της Τόνιας Κατερίνη, μέλος του ΠΣ της Αναμέτρησης
Με τον πιασάρικο τίτλο : « Ας μιλήσουμε για το 2015: τι λέμε εμείς οι μαλακοπίτουρες» ο Ευκλειδης Τσακαλώτος γράφει ένα άρθρο που ήδη από τον τίτλο προδιαθέτει ότι τίποτα σοβαρό δεν πρόκειται να διαβάσουμε. Η συνέχεια της ανάγνωσης μας δικαίωσε περίτρανα.
Αλλά ας μείνουμε λόγο ακόμα στον τίτλο: Είναι γνωστή η θέση του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανόμενου και του Τσακαλώτου ότι οι επιλογές του 2015 ήταν σωστές , συνεπείς με την ως τότε γραμμή , και πρακτικά μονόδρομος. Αν λοιπόν υπάρχει ανάγκη σήμερα να μιλήσουμε για το 2015 αυτή η συζήτηση θα πρέπει να ανοίγει δύο δρόμους: Η να δίνει βαθύτερες πειστικές εξηγήσεις γιατί οι επιλογές του 2015 ήταν οι σωστές ή να επερωτά αν όντος ήταν οι σωστές. Το δεύτερο μισό του τίτλου δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ποια θα είναι η κατεύθυνση του άρθρου. Το «τι λέμε εμείς οι μαλακοπίττουρες,» με δεδομένο ότι σίγουρα ο συγγραφέας δεν θεωρεί μαλακοπιτουρα τον εαυτό του δηλώνει ήδη μια θέση επιθετικής άμυνας: Ένα «τώρα θα σας πούμε σε όλους εσάς που μας απαξιώσατε, γιατί κάνετε λάθος». Ήδη όμως και για έναν ακόμα λόγο είναι φανερό ότι ο Τσακαλώτος δεν θα απαντήσει σε ότι κατηγορείται ότι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Γιατί για να απαντήσεις σε κάτι πρέπει να έχεις καταλάβει γιατί κατηγορείσαι και σίγουρα οι ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν κατηγορείται ότι ήταν μαλακοπίτουρες δηλ. (αντιγράφω από το λεξικό : «προσφώνηση για άνθρωπο χαζό νωχελικό ή απλά αντιπαθή») άνθρωποι ανίκανοι ή αδιάφοροι.
Αντίθετα αυτό για το οποίο κατηγορείται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι συνειδητά επέλεξε μια στρατηγική ενσωμάτωσης στην κυρίαρχη αντίληψη για την διαχείριση της κρίσης χωρίς ρήξη , θεωρώντας ότι αυτός θα αποδείξει ότι είναι καλύτερος διαχειριστής από τους προηγούμενους και προς όφελος της κοινωνίας. Και ακριβώς αυτό είναι που υποστηρίζει σε τέσσερα διαφορετικά σημεία στο άρθρο του ο Τσακαλωτος1
Στην αποτίμησή του για το 2015 ο Τσακαλώτος εστιάζει σε τέσσερα σημεία, τρία που δικαιώνουν τις τότε επιλογές και ένα που επερωτά; Στα επιχειρήματα που δικαιώνουν τις επιλογές αναφέρει πρώτα την επιθετικότητα των δανειστών και το αδιέξοδο στο οποίο θα οδηγούσε κάθε άλλη επιλογή επικαλούμενος μάλιστα τις επιτροπές δουλειάς του Βαρουφάκη που όλες κατέληξαν ότι δεν υπάρχει λύση. Δεν μας εξηγεί όμως γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ που προετοιμαζόταν τέσσερα τουλάχιστον χρόνια για να αναλάβει την κυβέρνηση και πολιτικά προέτασσε την αντίθεση του στα μνημόνια , δεν επεξεργάστηκε σε αυτό το διάστημα μια πρόταση διεξόδου όταν μάλιστα όπως αποδείχτηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν θετικά τοποθετημένο προς μια τέτοια αναζήτηση. Δεν μας λέει ακόμα γιατί προτάσεις και σκέψεις που αναπτύχτηκαν από διάφορες πλευρές στο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την περίοδο ( εναλλακτικό νόμισμα, οργάνωση της διατροφικής επάρκειας, αναζήτηση νέων διεθνών ερεισμάτων κλπ) δεν βρήκαν ευήκοα ώτα στην ηγεσία αλλά αντίθετα απαξιώθηκαν και βγήκαν εκτός συζήτησης. Αντίθετα μας λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε από την αρχή μια ξεκάθαρη γραμμή μη ρήξης ( που την ταυτίζει με την έξοδο από το ευρώ ) αλλά δεν μας εξηγεί τι εννοούσε όταν έλεγε στις 17/3/2013 ότι «Φθάνουμε όλο και πιο κοντά σε μια αποφασιστική στιγμή όπου είτε ολόκληρος ο Νότος θα επιβάλλει μια πιο δίκαιη και βιώσιμη συνολική λύση, ή η ευρωζώνη δε θα μπορέσει να διαχειριστεί τις φυγόκεντρες δυνάμεις και την οργή των λαών».
Το δεύτερο επιχείρημα ήταν ότι παρά τα όσα λέμε εμείς οι κακόβουλοι, ο ΣΥΡΙΖΑ δικαιώθηκε τόσο με το ΟΧΙ όσο και με το 35% των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Η αλήθεια είναι ότι το ΟΧΙ ήταν μια κραυγή , ένα ως εδώ και λιγότερο μια ξεκάθαρη πολιτική γραμμή, ήταν ωστόσο μια σαφής κατεύθυνση όχι για την έξοδο από το Ευρώ όπως προσπαθεί να μας χρεώσει ό Τσακαλώτος ότι ισχυριζόμαστε , αλλά για την άρνηση επιβολής του μνημονίου που είναι δυο πολύ διαφορετικά πράγματα. Τι θα γινόταν αν τότε το όχι είχε υλοποιηθεί δεν θα το μάθουμε ποτέ αλλά όπως λέει και ο Μπαντιού η έκβαση κάθε ρηξιακής στιγμής δεν μπορεί να προβλεφθεί, αλλά πολιτική σημαίνει να μπορείς σωστά να αποφασίσεις πότε αξίζει να πάρεις το ρίσκο. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου έδειξαν το πολιτικό κεφάλαιο που είχε πιστωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και που βέβαια δεν θα μπορούσε να εξανεμιστεί σε ένα μήνα.
Το τρίτο επιχείρημα του Τσακαλώτου ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρ όλη την εφαρμογή του μνημονίου έκανε την καλύτερη δυνατή διαχείριση προς όφελος των πληττόμενων κάνοντας συγκεκριμένες αναφορές στην διαχείριση της ακραίας φτώχειας και την ενίσχυση του ΕΣΥ. Η αλήθεια είναι ότι η διαχείριση της ακραίας φτώχειας είναι δομικό στοιχείο των πολιτικών κατευθύνσεων της ΕΕ και μάλιστα υλοποιείται σε πλήθος χώρες με πολύ πιο διευρυμένα κοινωνικά προγράμματα. ¨Οσον αφορά στην δωρεάν πρόσβαση στο ΕΣΥ σίγουρα δεν την υποτιμάμε αλλά δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την κατακόρυφη αύξηση των ανασφάλιστων, από τις ασκούμενες πολιτικές (νόμος Κατρούγκαλου) αλλά και την κατάσταση του ΕΣΥ με την σοβαρή υποστελέχωση που υπονόμευε σοβαρά την ίδια τη λειτουργία του. Την ίδια στιγμή ο Συριζα συνέχισε να στηρίζει το μεγάλο κεφάλαιο και τις τράπεζες, ξεπούλησε το Ελληνικό και πλήθος άλλων δημόσιων αγαθών βλέπε Τρενοσε με τα γνωστά δραματικά αποτελέσματα , θεσμοθέτησε τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, συνέχισε τις ευρωπαϊκές πολιτικές απωθήσεων στο Αιγαίο και τις αντιμεταναστευτικές πρακτικές. Και σίγουρα δεν στήριξε την κοινωνική οικονομία όπως αυτοκριτικά παραδέχεται Ο Τσακαλώτος , δεν κάλυψε θεσμικά τις αγορές χωρίς μεσάζοντες, δεν άσκησε καμιά πολιτική για την δημιουργία κοινωνικής κατοικίας, δεν επεδίωξε έλεγχο στα κόστη βασικών προϊόντων και κυρίως στο κόστος της ενέργειας. Η λίστα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλη, αλλά συμπερασματικά θα πω ότι στην τετραετία της μιας ριζοσπαστικής διακυβέρνησης περιμένεις να δεις κάποιες έστω πολύ πρωταρχικές χειρονομίες που να διαφεύγουν από την απλή διαχείριση ενός συστήματος και να θέτουν τις βάσεις της ανατροπής ή έστω της αμφισβήτησης αυτού του συστήματος και αυτό δεν το είδαμε.
Ωστόσο παρά την πλήρη στήριξη των επίλογων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ο Τσακαλώτος επερωτά τρία ζητήματα, αν ο Σύριζα θα έπρεπε να ρίξει της κυβέρνηση Σαμαρα πρόωρα , αν έγινε σωστά η διαπραγμάτευση τους πρώτους μήνες και αν το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης θα μπορούσε να είναι πιο ριζοσπαστικό. Πιστεύω ότι αυτά τα ατάκτως ειρημένα ερωτήματα υποκρύπτουν την απόδοση ευθυνών σε κάποιους άλλους, πχ στον Βαρουφάκη σε σχέση με τη διαπραγμάτευση, ή σε κάποιους που βιάστηκαν (άραγε ποιοι είναι αυτοί) να ρίξουν την κυβέρνηση ενώ θα έπρεπε να κερδηθεί χρόνος. Όσον αφορά το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης , όντος ένα πρόγραμμα προσεκτικό στο να μην σπάσει αυγά δεν θυμάμαι να είχαν εκφραστεί από τις τότε ηγετικές ομάδες σοβαρές αντιρρήσεις.
Ωστόσο αν κρίνουμε από την πενιχρή εμβάθυνση στο επίδικο ζήτημα τι έγινε το 2015 φαίνεται ότι το άρθρο δεν γράφτηκε πραγματικά γι αυτό. Γράφτηκε κυρίως για να πει ότι η σταδιακή κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε από τα όσα έκανε σαν κυβέρνηση αλλά από τα όσα δεν έκανε σαν αντιπολίτευση. Βεβαίως σε αυτό το δεύτερο σκέλος αυτοκριτικής δεν θα διαφωνήσουμε καθώς την τελευταία τετραετία η κοινωνία έχει δεχτεί τρομερές επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα με πρακτική αφωνία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι άραγε αυτή η αφωνία και προϊόν της κυβερνητικής του θητείας; Δεν είναι το αποτέλεσμα μιας δεύτερης σκέψης του εάν ήμασταν εμείς κυβέρνηση τι διαφορετικό θα κάναμε; Η ενσωμάτωση λοιπόν στην κυρίαρχη αντίληψη διαχείρισης εμπεδώθηκε την προηγούμενη τετραετία. Με την σιωπηλή αποδοχή όλων.
Σήμερα ο Τσακαλώτος προσπαθεί να διαμορφώσει με ψήγματα αυτοκριτικής μια αυτοσχέδια κολυμβήθρα του Σιλωάμ που θα του επιτρέψει μέσα από το νέο σχήμα της Νέας Αριστεράς να παίξει ένα ρόλο στην ομολογουμένως επιτακτική υπόθεση της ανασυγκρότησης ενός πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ελλάδα 2
Προσπαθεί να βάλει την ατζέντα της πολιτικής διαχείρισης εντός ΣΥΡΙΖΑ στην συζήτηση για την συγκρότηση αυτού του πόλου. Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα δεν είναι κυρίως ότι δεν συζητάμε με αυτούς που υπέγραψαν μνημόνια, αποστροφή που παραπέμπει σε αβαθείς και εμπαθείς κατά τον Τσακαλώτο συνομιλητές. Η ουσία είναι ότι δεν συζητάμε με αυτούς που υπέγραψαν μνημόνια γιατί ακόμα και σήμερα αδυνατούν να φανταστούν πως μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ρήξης με την δύναμη της κινητοποίησης των άγρια πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων.
Πολλοί και πολλές θα επικαλεστούν τα χτεσινά αποτέλεσμα τα των Γαλλικών εκλογών για να μας οδηγήσουν στο εύκολο συμπέρασμα ότι μια χαρά μπορεί ετερόκλητες πολικές δυνάμεις να συμμαχήσουν απέναντι σε έναν μείζονα κίνδυνο όπως αυτός της ανόδου της ακροδεξιάς. Αυτή η εξέλιξη πράγματι είναι και χρήσιμη και ενδιαφέρουσα. Το αν από αυτή τη συμμαχία μπορεί να δημιουργηθεί ένας οδικός χάρτης πολιτικών πρωτοβουλιών προς όφελος των πληττόμενων τάξεων μένει να αποδειχτεί. Αυτό όμως που απαιτεί σοβαρότερη πολιτική δουλειά και είναι πολύ πιο κρίσιμο επίδικο είναι πως θα διαμορφώσουμε εκείνη την πολιτική πρόταση και την κινηματική αξιοπιστία ώστε η ακροδεξιά να πάψει να αποτελεί καταφυγή για μεγάλο μέρος των φτωχότερων και πιο αποκλεισμένων κοινωνικών στρωμάτων . Και αυτό το στοίχημα δεν απαντιέται με φραστικούς βολονταρισμούς του τύπου όλοι μαζί μπορούμε αλλά με την διατύπωση ενός εναλλακτικού σχεδίου και την συστηματική δουλειά για τον αμφίδρομο εμπλουτισμό του μέσα στα, και από, τα κοινωνικά κινήματα.
Ο δρόμος είναι μακρύς και θα τον περπατήσουμε σίγουρα μαζί όλες όσες, όσοι και όσα αναγνωρίζουμε τα ερωτήματα και ψάχνουμε με ειλικρίνεια τις απαντήσεις.
ΥΓ Η αλήθεια είναι ότι όταν έγραψα αυτό το κείμενο δεν είχα διαβάσει το σχετικό άρθρο του σ. Χρήστου Λασκου στο The press project και χαίρομαι που βλέπω ότι το άρθρο Τσακαλώτου μας προκάλεσε ανάλογες αντιδράσεις
1 Ας μιλήσουμε εδώ σοβαρά όμως για το ’15. Δεν θα μπω σε κανένα βάθος για τη διαχείριση του μνημονίου μετά το ’15: για το αν είναι μικρό πράγμα να εφαρμόσεις μνημόνιο και συγχρόνως να μειώσεις τις ανισότητες και τη φτώχεια, ή να βρεθούν κονδύλια για το δημόσιο σύστημα υγείας – πράγματα που έγιναν. Για το αν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα σε περιοχές εκτός μνημονίου, για παράδειγμα για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία
2 Πρέπει να συζητήσουμε για ένα εναλλακτικό κοινωνικό μπλοκ εξουσίας. Για προγραμματικές αιχμές που μπορούν να δώσουν ανακούφιση στην κοινωνική μας βάση, αλλά που συγχρόνως προωθούν ένα άλλο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο που θα μπορέσει να στηρίξει την κοινωνική πολιτική. Για το πώς κινητοποιούμε την κοινωνία και αντιμετωπίζουμε τη στρατηγική της επιβίωσης –αντί της στρατηγικής της αντίστασης– που κυριαρχεί σε μεγάλο κομμάτι της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι όμως δυνατόν να πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς επιπλέον να συζητήσουμε για το μέγεθος της αντίστασης εντός και εκτός της χώρας που θα αντιμετώπιζε ένα τέτοιο εγχείρημα; Θα έχουμε στρατηγική γι’ αυτό, θα χρειαστούν εκ νέου συμβιβασμοί, και εντός του δικού μας κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ αλλά και σε σχέση με το αντίπαλο μπλοκ; Βοηθάει το «Δεν συζητάμε με αυτούς που υπογράψανε μνημόνια»;