Κατά το δεύτερο δεκαήμερο του Ιουνίου 1931, καύσωνας πλήττει τη Νότια Ελλάδα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διάγει την τελευταία περίοδο της παντοκρατορίας του, έχοντας βαθύνει τη δεξιότερη και αυταρχικότερη κατεύθυνση της πολιτικής του∙ με τον έκτακτο νόμο 4229 του 1929, ο κομμουνισμός έχει ανακηρυχθεί και επισήμως σε εσωτερικό εχθρό. «Το νομοσχέδιον δεν στρέφεται μόνον κατά του κομμουνισμού αλλά κατά πάσης ριζοσπαστικής κινήσεως», είχε δηλώσει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος κατά τα τέλη εκείνου του Ιουνίου του 1931, ως επικεφαλής της Δημοκρατικής Ενώσεως, έκανε έκκληση για την οργάνωση «συνασπισμού της αριστεράς».
Κατά την ίδια περίοδο, στη Θεσσαλονίκη, ένας πιο επικίνδυνος καύσωνας σωβινιστικής, αντισημιτικής και αντικομμουνιστικής υστερίας βύθιζε την πόλη σε μια πρωτοφανή, έως τότε, φασιστική τρομοκρατία. Την ημέρα που ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεμφόταν τη Δημοκρατική Ένωση για τα «σοσιαλιστικού περιεχομένου ανακοινωθέντα» και «τας γνωστάς κοινοτοπίας περί δικαιοτέρας κοινωνικής καταστάσεως και καταργήσεως της εκμεταλλεύσεως ανθρώπων από ανθρώπους», κορυφωνόταν το πογκρόμ κατά των Εβραίων κατοίκων στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας με την ολοσχερή καταστροφή ενός εβραϊκού συνοικισμού, τουλάχιστον δύο νεκρούς και πάρα πολλούς τραυματίες.
Οι έξι μέρες του τρόμου είχαν ενορχηστρωθεί από «εθνικάς οργανώσεις», όπου ομονοούσαν παλαιοβενιζελικοί και αντιβενιζελικοί της Θεσσαλονίκης εναντίον «της ελλείψεως πατριωτισμού, του κοσμοπολιτισμού και της προδοσίας»: Ήταν οι οργανώσεις εφέδρων αξιωματικών, υπαξιωματικών, οπλιτών και παλαιών πολεμιστών, οι μακεδονοφάγοι της οργάνωσης «Παύλος Μελάς», οι παραστρατιωτικοί «Ακρίται», η Εθνική Παμφοιτητική Ένωσις (που ελεγχόταν από εθνικιστικούς και ακραίους δεξιούς κύκλους), διάφορες ομάδες λούμπεν στοιχείων, μεταξύ τους και μια μερίδα κατοίκων από χριστιανικούς προσφυγικούς συνοικισμούς: κατηγορούμενοι ως «αλλοεθνείς» κι «αλλόγλωσσοι» και οι ίδιοι καλούνταν συχνά να αποδείξουν τον πατριωτισμό τους απέναντι στο γηγενές εβραϊκό και μακεδονικό στοιχείο, ώστε να προσποριστούν κάποια οικονομικά οφέλη μέσα στις ειδικές συνθήκες της Μακεδονίας.
Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό το παρακράτος είχε ένα χαϊδεμένο παιδί του επίσημου κρατικού μηχανισμού στη Θεσσαλονίκη: Η φιλοναζιστική οργάνωση Εθνικής Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ) ή «τριεψιλίτες» ή «χαλυβδόκρανοι». Αυτή η ελληνική ναζιστική σπείρα αναγνωρίστηκε ως νόμιμη από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στις 5 Φεβρουαρίου 1927. Ήταν ακριβώς η εποχή που με αμέριστη κρατική ενίσχυση και προστασία στήθηκε το παρακράτος που οργάνωσε και διεξήγαγε το πογκρόμ του επταημέρου 23 – 29 Ιουνίου 1931. Η επίσημη αντίληψη των αρχών υπέρ αυτού του παρακράτους ήταν ότι έπρεπε να δοθεί «το αρμόζον μάθημα στην σφηκοφωλέα της Θεσσαλονίκης».
«Σφηκοφωλέα», πριν απ’ όλα, επειδή στις αρχές του 20ου αιώνα τουλάχιστον οι μισοί από τους κατοίκους της πόλης ήταν Εβραίοι και Εβραίες. «Σφηκοφωλέα», επειδή το εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, ήδη από την τελευταία φάση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, πρωτοστατούσε στη συγχρόνως πολυεθνική και εβραϊκή «Φεντερασιόν» με αίτημα τη συνύπαρξη των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων και κοινοτήτων μέσα σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. «Σφηκοφωλέα», κυρίως, επειδή κάθε τάση και αντίθεση εντός της εβραϊκής κοινότητας ήταν για το ελληνικό κράτος ο «μη ανατάξιμος άλλος».
«Το εβραϊκό προλεταριάτο αποτελούσε τα δύο τρίτα των χειρωνακτών εργατών» στην πόλη, αναφέρει η Ρένα Μόλχο. Στις εκλογές του 1926, ένα πρωτοπόρο τμήμα της κοινότητας στέλνει στο ελληνικό κοινοβούλιο δύο κομμουνιστές Εβραίους βουλευτές, που εκλέγονται με το «Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων»∙ άλλο τμήμα της κοινότητας αναδεικνύει άλλους δύο βουλευτές με την «Εβραϊκή Πολιτική Ένωση» στην οποία εκφράζονταν και οι τρεις (αντιμαχόμενες) τάσεις, η σοσιαλιστική, η «αφομοιωτική» και η «σιωνιστική». «Ως κομμουνισταί σκάπτουν τον τάφον της Ελλάδος», έγραφε σε έναν από τους λιβέλους της μια από τις παρακρατικές, «εθνικές», οργανώσεις. Στις 16 Φεβρουαρίου 1927 δολοφονήθηκε στυγνά ο Εβραίος αριστερός συνδικαλιστής, Γιοσέφ Καραμφίλ, κατά τη διάρκεια εργατικών κινητοποιήσεων.
Ο «νεωτερικός» αντισημιτισμός στη Θεσσαλονίκη συνυφαινόταν με τον έξαλλο αντικομμουνισμό, αλλά και με την επίσημη πολιτική εκκαθαρίσεων του γηγενούς στοιχείου στη Δυτική και την Κεντρική Μακεδονία. «Με τη φωτιά και το σίδερο εξοντώσατε τους μακεδονοσλαβικούς πληθυσμούς από τη γη των πατέρων τους. […] Και τώρα έρχεστε να τρομοκρατήσετε τους Εβραίους εργαζόμενους», έγραφε στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Ριζοσπάστης», όταν άρχιζε το όργιο τρομοκρατίας του Ιουνίου 1931. Μία από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στον ελληνικό τύπο. «Τι είναι οι Ισραηλίται της Θεσσαλονίκης; Μία μειονότης. […] Η ελληνική και ιδία η μακεδονική δημοσία γνώμη, οσάκις ευρέθη προ κομμουνιστικής τινος ή ανατρεπτικής τινος κινήσεως, είναι αδύνατον να μη διακρίνει στο βάθος της έναν Ισραηλίτη», έγραφε κατά το ίδιο διάστημα το «Ελεύθερον Βήμα». Ανάλογες τοποθετήσεις, περισσότερο ή λιγότερο εμπρηστικές, έβρισκε κανείς και σε εφημερίδες της δεξιάς αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ήταν εξάλλου μια εφημερίδα, η φιλοκυβερνητική «Μακεδονία», η οποία προετοίμασε το έδαφος για να εξαπολυθούν οι διώξεις εναντίον του εβραϊκού – ιδίως του φτωχού εβραϊκού – πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Το πρόσχημα έπρεπε να βρεθεί στην προδοτική συνομωσία εναντίον της «ελληνικότητος της Μακεδονίας μας»∙ κατασκευάστηκε και προβλήθηκε με δηλητηριώδη επιμονή από την εφημερίδα και τον αρχισυντάκτη της, Νικόλαο Φαρδή. Επρόκειτο, φυσικά, για ένα ψέμα. Κάτι που παραδέχτηκαν και οι επίσημες αρχές – αφού, βεβαίως, είχαν διαπραχθεί οι φόνοι, οι διαπομπεύσεις, οι τραυματισμοί, οι εμπρησμοί, οι απόπειρες δολοφονίας, οι λεηλασίες εις βάρος των Εβραίων, αλλά και όσων συμπολιτών τους προσπάθησαν να τους συμπαρασταθούν.
Ο Φαρδής και η «Μακεδονία» του, λοιπόν, ισχυρίστηκαν ότι στις γιορτές των συλλόγων «Μακαμπί», που είχαν γίνει στις Σόφια στις 27 έως 31 Αυγούστου 1930, ο εκπρόσωπος της «Μακαμπί» Θεσσαλονίκης, Ισαάκ Κοέν, δεν… υπερασπίστηκε την ελληνικότητα της Μακεδονίας ενώπιον του εκπροσώπου της βουλγαρικής κυβέρνησης των «Εθνικών Φιλελευθέρων», συνταγματάρχη Τζάτζεφ. Αυτό το αποκύημα κακοποιού σωβινιστικής μυθοπλασίας έγινε το έναυσμα για τον τρομοκρατικό παροξυσμό των παραστρατιωτικών, των ναζιστών της ΕΕΕ, των λούμπεν τραμπούκων και των σωβινιστών φοιτητών. Στις 9.30 το βράδυ της 23ης Ιουνίου 1931, κύκλωσαν τα γραφεία της «Μακαμπί» στην οδό Καραϊσκάκη και εισέβαλαν σπάζοντας, βρίζοντας, προπηλακίζοντας αγρίως όσους βρήκαν μέσα. Έπειτα, με τη λέξη «Κιλκίς» ως σύνθημα, οι ναζιστές της ΕΕΕ και οι έφεδροι έλουσαν τον χώρο των γραφείων με βενζίνη και τα έκαψαν, ουρλιάζοντας «βάλτε φωτιά, πριν μας βάλουν αυτοί!». Στόχος τους γίνονταν πια οι εβραϊκοί συνοικισμοί.
Οι πυρκαγιές του 1890 και του 1917 είχαν συμβάλει στην εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ζοζέφ Νεχαμά, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 επί 73.000 αστέγων στην πόλη οι 52.000 ήταν Εβραίοι∙ το κράτος και η κοινότητα διαμόρφωσαν επτά συνοικισμούς για στεγαστούν προσωρινά οι πυροπαθείς. Σε κάποιες περιπτώσεις, έμεναν 15 και 20 άτομα στο ίδιο σπίτι. Ο συνοικισμός 6 (ή Denain) πήρε το όνομά του επειδή κατέλαβε τον χώρο του παλιού νοσοκομείου υπ. αρ. 6 του γαλλικού στρατού. Το τεράστιο ιταλικό στρατιωτικό νοσοκομείο 151 (κοντά στου Χιρς) και 15 παρακείμενοι στρατώνες του ελληνικού στρατού έγιναν ο οικισμός 151 (ή «Λιάου Μπενουζίλιο»). Σ’ αυτούς τους δύο συνοικισμούς επιχείρησε να μεταθέσει το επίκεντρο των ταραχών ο φαιός παρακρατικός εσμός, αφού κακοποίησε Εβραίους πολίτες μέσα στα τραμ, τους μαχαίρωσε στον δρόμο ή τους έκοψε τ’ αυτιά μέσα στα καταστήματά τους.
Οι φασίστες τραμπούκοι Χρ. Καραμπάμπας και Ηλ. Ταμπακάκης λιθοβόλησαν μια οικία στον οικισμό 151. Συνελήφθησαν, αλλά οι αρχές τους άφησαν ελεύθερους, όπως έκαναν και με άλλους παρακρατικούς εκείνες τις μέρες. Κατά τη νύχτα της 26ης Ιουνίου, ο φαιός εσμός επιτέθηκε στον συνοικισμό 6. Πολλοί από τους κατοίκους, όμως, ήταν έτοιμοι και οπλισμένοι με ρόπαλα και ράβδους κι απώθησαν τους παρακρατικούς, οι οποίοι, κατά τα μεσάνυχτα της 28ης προς την 29η Ιουνίου επέστρεψαν στον οικισμό 151. Ο εβραϊκός συνοικισμός είχε πολλούς κατοίκους οργανωμένους στο εργατικό κίνημα και πολύ γερή κοινοτική οργάνωση. Περίμεναν έτοιμοι και οπλισμένοι με ό, τι μπορούσαν να βρουν, αντιστάθηκαν και απέκρουσαν πολύ δυναμικά τους παρακρατικούς. Επειδή, μάλιστα, εκείνες τις μέρες γινόταν κι απεργία αρτεργατών, υπήρξαν ενισχύσεις και από εργάτες που δεν ήταν Εβραίοι. Στις συμπλοκές, πριν τραπούν σε φυγή, φασίστες μαχαιροβγάλτες τραυμάτισαν σοβαρά τον Χαΐμ Ναχούμ και τον Α. Σκλαβόπουλο.
Τότε, οι παρακρατικοί, με επικεφαλής χίλιους ναζιστές της ΕΕΕ, επιτέθηκαν στον πιο εξαθλιωμένο και φτωχό μεταξύ των εβραϊκών συνοικισμών, τον συνοικισμό Κάμπελ κοντά στην Κάτω Τούμπα, γύρω στις 9.30 το βράδυ της Δευτέρας, 29 Ιουνίου 1931∙ προηγουμένως άλλοι τραμπούκοι είχαν επιχειρήσει να επιτεθούν σε εβραϊκές κατοικίες στην περιοχή Ρεζί-Βαρδάρ. Οι φασίστες κύκλωσαν τον οικισμό Κάμπελ (ή 115), κλείνοντας κάθε έξοδο από αυτόν – και τον δρόμο προς τον συνοικισμό Σέδες, επιδιώκοντας να κάψουν ζωντανούς τους κατοίκους. Εισέβαλαν κρατώντας περίστροφα και μαχαίρια, βρίζοντας και ξυλοκοπώντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, και πυρπόλησαν πολλά παραπήγματα του συνοικισμού. Επικράτησε πανικός, αλλά κάποιοι κάτοικοι κατόρθωσαν να αντισταθούν, να σώσουν και να σωθούν από τη φωτιά. Υπήρξαν πολλοί βαριά τραυματισμένοι και τουλάχιστον δύο νεκροί. Ανάμεσά τους ήταν ο πρώην ράφτης και αρτεργάτης, Λεωνίδας Παπάς, ο οποίος εργαζόταν στον φούρνο «Η Νέα Ζωή», στις παρυφές του συνοικισμού∙ αρνήθηκε να κρύψει τη βενζίνη παρακρατικών τραμπούκων και προσπάθησε να τους απωθήσει. Τον χτύπησαν με μαχαίρι και εξέπνευσε μερικές ώρες αργότερα.
Οι θηριωδίες που διαπράχθηκαν είναι πολλές και (για ευνόητους λόγους) μέχρι σήμερα δεν έχουν συζητηθεί και καταγραφεί όσο θα έπρεπε. «Ό, τι ωστόσο θα ‘πρεπε ιδιαίτερα να τονιστεί είναι πως οι επιθέσεις των φασιστών έλαβαν χώρα με σχέδιο προδιαγεγραμμένο και καλά οργανωμένο, με την αποδεδειγμένη ανοχή των αρχών της Θεσσαλονίκης», έγραφε αργότερα ο κομμουνιστής δημοσιογράφος Τάκης Φίτσος. Σε ανάλογα συμπεράσματα έφτασαν – εκ των υστέρων – και ορισμένες αστικές εφημερίδες, ιδίως κατά την περίοδο της δίκης για τα γεγονότα, το 1933. Στην πραγματικότητα, το φασιστικό όργιο της 23ης με 29η Ιουνίου 1931 έμεινε ατιμώρητο. Ο εβραϊκός συνοικισμός Κάμπελ δεν ξανακατοικήθηκε ποτέ. Η φρίκη των Εβραίων κατοίκων ήταν ανείπωτη και αρκετοί (ιδίως λιμενεργάτες) αποφάσισαν τότε να φύγουν για τη Χάιφα, μολονότι δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον σε προηγούμενες προσκλήσεις. Κυριαρχούσαν τα συναισθήματα του φόβου και της καταστροφής∙ μια βαθιά τομή που προοιώνιζε ό, τι ακόμα πιο φρικτό θα ακολουθούσε στην κατοχική Θεσσαλονίκη.
Στον απολογισμό του παρακρατικού φασιστικού οργίου, ο ρόλος των αρχών ήταν πραγματικά επονείδιστος. Συχνά στρατιωτικοί και χωροφύλακες που στέλνονταν για την… τήρηση της τάξεως, έπαιρναν ανοιχτά το μέρος των παρακρατικών και συμμετείχαν στις επιθέσεις. Ο σοσιαλιστικών καταβολών βουλευτής και εκδότης της ιστορικής εφημερίδας El Puevlo (Ο Λαός), Μεντές Μπεσαντζή, ο οποίος το 1928 είχε συνεργαστεί με το Κόμμα Φιλελευθέρων και είχε μία «ιακωβινική» αντίληψη για την ιδιότητα του πολίτη και την πρόταξή της σε σχέση με τις πολιτισμικές διαφορές, εξέφρασε τη βαθιά του ανησυχία και απογοήτευση από την έναρξη των επιθέσεων – εις ώτα μη ακουόντων, όπως φάνηκε.
Οι φασίστες της ΕΕΕ όχι μόνο δεν διαλύθηκαν, αλλά στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς (1931) πήγαν στη Φλώρινα και, προκλητικότατα, παρέλασαν με τις στολές και τα εμβλήματα της βαρβαρότητάς τους, φωνάζοντας υβριστικά συνθήματα για τους Σλάβους, τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Οι κρατικές και οι εκκλησιαστικές αρχές τούς παρακολουθούσαν ευμενώς από τις εξέδρες των επισήμων.
Τα φωτογραφικά τεκμήρια ανήκουν στις συλλογές του Holocaust Memorial Museum και του Γιακόβ Σιμπί.