Η διάταξη Καιρίδη, η οποία συναντά μεγάλες αντιδράσεις στο δεξιό-συντηρητικό φάσμα και στην ίδια την κυβέρνηση, δεν αλλάζει την ρατσιστική ρητορεία της και την αντι-μεταναστευτική πολιτική της, ούτε την επίθεση που διεξάγει καθημερινά απέναντι στις μετανάστριες, τις οποίες/τους οποίους επιλέγει διαρκώς να διακριτοποιεί, να κατηγοριοποιεί και να διασπά, επιδιώκοντας διαρκώς να τους καθιστά πειθήνιους στις όποιες πολιτικές της.
Τι προβλέπει η διάταξη: Παραχώρηση 3ετούς άδειας διαμονής σε μετανάστ(ρι)ες που διαθέτουν δήλωση προσφοράς εργασίας από εργοδότη, και βρίσκονται ήδη 3 χρόνια στη χώρα. Για να πάρουν την άδεια οι μετανάστ(ρι)ες θα πρέπει να καταβάλλουν 316 ευρώ. Η νομιμοποίηση που παρέχει η διάταξη είναι περιορισμένη και απόλυτα συνδεδεμένη με την εργασία, αφού τα έγγραφα εργασίας ελέγχονται τακτικά, με δυνατότητα άμεσης ανάκλησης της άδειας,στην περίπτωση που κάτοχός της δεν απασχολείται επί μακρό χρονικό διάστημα, κάτι που προφανώς παράγει διαρκή εξάρτηση από τον εργοδότη.
Ο μόνος στόχος της κυβέρνησης είναι να διασφαλίσει στους εργοδότες που την πιέζουν φτηνό εργατικό δυναμικό -κυρίως για εργάτες γης αλλά όχι μόνο-, απολύτως εξαρτημένο από την εργοδοσία, χωρίς πλήρη δικαιώματα. Δεν θα το έκανε αν δεν είχε τεράστιο πρόβλημα με την ισχυρή τάση φυγής εργατικού δυναμικού τόσο γηγενών όσο και αλλοδαπών στην χώρα (16% μείωση του αλλοδαπού πληθυσμού την περίοδο 2011-2021 δείχνουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ).
Απέναντι στις ακροδεξιές αντιδράσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια τη ρητορική της, και τις πρακτικές κυνηγητού των μεταναστ(ρι)ών στο Έβρο και στη θάλασσα, που οδήγησαν στο πολύνεκρο έγκλημα-ναυάγιο της Πύλου, ενώ έφτασαν ακόμα και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα να ψηφίσει υπέρ του να σταματήσει η δράση της Frontex στην Ελλάδα.
Η πολιτική των κυβερνήσεων θυμίζει τη φράση του Max Frisch, «Ζητήσαμε εργατικά χέρια και τελικά μας ήρθαν άνθρωποι», φράση με την οποία περιέγραφε τις αντίστοιχες πολιτικές για τους Gastarbeiter. Η προσπάθεια να συναφθούν διακρατικές συμφωνίες μετάκλησης με επαχθείς όρους (όπως αυτή με το Μπαγκλαντές που προέβλεπε 9μηνη παραμονή και επιστροφή στη χώρα προέλευσης κάθε χρόνο για 3 μήνες, καμία θεμελίωση πολιτικών δικαιωμάτων, ένωσης οικογενειών κοκ) δεν μπορεί να προσελκύσει εργατικό δυναμικό για να καλύψει τις κενές θέσεις εργασίας στον αγροτικό τομέα, τις κατασκευές αλλά και τον επισιτισμό – τουρισμό. Ο κόσμος της εργασίας δεν είναι δούλοι, και πολλά κράτη προέλευσης δεν δέχονται τέτοιους όρους για τη μετάκληση των πολιτών τους.
Παρόλα αυτά, η διάταξη αποτελεί μια υποχώρηση απέναντι στις εργαζόμενες μετανάστριες και στους εργαζόμενους μετανάστες, ώστε να μην αισθάνονται διαρκώς υπό την απειλή της αστυνομίας και της απέλασης, αλλά και τη γενικότερη συνθήκη ακραίας επισφάλειας της έλλειψης άδειας διαμονής. Μία υποχώρηση που έχει διαμορφωθεί όχι μόνο από τις ανάγκες για εργατικά χέρια, αλλά και από τα ίδια τα μεταναστευτικά υποκείμενα, μέσα από την κίνηση τους, που δημιουργεί μία δυναμική που κάμπτει πολλές φορές σύνορα και θεσμούς.
Χρειάζεται όμως να δοθούν αγώνες για πλήρη νομιμοποίηση των μεταναστ(ρι)ών και την κοινωνική τους ένταξη, χωρίς προσπάθεια αφομοίωσης και φίμωσής τους,, ανεξαρτήτως του αν εργάζονται σε κάθε χρονική στιγμή. Πλήρη εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα για όλους/ες που ζουν στην ελληνική επικράτεια, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής. Δικαιώματα που χρειάζεται να κατακτηθούν με κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών εργαζομένων με την ένταξη όλων στα συνδικάτα, ντόπιων και μεταναστ(ρι)ών σε κάθε κοινωνικό χώρο:
- Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών/τριών τώρα, χωρίς σύνδεση με την εργασία
- Ίσα δικαιώματα, αμοιβές και συνθήκες εργασίας για όλους/ες/α
- Συλλογικές συμβάσεις εργασίας, υποχρεωτικές, που να καλύπτουν όλους/ες/α και ιδιαίτερα τους/τις μετανάστ(ρι)ες συναδέλφους/ισσες μας.
- Πλήρης διασφάλιση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων