Μετά τις εκλογές της 25ης Μαΐου, η πολιτική αντιπαράθεση φαίνεται να στρέφεται προς μία αναπάντεχη κατεύθυνση: την περιοχή της Ροδόπης. Ο μόνος νομός της χώρας στον οποίο δεν επικράτησε η Νέα Δημοκρατία, έχει γίνει αντικείμενο σχολιασμού στα τηλεοπτικά παράθυρα και στις ανακοινώσεις των κομμάτων.
Υπάρχουν και υπήρχαν πολλοί λόγοι για να μιλήσει κανείς για την Ροδόπη και τη Θράκη συνολικά. Ορισμένοι θα ήταν τα οικονομικά στοιχεία της περιοχής, με τις μεγάλες ανισότητες και τους υψηλότατους δείκτες κοινωνικής ανισότητας και ανεργίας. Άλλοι θα μπορούσαν να εστιάσουν στην λειτουργία παραστρατιωτικών ομάδων στην επικράτεια της, οι οποίες μαζί με τους λεγόμενους “εθνοφύλακες”, επιδίδονται σε παράνομα και εγκληματικά pushbacks μεταναστών ή/και άλλες επιθέσεις. Το πιο κομβικό ζήτημα ωστόσο, εδώ και έναν αιώνα, παραμένει η μη αναγνώριση από το ελληνικό κράτος των μειονοτήτων που ζουν στην περιοχή. Μία μη αναγνώριση η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της υποτίμησης των ζωών χιλιάδων συμπολιτών μας για δεκαετίες με άμεσα αποτελέσματά στην πρόσβαση στην δικαιοσύνη, στην εκπαίδευση, στην θρησκευτική αυτονομία, στην οικονομική ζωή κοκ.
Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης εθνικής ή εθνοτικής μειονότητας στην επικράτειά της (από τις ελάχιστες χώρες στην ευρωπαϊκή ήπειρο που διεκδικούν αυτήν την “ομοιογένεια”) . Επισήμως αναγνωρίζει μόνο τη «μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη», αγνοώντας ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι Τουρκογενείς, Πομάκοι, Τσιγγάνοι, συγκροτώντας έτσι και εθνοτικούς αυτοπροσδιορισμούς. Με βάση αυτή την αφήγηση, παρουσιάζει διαχρονικά όσους δεν συγκλίνουν με την εθνική αφήγηση είτε ως υποκινούμενους από το Τουρκικό κράτος είτε ως εθνοπροδότες.
Αντίστοιχη είναι η προσπάθεια που κάνει η Ν.Δ, εκπροσωπώντας τις χρόνιες εθνικές θέσεις,να παρουσιάσει τους υποψήφιους και εκλεγμένους πλέον βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή -οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως τουρκικής καταγωγής μειονοτικοί- ως εθνικά επικίνδυνους και υποχείρια του τουρκικού προξενείου. Πέρα από την επιστράτευση της Ν. Μπακογιάννη και του βουλευτή Στυλιανίδη για μία καμπάνια τρόμου και δωροδοκίας στην περιοχή, πέρα από τις συνεχείς τηλεοπτικές κραυγές, η παραδοχή του Κ. Μητσοτάκη ότι είχε παραδώσει φάκελο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στον Α. Τσίπρα με αίτημα να αποσύρει τους εν λόγω βουλευτές από τα ψηφοδέλτια αποτελεί μία σημαντική αντιδημοκρατική ενεργεία.
Βλέπουμε ξανά, όπως με τις υποκλοπές για “λόγους εθνικούς ασφαλείας”, να εργαλειοποιείται και να παρεμβαίνει η ΕΥΠ στη βάση των συμφερόντων της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι των πολιτικών της αντιπάλων. Οι εν λόγω βουλευτές ήταν ξεκάθαρο ότι θα συσπειρώσουν την μειονότητα καθώς από το 2019 υπήρχε μόλις ένας, και αρκετά αμφιλεγόμενος, βουλευτής μέλος της. Αποτελούν κομμάτι μίας υποεκπροσωπούμενης κοινότητας, η οποία αντί να αποκτά ορατότητα και δικαιώματα βλέπει:
- Μία κυβέρνηση και μία παράταξη με γνωστά εθνικιστικά αισθήματα για την μειονότητα.
- Μία κυβέρνηση η οποία δεν ανέπτυξε ούτε μία πολιτική ενίσχυσης της περιοχής. Αρκέστηκε απλά σε μία διακομματική επιτροπή, η οποία εν τέλει δεν πάραξε κανένα αποτέλεσμα καθώς το πόρισμα της πετάχτηκε στα σκουπίδια.
- Μία κυβέρνηση που συστηματικά επιδίδεται σε εξονυχιστικούς αστυνομικούς ελέγχους στα μειονοτικά χωριά με τα πρόστιμα να πέφτουν βροχή πάνω σε φτωχούς ανθρώπους
- Μια κυβέρνηση η οποία από τον Μάρτιο του 2020 τους έχει βαφτίσει “πράκτορες του εχθρού” και τους στοχοποιεί.
Η σοβαρή αυτή αντιδημοκρατική στάση της ΝΔ και η εργαλειοποίηση των μειονοτήτων αναδεικνύει μία βασική στρατηγική της διακυβέρνησης της. Το ελληνικό κράτος δύναται να επεμβαίνει στα εσωτερικά γειτονικών κρατών, όπως έκανε στην Αλβανία στην υπόθεση Μπελέρι, χρησιμοποιώντας το αφήγημα της υπεράσπισης της εκεί αναγνωρισμένης μειονότητας αλλά δεν αναγνωρίζει μειονότητες στο έδαφός της ή αν οι μειονότητες αυτές αναπτύσσουν δράση τις ταυτίζει με τον εξωτερικό “έχθρο”,όπως κάνει εδώ με την Τουρκία.
Πρέπει να συγκρουστούμε με αυτήν την εθνικιστική λογική:
Δεν γίνεται το ελληνικό κράτος να αναγνωρίζει ελληνική μειονότητα στην Αλβανία αλλά να θεωρεί πράκτορα όποιον λέει κάτι ανάλογο για τη Θράκη.
Η αντιμετώπιση της όποιας υποτιθέμενης “εργαλειοποίησης της μειονότητας” γίνεται μόνο μέσα από τη βελτίωση της ζωής της και το σπάσιμο του αποκλεισμού της και, κυρίως, με το να πάψει το ελληνικό κράτος να αντιμετωπίζει τις μειονότητες, τους πληθυσμούς, τους ανθρώπους γενικώς, ως απλά πιόνια και όχι ως υποκείμενα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αλβανία, και παντού αλλού! Τίποτε προωθητικό για την κοινωνία δεν θα βγει από την ένταση της περιθωριοποίησης.
Καλούμαστε να παλέψουμε για μία διεθνιστική πολιτική η οποία θα διεκδικεί:
- Άμεσα μέτρα για να αναγνωριστεί η τουρκική μειονότητα και οι άλλες εθνοτικές μειονότητες της Δυτικής Θράκης και να αρθούν όλα τα εμπόδια για την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων τους.
- Άρση των περιορισμών στις μειονότητες για την ίδρυση σωματείων και συλλόγων, δυνατότητα εκπαίδευσης και στις μειονοτικές γλώσσες.
- Εκλογή των μουφτήδων και άλλων θρησκευτικών ηγετών από την τοπική κοινότητα με δημοκρατικές διαδικασίες. Να σταματήσει η παρέμβαση του κράτους στις διαδικασίες ορισμού.
Αλλά κυρίως, μια πολιτική που θα λέει: Είναι καιρός να μιλήσουμε για την φτώχεια της Ροδόπης -και των άλλων υποβαθμισμένων περιοχών της χώρας που αφήνονται στην τύχη του-για την μαζική μετανάστευση των κατοίκων της, για την συνολική υποβάθμιση της Δυτικής Θράκης.
Αυτό το εθνικιστικό παιχνίδι είναι αποπροσανατολιστικό και είναι πληγή για όλους και όλες.