Σε λίγους αγωνιστές στη σύγχρονη ιστορία έχουν αποδοθεί τα εύσημα που συγκέντρωσε η «γενιά του Πολυτεχνείου» (που δεν αποτέλεσε «γενιά», 100.000 ήταν οι άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους πανελλαδικά το βράδυ της Παρασκευής). Και λίγοι – μετά την εξάντληση των αφηγημάτων του ανώμαλου μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος που τερματίστηκε με την κατάρρευση της δικτατορίας – δέχτηκαν τέτοιας έντασης επιθέσεις.
Το γιατί είναι κατανοητό: Το Πολυτεχνείο δεν έμεινε να κινείται αποκλειστικά στο πεδίο της ιστορίας, όπως άλλα εξαιρετικά σημαντικά για τη νεώτερη ιστορία της χώρας «συμβάντα». Διατήρησε μια πρωτοφανή τάση να μπερδεύεται συνέχεια στα τρέχοντα. Πιθανόν επειδή η «ανάμνηση» του Πολυτεχνείου συγκεντρώνει δυο μοναδικά – και σε παγκόσμιο επίπεδο – χαρακτηριστικά, που μετατρέπουν το γιορτασμό του σε φαινόμενο που επισύρει σε διαρκή ενεστώτα χρόνο τη μήνι των κυρίαρχων κύκλων στην Ελλάδα προκαλώντας αντιδράσεις πολύ ευρύτερες από κείνες του φασιστικού και γενικότερα του ακροδεξιού τόξου.
Πρώτο, εδώ και σχεδόν μισό αιώνα αδιάλειπτα γιορτάζεται με πορείες σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας με συμμετοχή χιλιάδων νέων και μεγαλύτερων ανθρώπων. Όσο για την πορεία στην Αθήνα, ακόμα και σήμερα, μετά την επίσημη ανάδειξη των ΗΠΑ σε «στρατηγικό εταίρο» πρώτα από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καταλήγει έξω από την Αμερικάνικη Πρεσβεία «δείχνοντας με το δάκτυλο» τον «βασικό αίτιο» – κι όχι μόνο για τη δικτατορία στην Ελλάδα και την τραγωδία της Κύπρου.
Δεύτερο, ενώ η περίοδος της δικτατορίας βρίσκεται εκτός διδακτέας ύλης της ιστορίας στα σχολεία – η διδασκαλία της ιστορία των νεωτέρων χρόνων επεκτείνεται μετά βίας μέχρι την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου και την εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν με το έπος του ’40 – το Πολυτεχνείο είναι το μοναδικό «συμβάν» της νεώτερης ιστορίας για το οποίο μαθητές και μαθήτριες κατακτούν γνώσεις –και μάλιστα όχι τυπικές, αλλά σε βάθος. Επειδή στα περισσότερα σχολειά της χώρας ο γιορτασμός πάει πολύ μακρύτερα από μια τυπική «σχολική γιορτή» – κι αυτό δε γίνεται τυχαία: Τη σκυτάλη από τις, σχεδόν όλες πια συνταξιοδοτημένες, καθηγήτριες και καθηγητές «της γενιάς», που είχαν τα προηγούμενα χρόνια την πρωτοβουλία γι΄ αυτούς τους γιορτασμούς σε συνεργασία κάθε φορά με δεκάδες μαθητές και μαθήτριες τους, πήρε μια νεότερη γενιά διδασκόντων. Αυτή χρησιμοποιεί τις δικές της εμπειρίες ώστε ο γιορτασμός μ’ ευθύνη πλέον ανθρώπων που τότε μπορεί να μην είχαν ακόμα γεννηθεί, να διατηρεί τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του και ν’ αποκτά νέα, καθώς η κάθε γενιά προσεγγίζει τον κόσμο που ζει αλλά και την πρόσληψη του δημόσιου παρελθόντος των καιρών της μέσα απ’ τους δικούς της ιδιαίτερους δρόμους. Όταν πρόσφατα η Σώτη Τριανταφύλλου ζητά να καταργηθεί η αργία (του γιορτασμού) στα σχολεία, επειδή «η αργία είναι περιττή, η γνώση είναι απαραίτητη» (CNN Greece, 18.9.2019), δε φαίνεται να καταλαβαίνει ότι στο σχολειό η γνώση εμπεριέχεται κι αναμεταδίδεται μέσω του γιορτασμού.
Μέχρι τέλος του 20ου αιώνα ο πανελλαδικός γιορτασμός με εμβληματική την πορεία στην Πρεσβεία στην Αθήνα, βρισκόταν στο στόχαστρο ενός μετώπου εστέτ της διανόησης, που «αισθητικοποιώντας» την πολιτική πάλη απεύθυνε τις γνωστές περιφρονητικές αποστροφές για «τσίκνες» και «πανηγυράκια». Η πορεία ωστόσο απόδειξε ότι ως διαχρονικό φαινόμενο τέτοιες αιτιάσεις τις «προσπέρασε» χωρίς απώλειες, ενώ όποια χρονιά καταφέρνει να συνδέεται με επιτυχία με τις βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες και αναζητήσεις της περιόδου, με τα κεντρικά ζητήματα πάλης, γίνεται και πάλι ποτάμι.
Αποδείχτηκε επίσης ότι από το 1980 (χρονιά που απαγορεύτηκε η πορεία να φτάσει στην Πρεσβεία και το γενικευμένο «ντου» της αστυνομίας για τη διάλυση της είχε ως αποτέλεσμα τις εν ψυχρώ δολοφονίες της Κανελλοπούλου και του Γκουμή), η δημιουργία «κλίματος» τις αμέσως προηγούμενες μέρες και η επί δεκαετίες μονότονη προβολή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όχι του κορμού της ίδιας της πορείας, αλλά των «επεισοδίων» που σημειώνονται κατά τη διάρκεια της – ακόμα κι όταν, όπως συμβαίνει τα περισσότερα χρόνια, αυτά είναι ήσσονος σημασίας – δε στάθηκε ικανή να εμποδίσει τη μαζική συμμετοχή. Άλλαξε βεβαίως η σύνθεση της, καθώς υπό το φόβο δακρυγόνων και ξύλου «εξαφανίστηκαν» τα χιλιάδες μικρά παιδιά που κατέβαιναν μαζί με τους γονείς τους στις πρώτες επετείους της μεταπολίτευσης.
Δεκαετίες μετά η «Χρυσή Αυγή» ανέλαβε ν’ αναβιώσει τους ισχυρισμούς παλιότερων νοσταλγών της χούντας περί «παραμυθιού για νεκρούς στο Πολυτεχνείο». Είχε βεβαίως προηγηθεί η έκθεση του ΕΚΚΕ που ταυτοποιεί όλους τους γνωστούς νεκρούς – για όποιον μπαίνει στον κόπο να την αναζητήσει στο διαδίκτυο.
Πριν και κατά τη διάρκεια της μνημονιακής εποχής «έπαιξε» το παραμύθι περί «ανταλλαξιμότητας των αγώνων» της γενιάς με πολιτικές καριέρες. Από την προηγούμενη δεκαετία «παίζει» η «γενιά στην εξουσία» ως συνώνυμο της «λαμογιάς». Λες και 100.000 άνθρωποι ταυτίζονται με μερικές δεκάδες ονόματα σε πελατειακούς μηχανισμούς και pay-roll της ολιγαρχίας. Όσοι είδαν τα «Κορίτσια της βροχής» της Αλίντας Δημητρίου με 50 ενδεικτικές «πρωταγωνίστριες» από τα μπουντρούμια βασανιστηρίων της Ασφάλειας, οι περισσότερες με πολύχρονες φυλακίσεις – ο «σκληρός πυρήνας» της «γενιάς» – θα διαπίστωσαν ότι ελάχιστα ονόματα τους λένε κάτι…
Αυτό που φαίνεται ότι πονάει περισσότερο το συντηρητικό κόσμο – ή τουλάχιστον ένα μέρος του – είναι το αξιακό οικοδόμημα της εξέγερσης. Ποιες αξίες υπονοούσε όταν στο απώτερο μνημονιακό παρελθόν ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ επίχαιρε για τον «ενταφιασμό των ψευδοαξιών του Πολυτεχνείου» (Βορίδης, «Βήμα», 17.2.2013); Προφανώς το τρίπτυχο «συλλογικότητα – αντίσταση – αλληλεγγύη», που είναι ό,τι ακριβώς χρειάζεται περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα στη σκοτεινή εποχή που άνοιξε για το λαό και τη χώρα το 2010. Κι επειδή στα ενδιάμεσα αποδείχθηκε ότι οι ιδέες δεν «ενταφιάζονται» τόσο εύκολα, είναι ο ίδιος που ως υπουργός σήμερα, κατά τα δικά του λεγόμενα «μας λέει γλυκά» ότι «το ξύλο είναι αναγκαστικότητα»…
Όλα τα ρέστα «παίχτηκαν» ωστόσο από τον Ιούλιο 2015, όταν η πλειοψηφία μιας κυβέρνησης με αρκετά μέλη της «γενιάς» στη σύνθεση και τη στήριξη της, που είχε εκλεγεί για ν’ αποδεσμεύσει τη χώρα από τα μνημόνια, μετέτρεπε ένα συγκλονιστικό Όχι σε Ναι, ενώ η διάδοχος της υπέγραφε την «έξοδο» σε ένα «μεταμνημονιακό» καθεστώς μνημονιακού τύπου μέχρι το 2060… Εγκαθιδρύοντας ένα νέο, μνημονιακό δικομματισμό με το ίδιο θατσερικό επιχείρημα, ιστορική «σημαία» της πιο βίαιης νεοφιλελεύθερης ισοπέδωσης της ζωής των εργαζόμενων ανθρώπων: There Is No Alternative – Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Σε αυτές τις συνθήκες «ξεχνιούνται» τα πάντα – ο καπιταλισμός και η ελληνική ολιγαρχία, η νεοφιλελεύθερη μνημονιακή καταλήστευση ανθρώπων και δημόσιου πλούτου, η Τρόικα και η ΕΕ: Η «γενιά» δαιμονοποιείται ως κύρια δύναμη καταστροφής της Ελλάδας, αλλά και της Κύπρου, πρακτικά αλλά και από ηθική άποψη. Σύμφωνα με το σχόλιο του Μπογδάνου (ΣΚΑΙ, 10.11.2015): «Τα αγνά παιδιά μέσα στο Πολυτεχνείο άνοιξαν το δρόμο, με τις μεθοδεύσεις της CIA, για ν’ αλλάξει η δικτατορία στην Ελλάδα και να χάσουμε την Κύπρο.» Ή με τα λόγια της Λυσιάνθης (δημοσιογραφικό ψευδώνυμο) που επαναλαμβάνει το ίδιο ακριβώς σχόλιο δύο επετείους στη σειρά, στις 17 Νοέμβρη του 2017 αλλά και του 2018, στο «Υστερόγραφο»: «Η γενιά του Πολυτεχνείου είχε την ευκαιρία ν’ αλλάξει την Ελλάδα. Δεν την άλλαξε… Ο ιστορικός του μέλλοντος θα την προσεγγίσει με αποστροφή. Για τα ιδανικά που ξέχασε, προσπέρασε, καπηλεύτηκε. Η Γενιά του Πολυτεχνείου… Η μοιραία για το εθνικό μέλλον γενιά. Αυτή η εθνική, ηθική φρίκη.»
Η «αλλαγή φρουράς» στην κυβέρνηση συμπίπτει με την ανάδειξη ενός νέου διπόλου, που όμως πατά στην «κληρονομιά» των επιθέσεων από το 2015. Από τη μια, του «κλασσικού» ακροδεξιού χώρου: «Η Γενιά του Πολυτεχνείου. Η πιο άχρηστη γενιά Ελλήνων όλων των εποχών… Η γενιά που τα έφαγε όλα και χρεοκόπησε το κράτος, η γενιά που, για να σωθεί η ίδια, “πούλησε” τα παιδιά της στο ΔΝΤ.» («Μακελειό», 18.9.2019).
Από την άλλη, προβάλλει ο συνδυασμός ενός διανοούμενου (Α. Δοξιάδης) και μιας νεαρής πολιτικού (η σημερινή υφυπουργός Εργασίας, η ίδια που αποκάλυψε ότι ο Συριακός στρατός διατηρούσε οπλοστάσιο στα υπόγεια της ΑΣΟΕΕ). Ο πρώτος, που «έζησε» το Πολυτεχνείο από το Παρίσι, θεωρεί ότι όσοι αντιστάθηκαν στη δικτατορία σε οποιαδήποτε φάση της (μέσω μιας πολύπλοκης στατιστικής, ζήτημα να τους βγάζει 10.000 συνολικά), με την κατάρρευση της δεν κατάφεραν να υπερβούν την απώλεια ενός «μεθυστικού κλίματος βαθύτατου νοήματος» που προσέδωσε η αντίσταση στη ζωή τους, με αποτέλεσμα να βρεθούν στην ίδια θέση μ’ ένα «τοξικομανή όταν δεν παίρνει τα φάρμακα του». Καθώς δεν μπόρεσαν – «με όρους ψυχιατρικής» – να «πενθήσουν» με επιτυχία, ώστε να περάσουν από την αρχική άρνηση στην αποδοχή της νέας κατάστασης τους, «πάρα πολλοί δεν άντεξαν αυτό το πράγμα και κάποιοι το κάνανε φανατισμό, άλλοι μελαγχολία, κάποιοι παλιοί μας φίλοι δυστυχώς το μετέτρεψαν σε βαριά ψυχική νόσο, άλλοι στράφηκαν στα μπιστόλια, άλλοι στην αδιαφορία, άλλοι στον κυνισμό… Δεν είναι πολλοί αυτοί που κατάφεραν… να συνεχίσουν δημιουργικά τη ζωή τους» (όλα τα εντός εισαγωγικών από το video της Συζήτησης για τη Δημοκρατία στη Μεταπολίτευση με τον Σταύρο Τσακυράκη, 17.11.2017).
Προσπερνώ τ’ ότι η μεγάλη πλειοψηφία όσων ξέρω προσωπικά απ’ όσους αντιστάθηκαν στη δικτατορία κατάφεραν μια χαρά να συνεχίσουν «δημιουργικά» τη ζωή τους μετά τον Ιούλη του ’74, καθώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η «έκβαση» αυτού του συμπεράσματος στα χέρια της σημερινής υφυπουργού. Η τελευταία, συμμετέχοντας σε παρουσίαση βιβλίου, στο οποίο έχει καταγραφεί η συζήτηση του προηγούμενου Νοέμβρη, επιχειρεί ν’ αναστοχαστεί πάνω στον παραπάνω – προφανώς πολύπλοκο για τα μέτρα της – συλλογισμό. Απ’ αυτόν απομονώνει ένα από τα «παθήματα», τα οποία αναφέρει ο Δοξιάδης, για να μιλήσει για ένα νέο(!) ψυχιατρικό σύνδρομο που η ίδια αποκαλεί «απώλεια συναισθήματος δικτατορίας(sic), η οποία αντιστοιχεί με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η οποία μετά εξελίσσεται και σε βαριά ψυχική νόσο… η οποία φοβάμαι ότι είναι μετατροπή σε μια συλλογική ψυχική νόσο διότι έχει δημιουργηθεί αυτό το συλλογικό αφήγημα μέσα απ’ τη συλλογική μνήμη αυτής της ιστορικότητας». Για να καταλήξει ακόμα πιο κατηγορηματικά ότι «η έκβαση αυτής της συλλογικής μνήμης φοβάμαι ότι φανερώνει την έκβαση μιας συλλογικής νόσου παρά μια μεμονωμένη (περίπτωση)» – θέτοντας και ερωτήματα όπως: «Αναρωτιέμαι, για ποια ιστορία μιλάμε; Ποιος έγραψε αυτή την ιστορία; Αυτοί που είναι οι ψυχικά νοσούντες;» (από το video της 29.3.2018).
Στις σημερινές περιστάσεις, όταν η πλειοψηφία της εργαζόμενης κοινωνίας εμφανίζεται να έχει χάσει ό,τι είχε κερδίσει ως μαζική κοινωνική συνείδηση το πρώτο μισό της δεκαετίας που κλείνει «επιστρέφοντας» στη βίωση μιας συλλογικής τραγωδίας ως ατομική, θα ήταν σκόπιμο να ξανασκεφτούμε την πιο παραγνωρισμένη ίσως πτυχή του 1973: Το Πολυτεχνείο ως η έκπληξη που επιφυλάσσει η πανουργία της ιστορίας στους απαισιόδοξους.
*Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ο Αγγελιαφόρος της Ηπείρου» στις 22.11.2019.