισχύει τις υπαρκτές τάσεις αποστροφής των συλλογικών και δημοκρατικών διαδικασιών, αποδεικνύει ότι “όλοι ίδιοι είναι”, και αφήνει χώρο στις ακροδεξιές φωνές να αυτοπαρουσιάζονται ως οι μόνες που αμφισβητούν αυτό το βαθύ κονσένσους των αστικών κομμάτων για το πώς ασκείται η πολιτική στη χώρα και ποια ερωτήματα μένουν εκτός κουβέντας επειδή η απάντηση σε αυτά είναι προαποφασισμένη. Με λίγα λόγια, όσο και να θέλουμε να τελειώσουν οι μέρες αυτής της κυβέρνησης -και το θέλουμε πολύ-, η ψήφος σε αυτούς που της ανοίγουν το δρόμο να ασκεί ανενόχλητη την πρωτοκαθεδρία της και να αναδεικνύεται ως ο ικανότερος διαχειριστής ενός παιχνιδιού που είναι στημένο για να χάνουν πάντα οι από κάτω, είναι αδιέξοδη μεσοπρόθεσμα. Το μόνο που καταφέρνει είναι να εγκλωβίζει το υγιές άγχος των ανθρώπων που θέλουν επιτέλους τα πράγματα να πάνε αλλιώς, σε έναν διαρκή φαύλο κύκλο δεξιάς παλινόρθωσης και διαλειμμάτων “μετριοπάθειας” που γεννάνε εκ νέου απογοήτευση και δυσπιστία.
Στο σήμερα, όμως, δεν είναι μόνο αυτοί οι λόγοι να μην ψηφίσουμε ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό επειδή οι εκλογές αυτές θα γίνουν λίγους μήνες (παρόλες τις προσπάθειες της κυβέρνησης να απομακρυνθεί όσο μπορούσε, χρονικά και επικοινωνιακά, από το γεγονός) μετά το έγκλημα των Τεμπών. Πέρα από την ανάδειξη των τραγικών ευθυνών πρωτίστως της “επιτελικής” Νέας Δημοκρατίας, και δευτερευόντως των υπόλοιπων δυνάμεων που έχουν περάσει από τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία αρκετά χρόνια, για την εγκατάλειψη του κρατικού μηχανισμού και των υποδομών, το έγκλημα αυτό έφερε στο προσκήνιο και την πιο σημαντική κινηματική έκρηξη που έχουμε ζήσει από το 2015. Μήνες λευκής απεργίας των εργαζόμενων στα τρένα, η πιο μαζική γενική απεργία των τελευταίων οκτώ ετών, καθημερινές και εβδομαδιαίες διαδηλώσεις που πλημμύρισαν κόσμο τις πόλεις της Ελλάδας, και μια πρωτοφανής για τα δεδομένα της περιόδου κοινωνική διαθεσιμότητα. Μπορεί ο κύκλος αυτός να φαίνεται πως έχει προς το παρόν κλείσει, ωστόσο μας άφησε σημαντικά μαθήματα για το επόμενο διάστημα. Μας έδειξε πόσο επίπλαστη είναι η ασφάλεια που υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά και πόσο εύθραυστη είναι η ανοχή των ανθρώπων απέναντι όχι μόνο στη διαρκή υποβάθμιση των ζωών τους, αλλά και στο ευθύ ερώτημα εάν αυτές είναι πιο σημαντικές από τα κέρδη. Μας έδειξε (ξανά) ότι οι μεγάλες περίοδοι νηνεμίας και άμβλυνσης των αντιστάσεων δεν είναι νεκρός χρόνος, αλλά μπορεί και να εγκυμονούν ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα, και μια οργή που χρειάζεται μόνο ένα τελικό χτύπημα για να ξεσπάσει. Αυτή τη φορά, η λαϊκή διαθεσιμότητα φάνηκε να έχει κάποια διακριτά χαρακτηριστικά: αν και δεν αμφισβήτησε το ΤΙΝΑ ούτε ανέδειξε ευθέως ένα αντιπαραθετικό σχέδιο ή έναν πολιτικό φορέα που θα μπορούσε να το εκφράσει, βίωσε το δρόμο ως το μόνο λογικό μέρος που θα μπορούσε να υπάρξει, και την πολύμορφη διαμαρτυρία ως φυσική εξέλιξη αυτών που συνέβαιναν. Θύμισε, έτσι, και σε όλα εμάς και στα κυβερνητικά επιτελεία, ότι δεν έχουμε συνηθίσει ακόμα στο θάνατο, και ότι αν και τα όρια της ανοχής έχουν διασταλεί, είναι ακόμα υπαρκτά, μπορούν να κατεβάσουν το διακόπτη της χώρας και να βάλουν φρένο στα σχέδιά τους.
Μέσα σε αυτή την κρίσιμη συνθήκη για τα κινήματα και την ταξική πάλη εν γένει, ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο απόγειο της αμηχανίας που βιώνει όλα τα τελευταία χρόνια όταν καλείται να παίξει το ρόλο της αντιπολίτευσης, αλλά δεν μπορεί, επειδή έχει ο ίδιος βάλει τις βάσεις για τις πολιτικές που ασκούνται σήμερα, αλλά και γιατί η πραγματική του γείωση στους κοινωνικούς χώρους, και άρα η δυνατότητά του να σηκώσει ζητήματα και αντιπαραθέσεις, είναι μηδαμινή. Αν υπήρξε μία στιγμή που ανέδειξε το κενό εκπροσώπησης και την έλλειψη πολιτικού φορέα που να μπορεί να εκφράσει αυτή τη λαϊκή οργή, να τη μεταφέρει στο πεδίο των πολιτικών εξελίξεων και να την ανατροφοδοτήσει, αυτή ήταν η περίοδος που ακολούθησε του εγκλήματος. Το κενό αυτό βαραίνει πρώτιστα τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που δεν έχουν καταφέρει ακόμα μετά την προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο απέναντι στρατόπεδο να αντεπεξέλθουν στις κοινωνικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, το κενό αυτό είναι που μπορεί και να γεννήσει τις αντιστάσεις, τα σχέδια και τον πολιτικό φορέα του μέλλοντος, που θα μπορεί να αντιπαρατεθεί ευθέως με τη βαρβαρότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και το απαράβατο μέχρι τώρα κονσένσους των συστημικών δυνάμεων για το πώς μπορούν να πάνε τα πράγματα από δω και πέρα.
Στη λογική αυτή, και με δεδομένο ότι ένα πλατύ και ενωτικό κατέβασμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που θα είχε τα μάτια στραμμένα σε αυτήν την κατεύθυνση, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή στο εκλογικό σκηνικό, από την πλευρά μας καλούμε τον κόσμο της αριστεράς και των κινημάτων να στηρίξει τα αριστερά, ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά ψηφοδέλτια που δίνουν από τη δική τους μερική πλευρά τη μάχη των φετινών κοινοβουλευτικών εκλογών. Όχι επειδή αρκούν από μόνα τους για να σπάσουν το ασφυκτικό πλαίσιο που φαίνεται και πάλι πιθανό να διαμορφωθεί με βάση το αποτέλεσμά τους. Σίγουρα όχι επειδή είναι αρκετό να βολευτούμε στα υπαρκτά μέτωπα και εγχειρήματα, που έχουν από καιρό δείξει τα όριά τους παρά τις καλές προθέσεις τους, και σε μια λογική business as usual, παρά τον κόσμο που αλλάζει και τις ανάγκες που γίνονται όλο και πιο επιτακτικές. Αλλά επειδή ο εγκλωβισμός σε λογικές “χρήσιμης ψήφου” και “μικρότερου κακού”, μόνο αδιέξοδα και απογοητεύσεις ξέρει να γεννά.
Το ίδιο το εκλογικό σύστημα, με το βαθιά αντιδημοκρατικό κατώφλι του 3%, είναι φτιαγμένο για να αποκλείει ειδικά τις ριζοσπαστικές φωνές, να καλλιεργεί τη “μετριοπάθεια” στην εκλογική συμπεριφορά και να παράγει κοινοβούλια καλά μονωμένα από κάθε αντισυστημική και ρηξιακή τάση, μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο την απόσταση ανάμεσα στις επίσημες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Στη βάση αυτή, είναι χρέος μας να αντισταθούμε σε λογικές υπαναχώρησης του εγγενούς ρεύματος αμφισβήτησης που είδαμε να προσπαθεί να γεννηθεί ειδικά μετά το έγκλημα στα Τέμπη, και να ψηφίσουμε όπως αγωνιζόμαστε: ριζοσπαστικά. Να στηρίξουμε τις δυνάμεις εκείνες που θα συμβάλουν στην ενδυνάμωση των κοινωνικών αγώνων του σήμερα και του αύριο, και που έχουν, με τους διακριτούς τρόπους τους, το βλέμμα στραμμένο στο πώς μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς. Και ήδη από την επόμενη μέρα των εκλογών, είναι μπροστά μας εντονότερη από ποτέ η ευθύνη να φτιάξουμε την αριστερά εκείνη που θα μπορεί με αξιώσεις να συγκρούεται και να διεκδικεί, και να ξανανοίξει αποφασιστικά την προοπτική ενός άλλου δρόμου. Το ερώτημα για το πολιτικό εκείνο υποκείμενο που θα μπορέσει να εκφράσει πραγματικά τη διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια και να δημιουργήσει το σχέδιο εκείνο που θα σηματοδοτήσει τη ρήξη με όσα ζούμε μέχρι σήμερα, είναι ακόμη ανοιχτό.
Σε αυτήν την κατεύθυνση επιλέγουμε να ρίξουμε τις δυνάμεις μας το επόμενο διάστημα, και με αυτό το σκεπτικό καλούμε να ψηφίσει στις εκλογές και να δράσει την επομένη, ο κόσμος εκείνος που αγωνιά για την πορεία των κινημάτων και των αγώνων στη χώρα. Από πλευράς μας, δεσμευόμαστε ότι όποιο και να είναι το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών, θα συνεχίσουμε να παλεύουμε να μην αφήσουμε να κλείσουν τα ερωτήματα και οι δυνατότητες της εποχής μας που έχουν διάπλατα ανοίξει, γιατί πιστεύουμε βαθιά ότι μπορούμε και θα ζήσουμε αλλιώς.