Οι φετινές ευρωεκλογές διεξάγονται μέσα σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές περιβάλλον για τον λαό, τη νεολαία και τις εργαζόμενες τάξεις τόσο διεθνώς όσο και εγχώρια. Η ΕΕ έχει πλήρως συνταχθεί με την επιλογή του ΝΑΤΟ για όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και προετοιμάζεται για περαιτέρω εμπλοκή στα ενεργά πολεμικά μέτωπα. Από τη μία, εξακολουθεί να επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία που λειτουργούν ως μπούμερανγκ αφού η ακρίβεια καλπάζει και γονατίζει τους λαούς στην Ευρώπη αλλά και να αυξάνει τις δαπάνες εξοπλίζοντας την Ουκρανία. Από την άλλη, ενισχύει με κάθε τρόπο το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ στην εξελισσόμενη γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού, εντείνοντας μάλιστα τον αυταρχισμό και την καταστολή σε βάρος αντιπολεμικών κινήσεων στα πανεπιστήμια και τους δρόμους των ευρωπαϊκών πρωτευουσών και φιμώνοντας τις φωνές αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη με απαγόρευση εισόδου σε χώρες (Γ.Βαρουφάκης και Γασάν Αμπού Σίταχς σε Γερμανία και Γαλλία) και ευθεία λογοκρισία εκδηλώσεων.
Σε αυτό το ρευστό και πολλαπλά κρισιακό σκηνικό, η ακροδεξιά φαίνεται πως ενισχύεται, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα προσπαθώντας να εμφανιστεί ως δήθεν αντισυστημικός εκπρόσωπος λαϊκών συμφερόντων. Θέτει ως αιχμές ζητήματα όπως η εναντίωση στα δικαιώματα των γυναικών και της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, η άρνηση της κλιματικής κρίσης και η δαιμονοποίηση των μεταναστών/στριων , προωθώντας την αντιδραστική θεωρία αντικατάστασης πληθυσμών. Η επιρροή της φτάνει να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρά τον μεγάλο κατακερματισμό της. Τα παραδείγματα επικράτησής της σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες αποδεικνύουν ότι σε κάθε περίπτωση εναρμονίζεται πλήρως με τα νεοφιλελεύθερα αντιλαϊκά μέτρα της ΕΕ, ενώ η τελευταία ενσωματώνει πτυχές της ακροδεξιάς πολιτικής, ιδίως όσον αφορά τους μετανάστες/στριες.
Σε εγχώριο επίπεδο, η κυβέρνηση της ΝΔ, έναν χρόνο μετά τη διπλή επιτυχία της στις βουλευτικές εκλογές και την ανανέωση της κυβερνητικής θητείας, συνεχίζει να κυριαρχεί αλλά αντιμετωπίζει τα πρώτα σοβαρά προβλήματα. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει καταφέρει βαθιές τομές στον κρατικό μηχανισμό (ενδεικτικά κατάργηση 8ωρου, άρθρου 16, θέσπιση νέου ποινικού κώδικα), εκφράζει ένα ταξικό μπλοκ εξουσίας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας διευρυμένης οικονομικής ελίτ και έχει επιβάλλει έναν ωμό τρόπο άσκησης πολιτικής με περίσσεια καταστολή και διογκούμενη διαπλοκή, από το πεδίο των ΜΜΕ μέχρι τη δικαστική εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι γεγονός ότι η δυσαρέσκεια απέναντι στην ΝΔ διογκώνεται. Ο αγώνας των συγγενών των θυμάτων για το έγκλημα των Τεμπών που συνδυάστηκε με μεγάλες απεργίες καθώς και το φοιτητικό κίνημα της προηγούμενης περιόδου είναι κάποιες εμβληματικές στιγμές της κοινωνικής αντίστασης που αναπτύσσεται και οργανώνεται σε ένα εξαιρετικά δύσκολο τοπίο.
Στο νέο σκηνικό, πέρα από την ακροδεξιά, επιδιώκει να ανασυνταχθεί το στρατόπεδο της σύγχρονης, νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Στον χώρο της κεντροαριστεράς υπάρχει σαφής πολιτική σύγκλιση μεταξύ ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ (η οποία εξάλλου φάνηκε και στις δημοτικές εκλογές) ενώ στον χορό μπαίνει και η Νέα Αριστερά, δηλώνοντας έτοιμη να συζητήσει προγραμματικές συγκλίσεις με τους δύο προηγούμενους προκειμένου να φτιαχτεί το αντίπαλο δέος στη ΝΔ. Όλα αυτά τα κόμματα των μνημονίων δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά στις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις. Ειδικά όσον αφορά τη Νέα Αριστερά, παρότι προσπαθεί να αποκτήσει ένα «αγωνιστικό» προφίλ, δεν αποτελεί αριστερή εναλλακτική απέναντι στην καταστροφική κυβέρνηση της ΝΔ. Ως κομμάτι μέχρι πολύ πρόσφατα του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα αποτελεί υπερασπιστή της κυβερνητικής μνημονιακής θητείας του και αποδέχεται πλήρως τις κατευθύνσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, τις οποίες κι υπηρέτησαν ως Υπουργοί τα κεντρικά στελέχη της (πλειστηριασμοί κατοικιών, φοροελαφρύνσεις για το κεφάλαιο, συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας για τους πρόσφυγες, αναβαθμισμένη σχέση Ελλαδας-Ισραήλ κλπ).
Σε κάθε περίπτωση και ενάντια σε ό,τι ισχυρίζονται τα συστημικά ΜΜΕ που «σπρώχνουν» ποικιλοτρόπως την ακροδεξιά ως μοναδικό αντίπαλο της ΝΔ, είναι αναγκαίο και εφικτό να στραφεί η δυσαρέσκεια σε αγωνιστική κατεύθυνση, ανοίγοντας ρήγματα στην κυβερνητική πολιτική προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό είναι το μεγάλο διακύβευμα σήμερα, τόσο για τις εκλογές όσο και, κυρίως, μετά από αυτές. Αυτό είναι το χρέος της αριστεράς για την περίοδο στην οποία βρισκόμαστε. Ωστόσο, η αριστερά εξακολουθεί να εμφανίζεται πολυδιασπασμένη, δεν έχει καταφέρει να υπερβεί την ήττα του 2015 και αδυνατεί να προβάλει ένα συνεκτικό και πειστικό ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο πάλης ώστε να εκφράσει τα αιτήματα των επιμέρους κοινωνικών αντιστάσεων και κινημάτων. Σε αυτό το τοπίο καταθέσαμε την πολιτική μας πρόταση το περασμένο φθινόπωρο για τη συγκρότηση ενός ενωτικού ψηφοδελτίου της ριζοσπαστικής αριστεράς για τις ευρωεκλογές, προσκαλώντας τις υπόλοιπες δυνάμεις αλλά και ανένταχτους/ες αγωνιστές και αγωνίστριες να συμβάλουν στη συνδιαμόρφωση της.
Αναδείξαμε δημόσια την ανάγκη για μια ενωτική και δημιουργική τομή σε σχέση με τις υπάρχουσες προτάσεις των αριστερών δυνάμεων με σκοπό την κάλυψη του υπαρκτού κενού αριστερής ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στις πολιτικές της ΕΕ και της κυβέρνησης. Περιγράψαμε συγκεκριμένους στόχους πάλης και μέσα με τα οποία αυτοί θα επιτευχθούν πάνω στις βασικές αιχμές των σύγχρονων αγώνων και αναγκών (οικονομικές ανισότητες, φτώχεια, πόλεμος, δημόσια αγαθά, φεμινιστικοί αγώνες, δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών, κλιματική κρίση). Οι αιχμές αυτές συνδέονται με την ανάγκη σύγκρουσης και ρήξης με την ΕΕ και τις πολιτικές της, ανοίγοντας τον δρόμο για κατακτήσεις στο σήμερα. Επιπλέον, ιεραρχήσαμε ψηλά την αναγκαιότητα νέου στίγματος που θα σημάνει μια νέα αρχή μιας μαζικής και πληθυντικής αριστεράς που θα μπορέσει να συμβάλει σε μια συνολική αντεπίθεση του κόσμου της εργασίας και των κινημάτων. Η προσπάθεια αυτή βρήκε αρχικά συνομιλητές τις δυνάμεις Μετάβαση, ΔΕΑ, Ξεκίνημα, ΛΑΕ, Μέρα25, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να καρποφορήσει καθώς στην πορεία αναδείχθηκαν μια σειρά από αποκλίσεις και διαφορετικές εκτιμήσεις. Παρολα αυτα, θεωρούμε σημαντικό ο κόσμος της αριστεράς να δώσει το παρόν στις κάλπες και να μην απέχει.
Ως Αναμέτρηση αναγνωρίζουμε τη συμβολή όλων των αριστερών ψηφοδελτίων που συμμετέχουν στις ευρωεκλογές και δεν αντιλαμβανόμαστε ανταγωνιστικά τη στήριξη σε κάποιο από αυτά. Πρόκειται για δυνάμεις, οργανώσεις και κόμματα που συμβάλλουν στο λαϊκό κίνημα και τις κοινωνικές αντιστάσεις και με τις οποίες, σε διαφορετικούς βαθμούς, έχουμε βρεθεί σε κοινή δράση όλο το προηγούμενο διάστημα. Αυτό δεν αναιρεί και τις δεδομένες πολιτικές αδυναμίες τους. Το ΚΚΕ αρνείται τα άμεσα αιτήματα ρήξης σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα που ανοίγουν (όπως οι εθνικοποιήσεις των δημοσίων υποδομών) ενώ στην περίπτωση του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, όπως και σε μια σειρά άλλων κοινωνικών ζητημάτων, είχε εξαιρετικά προβληματική, συντηρητική στάση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τηρεί μαχητική στάση αλλά συγχρόνως σε προγραμματικό επίπεδο διακατέχεται από έναν διακηρυκτικό αντικαπιταλισμό και παράλληλα περιχαρακώνεται αντί να συμβάλει στην ενοποίηση δυνάμεων στους κοινωνικούς χώρους. Τέλος, οι δυνάμεις Μέρα25 και ΛΑΕ, παρότι συμμετείχαν σε συζητήσεις για ένα πλατύ, ενωτικό, ριζοσπαστικό ψηφοδέλτιο, έδειξαν δισταγμό και δεν ιεράρχησαν το να συμβάλουν σε ένα κατέβασμα με νέα και ανοιχτή φυσιογνωμία που δεν προσδιορίζεται εξ ολοκλήρου από υπάρχουσες προσπάθειες. Τα παραπάνω ζητήματα συντείνουν στην αδυναμία της αριστεράς, όλων των αποχρώσεων, να παρέμβει αποτελεσματικά σε αυτή την εκλογική μάχη — επιπλέον, τα ζητήματα αυτά αποτελούν τμήμα συνολικών αδυναμιών του ανταγωνιστικού κινήματος και των πολιτικών εκφράσεων του, είτε κατεβαίνουν στις εκλογές είτε όχι.
Κλείνοντας, στο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί και με δεδομένο τον δυσμενή συσχετισμό, αναγνωρίζουμε τη θετική συμβολή του κατεβάσματος “Ενωτική Πρωτοβουλία: Μέρα25 – Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά” που προσπαθεί να αναδείξει αιχμές ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική, την ακρίβεια και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, αλλά και την πρόσδεση της Ελλάδας στα πολεμικά σχέδια των ΝΑΤΟ-ΕΕ, που έχουν τεράστια ευθύνη στην εξελισσόμενη γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε ότι το αίτημα για μια νέα μαζική ριζοσπαστική αριστερή αντιπολίτευση παραμένει ενεργό και θα παραμένει και μετά τις ευρωεκλογές. Ως Αναμέτρηση δεσμευόμαστε να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε μια τέτοια κατεύθυνση και να συμβάλουμε στο κίνημα, στα επιμέρους σχήματα αλλά και στη συνολική συζήτηση για την Αριστερά της ρήξης που έχει ανάγκη η εποχή μας.