Μάθε περισσότερα για την ιδρυτική μας συνδιάσκεψη 11-13/3/2022.
Που βρισκόμαστε;
Μάλλον αυτό είναι η ερώτηση του εκατομμυρίου σήμερα. Ειδικά για την Αριστερά, που τα τελευταία δύο χρόνια μοιάζει με το γνωστό gif του Τραβόλτα από το Pulp Fiction, είναι πιο αναγκαίο από ποτέ να συζητήσει το τι συμβαίνει. Απουσιάζει σήμερα η «διαφάνεια» προηγούμενων περιόδων: την περίοδο 2010-2012 ήταν σαφές ότι υπήρχε άνοδος των κοινωνικών κινημάτων, η περίοδος ’13-15 σφραγίστηκε από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και του ερωτήματος της ρήξης με Μνημόνια-Ευρωζώνη/ΕΕ, η περίοδος ’16-’19 από την κινηματική υποχώρηση και την κρίση των ριζοσπαστικών αφηγήσεων. Φυσικά, σε όλες αυτές τις περιόδους, η Αριστερά συζητούσε επί μακρόν τη «συγκυρία», αφιερώνοντας χιλιάδες σελίδες σε σχετικά κομματικά ντοκουμέντα — ωστόσο, η διαφορά ήταν η εξής: υπήρχε αβίαστα, σχεδόν καθολική συμφωνία ως προς τις γενικές παραμέτρους της εκάστοτε πολιτικής περιόδου και ο διχασμός προέκυπτε στο επόμενο ερώτημα: «τι να κάνουμε». Σήμερα, είναι σαφές ότι είμαστε αποπροσανατολισμένοι και βαθύτατα διχασμένοι, ενώ οι διαχωριστικές γραμμές πλέον διαπερνούν οριζόντια τις αριστερές συλλογικότητες — αν το ’10-’15, το ερώτημα «ρήξη με ΕΕ/Ευρώ» ξεχώριζε τη ριζοσπαστική/επαναστατική γραμμή από τη ρεφορμιστική, σήμερα ποιος θα μπορούσε να ορίσει με σαφήνεια το σημείο διαχωρισμού;
Απέναντι σε αυτές τις δυσκολίες, στην Αριστερά τείνουμε εύκολα να υπεκφεύγουμε κάνοντας κατάχρηση του όρου «κρίση». Επιλέγουμε όλο και πιο συχνά να αθροίζουμε τις «κρίσεις»: υγειονομική, οικονομική, περιβαλλοντική και ποιος ξέρει τι ακόμα. Ελπίζουμε μάλλον ότι θα κρύψουμε τη δική μας αδυναμία κατανόησης του τι γίνεται αν μεταφέρουμε το πρόβλημα στον αντίπαλο, στο καπιταλιστικό σύστημα. Πράγματι, υπάρχει κάτι το «κρισιακό» στην περίοδο που ζούμε. Όμως τι σημαίνει αυτό; Ποιος είναι ο μηχανισμός που πυροδότησε την κρίση; Ποια η σχέση της με την προηγούμενη; Ποια από τα «έκτακτα μέτρα» που πάρθηκαν για την αντιμετώπιση της θα γίνουν μόνιμα;
Το παρόν κείμενο δεν υπόσχεται απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό που θα επιχειρήσω, αντιγράφοντας σαφώς κάποιες από τις πιο γόνιμες παρεμβάσεις από την προηγούμενη κρίση, του 2008, είναι να αναποδογυρίσω τη συζήτηση για να τη φέρω στη «δική μας κρίση», την κρίση της αριστερής σκέψης και πρακτικής. Σε αντίθεση με ό,τι συχνά λέγεται, το πρόβλημα στην Αριστερά δεν είναι η «υπερβολική θεωρητικολογία» αλλά αντίθετα, ότι δεν θεωρητικοποιούμε επαρκώς τις πολιτικές επιλογές μας, δεν φτάνουμε στις προκείμενες που στηρίζουν τους συλλογισμούς μας, δεν κατανοούμε πραγματικά γιατί κάνουμε ό,τι κάνουμε. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, μες την πανδημία, να αδυνατούμε να κατανοήσουμε τόσο τις ανεπάρκειες μας όσο και τις σωστές κινήσεις μας. Πώς μπορεί να εξηγηθεί η υπέρμετρη πειθάρχηση μας (του γράφοντος πρώτου από όλους) στα μέτρα που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο του 2020[1]; Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η ανυπακοή, στη συνέχεια, τόσο στην επέτειο του Πολυτεχνείου του 2020 όσο και, κυρίως, στις κινητοποιήσεις για τον Κουφοντίνα στις αρχές του 2021, ενώ στη χώρα υπήρχαν πολλαπλάσια κρούσματα και θάνατοι από κορονοϊό σε σχέση με την άνοιξη του ’20;
Η ερμηνεία των αντιφάσεων της αριστερής πολιτικής με βάση τον αιφνίδιο χαρακτήρα της υγειονομικής κρίσης, μας δίνει ένα πολύ μικρό μέρος της απάντησης. Αν το πρόβλημα ήταν απλώς ότι η Αριστερά «αιφνιδιάστηκε», θα έπρεπε μετά από λίγο να έρθουμε «στα συγκαλά μας». Δεν έγινε όμως κάτι τέτοιο: σήμερα μεγάλο κομμάτι του ανένταχτου δυναμικού στην Αριστερά αλλά και αγωνιστές-αγωνίστριες μέσα στις οργανώσεις, ασκούν κριτική στην κυβέρνηση από την οπτική της ανάγκης ενός νέου λοκντάουν. Πολύ περισσότερο, στο ζήτημα του εμβολιασμού και των μέτρων διαχωρισμού που έχουν επιβληθεί στο όνομα του, η Αριστερά πνίγεται στις αντιφάσεις της: καταγγέλλουμε τα μέτρα αλλά δεν κινητοποιούμαστε για να ανατραπούν[2]. Την ίδια στιγμή, αριστεροί διανοούμενοι εκφυλίζουν τη σκέψη τους, υπερασπιζόμενοι ουσιαστικά τα μέτρα διακρίσεων[3], ενώ μαχόμενοι υγειονομικοί δυσκολεύονται τρομερά να πάρουν θέση υπέρ των συναδέλφων τους που τέθηκαν σε αναστολή[4]. Η αντίφαση κορυφώνεται στην (πολύ σημαντική γενικώς) πρωτοβουλία που πήραμε για την ημέρα δράσης στις 22 Ιανουαρίου: ζητάμε επιτακτικά την ενίσχυση του ΕΣΥ αλλά δεν θέτουμε ζήτημα επαναφοράς των εργαζομένων που τέθηκαν σε αναστολή. Ξανά, εδώ δίνονται κάποιες απαντήσεις που φωτίζουν πλευρές του προβλήματος — είναι πραγματικά δύσκολη η συνύπαρξη και κοινή δράση μεταξύ αριστερών-μαχόμενων υγειονομικών και ευρύτερα συλλογικοτήτων με ανεμβολίαστους που μπορεί να επηρεάζονται από την Ακροδεξιά, από συνωμοσιολογικές αντιλήψεις ή οτιδήποτε άλλο.
Ωστόσο, οι απαντήσεις αυτές δεν ικανοποιούν γιατί δεν στρέφονται σε δομικά χαρακτηριστικά της ριζοσπαστικής Αριστεράς που (εν μέρει και αυτά) εξηγούν κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε την τελευταία διετία. Εν τάχει κάποια παραδείγματα: η Αριστερά διαισθητικά κατανοεί ότι το κεφάλαιο των τηλεπικοινωνιών έχει ενισχύσει τη θέση του στον αστικό συνασπισμό εξουσίας την τελευταία δεκαετία. Ποια είναι όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτών των μερίδων του κεφαλαίου και πώς αυτά σχετίζονται με τις πολιτικές του λοκντάουν και των διακρίσεων στο θέμα των εμβολίων; Είναι κάπως εντυπωσιακό ότι δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι η κυρίαρχη πολιτική για την πανδημία αποτελούσε ευθεία κρατική παρέμβαση υπέρ του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στα social media και στις μεταφορές (που είναι επίσης ακραία «ψηφιοποιημένο»).
Επιπλέον, η ίδια η Αριστερά αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από άτομα της προλεταριοποιούμενης μισθωτής διανόησης με μεγάλη εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες[5]. Έπαιξε ρόλο αυτό στο να εκτιμήσουμε εσφαλμένα, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, τη στροφή στην ψηφιοποίηση ως ένα ουδέτερο-τεχνικό ζήτημα; Επιπλέον, η κοινωνική σύνθεση της Αριστεράς επιδρά και στις πολιτισμικές μας πρακτικές και στις διαδικασίες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης: για την Αριστερά της μισθωτής διανόησης, η αναπαραγωγή περνάει συντριπτικά μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία — ο γράφων πέρασε μια χαρά στο πρώτο λοκντάουν, βλέποντας σειρές και επαναφέροντας τις ικανότητες του στο Age of Empires σε επίπεδα που είχε να πιάσει από το λύκειο. Αυτό έρχεται σε προφανή αντίθεση με τα κατώτερα στρώματα της εργατικής τάξης και ιδίως του μετανάστες και τις μετανάστριες. Μήπως αυτό έπαιξε ρόλο στο να υποτιμήσουμε συλλογικά το κοινωνικό κόστος που είχε ο αποκλεισμός των πολιτών από τον δημόσιο χώρο άρα να υποτιμήσουμε και την ανάγκη εναντίωση στα λοκντάουν και τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας ως συλλογική ανάγκη των εργαζομένων;
Μία ειδική πλευρά της αδυναμίας μας πιθανώς εδράζεται σε μία απλοϊκή-σοσιαλδημοκρατική κατανόηση του τι είναι ο νεοφιλελευθερισμός. Αν θεωρήσουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά απλώς μία στρατηγική «περιορισμού του κράτους», τότε –αντίστροφα– η ένταση της κρατικής παρέμβασης με διακηρυγμένο στόχο τη δημόσια υγεία, αποτελεί παρέκκλιση από τον νεοφιλελευθερισμό — και άρα, ίσως, αξίζει τη στήριξη μας. Η σκέψη αυτή υποτιμά τόσο την ιστορική σχέση του νεοφιλελευθερισμού με τον αυταρχισμό και τη διόγκωση του κατασταλτικού βραχίονα του κράτους όσο (και αυτό είναι το σημαντικότερο) το πώς συγκροτείται σήμερα η κυρίαρχη πολιτική σε σύνδεση με τις βιομηχανίες του «κατασκοπευτικού καπιταλισμού». Η διαρκής επιτήρηση των πολιτών πραγματοποιείται πλέον στο όνομα των καταναλωτικών αναγκών τους και διευκολύνεται από την «εργασία» που διεξάγουν και οι ίδιοι ως χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης,. Οι πολιτικές των λοκντάουν (και των μετέπειτα πιστοποιητικών covid) έχουν στον πυρήνα τους αυτή τη σχέση: επιτήρηση «από τα πάνω», από το κράτος στο όνομα του κοινού καλού αλλά και «από τα κάτω», με τη διαρκή συνεργασία των πολιτών που ελέγχουν ποιος είναι μολυσματικός και ποιος όχι. Η (παρ)άτυπη εκχώρηση αρμοδιοτήτων εξακρίβωσης στοιχείων στους εργαζόμενους στο εμπόριο και την εστίαση αποτελεί το αποκορύφωμα αυτής της νέας συνθήκης όπου όλοι-όλες είναι διαρκώς ύποπτοι και όλοι-όλες είναι συγχρόνως εν δυνάμεις ελεγκτές της δημόσιας υγείας — αρκεί απλά ένα ακόμα application. Η ιδεολογική μας ήττα σε αυτό το ζήτημα είναι διπλή: και τους μετασχηματισμούς του νεοφιλελευθερισμού δεν κατανοούμε και πέφτουμε στην κλασική παγίδα της «ουδέτερης τεχνολογίας».
Είμαστε συλλογικά μπροστά σε ένα δύσκολο καθήκον, προσπαθούμε να στρέψουμε τη σκέψη μας σε ό,τι δεν βλέπει, στα τυφλά σημεία, στα κενά που αφήνει η θεωρία και η κοινωνική συγκρότηση μας. Για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται ένα βήμα εκτός της αριστερής σκέψης για την πανδημία η οποία εστιάζει στην ευθύνη του νεοφιλελευθερισμού για τη διάλυση των συστημάτων δημοσίας υγείας, στην επικίνδυνη στάση της εργοδοσίας που εκθέτει στον ιό ακόμα και τους πιο ευπαθείς εργαζόμενους και εργαζόμενες και, το τελευταίο διάστημα, εντάσσει στη ρητορική της την αυταρχική στροφή του κράτους. Όμως αποφεύγει επίμονα να αναμετρηθεί με κάποια (εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικά ερωτήματα): πώς δέχθηκε το κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό μπλοκ της Δύσης να προχωρήσει σε τόσο μαζική αναστολή-διατάραξη της οικονομικής ζωής; Πώς δέχθηκε συγχρόνως να τυπώσει τόσο πληθωριστικό χρήμα, παραβιάζοντας μία από τις βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού; Πώς, ακόμα και σήμερα που απομακρυνόμαστε μάλλον από τη στρατηγική του καθολικού λοκντάουν, συνεχίζει η κυρίαρχη πολιτική να θέτει τόσα πολλά εμπόδια στην πρόσβαση σημαντικού μέρους του πληθυσμού στην ελεύθερη αγορά; Μπροστά στην ανεπάρκεια της αριστερής θεωρίας, οδηγούμαστε να κοιτάξουμε αλλού: στους «ψεκασμένους» φίλους μας.
Είναι όλοι ψεκασμένοι;
Έχουμε μία άνεση το τελευταίο εξάμηνο να μιλάμε για «ψεκασμένους»: άτομα και συλλογικότητες απαξιώνονται με μία περίσσεια ευκολία ακόμα και από την Αριστερά. Νομίζω ότι πλευρά της απάντησης του γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει να αναζητηθεί ξανά στην κοινωνική συγκρότηση μας: υπέρ και πάρα μορφωμένοι και μορφωμένες, κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών, νέοι επιστήμονες σε μία συνθήκη όπου το πολιτιστικό κεφάλαιο μας διαρκώς συρρικνώνεται, όπως και το εισόδημα μας. Η κυρίαρχη πολιτική προσφέρει μία ευκολία στα μικροαστικά και μεσαία στρώματα να επανακατοχυρώσουν την ανωτερότητα τους απέναντι στους ανίδεους, αμόρφωτους και ψεκασμένους. Φυσικά, πρόκειται κυρίως για μία ανωτερότητα στο επίπεδο της συμβολικής αναπαράστασης — αλλά έτσι και αλλιώς πάρα πολλά πράγματα που προσφέρει ο σύγχρονος καπιταλισμός κινούνται σε αυτό το επίπεδο. Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε λίγο διαφορετικά, να δούμε τι μπορούν να μας προσφέρουν οι διάφοροι «ψεκασμένοι».
Φυσικά, ο πιο επιφανής σε αυτή την κατηγορία είναι ο Αγκάμπεν που δεν δίστασε να εκδώσει 2-3 βιβλία σε σχέση με την πανδημία. Η κριτική στη σκέψη του δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Εξαρχής υποτίμησε τη σημασία της πανδημίας και έκανε τρομερά άστοχες προβλέψεις που επιδεινώθηκαν από το γεγονός ότι τις έκανε στις αρχές του 2020 όντας Ιταλός. Επιπλέον, η γενική τάση στο έργο του να συγκρίνει κάθε βιοπολιτικό μοντέλο με τον ναζισμό, τον καθιστά προβλέψιμο και κουραστικό, ενώ καταλήγει να χάνει κρίσιμες πλευρές της ειδικής συνθήκης που ζούμε. Ωστόσο, ο Αγκάμπεν, , σχολίασε ευφυώς το εξής, ερμηνεύοντας τις αλλαγές στους τρόπους απόσπασης συναίνεσης: το προηγούμενο μοντέλο εξουσίας είχε σοβαρά προβλήματα νομιμοποίησης πριν την πανδημία. Η πανδημία αποτέλεσε μία ευκαιρία να αντληθεί νομιμοποίηση με νέους τρόπους και ουσιαστικά να παρακαμφθούν πλευρές της αστικής δημοκρατίας που το ίδιο το σύστημα θεωρούσε βαρίδια. Το δίλημμα «υγεία vs δημοκρατία», που τέθηκε από την πρώτη στιγμή, είχε ακριβώς αυτό τον στόχο — όμως εμείς (και ο γράφων) προτιμήσαμε να απορρίψουμε στα γρήγορα όλη τη συμβολή του Αγκάμπεν ως «ψεκασμένη». Μέχρι που η ίδια η ζωή μας ανάγκασε να απορρίψουμε τον κυρίαρχο εκβιασμό και να βγούμε μαζικά στις πλατείες πέρυσι τέτοιες μέρες. Το 2022, μπορεί να γίνει μία πιο γόνιμη ανάγνωση του Αγκάμπεν, με συνείδηση βέβαια των ορίων του.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αναρχικός Φώτης Τερζάκης, οι απόψεις του οποίου συγγενεύουν με την οργάνωση της Αριστεράς Κομμουνιστική Επαναστατική Δράση — μία μικρή συλλογικότητα που γρήγορα κατηγοριοποιήθηκε ως «ψεκασμένη». Για τον Τερζάκη διεξάγεται μία σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου στην τεχνολογία και τις μεταφορές και κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στις «παραδοσιακές» βιομηχανίες. Η σύγκρουση αυτή αντανακλάται στο πολιτικό επίπεδο στην αντίθεση Τραμπ-Μπάιντεν και συνολικά στη σύγκρουση μεταξύ αστικών κομμάτων που επιμένουν στα λοκντάουν και τους περιορισμούς (που οικονομικά ευνοούν εταιρείες όπως η Amazon και η Facebook) και σε κόμματα που επιμένουν στην ανάγκη να μείνει η οικονομία ανοιχτή. Φυσικά, εύκολα μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Τερζάκη για μία υπεραπλουστευτική ανάλυση μίας πολύπλοκης σύγκρουσης σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής-πολιτισμικής ζωής. Ωστόσο, ο «χυδαίος μαρξισμός» αυτού του είδους προσφέρει κάτι το αναζωογονητικό σε μία περίοδο που η Αριστερά βρίσκεται μέσα σε κρεσέντο ιδεαλισμού, κατηγοριοποιώντας κάθε πολιτική θέση με κριτήριο το εάν και κατά πόσο ακολουθεί τον «ορθό λόγο». Έτσι, η τραμπική alt-right στοχοποιείται ως ανορθολογική, ενώ την ίδια στιγμή, το νεοφιλελεύθερο «ακραίο κέντρο» θεωρείται περίπου φορέας του ορθού λόγου, που «απλώς» δεν είναι αρκετά συνεπής στις διακηρύξεις για τη δημόσια υγεία — για να το πούμε χυδαία και αυτό, η Αριστερά πολλές φορές την τελευταία διετία φάνηκε να λέει «καλά τα λοκντάουν αλλά φτιάξτε και καμιά ΜΕΘ». Αλλά έτσι δεν γίνεται αντιπολίτευση…
Τέλος, η πιο σοβαρή και ενδιαφέρουσα συνιστώσα του «ψεκασμένου» στρατοπέδου που παρουσιάζουμε εδώ στα πρόχειρα, είναι ο φιλόσοφος Μπιουνγκ Τσουλ Χαν που αντιλαμβάνεται το νέο μοντέλο οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών ως ολοκλήρωση/κορύφωση των προ-ϋπαρχουσών τάσεων το νεοφιλελευθερισμού: η διαρκής προσταγή της διαφάνειας του ατόμου, συμπυκνωμένη στα social media, αποτυπώνεται πλέον στα green pass και η «τοξική θετικότητα» που θέλει πάση θυσία να αποφύγει τον πόνο, καταλήγει στα λοκντάουν και τις απαγορεύσεις. Για τον Χαν, οι καπιταλιστικές κοινωνίες τείνουν να εξοβελίσουν το ζήτημα της ποιότητας ζωής (πάνω στο οποίο χτίζονταν κοινωνικές συμμαχίες τις προηγούμενες δεκαετίες), αρκούμενες σε μία «ευχάριστη επιβίωση». Οι προσδοκίες χαμηλώνουν υπερβολικά, πλέον αρκεί να είναι κανείς ζωντανός, να καταναλώνει (πρωτίστως σε συμβολικό επίπεδο) και για τα υπόλοιπα βλέπουμε. Ο Χαν παίρνει την πιο γόνιμη έννοια του έργου του Αγκάμπεν, τη «γυμνή ζωή» και την προσαρμόζει στο σημερινό πλαίσιο: το κοινωνικό υποκείμενο της πανδημίας τείνει να απεκδύεται στόχους και προσδοκίες, καταργεί τα όρια ζωής-εργασίας, εκθέτει τα αδιέξοδα του/της στα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα και, πάνω από όλα, φροντίζει να μην κολλήσει.
Ωστόσο, αυτό το νέο μοντέλο δεν προχωράει απρόσκοπτα· κάθε άλλο. Αν, μάλιστα, έπρεπε να βρει κανείς το κεντρικό σημείο που χωλαίνουν όλες οι παραπάνω προσεγγίσεις είναι ότι υπερ-εκτιμούν την ικανότητα της κυρίαρχης πολιτικής να μετασχηματίζεται ξεπερνώντας τις αντιφάσεις της. Όμως, η περίοδος της πανδημίας (και πλέον και της πολεμικής απειλής) δεν είναι απλά μία νέα περίοδος υποταγής. Αντίθετα είναι και μία συγκυρία αγώνων, γενικευμένης δυσαρέσκειας και μίας υποβόσκουσας συζήτησης ότι «κάτι πρέπει να αλλάξει». Αυτό χάνουν ο Χαν, ο Αγκάμπεν και πολλοί άλλοι. Σε αυτό μπορεί να πατήσει η Αριστερά μας και να βρει ένα νέο δρόμο, μέσα από τις ήττες του προηγούμενου διαστήματος
Μία νέα μεγάλη αφήγηση
“They sentenced me to 20 years of boredom, for trying to change the system from within”
Αν η ποινή για την αποτυχία του Cohen να αλλάξει το σύστημα από τα μέσα ήταν 20 χρόνια βαρεμάρας, έχουμε βάσιμες ελπίδες ότι η δική μας τιμωρία θα είναι αρκετά πιο σύντομη. Τα χρόνια μεταξύ του δημοψηφίσματος και της πανδημίας καταχωρήθηκαν στο μυαλό πολλών, όπως και στο δικό μου, ως ένα παρατεταμένο «2016», ως απλά κάποια χρόνια που ακολούθησαν την κορυφαία στιγμή, το βράδυ της 5ης Ιουλίου, όταν όλα φάνταζαν πιθανά. Η πανδημία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η πολεμική απειλή τερματίζουν βίαια την περίοδο ανίας — για καλό ή για κακό, δεν έχει σημασία τώρα.
Για να παινέψουμε λίγο το σπίτι που αφήνουμε, η Αναμέτρηση έκανε πολλά λάθη τη σύντομη περίοδο της ζωής της, όμως είχε τη διαύγεια, την άνοιξη του 2020, να τονίσει ότι η πανδημία ανοίγει τον δρόμο για την επαναφορά των μεγάλων αφηγήσεων, για να τεθούν εκ νέου θεμελιώδη ερωτήματα για την παραγωγή και την κοινωνική ζωή στις σύγχρονες κοινωνίες[6]. Φυσικά, η πανδημία έχει αυτή την περίεργη κίνηση που συγχρόνως επιταχύνει τον χρόνο αλλά και τον «παγώνει». Μας έβγαλε γρήγορα από το μακρύ «2016», βοήθησε την εκδήλωση κοινωνικών δυναμικών που κινούνταν υπόγεια τα προηγούμενα χρόνια, συγχρόνως όμως μας φρενάρει, βάζει σημαντικές δυσκολίες στην ανοιχτή εκδήλωση όλων αυτών των προβληματισμών και νέων αναζητήσεων. Η ίδια η κίνηση ίδρυσης της νέας συλλογικότητας μας είναι «παιδί» αυτής της διαλεκτικής: χωρίς την πανδημία, δεν θα είχαμε μπει με τόση αποφασιστικότητα σε αυτή την κατεύθυνση αλλά εξαιτίας της πανδημίας προχωράμε, πολλές φορές, με βαρίδια στα πόδια — η αναβολή της συνδιάσκεψης μας είναι ένα από αυτά, μάλλον το μικρότερο.
Μάλλον είμαστε σε μία περίοδο μετάβασης — αν ψάχναμε κάτι ανάλογο, θα αναφέραμε το 2009. Η κρίση είχε ξεσπάσει και ξέραμε ότι τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο από εδώ και πέρα αλλά ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί πλήρως. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρκεί να κάνουμε λίγο υπομονή, να τελειώσει η πανδημία και θα βρεθούμε σε ένα νέο τοπίο με κοινωνικές εκρήξεις και μαζική λαϊκή δράση. Η Αριστερά δεν κρίνεται μόνο στην ώρα του αγώνα (όπως συχνά νομίζει η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά) αλλά κρίνεται και στην προετοιμασία της για μία περίοδο αναμετρήσεων, στην ικανότητα της να μετασχηματίσει τον εαυτό της, αναμένοντας μία πολιτική στροφή. Εκ των υστερών, θα λέγαμε ότι η Αριστερά έχασε την ευκαιρία το 2009 να προετοιμαστεί για την περίοδο ’10-’12 και μπήκε σε αυτή με όλα τα κουσούρια που είχε την προ κρίσης περίοδο — ας μην κάνουμε το ίδιο λάθος σήμερα. Στη φάση που βρισκόμαστε, χρειάζεται οργάνωση, δράση, απαιτείται όμως και σημαντικός αναστοχασμός, μία προσπάθεια να κατανοήσουμε τα λάθη και τις ανεπάρκειες μας την προηγούμενη περίοδο και, το κυριότερο, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε, έστω σε αδρές γραμμές, την περίοδο που ανοίγεται μπροστά.
Όπως προσπάθησε και το κείμενο παραπάνω να δείξει, δεν τα πάμε ιδιαίτερα καλά μέχρι στιγμής. Δεν έχουμε «υποταχθεί στο σύστημα» ούτε γίναμε η «Αριστερά της Pfizer» όπως βλακωδώς διατείνονται κάποιοι. Όμως σταθήκαμε ανεπαρκείς να κατανοήσουμε τις αλλαγές στον καπιταλισμό που αποτυπώνονταν (και) στα πιστοποιητικά εμβολιασμού, στην τηλεκπαίδευση, τις απαγορεύσεις και όλα αυτά. Πολύ περισσότερο, δεν έχουμε καταφέρει ούτε να ανανεώσουμε ριζικά την πρόταση μας για το μεταβατικό πρόγραμμα για τη νέα περίοδο ούτε έχουμε καταφέρει να περιγράψουμε τι θα σήμαινε αναμέτρηση με τον ψηφιακό καπιταλισμό/καπιταλισμό της επιτήρησης σε μία χώρα σαν την Ελλάδα.
Έχουμε ωστόσο κάποια πρώτα δείγματα των πεδίων πάνω στα οποία πρέπει να πατήσει μία νέα ριζοσπαστική πολιτική πρόταση, έχουμε ένα πρώτο περίγραμμα ενός νέου μεταβατικού προγράμματος. Υπάρχει η εμπειρία της ανόδου του φεμινιστικού κινήματος, του μόνου που με συνέπεια έχει μαζικές κινηματικές δράσεις την περίοδο της πανδημίας και τα συνθήματα του απλώνονται σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού — δεν θα επεκταθώ παραπάνω γιατί δεν μου αναλογεί αλλά σε κάθε περίπτωση είναι στοίχημα της επόμενης το πώς γίνεται πολιτική γραμμή για την Αριστερά το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα και όχι απλώς κάτι που «είναι σημαντικό και πρέπει να το δούμε».
Από την άλλη, έχουμε ήδη στοιχεία για μία τάση διεκδίκησης της «επιστροφής του κράτους». Μετά από χρόνια ιδιωτικοποιήσεων, ΣΔΙΤ και απαξίωσης κάθε τι που συνδέεται με το κράτος και την έννοια του δημοσίου αγαθού (που δεν ταυτίζεται με το κρατικό αλλά ας μην σταθούμε τώρα εδώ), μπαίνουμε σε μία περίοδο που μεγάλα τμήματα της κοινωνίας κατανοούν ότι πρέπει να υπάρχει μία στοιχειώδης ρύθμιση σε διάφορα πεδία και όχι απλώς να αφεθούν στο «αόρατο χέρι» της ελεύθερης αγοράς. Αυτό συνδέει την πανδημία με την τραγική διαχείριση στα χιόνια και το κομβικό ζήτημα της ακρίβειας: μεγάλης εμβέλειας ζητήματα αφέθηκαν στη μοίρα της εμπορευματοποίησης και μπροστά σε κρίσεις, μικρές ή μεγάλες, το βάρος για την κοινωνία είναι δυσβάστακτο. Η απαίτηση για «περισσότερο κράτος» προφανώς δεν συνεπάγεται, από μόνη της, ούτε μία ριζική αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων ούτε καν μία στροφή προς τα δημόσια αγαθά. Ανοίγει ωστόσο τον δρόμο για την έντονη αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και θέτει προκλήσεις για την Αριστερά, που πολλές φορές έμαθε να συζητάει για την κρατική πρόνοια αποκλειστικά με όρους «προσλήψεων στο δημόσιο» — όμως η διαφύλαξη και διεύρυνση των δημοσίων αγαθών υπερβαίνει αυτό το ζήτημα. Θα μπορούσε η συζήτηση για τα δημόσια αγαθά να επεκταθεί σε πεδία που η κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς θεωρούνταν αδιαπραγμάτευτη πριν μερικά χρόνια; Μπορεί να τεθεί στο προσκήνιο μία συζήτηση για «δημόσιο ίντερνετ» και τι θα σήμαινε αυτό — σίγουρα χαμηλότερες τιμές για τις οικιακές συνδέσεις αλλά όχι μόνο.
Συγχρόνως, ανοίγει με επιτακτικούς όρους το ζήτημα της δημοκρατίας. Η ριζοσπαστική Αριστερά είναι συχνά ακατάλληλη για να το προσεγγίσει: είτε γιατί σκεφτόμαστε τον αυταρχισμό αποκλειστικά με όρους γκλομπ και δακρυγόνων είτε γιατί έχουμε κατασκευάσει τον απροσδιόριστο (και για αυτό, ιδιαίτερα απειλητικό) μπαμπούλα του «δικαιωματισμού». Ωστόσο, η αντίθεση στο πλέγμα επιτήρησης και υφαρπαγής προσωπικών δεδομένων δεν είναι αποκλειστικά υπόθεση ατομικών δικαιωμάτων — αντίθετα, συνδέεται με πρωτότυπους τρόπους με το ζήτημα των δημοσίων αγαθών. Η μετατροπή της υγείας από δικαίωμα σε υποχρέωση, με τη χρήση τεχνολογιών επιτήρησης, είναι μία τέτοια περίπτωση. Η καταχώρηση ιατρικών δεδομένων εργαζομένων και η αξιοποίηση τους σε απολύσεις, ο αποκλεισμός πολιτών από τον δημόσιο χώρο (την περίοδο του λοκντάουν) και από το εμπόριο και την εστίαση σήμερα, είναι στοιχεία δείχνουν πώς συνδέεται η δημοκρατία με μία νέα αφήγηση κοινωνικής πολιτικής.
Έχουμε μήπως τον κίνδυνο να υποτιμήσουμε τη βάση της κοινωνίας, τις παραγωγικές σχέσεις και δυνάμεις, αν εστιάσουμε στα παραπάνω; Μπορεί. Ωστόσο, τα θέματα που εν τάχει αναφέρθηκαν «ακουμπάνε» τον πυρήνα των οικονομικών σχέσεων και τη σχέση παραγωγής-αναπαραγωγής. Ο συνδυασμός τηλε-εργασίας/λοκντάουν δημιούργησε μία πρωτοφανή συνθήκη: οι εργαζόμενες ανέλαβαν στοιχειώδη κόστη λειτουργίας των επιχειρήσεων (ρεύμα, νερό, χώρος) και την ίδια στιγμή το κράτος εγκατέλειψε και αυτή την ελάχιστη συμβολή που διατηρούσε στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (οι συγκοινωνίες κατέστησαν ακατάλληλες, οι δημόσιοι χώροι απαγορευμένοι, κλπ). Η συρρίκνωση των δημόσιων αγαθών, υποβοηθούμενη από τον κρατικό αυταρχισμό αλλά και τον ψηφιακό-κατασκοπευτικό καπιταλισμό, έφερε μείωση του έμμεσου μισθού και επέκταση των ωρών εργασίας — άρα μείωση και του «άμεσου» μισθού. It’s all connected, όπως θα έλεγε κάθε συνεπής συνωμοσιολόγος
Φυσικά, τα παραπάνω δεν αποτελούν κάποια ολοκληρωμένη απάντηση στο ζήτημα· περισσότερο ευελπιστούν να καταγράψουν κάποια κρίσιμα πεδία πάνω στα οποία μπορεί να σταθεί μία νέα μεγάλη αφήγηση της Αριστεράς. Η αποτίμηση των λαθών του (πολύ πρόσφατου) παρελθόντος μας είναι αναγκαία και δεν πρέπει να παρακαμφθεί — η νέα συλλογικότητα μας εξαρχής δήλωσε ότι δεν θα φοβάται την αυτοκριτική και αυτό είναι προς τιμή μας. Ωστόσο, το βλέμμα τώρα στρέφεται μπροστά. Για ακόμα μία φορά, όλα τώρα αρχίζουν…
Αλέξανδρος Μινωτάκης, Σ.Β. Πατησία-Κυψέλη-Γαλάτσι
[1] Κάποιοι έφτασαν σε σημείο να υπερασπίζονται την απαγόρευση κυκλοφορίας στο όνομα της προτεραιότητας του συλλογικού συμφέροντος επί του ατομικού https://www.antapocrisis.gr/%ce%bf%ce%b9-%ce%ba%ce%bf%ce%bc%ce%bc%ce%bf%cf%85%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%ad%cf%82-%ce%bc%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%ac-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%b3%cf%8c%cf%81%ce%b5/
[2] Αυτό είναι και η περίπτωση και της προσπάθειας μας, καθώς (ως Αναμέτρηση-Συνάντηση) βγάλαμε ανακοίνωση σε σωστή κατεύθυνση (https://anametrisi.gr/2021/08/31/nai-ston-emvoliasmo-enischysi-tou-esy/) αλλά στη συνέχεια δεν πήραμε καμία άλλη πρωτοβουλία για το θέμα.
[3] https://info-war.gr/emvoliasoy-re-ti-soy-zitame-toy-a-chatz/
[4] https://www.kommon.gr/politiki/daneia-keimena/item/4767-oxi-sygxoroxarti-stous-anemvoliastous-ygeionomikoys
[5] Η έννοια του “laptop class” είναι ίσως χρήσιμη. Όπως και το παρακάτω απόσπασμα από το ίδιο κείμενο «At the same time, the Left’s position distanced it from any kind of working-class base, since low-income workers were the most severely affected by the socio-economic impacts of continued lockdown policies, and were also those most likely to be out working while the laptop class benefitted from Zoom» https://unherd.com/2021/11/the-lefts-covid-failure/
[6] Κάποιες από αυτές τις ιδέες κατατέθηκαν στην παρακάτω ανακοίνωση της Αναμέτρησης τον Μάιο του 2020 https://anametrisi.gr/2020/05/06/zoom-out-%ce%93%ce%b9%ce%b1-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%cf%83%cf%87%ce%ad%ce%b4%ce%b9%ce%bf-%ce%ba%ce%bf%ce%b9%ce%bd%cf%89%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84/