Η παρέμβαση του Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, Αν. Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντή του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH) στην εκδήλωση «Δέκα χρόνια από τις πλατείες: υπάρχει ακόμα χώρος για μια νέα ριζοσπαστική ελπίδα;» που οργάνωσαν η Αναμέτρηση-Ομάδα Κομμουνιστών/στριών και η Συνάντηση για μια αντικαπιταλιστική διεθνιστική Αριστερά στις 17 Ιουλίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Καλησπερίζοντας όλες και όλους, θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πρόσκληση σ’ αυτήν τη σημαντική εκδήλωση μνήμης και προοπτικής. Τα δυο βέβαια συνδέονται άρρηκτα: ο τρόπος που θα αφηγηθούμε όχι μόνο τις Πλατείες, θα έλεγα ολόκληρο το αντιμνημονιακό κίνημα (με τις δεκάδες μαχητικές απεργίες, τις τοπικές δράσεις για το περιβάλλον, τις μορφές αυτο-οργάνωσης που εμφανίστηκαν και τόσα άλλα), θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το πώς θα διαχειριστούμε τους μεγάλους αγώνες που έρχονται στο πλαίσιο ενός συστήματος που καθημερινά σαπίζει όλο και πιο πολύ απειλώντας την ανθρωπότητα. Η τελευταία φράση ακούγεται λίγο δραματική, όμως δεν είναι διόλου υπερβολική ‒και η πανδημία (τόσο το ξέσπασμα όσο και η διαχείρισή της που γεννά διάχυτο ανορθολογισμό) δεν είναι παρά μια ακόμη έκφανση αυτής της σήψης.
Θέλω λίγο να επιμείνω σ’ αυτό το σημείο (τη συστημική σήψη) ‒και έτσι να πλαισιώσω την τοποθέτησή μου‒ παραθέτοντας ένα και μόνο στοιχείο. Να αναφέρω απλώς πως κατά το 18μηνο COVID (το διάστημα από τις αρχές του 2020), την ώρα που, σε παγκόσμια κλίμακα, η ανεργία εκρήγνυται όπως εκρήγνυνται οι θάνατοι και τα δανεικά, οι 500 πιο πλούσιοι άνθρωποι αύξησαν την περιουσία τους κατά 8,4 τρις δολάρια! Αυτά τα χρήματα θα ήταν βέβαια υπεραρκετά για να οργανωθεί η προστασία από τον ιό (αλλά και για να προχωρήσουν οι εμβολιασμοί) σε παγκόσμια κλίμακα… Όμως όχι! Αντ’ αυτού είδαμε τις τελευταίες μέρες το γελοίο αλλά και άκρως χυδαίο θέαμα δυο επιφανών μεγιστάνων, του Ίλαϊ Μασκ και του Τζεφ Μπέζος, να ανταγωνίζονται για το ποιος θα κάνει την πιο γρήγορη ιδιωτική πτήση στο διάστημα. Και δε νομίζω ότι χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός…
Σύντροφοι και φίλοι, ανεξάρτητα από το αν οι μεγιστάνες το παραδέχονται ή όχι (και πολλοί κυνικά το παραδέχονται), το σύστημά τους ‒ο καπιταλισμός‒ είναι σε κατάσταση προχωρημένης σήψης ‒μια κατάσταση ενδόρρηξης ‒που εναπόκειται σε ανθρώπους σαν εμάς όχι μόνο να αναδείξουμε αλλά και να αντιμετωπίσουμε.
Θα αναρωτηθείτε ίσως τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα μας ‒τις Πλατείες και το αντιμνημονιακό κίνημα. Απαντώ πως έχουν, και μάλιστα άμεση, διότι το κίνημα αυτό υπήρξε προϊόν και απόρροια των ίδιων συστημικών αδιεξόδων στις πρώιμες σύγχρονες μορφές τους (έτσι όπως ξέσπασαν στις κοινωνίες μετά την κρίση του 2008). Η ανάγκη μας να δούμε αυτές τις δράσεις ‒την ιστορία, τα επιτεύγματα, αλλά και τα όρια και τις αδυναμίες τους‒ πηγάζει λοιπόν από αυτήν την κατανόηση: ότι τίποτε δεν τελείωσε, ότι μαζί με την εντεινόμενη κρίση, νέοι μεγάλοι αγώνες βρίσκονται μπροστά μας ‒και αυτοί πρέπει να είναι νικηφόροι.
Θέλω με την τοποθέτησή μου να κάνω τρία αλληλένδετα πράγματα που θα μπορούσα να τα τιτλοφορήσω (α) Πλατείες, (β) Πολιτική (ή Πολιτικοποίηση), και (γ) Δημοκρατία. Όπως είπα αλληλοδιαπλέκονται, όμως δε θέλω να σπαταλήσω χρόνο περιγράφοντάς τα, είμαι σίγουρος πως αυτό που θέλω να πω θα γίνει κατανοητό.
Οι Πλατείες
Ως μέσο για την ανασκευή όσων υποβολιμαία και ανυπόστατα υποστηρίζονται και γράφονται από την απέναντι πλευρά για τον ακριβή χαρακτήρα του αγώνα, αυτό που επέλεξα να κάνω είναι απλώς να διαβάσω κάποια αποσπάσματα από τα Ψηφίσματα των Συνελεύσεων. Δεν είναι όλα διαθέσιμα, κατάφερα όμως να αλιεύσω τρία, που θεωρώ ότι συμπυκνώνουν το πνεύμα, τη δυναμική, το όλο στίγμα της κινητοποίησης.
Το πρώτο αφορά το πολιτικό περιεχόμενο (που κάποιοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν), και περιλαμβάνει αιτήματα. Είναι από τη Συνέλευση της 16ης Ιουνίου 2011, όπου λεγόταν
- Καμία ιδιωτικοποίηση, κανένα ξεπούλημα δημόσιας γης και περιουσίας.
- Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε! Άρνηση – διαγραφή του χρέους, αυτό το χρέος δεν είναι δικό μας!
- Εθνικοποίηση των τραπεζών. Το κράτος με τα προγράμματα στήριξης τις έχει πληρώσει ήδη παραπάνω από τη χρηματιστηριακή αξία τους για να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν.
Τέλος,
- Θέλουμε λαϊκό δημοκρατικό έλεγχο στην οικονομία και στην παραγωγή.
Το δεύτερο (από ανακοίνωση της 19ης Ιουνίου) σχετίζεται με τη μαχητικότητα των Πλατειών και τη σχέση που οι δράσεις θέλησαν να συνάψουν με το υπόλοιπο κίνημα:
Κλιμακώνοντας τις κινητοποιήσεις μας, καλούμε όλο τον κόσμο, Έλληνες και μετανάστες, άντρες γυναίκες και παιδιά, εργαζόμενους και ανέργους, από όλες τις συνελεύσεις πλατειών της Αθήνας, όλες τις πλατείες της Ελλάδας να έρθουν στην πλατεία Συντάγματος την ημέρα ψήφισης του μεσοπρόθεσμου, να στηρίξουν την 48ωρη απεργία … και να αποκλείσουμε όλοι και όλες μαζί την βουλή, με ό,τι μέσο μπορεί ο καθένας: αυτοκίνητα, ταξί, νταλίκες, τρακτέρ, απορριμματοφόρα του δήμου, λεωφορεία της ΕΘΕΛ κλπ. Επί 48 ώρες κανένας εργαζόμενος στην δουλειά, όλοι/ες μαζί στην πλατεία Συντάγματος!
Ας κρατήσουμε αυτόν τον τόνο, είναι η μουσική του μέλλοντος…
Τέλος, κάτι που κι αυτό παραποιείται, και αφορά μια βασική διάσταση κάθε προωθητικού εγχειρήματος, το διεθνισμό. Στις 2 Ιουνίου η ανακοίνωση της Συνέλευσης έλεγε:
Είμαστε διαφορετικοί, αλλά είμαστε και θα μείνουμε όλοι μαζί ενωμένοι! Ταυτόχρονα, ανάλογες κινήσεις γίνονται παντού στην Ευρώπη. Την Κυριακή 5 Ιουνίου συντονίζουμε πανευρωπαϊκά το βηματισμό μας και δίνουμε ραντεβού στις 6:00 στο Σύνταγμα, σε όλες τις πλατείες της χώρας, και παντού στην Ευρώπη.
Οι Πλατείες είχαν, λοιπόν, πολύ σαφές μήνυμα· αλλά αυτό για το οποίο έμειναν στη μνήμη μας ήταν η μαχητικότητα και η επινοητικότητά τους καθώς και η δημοκρατία που επαγγέλθηκαν και λειτούργησαν.
Πρόκειται γι’ αυτό που στη βιβλιογραφία των κοινωνικών κινημάτων, τη Συγκρουσιακή Πολιτική, αποκαλούμε «ανανέωση του διεκδικητικού ρεπερτορίου», κάτι που επέρχεται όταν ‒στο πλαίσιο μεγάλων κινηματικών κινήσεων‒ οι «παλιοί τρόποι» δεν αρκούν. Είναι ένα φαινόμενο που έχουμε δει πολλές φορές στην Ιστορία, κάτι που θα ξαναδούμε στο επόμενο κύμα ‒και γι’ αυτό μπορούμε να είμαστε σίγουροι.
Όμως οι Πλατείες δεν κατάφεραν από μόνες τους να σταματήσουν τη μνημονιακή λιτότητα. Αυτό που έκαναν ήταν ότι επιτάχυναν την ανατροπή του παλιού πολιτικού σκηνικού συμβάλλοντας καταλυτικά στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό με πάει στο δεύτερο σημείο που θέλω να θίξω, το ζήτημα της πολιτικής ή της πολιτικοποίησης.
Η πολιτικοποίηση
Η συζήτηση για τη θεματική αυτή ξεκινά μετά το τέλος των Πλατειών, όταν σταδιακά οι διεκδικητές αρχίζουν να προσδοκούν επίλυση των αιτημάτων τους από πολιτικές διαδικασίες και διαβήματα στις οποίες ασφαλώς προνομιακό ρόλο διαδραματίζουν τα κόμματα. Υπό το φως των μετέπειτα εξελίξεων (και αναφέρομαι προφανώς στην υποταγή και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ), το φαινόμενο αυτό έδωσε λαβή σε δυο βασικές ερμηνείες.
Η πρώτη τείνει να διαγνώσει το πρόβλημα στην ίδια την εξέλιξη της κομματικής πολιτικοποίησης (θα έλεγα στην πολιτικοποίηση καθ’ εαυτή), μέσα από το γνωστό μοτίβο της «ανάθεσης» του αγώνα σε κομματικά στελέχη. Η εικόνα που αναδύεται στο πλαίσιο αυτής της οπτικής είναι πως οποτεδήποτε οι συγκρουσιακοί δρώντες «εγκαταλείπουν το δρόμο» σε αναζήτηση πολιτικής έκφρασης, το μετασχηματιστικό εγχείρημα είναι ήδη καταδικασμένο σε αποτυχία.
Το καταθέτω για προβληματισμό και σπεύδω αμέσως να συμφωνήσω με τμήμα ‒αλλά μόνο τμήμα‒ αυτής της απόδοσης κατά το ότι πράγματι ‒παντού και πάντα‒ η κινηματική αποκλιμάκωση όντως αφαιρεί πόρους από την υπόθεση της διεκδίκησης, κάνοντας την επίτευξη των στόχων της λιγότερο πιθανή (ειδικά αν οι στόχοι αυτοί είναι στόχοι «μεγάλοι», όπως «μεγάλοι» ήταν και στην περίπτωση των Πλατειών).
Θα διατύπωνα όμως αυτήν την πραγματικότητα κάπως διαφορετικά. Θα έλεγα, συγκεκριμένα, πως υποχώρηση επέρχεται οποτεδήποτε τα κινήματα αφήνουν την πολιτική τους εκπροσώπηση ανεξέλεγκτη. Τότε είναι που πράγματι η έκβαση των δράσεών τους νομοτελειακά υπονομεύεται.
Αν είναι όμως έτσι, συνάγεται πως προβληματική δεν είναι τελικά η διαδικασία της πολιτικοποίησης ως σύνολο και καθ’ εαυτή (το γεγονός ότι κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, τα κοινωνικά κινήματα αντιλαμβάνονται πως ο αγώνας τους είναι σε τελική ανάλυση ‒ακριβώς αυτό‒ πολιτικός), αλλά οι τρόποι με τους οποίους αυτή η πολιτικοποίηση συντελείται και οι μορφές που παίρνει.
Πρόκειται για συμπέρασμα που οδηγεί στη δεύτερη ανάγνωση των εξελίξεων, μια ανάγνωση που στρέφει το βλέμμα στο εξακολουθητικά «μαύρο κουτί» των διεργασιών που συντελούνται στο εσωτερικό κομμάτων, ρευμάτων και οργανώσεων που επαγγέλθηκαν (και επαγγέλλονται) μια δυνατότητα εκπροσώπησης των υποτελών.
Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής, δεν είναι η πολιτικοποίηση καθ’ εαυτή (κομματική ή άλλη) που συνιστά πρόβλημα, πρόβλημα είναι αντίθετα το γεγονός ότι, καθώς αυτή συντελείται, τα κινήματα δεν καταφέρνουν (ή, για να το θέσω προβολικά, δεν έχουν ακόμη καταφέρει) να αποτρέψουν τη γνωστή σε όλους μας διαδικασία της γραφειοκρατικοποίησης των κομμάτων.
Σε μια εποχή που, με την πρακτική τους (κάποτε ατελέσφορη, κάποτε φαύλη, κάποτε απλώς φαιδρή), τα κόμματα απογοητεύουν, αποκαρδιώνουν και όχι σπάνια εξοργίζουν, εξακολουθούν εντούτοις να αποτελούν τις πιο οργανωμένες μορφές πολιτικής έκφρασης που οι υποτελείς διαθέτουν, και που αν εξέλειπαν, θα επέρχονταν κατακερματισμός, ακόμη μεγαλύτερη αποκαρδίωση, ενδεχομένως ιδιώτευση ‒με αποτέλεσμα η δουλειά των κυρίαρχων να γίνει απείρως ευκολότερη.
Συμπέρασμα: ΔΕΝ είναι τα κόμματα καθ’ εαυτά το πρόβλημα, πρόβλημα είναι η γραφειοκρατικοποίησή τους και το πώς αυτή μπορεί να ελεγχθεί και να αντιστραφεί. Θεωρώ πως η διερεύνηση αυτών των δυο «πώς» ‒πώς γραφειοκρατικοποιούνται τα κόμματα και πώς μπορούμε να ελέγξουμε αυτήν τη γραφειοκρατικοποίηση‒ συνιστά ένα από το πλέον βασικά πολιτικά ζητούμενα της εποχής μας, τόσο για το παρόν όσο και ‒κυρίως‒ για το μέλλον όλων των μετασχηματιστικών εγχειρημάτων.
Δε θέλω όμως να μακρηγορήσω γι’ αυτό σπεύδω στο τρίτο και τελευταίο σημείο μου, τη Δημοκρατία. Το θέμα ακούγεται τεράστιο, όμως η ουσία του είναι εξαιρετικά απλή ‒τόσο που μπορώ κι εγώ να είμαι εξαιρετικά σύντομος, σχεδόν επιγραμματικός.
Η δημοκρατία
Η δημοκρατία είναι ασφαλώς διαδικασία· και πρέπει πάντα να ενδιαφερόμαστε για την ομαλή λειτουργία της (τον ανεμπόδιστο διάλογο, την αρχή της πλειοψηφίας, τα δικαιώματα της μειοψηφίας κτλ.), όμως το μείζον ερώτημα ‒αυτό που παραδόξως (ή, μάλλον, καθόλου παραδόξως) δεν εξετάζεται σχεδόν ποτέ (με αποτέλεσμα να τείνει να εκλείψει από τον αντιληπτικό μας ορίζοντα), δεν είναι μόνο το αν υπάρχει δημοκρατία, αλλά και το πού υπάρχει; (αυτό που στο τελευταίο βιβλίο ‒το Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά‒ αποκάλεσα «δημοκρατικό πεδίο»).
Όλοι αυτοί οι ανορθολογισμοί με τους οποίους ξεκίνησα την τοποθέτησή μου (η εντεινόμενη κρίση, οι εκρηκτικές ανισότητες, η πλανητική καταστροφή, κτλ.) οφείλονται, προκύπτουν και απορρέουν από το γεγονός ότι δημοκρατία δεν υπάρχει στην παραγωγή ότι οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, δεν ελέγχουν το προϊόν της συλλογικής τους εργασίας, και δεν έχουν λόγο για τις 4 βασικές διαδικασίες της κοινωνικής αναπαραγωγής: Δεν έχουν λόγο (ούτε βέβαια και ψήφο)
- για το τι θα παραχθεί
- πού θα παραχθεί
- πώς θα παραχθεί, και
- για το πώς θα αξιοποιηθεί ο παραγόμενος πλούτος.
Για να το πω με μια φράση (και σε τελική ανάλυση), η κρίση οφείλεται στο ότι το βασικό αίτημα των πλατειών που και προηγουμένως ανέφερα ‒αυτό το «Θέλουμε λαϊκό δημοκρατικό έλεγχο στην οικονομία και στην παραγωγή»‒ παραμένει εξακολουθητικά ανυλοποίητο. Παραμένει ως εκ τούτου μια τεράστια πρόκληση ‒θα έλεγα η κεντρική πρόκληση του αιώνα που διανύουμε.
Δημοκρατία στις μέρες μας δεν μπορούμε να λέμε ότι έχουμε εννοώντας μόνο πολιτική δημοκρατία ‒εκεί και στο βαθμό που ακόμα υπάρχει, αυτή είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, διότι επιτρέπει τη σώρευση τέτοιων ανισοτήτων που ματαιώνουν το ίδιο το περιεχόμενο του πολιτικού ανταγωνισμού. Και βέβαια τίθεται το κεντρικό ερώτημα που το θέτω απλώς και μόνο ρητορικά (και μ’ αυτό ολοκληρώνω): Είναι αυτό το πέρασμα στην πραγματική δημοκρατία ‒το ιστορικό αίτημα της εξάλειψης της εκμεταλλευτικής σχέσης‒ εφικτό;
Μα και βέβαια είναι! Είναι όχι μόνο εφικτό, αλλά και απολύτως αναγκαίο ‒είναι ο μόνος τρόπος να σταματήσει αυτή η πλανητική κατρακύλα που, εκτός από οδυνηρή, είναι και απίστευτα αντιαισθητική. Θεωρώ πως η διερεύνηση των τρόπων για να πάμε εκεί αποτελεί και την πιο μεγάλη παρακαταθήκη των Πλατειών.