Γράφει ο Νίκος Σκοπλάκης
Η «Unidad Popular» δεν επιζήτησε να διαμορφώσει έναν νέο ρεφορμισμό, αλλά ούτε να ανοίξει έναν σοσιαλδημοκρατικό δρόμο. Πολύ περισσότερο, δεν κυοφορήθηκε στα έγκατα μιας δογματικής «αναγκαιότητας» και των σταδίων που κάθε φορά θέτει (ή δεν θέτει) για να μην απαντήσει στα επείγοντα της ταξικής πάλης. Η αναγνώριση της ζωτικής πολιτικής σημασίας της συνίσταται σε έναν επαναστατικό χαρακτήρα, ο οποίος αφορούσε τον ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό κάθε κοινωνικής σφαίρας, ώστε οι καταπιεζόμενες τάξεις να προωθήσουν με τις δικές τους δυνάμεις τον συνολικό κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό.
Σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία τα συμπτώματα βαθειάς κοινωνικής κρίσης του «υπαρκτού» άρχιζαν να γίνονται αισθητά, το πείραμα της «Unidad Popular» εισηγήθηκε τη μετάβαση σε έναν σοσιαλισμό δημοκρατικό, πλουραλιστικό, συμμετοχικό, όχι σαν μια ρητορική τακτικής αλλά με ορίζοντα στρατηγικής στην πράξη. Μπορεί να έχασε τη μάχη για την εδραίωση ενός νέου αριστερού ριζοσπαστισμού, αλλά κάθε άλλο παρά είναι ένα εξαντλημένο φάντασμα: παραμένει σύμβολο αγώνα, έμπνευσης και κριτικού προβληματισμού για τον σοσιαλισμό του αύριο.
Η «Unidad Popular» συναπαρτίστηκε από σοσιαλιστές, κομμουνιστές, ριζοσπάστες, τη χριστιανική Αριστερά της αυτοδιαχείρισης, αριστερούς σοσιαλδημοκράτες. Με γκραμσιανούς όρους, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από τη σύνθεση των πολιτικών της συνιστωσών: πέτυχε να προκαλέσει και σε μεγάλο βαθμό να οργανώσει ένα ισχυρό μαζικό κίνημα που της έδωσε τη μόνη πραγματική βάση που θα μπορούσε να έχει. Η ωρίμανση αυτή εκφράστηκε και μέσα από τις αντιθέσεις για τον τρόπο που θα αναβαθμιζόταν η συμμετοχή των εργαζόμενων.
Η αντίληψη του Κ.Κ. Χιλής, το οποίο αντιμετώπιζε τη συνδικαλιστική οργάνωση ως ελεγχόμενο ιμάντα μεταβίβασης, δεν έβρισκε απήχηση στις πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες της «Unidad Popular», το MIR, αλλά και σε εργαζόμενους / ες που διεκδικούσαν μια κινηματική υπέρβαση των αντινομιών: «Αρνούμενοι την παθητικότητα, θορυβημένοι από την ανάπτυξη μαύρης αγοράς και τις εργοδοτικές δολιοφθορές, οργανώνoνται με τρόπο ανεξάρτητο από την κυβέρνηση», σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός Φρανκ Γκοντισό (Franck Gaudichaud).
Σχεδιάζονται υποδομές αυτοδιαχείρισης σε επιχειρήσεις ενόψει της εθνικοποίησής τους, αυξάνονται οι διεκδικήσεις και διατυπώνονται αιτήματα για μελλοντικές μεταρρυθμίσεις, πέρα από αυτές που είχαν ήδη ανακοινωθεί. Με αυτόν τον τρόπο, διαμορφωνόταν ένα αγωνιστικό ήθος, που οργάνωνε την κοινωνική άμυνα «απέναντι στην εργοδοτική δολιοφθορά και στην ανεπάρκεια προϊόντων», αλλά και «τη μάχη της παραγωγής», όπως σημειώνει ο παλαίμαχος συνδικαλιστής Neftali Zuniga. Αλλά και τη μάχη για την πολυδιάστατη πρωτοβουλία, τον εκδημοκρατισμό της γνώσης, την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ένα από τα κυριότερα κλειδιά για την επιτυχία του εγχειρήματος της «Unidad Popular» αναδεικνυόταν στην προειδοποίηση, που ως σύνθημα φώναζαν οι προσκείμενοι/-ες στην αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στο MAPU και στη Χριστιανική Αριστερά-«Να δημιουργούμε λαϊκή εξουσία»: Η κρίσιμη στιγμή δεν ήταν κάπου στο απώτερο μέλλον, κάθε στιγμή κερδιζόταν ή χανόταν η προοπτική της λαϊκής εξουσίας.
Εκεί που αδιαμφισβήτητα απέτυχε η «Unidad Popular» ήταν στην αδυναμία να κατοχυρώσει μια στέρεα διαλεκτική σχέση αυθόρμητου και πολιτικής καθοδήγησης, πρωτοβουλίας και πολιτικής διαχείρισης της εκάστοτε πρωτοβουλίας, βαθύτερης γνώσης του εδάφους στην τομή θεσμών και κινήματος: αυτή ήταν η σημαντικότερη προϋπόθεση για να αποβάλει τα στοιχεία του εξωτερικού οργανισμού, για να αμυνθεί αποτελεσματικά, να εδραιωθεί και να εξασφαλίσει στην επέκτασή της οργανικό χαρακτήρα προς το μαζικό και ταξικό κίνημα.
Σε ένα μικρό σημείωμα μένουν αναγκαστικά εκτός κρίσιμες αναλυτικές λεπτομέρειες. Ωστόσο, ως προς τις επικίνδυνες αντινομίες, ας επισημανθούν επιγραμματικά τα εξής:
α) Ο Αλιέντε εντόπισε με μεγάλη οξυδέρκεια τον στρατηγικό ορίζοντα της «Unidad Popular», με βάση τις ιδιομορφίες της χιλιανής περίπτωσης, τη σύνθετη ταξική δομή του κοινωνικού σχηματισμού της, το πολυκομματικό της σύστημα και μια σπάνια για τη Λατινική Αμερική παράδοση μακρού και σταθερού δημοκρατικού βίου. Από την άλλη πλευρά, όμως, επέμεινε όλο και πιο ολέθρια στην «ουδετερότητα του κράτους» απέναντι σε μηχανισμούς που παρείχαν καίρια συνδρομή στις σχεδιαζόμενες εκτροπές. Οι δυνάμεις της δεξιάς αντιπολίτευσης και οι στυλοβάτες της δικτατορίας παγίδευσαν τον Αλιέντε σε ένα ετεροκαθοριζόμενο τυπικό, το οποίο αξιοποιείτο κάθε φορά περισσότερο για την κατάλυση της δημοκρατίας μέχρι να βρεθεί το σημείο μη-επιστροφής. Ενώ η κοινωνική βάση της «Unidad Popular» είχε διασώσει σε πολλές κρίσιμες στιγμές τις δημοκρατικές ελευθερίες, βρέθηκε εντελώς ανυπεράσπιστη σε αυτό το σημείο μη-επιστροφής, διότι παρέμεινε αδρανής η πολιτική αναδιοργάνωση της σχέσης δυνάμεων και της ηγεμονίας.
β) Το ταυτοχρόνως κριτικά υποστηρικτικό, αλλά και ανταγωνιστικό MIR αντιλαμβανόταν καλύτερα ορισμένες πλευρές από τον ιδιόμορφο πόλεμο κινήσεων που διεξήγαγε η χιλιανή άρχουσα τάξη (με προσφυγή και στον αμερικανικό παράγοντα). Από την άλλη πλευρά, όμως, η μηχανιστική του προσκόλληση στην κουβανική εμπειρία και η ακόμα χειρότερη μεταφορά του «παρατεταμένου λαϊκού πολέμου» στις συγκεκριμένες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες δεν ενίσχυσε στο παραμικρό την πολιτική αναδιοργάνωση της σχέσης δυνάμεων και ηγεμονίας. Όσο το MIR επέμενε να προσαρμόζει και να αντιμετωπίζει με «θεαματικές» ενέργειες τον ταξικό αντίπαλο σε ειδικούς θύλακες τόσο εκείνος διευκολυνόταν να προσαρμόζει το τυπικό της «νομιμότητας» στα μέτρα του, αποκτώντας μεγαλύτερη ευκινησία στην υπόθαλψη της ακροδεξιάς τρομοκρατίας και στην προετοιμασία της δικτατορίας. Εν τέλει, οι «talleres» που είχε προετοιμάσει το MIR δεν κατόρθωσαν να προτάξουν αποτελεσματικότερη άμυνα μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος του Πινοσέτ.
Η θετικιστική ιστορία θέτει λίγα, πολύ λίγα ερωτήματα στην περίοδο της «Unidad Popular». Η ιστορία ως μνήμη και διάρκεια την ανακαλύπτει στο βάθος των διερωτήσεων και των αντιπαραθέσεων. Αν οι ιστορικές αποτιμήσεις συνεισφέρουν σε μια νέα πολιτική δεοντολογία, πρέπει να είμαστε έτοιμοι / ες να τις κάνουμε πέρα από τα άγια και τα πάγια των ξεχωριστών ιδεολογικών καταβολών, κάνοντας πιο σύνθετες σκέψεις και αναζητώντας πιο διαλεκτικές αναλογίες.
Είμαστε;