Άρθρο της Ζαμίλε Καμπά, δικηγόρου και μέλους του ΠΣ της Αναμέτρησης
“Είναι χρόνια τα ίδια – η ίδια τακτική
με ήθος δημοκρατικό – σε βάζουν σε κλουβί
σε σώμα και μυαλό – γίνονται όλο πιο στενές
φυλακές, φυλακές, φυλακές, φυλακές”
Σπείρα
Αν καθόμασταν να αναλύσουμε όλες τις επιμέρους διατάξεις του ΠΚ, που θα είχε πολύ ενδιαφέρον, θα βλέπαμε διατάξεις που μας προκαλούν θυμό, αηδία, οργή, όπως η σωματική βλάβη εις βάρος υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως επιβαρυντική περίσταση και κάποιες που θα μας δημιουργούσαν ανάμικτα συναισθήματα, όπως η ισόβια κάθειρξη στο έγκλημα του ομαδικού βιασμού, που θα μπορούσαν να μας φαίνονται και συμπαθητικές.
Ωστόσο, αυτό που έχει περισσότερη σημασία να δούμε, είναι πώς όλο το σχέδιο νόμου οξύνει ακόμη περισσότερο ένα πλαίσιο σκληρής αυστηροποίησης του ποινικου και “σωφρονιστικού” συστήματος, μία μία βαθιά βουτιά στη λογική του τιμωρητισμού και της αδρανοποίησης. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρούμε όλο και περισσότερο την κυρίαρχη πολιτική εξουσία να θωρακίζεται νομοθετικά δημιουργώντας ασφυκτικούς και μη διατρητούς νόμους. Ειδικά στο πεδίο του ποινικού και σωφρονιστικού δικαίου βλέπουμε μία υπαναχώρηση διεκδικήσεων ετών για το μετασχηματισμό του ποινικού και σωφρονιστικού δικαίου προς ένα δίκαιο αποκατάστασης της κοινωνικής ειρήνης και της επανένταξης. Η έντονη στροφή προς την αδρανοποίηση των δραστών, με την αύξηση των ισοβίων, του πραγματικού χρόνου έκτισης της ποινής, της δυσκολίας δυνατότητας απολύσεων, των περιορισμών των αδειών, των αγροτικών φυλακών και άλλων πολλών, αντιμετωπίζει την εγκληματική συμπεριφορά με τον μόνο τρόπου που ξέρει/θέλει μία τέτοια κυβέρνηση: απομόνωση, εγκλεισμός, αφαίρεση δικαιωμάτων, τιμωρία.
Φυσικά, αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα. Τα τελευταία 30 χρόνια ο εγκλεισμός έχει αποτελέσει σχεδόν την μόνη αντεγκληματική πολιτική του ελληνικού κράτους, τόσο σε επίπεδο συχνότητας επιβολής του, όσο και στην αύξηση της διάρκειάς του. Με το σχέδιο του νέου ποινικού κώδικα βλέπουμε να αυστηροποιείται ακόμη περισσότερο το πλαίσιο των ποινών.
Η ανωτέρω πολιτική όμως δεν αφορά στους πάντες με τον ίδιο τρόπο, γιατί η δήθεν ουδετερότητα του δικαίου είναι μία απάτη. Αρχικά, ο νόμος δεν λαμβάνει υπόψη τα κοινωνικά αίτια του εγκλήματος, εκείνες δηλαδή τις κοινωνικές συνθήκες που οδηγούν κάποιες κοινωνικές ομάδες πιο εύκολα στη φυλακή, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο την ταξική και ρατσιστική σύνθεση των κρατουμένων, αλλά μη επιλύοντας παράλληλα και τα κοινωνικά προβλήματα που υπάρχουν και οδηγούν στη φυλακή. Ακόμη, το δίκαιο στα αστικά κράτη αποτελεί έναν μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κυβερνητικών πολιτικών. Κατ’ επέκταση, είναι ένας μηχανισμός που μέσα στην ουδετερότητα του προσπαθεί να προστατέψει όσο μπορεί περισσότερο την αστική τάξη, ενώ αξιοποιείται κυρίως για τα πιο πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Οι ελληνικές φυλακές αυτήν την στιγμή είναι γεμάτες μετανάστες που κατηγορούνται από το ελληνικό κράτος για παράνομη διακίνηση μεταναστών, την κατηγορία που αποδίδουν όταν κάποιος πάει να περάσει τα σύνορα, μικροπαραβάτες ρομά, μικροδιακινητές ναρκωτικών. Η απειλή της σύλληψης και οι μαζικές προσαγωγές, οι ατεκμηρίωτες δικογραφίες, κατευθύνονται προς τον κόσμο του αγώνα και οποιαδήποτε θεωρείται απειλή για την διασάλευση της “κοινωνικής αρμονίας”.
Απέναντι σε αυτό όμως εμείς πρέπει να ζητάμε περισσότερη φυλακή για τους άλλους αλλά λιγότερη για εμάς; Μπορεί σαν διατύπωση να φαίνεται αστεία, αλλά η ουσία της είναι κάτι στο οποίο η αριστερά έχει υποπέσει τα τελευταία χρόνια, έχοντας υιοθετήσει πιο τιμωρητικές λογικές, μακριά από μία χειραφετική προσέγγιση του εγκλήματος και της αντιμετώπισής του. Η αναπαραγωγή αιτημάτων για εγκλεισμό, για περισσότερη φυλακή, για πιο αυστηρές ποινές, που έχουν αρθρωθεί σε διάφορες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, αποτυπώνει το πώς έχουμε σταματήσει να επεξεργαζόμαστε τι σημαίνει φυλακή, τι είναι οι ποινικοί νόμοι, πώς λειτουργεί το σωφρονιστικό σύστημα και πώς εμείς οραματιζόμαστε ακόμη και στο σήμερα μία άλλου τύπου απόδοση δικαιοσύνης.
Γι αυτό το λόγο θα θέλαμε να γράψουμε κάποια πράγματα για τη φυλακή και τον εγκλεισμό, για τη λογική του τιμωρητισμού.
Ο θεσμός της φυλακής έχει αποτυπωθεί στην κοινωνική συνείδηση ως αναπόφευκτος τρόπος αποτροπής της εγκληματικότητας. Ωστόσο αυτό που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι ποια είναι στην πραγματικότητα τα οφέλη του εγκλεισμού, σε σχέση με την αποτροπή;
Το σώμα συλλαμβάνεται μέσα σε ένα σύστημα καταναγκασμού και στέρησης, υποχρεώσεων και απαγορεύσεων. Αρχικά, μόνο ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα είναι πολύ προβληματικός, αλλά η πλήρης απομόνωση των κρατουμένων από οποιοδήποτε εξωτερικό ερέθισμα, η αποκοπή του από το κοινωνικό, φιλικό και οικογενειακό του περιβάλλον είναι η πλήρης απαξίωση του ως κοινωνικό υποκείμενο. Η φυλακή αποτελεί ένα «νεκρό πεδίο» στο οποίο ο κρατούμενος/ η κρατούμενη αποκτά μονοσήμαντες αναπαραστάσεις και δεν δύναται να καλλιεργήσει καμία σχεδόν κοινωνική ή επαγγελματική δεξιότητα. Δεν έχει έλεγχο του/της εαυτού του/της, δεν έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Υποβάλλεται σε ένα διαρκές καθεστώς επιτήρησης και πειθάρχησης, χάνοντας την όποια αυτονομία μπορεί να έχει. Φυσικά, σε αυτό υπάρχει διαβάθμιση, ανάλογα με την ταξική θέση της κρατούμενης.
Ο εγκλεισμός πέρα από αυτό είναι κοινή παραδοχή πως στενεύει τα περιθώρια για την κοινωνική επανένταξη των εγκληματιών, στιγματίζοντας τους κοινωνικά, ψυχολογικά και οικονομικά. Η παραμονή για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στη φυλακή, κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να έχει για τον δράστη, ίσα- ίσα αυτό που κάνει είναι να επιφέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Απονεκρώνεται η σκέψη και η βούληση των κρατουμένων με αποτέλεσμα να είναι πιο εύκολο να αναπτύξουν εγκληματική δραστηριότητα μόλις βγουν από αυτήν, καθώς δεν έχουν χτίσει ισχυρή θέληση ικανή να τους/τις βοηθήσει να ακολουθήσουν ένα νόμιμο μοντέλο ζωής. Επομένως, η φυλακή αποτυγχάνει να καλλιεργήσει το πνεύμα και τον νου του/της κρατούμενου/ης και αυτοαναιρείται, υπό την έννοια πως δεν υπηρετεί τους στόχους που θεωρητικά έχει που είναι ο σωφρονισμός του/της εγκληματία.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις συνήθως κακές συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων καθιστούν τη φυλακή μια «αποθήκη των ανεπιθύμητων για την κοινωνία ψυχών». Όπως αναφέρει και ο Agamben, το υποκείμενο που φυλακίζεται αποτελεί μια μορφή γυμνής ζωής, χωρίς ουσιαστικά να έχει δικαιώματα. Οι κρατούμενες βιώνουν μια διαρκή κατάσταση εξαίρεσης, όπου απογυμνώνονται από την ιδιότητά τους ως πολίτες με πρόσχημα την ασφάλεια.
Ειδικά στην Ελλάδα το σωφρονιστικό σύστημα είναι πλήρως ανίκανο να επιτελέσει το οτιδήποτε και σίγουρα δεν έχει κανένα ρόλο σε μία λογική κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων. Η απουσία υποδομών και η υποχρηματοδότηση των φυλακών δεν αποτελεί αδυναμία, αλλά πολιτική επιλογή και αντικατοπτρίζει το πώς γίνεται αντιληπτή η έννοια της εγκληματικότητας και της απονομής δικαιοσύνης.
Στην πραγματικότητα όλη η πολιτική αυτή, είναι ένας ποινικός λαϊκισμός με κανένα πραγματικό αντίκρυσμα στην αντιμετώπιση του εγκλήματος και την επανένταξη. Η τιμωρητική προσέγγιση της αντεγκληματικές πολιτικής, είναι ένα ακόμη βήμα, στην υιοθέτηση όλο και πιο σκληρά κατασταλτικών μέτρων, που ξεφεύγουν από τον κόσμο του ποινικού δικαίου και καλύπτουν διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας.
Αν εμάς σαν αριστερά μας απασχολεί να μιλήσουμε για τα αίτια του εγκλήματος, την αντιμετώπισή του με το δικό μας πλαίσιο πρέπει να απομακρυνθούμε από λογικές τιμωρητισμού. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον μετασχηματισμό της κοινωνίας θα πρέπει να αποτυπώνεται στο σήμερα στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αντιμετώπιση όχι μόνο του εγκλήματος υπό στενή έννοια, αλλά κάθε πράξης που αντιτίθεται στον δικό μας “ηθικό κώδικα”. Στόχος μας δεν πρέπει να είναι η εξόντωση του δράστη, η απομόνωσή του, ο σωφρονισμός του. Δεν πρέπει να μπαίνουμε σε λογικές “ό,τι δίνεις, παίρνεις”.
Απέναντι σε αυτά, θα πρέπει να μας ενδιαφέρει μια αποτελεσματική προσέγγιση της “δικαιοσύνης” και η υπέρβαση του τιμωρητισμού. Η Άντζελα Ντέιβις λέει ότι η κατάργηση των φυλακών απαιτεί να αναγνωρίσουμε σε ποιο βαθμό πρέπει να μετασχηματιστεί στο σήμερα η κοινωνική τάξη, αφού ενσωματώνει ένα φάσμα κοινωνικών προβλημάτων που παράγονται από τον καπιταλισμό, τα οποία δεν μπορεί να επιλύσει.
Η κατάργηση των φυλακών και η αντίληψη ότι το έγκλημα αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο μας οδηγεί να επεξεργαστούμε εναλλακτικές μορφές αντιμετώπισης του εγκλήματος, που στην πραγματικότητα θα αφορούν στην αντιμετώπιση των κοινωνικών αιτιών που οδηγούν στο έγκλημα. Χωρίς τιμωρητισμό και με το βλέμμα στραμμένο στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και ταξικών ανισοτήτων, για ένα δίκαιο πραγματικό, έξω από την “νομιμότητα” που μας επιβάλουν.