Το κείμενο απότελει απόσπασμα από τις Θέσεις της Αναμέρτησης όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην ιδρυτική πανελλαδική μας συνδιάσκεψη τον Μάρτιο του 2022.
Στην Ελλάδα, η διαρκής κρίση νομιμοποίησης παράγει ευάλωτα σημεία της κυρίαρχης πολιτικής: τα ΜΜΕ που αποκαλύπτονται ως κυβερνητικά φερέφωνα, η αστυνομία που εκδηλώνεται ως ωμός αυταρχισμός, υπουργοί που ηγούνται της επίθεσης στην κοινωνία, η Ευρωπαϊκή Ένωση που επιτηρεί τη συνέχιση της λιτότητας κ.α. Το ερώτημα κάθε φορά είναι το σημείο αφετηρίας, ο επόμενος κρίσιμος «αδύναμος κρίκος» που μπορεί να διαρρήξει τη συνοχή του κυρίαρχου μπλοκ, να αποδυναμώσει τις συμμαχίες του, να ανοίξει δρόμους για την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα. Την περίοδο ’10-’15, συγκροτήθηκε, έστω ως περίγραμμα, ένα πρόγραμμα ρήξης στηριγμένο στα ζητήματα της ανατροπής των μνημονιακών νόμων, της ακύρωσης του χρέους, της αποδέσμευσης από ευρωζώνη/ΕΕ. Τα ζητήματα αυτά παραμένουν ανοιχτά και ενεργά στο βαθμό δεν επιλύθηκαν μέσα από την ταξική πάλη· πολύ περισσότερο, το ταραχώδες καλοκαίρι του 2015 έδειξε ότι στην Ελλάδα, οποιαδήποτε μεγάλης κλίμακας κατάκτηση προς όφελος των υποτελών τάξεων και στρωμάτων, θα προχωράει και θα εγκαθιδρύεται στο βαθμό που θα ανοίγει ρήγματα στις διεθνείς συμμαχίες της ελληνικής άρχουσας τάξης και θα κλονίζει τους μηχανισμούς της λιτότητας.
Ωστόσο, σήμερα δεν τίθενται με την ίδια ένταση και με τον ίδιο τρόπο τα ίδια ζητήματα. Η ριζοσπαστική αριστερά και ο αγωνιζόμενος λαός που ηττήθηκαν τον Ιούλιο του 2015, δεν θα «πάρουν την εκδίκηση» τους αν απλώς επαναλάβουν τους ίδιους στόχους σε μία νέα συνθήκη της ταξικής πάλης. Το ζήτημα είναι το πώς θα συνδυαστούν τα ανοιχτά μέτωπα του πρόσφατου παρελθόντος με τις νέες προκλήσεις και τα νέα πεδία συσπείρωσης. Υπό αυτή την έννοια, τροποποιείται και η αντίληψη μας για την αναγκαία κοινωνική και πολιτική συμμαχία που θα επιβάλλει το μεταβατικό πρόγραμμα. Το ζήτημα δεν είναι η ανασύσταση του «μπλοκ της ρήξης» των πλατειών, των μεγάλων απεργιών και της ΕΡΤ — αριστερές δυνάμεις που κινήθηκαν μετά το ’15 σε αυτή τη γραμμή, γνώρισαν οδυνηρές ήττες.
Η επιδίωξη πολιτικών κατακτήσεων και ρηγμάτων εντός της κυριαρχίας του κεφαλαίου –και όχι μόνο επιμέρους νίκες για τμήματα των «από κάτω»– έχει κομβική σημασία για εμάς. Αν το μεταβατικό πρόγραμμα είναι απλά στόχοι προς ζύμωση, τότε αποδεχόμαστε την πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου, ελπίζοντας με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ότι η διαρκής «αποκάλυψη» των δεινών του συστήματος θα μας οδηγήσει με κάποιο τρόπο στην επαναστατική τομή. Από την άλλη, αν νομίζουμε ότι μπορούμε να αποφύγουμε τη σύγκρουση με την άρχουσα τάξη για την ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών, τότε εγκλωβιζόμαστε στα όρια που θέτει η κυρίαρχη πολιτική και τα οποία γίνονται όλο και πιο στενά.
Το ζήτημα της ρήξης προκύπτει πολύ έντονα από την εμπειρία του 2015 και ανοίγει μία σειρά συζητήσεων. Ανεξάρτητα από το αν θεωρούμε ότι οι άρχουσες τάξεις μπορούν να αποδεκτούν φιλολαϊκές πολιτικές, βασικό χαρακτηριστικό πολλών αριστερών προγραμμάτων είναι ότι μέσα στην εξέλιξη τους βλέπουν εξιδανικευμένα σημεία ισορροπίας και άρα πολιτικής ελευθερίας για μία αριστερή στρατηγική. Τέτοια χαρακτηριστικά είχε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και η προσέγγιση ότι η ΕΕ θα εκβιαστεί σε σχέση με την αποδοχή του προγράμματός του και παρόμοια προβλήματα έχουν και προσεγγίσεις που τοποθετούν την έξοδο από την ΕΕ ή, ακόμα πιο οικονομίστικα, την έξοδο από το Ευρώ ως την τομή που θα σου επιτρέψει να ξεδιπλωθεί ένα αριστερό σχέδιο. Οι προσεγγίσεις αυτές δεν καταλαβαίνουν πόσο σύνθετο είναι το πρόβλημα. Χωρίς να υποτιμούμε το ζήτημα της ΕΕ και του ρόλου της, η συζήτηση για το πως μπορεί ένα αριστερό σχέδιο να εγγυηθεί την κοινωνική αναπαραγωγή σε ευθεία σύγκρουση με το κεφάλαιο και το πολιτικό τους προσωπικό (άρα αποχωρήσεις κεφαλαίων, κόστη εισαγωγών, ελλείψεις, ανεργία κλπ) ξεπερνάει το ζήτημα της ΕΕ αυτής καθ αυτής. Τελικά, για να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω πρέπει να μιλήσουμε για μία σειρά συγκρούσεων (πχ κρατικοποιήσεις, σκληρές φορολογίες) και τομές στο παραγωγικό μοντέλο (γενίκευση του συνεταιριστικού υποδείγματος, στροφή στην κάλυψη βασικών αναγκών, εγγύηση βασικών αγαθών) οι οποίες θα διαδέχονται η μία την άλλη σε μία πορεία μετάβασης. Για αυτό ακριβώς έχει νόημα να βλέπουμε το μεταβατικό πρόγραμμα όχι ως “την ρήξη” αλλά ως μία σειρά συνεχόμενων ρήξεων, με ότι σημαίνει αυτό για τη συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ που θα παλέψει για αυτό.
Υπάρχουν επιπλέον τα εξής στοιχεία που πρέπει να επισημανθούν στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, και διαδραμάτισαν ρόλο στην κατάληξή του:
- Η υποτίμηση της σημασίας της “θεσμικής υλικότητας” (δομής, λειτουργιών, στελέχωσης κ.ά.) του κράτους, που αποτυπώθηκε με σαφή τρόπο· από τον ρόλο εισαγγελικών λειτουργών μέχρι συμπεριφορές σαμποτάζ ομάδων υπαλλήλων υπουργείων απέναντι σε κινήσεις υπουργών.
- Η σημασία της γραφειοκρατικοποίησης και κρατικοποίησης των πολιτικών σχηματισμών. Αυτή η διαδικασία, και στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, διαμόρφωσε ένα μαζικό μικροαστικό στρώμα στελεχών (και όχι μόνο) τα οποία βιοπορίζονταν από την πολιτική τους ένταξη, κατάσταση που καθιστούσε πολύ δύσκολη την επιλογή της ρήξης με το σχέδιο του Τσίπρα στις δύσκολες καμπές, και ειδικά μετά το δημοψήφισμα.
- Η ανυπαρξία βούλησης για τη δημιουργία δομών κοινωνικού ελέγχου – πόσο μάλλον δυαδικής εξουσίας – που θα έχουν επιρροή ως και δικαίωμα άσκησης βέτο σε υπουργικές και ευρύτερες κυβερνητικές αποφάσεις. Τέτοιες προβλέψεις υπήρχαν, παλαιότερα, σε πρωτόλεια μορφή στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ (όπως οι προβλέψεις για τον «συμμετοχικό προϋπολογισμό»)