Η τάξη μας (απόφοιτοι του ΄74) ήταν μαζί με την τάξη του ’73, οι τάξεις που είχαν το μοναδικό «προνόμιο» να βγάλουν όλο το (εξατάξιο, τότε) γυμνάσιο μέσα στη χούντα των συνταγματαρχών. Είχαμε το «προνόμιο» να ζήσουμε την εφηβεία μας σε συνθήκες μιας διαρκούς πλύσης εγκεφάλου που επιβαλλόταν από το καθεστώς λογοκρισίας, απαγορεύσεων, διάχυτου φόβου και ανελευθερίας, σε συνθήκες δηλ. μιας ακραίας πολιτιστικής φτώχειας, αφού η λογοκρισία της εποχής δεν περιοριζόταν στην απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης πολιτικών απόψεων και διεκδικήσεων, αλλά άγγιζε κάθε μορφή τέχνης, ακόμα και τις δημιουργίες με ελάχιστα ή κατά φαντασίαν πολιτικές αιχμές. Η ακραία αυτή πολιτιστική φτώχεια ευνοούσε με τη σειρά της την αποπολιτικοποίηση και το μαζικό προσανατολισμό της νεολαίας (και όχι μόνο) στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, όπου κυριολεκτικά «η Ελλάδα αναστέναζε».
Μέσα στο σχολείο, τίποτα δεν έμεινε ανεπηρέαστο από το κλίμα ανελευθερίας και φόβου: κάθε ελεύθερη συζήτηση με τους καθηγητές αποκλειόταν εξ αρχής, κυρίως από το φόβο της πλειοψηφίας των καθηγητών να διαχειριστούν την πιθανολογούμενη πολιτικοποίησή της. Το μάθημα διεξαγόταν σε συνθήκες αποστείρωσης του παραμικρού πολιτικού υπαινιγμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι φιλόλογοι απέφευγαν να αναφερθούν ακόμα και στο Γιώργο Σεφέρη, αφού οι δηλώσεις του για τη δικτατορία τον είχαν καταστήσει ανεπιθύμητο για την «εθνοσωτήριο».
Ωστόσο, η πλειοψηφία των μαθητών δεν «μάσησε» τη μαζική πλύση εγκεφάλου. Η έλλειψη δημοκρατίας σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας, η απαγόρευση της ελεύθερης έκφρασης βιώθηκε ως μια παράλογη καταπιεστική συνθήκη που θα έπρεπε να ανατραπεί. Είναι ενδιαφέρον ότι η αντίσταση κατά της χούντας μέσα στο σχολείο ξεκίνησε ως αντίσταση σε κάθε μορφή σχολικής καταπίεσης, και στη συνέχεια ως εναντίωση σε εκείνους τους καθηγητές που είχαν αποδεχτεί το ρόλο του απολογητή και προπαγανδιστή της της σχολικής πειθαρχίας, και της «εθνικής διαπαιδαγώγησης» που ενθουσίαζε τους δικτάτορες. Γι’ αυτό και το ζήτημα του μήκους των μαλλιών και της φαβορίτας (!) των μαθητών για το οποίο διεξάγονταν καθημερινοί έλεγχοι υπό την εποπτεία του αναπληρωτή διευθυντή του σχολείου και σύμφωνα με εντολές του Υπουργείου Παιδείας (…) είχε λάβει το χαρακτήρα σημείου αιχμής της (περισσότερο ή λιγότερο συνειδητής) αντίστασης των μαθητών απέναντι στη στρατιωτική – καταπιεστική ομοιομορφία του χουντικού σχολείου. Οι καθηγητές που δέχονταν να παίξουν το ρόλο του παιδονόμου μετρώντας κάποτε με το υποδεκάμετρο το μήκος των μαλλιών των μαθητών πριν από την είσοδο στην τάξη έχασαν κάθε υπόληψη δασκάλου στα μάτια των νεαρών εφήβων, και όχι μόνο των «απείθαρχων».
Αξίζει εδώ να αναφερθεί το περιστατικό μιας μαζικής «κοπάνας» που αποφάσισε η τάξη μας στην Ε’ Γυμνασίου από το μάθημα της 7ης ώρας ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα σχολικό πρόγραμμα αφόρητα καταναγκαστικό και ελάχιστα ελκυστικό. Η κίνηση αυτή πανικόβαλε τη διεύθυνση του σχολείου που την εξέλαβε ως απειθαρχία στα όρια της ανταρσίας απέναντι στην εξουσία που εκπροσωπούν οι καθηγητές, που θα μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, για την οποία θεώρησε σωστό να ενημερώσει την Επιθεώρηση Μέσης Εκπαίδευσης…
Η κατάληψη της Νομικής από του φοιτητές τον Φλεβάρη του ’73 ( Το κτίριο της Νομικής βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από το σχολείο μας στην Αραχώβης, και τα συνθήματα των φοιτητών από την ταράτσα έφταναν μέχρι τα αφτιά μας στη σχολική αυλή…) ενθάρρυνε την ανάπτυξη πιο άμεσα πολιτικών συζητήσεων ανάμεσα στους μαθητές, σπάζοντας ως ένα βαθμό, την απόλυτη κυριαρχία των ποδοσφαιρικών αντιπαραθέσεων. Άρχισαν να κυκλοφορούν από τσάντα σε τσάντα κασέτες με μουσική του Θεοδωράκη, και βιβλία του Λουντέμη. Οι πιο πολιτικοποιημένοι από τους μαθητές συζητούσαν και προβληματίζονταν με αφορμή τη διάσπαση του ΚΚΕ, για την οποία μπορούσε κανείς να πληροφορηθεί μόνο από κάποιους μεγαλύτερους, ή συγγενείς πολιτικών κρατουμένων. Σε κάποιο μαθητικό πάρτι εκείνη τη χρονιά ήρθαμε για πρώτη φορά σε επαφή με τη θεωρία του Μαρξ, για τον οποίο μάθαμε ότι απέδειξε επιστημονικά την εκμετάλλευση των εργατών από τους καπιταλιστές. Προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, μια μεγάλη ομάδα μαθητών της τάξης αποφασίσαμε να παρακολουθήσουμε τη θεατρική παράσταση «Ουστ» της εμπνεόμενης από το θέατρο του παραλόγου, Μαριέττας Ριάλδη, στο Πειραματικό θέατρο, στον ημιώροφο μιας πολυκατοικίας της οδού Ακαδημίας, αφού τα πρώτα δειλά μέτρα χαλάρωσης της λογοκρισίας είχαν επιτρέψει το εκ νέου ανέβασμα της παράστασης, που είχε κριθεί ανατρεπτική και επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια. Η παράσταση ήταν κατ’ ανάγκην όχι εύκολα προσπελάσιμη, για να αποφύγει το σκόπελο της λογοκρισίας, με υπαινιγμούς και συμβολισμούς που ωστόσο καθόλου δεν μας κούρασαν. Θυμάμαι ότι με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε και συμμετείχαμε στη συζήτηση με τη συγγραφέα και σκηνοθέτιδα μετά το τέλος της παράστασης, κρεμασμένοι από τα χείλη της.
Η πολιτικοποίηση των μαθητών εξελίχθηκε με γοργούς ρυθμούς από την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, με το πείραμα της φιλελευθεροποίησης, το σχηματισμό της Κυβέρνησης Μαρκεζίνη, τη μερική αμνηστία και την περαιτέρω χαλάρωση της λογοκρισίας. Οι σαθρές βάσεις πάνω στις οποίες επιχειρούνταν το άνοιγμα στον πολιτικό κόσμο φαίνονταν καθαρά από το γεγονός ότι μεταξύ των μαθητών κανείς δεν πίστευε ότι η προοπτική της διεξαγωγής εκλογών υπό τις αυξημένες αρμοδιότητες του Παπαδόπουλου ως Προέδρου Δημοκρατίας εξασφάλιζε τη μετάβαση σε ένα πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς. Στο κλίμα των συλλογικών αναζητήσεων εκείνων των ημερών αποφασίσαμε μια πολυπληθής ομάδα της τάξης (περισσότερα από τα μισά παιδιά) να παρακολουθήσουμε το μουσικό πρόγραμμα με το Χρήστο Λεοντή και το Θανάση Γκαϊφίλια σε γνωστή μπουάτ της Πλάκας, λίγες μόλις ημέρες μετά την ελεύθερη λειτουργία της. Για τους περισσότερους από μας, τα τραγούδια της Καταχνιάς και ο παλμός του νεαρού τότε Γκαϊφίλια που είχε ενθουσιαστεί με την παρουσία τόσων δεκαεπτάχρονων παιδιών γύρω του, ήταν μια μυσταγωγία που μας έκανε να πιστεύουμε ότι ένας άλλος κόσμος, λιγότερο σκοτεινός και περισσότερο ελπιδοφόρος ανοίγεται μπροστά μας.
Ήταν το Σάββατο 10 Νοέμβρη του 1973. Μια βδομάδα αργότερα, η αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου θα οδηγούσε σε νέα, ευτυχώς λίγων μηνών, αλλά ακόμα πιο οδυνηρή, παράταση της θλιβερής στρατιωτικής τυραννίας.