Τις περισσότερες φορές που γίνεται αναφορά στις εκλογές στα πολιτικά επιτελεία των αστικών κομμάτων, αλλά και στις συλλογικότητες της κάθε λογής αριστεράς μας, η συζήτηση περιστρέφεται στις μετακινήσεις των ψηφοφόρων και στις προτιμήσεις τους με βάση τα γεγονότα της τρέχουσας πολιτικής, των τελευταίων μηνών ή και ετών, τα προηγούμενα εκλογικά αποτελέσματα, τις υλοποιημένες από την απερχόμενη κυβέρνηση πολιτικές και τις θέσεις των κομμάτων, την πρόσληψη αυτών των πολιτικών από τα άμεσα ενδιαφερόμενα κοινωνικά στρώματα.
Επειδή οι εκλογές είναι κυρίως πολιτική και όχι ιδεολογική υπόθεση -από αυτές βγαίνει κυβέρνηση με ένα περίγραμμα προγράμματος περισσότερο ή λιγότερο σαφούς, εφόσον πείσει-, σπάνια γίνεται προσπάθεια κατανόησης των ιδεολογικών διεργασιών και της εσωτερίκευσης αυτών στους πολίτες ανάλογα με την αντικειμενική ταξική θέση τους, την αντίστοιχη προοπτική και τον βαθμό κατανόησης αυτής από τους ίδιους-ες.
Εν προκειμένω, λείπει μια προσπάθεια κατανόησης της ιδεολογικής και πολιτικής κατάστασης των βασικών κοινωνικών τάξεων, των τάξεων στηριγμάτων και των ενδιάμεσων στρωμάτων, και του τρόπου σκέψης τους, όχι μόνο ή κυρίως με βάση τις εκπομπές πολιτικού λόγου των κομμάτων και τις επικοινωνιακές δεξιότητές τους αλλά κυρίως με βάση τον βαθμό οργάνωσης και αυτοπρόσωπης συμμετοχής στις κοινωνικές οργανώσεις τους και τον τρόπο και το βάθος πολιτικοποίησής τους που έχουν διαμορφώσει μέσω αυτής της συμμετοχής.
Στον βαθμό που τέτοιες απόπειρες μελέτης έχουν πάψει να υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια από τις συλλογικότητες της αριστεράς, στα πλαίσια αυτού του σημειώματος θα αρκεστούμε στα λειψά στοιχεία που μας παρέχει η εμπειρία της καθημερινότητας.
Το μπλοκ της κοινωνικής δεξιάς
Με βάση τα δημοσιεύματα σε τοπικό και κεντρικό Τύπο και σάιτ, τα θέματα συνεδριάσεων σε τοπικούς θεσμούς, αυτοδιοίκησης, επαγγελματικές ενώσεις, επιμελητήρια κ.λπ., βλέπουμε ότι ο κόσμος που ζει και καθορίζεται από το κέρδος, δηλαδή όλες οι βαθμίδες της αστικής τάξης, ασχολείται συνεχώς με την πολιτική που τον αφορά: Από τον ΦΠΑ, τη φορολογική πολιτική και τις φοροαπαλλαγές για επενδύσεις, μέχρι τα κόστη της εργασίας (μισθούς και ασφάλιστρα) που αγοράζει, τις δημόσιες επενδύσεις στις οποίες μπορεί να «χωθεί» για να αναπαραχθεί και να αναπτυχθεί, μέχρι τη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος και των πόλεων, επικοινωνίες, μεταφορές κ.λπ. κ.λπ. Όλα αυτά ως την καθημερινή λεπτομέρειά τους, ώστε να εξυπηρετεί τον κυρίαρχο και καθοριστικό στόχο του: την κερδοφορία και την αναπαραγωγή αυτών που ζουν από το κέρδος, δηλαδή από την εργασία των άλλων, της αστικής τάξης, μικρής, μεσαίας και μεγάλης. Όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο καθημερινού προβληματισμού και συμπυκνώνονται σε προτάσεις πολιτικής, που μέσω των συλλογικοτήτων τους συνδιαλέγονται και εν τέλει συνυπολογίζονται από τις κυβερνητικές υπηρεσίες και το κράτος στη διαμόρφωση της πολιτικής του.
Η κοινωνική δεξιά έχει καταλάβει τον δημόσιο χώρο, «συνομιλεί» φωναχτά με και για τις ανάγκες και τα ζητήματα που την αφορούν και ορίζει την ατζέντα των προβληματισμών και συζητήσεων στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Το δικό μας σκόρπιο, μεγάλο «πλήθος» των «αόρατων»
Στην άλλη μεριά, στον κόσμο της εργασίας, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική: Ο κόσμος της μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα, που ξεπερνά το 55% της συνολικής απασχόλησης, είναι σχεδόν καθολικά αόρατος.
Σαν σκιές γενικά οι εργαζόμενοι είναι ορατοί στα ΜΜΜ ή στα -πολλές φορές φτηνά και άθλια- δικά τους μέσα μετακίνησης στις διαδρομές για το μεροκάματο και στους χώρους των υπηρεσιών, οι άνθρωποι που πρεσάρονται, με συνήθως πιο χαμηλή φωνή, με χαμηλή αυτοπεποίθηση, με τον φόβο σε κάθε βήμα, με το βλέμμα αυτού που κάτι θέλει να πει και ταυτόχρονα το κρύβει. Είναι το βαθύ συναίσθημα της αυτοϋποτίμησης όταν χρησιμοποιείσαι από τον άλλο, το μικρό ή μεγάλο αφεντικό ή τον εκπρόσωπό του και δεν έχεις την δυνατότητα να βάλεις όρια.
Αυτοί οι τόσο ορατοί για όποιους θέλουν να τους δουν, μα σχεδόν εντελώς αόρατοι στη πολιτική κοινωνία, εκπροσωπούνται και ακούγονται μόνο σαν κραυγή πόνου και θυμού: όταν γίνονται μαζικές απολύσεις όπως στη Μαλαματίνα, όταν κλείνει αιφνίδια μια επιχείρηση και αφήνει απλήρωτους τους εργαζόμενους, όταν γίνονται -όλο και πιο συχνά πλέον-, λόγω συνεχούς εντατικοποίησης και εξοικονόμησης κόστους για μέτρα ασφαλείας, δολοφονίες εργαζομένων που βαφτίζονται εργατικά ατυχήματα.
Οι συλλογικές οργανώσεις τους – συνδικάτα- είτε είναι ανενεργές είτε δεν υπάρχουν ούτε τυπικά σε πολλές επιχειρήσεις ή και κλάδους.
Και βεβαίως πρέπει να μελετηθεί διεξοδικά η, μετά τη δεκαετία του ’80 αποπολιτικοποίηση του κόσμου της εργασίας και οι ιδεολογικές και πολιτικές επιπτώσεις της, δηλαδή οι επιπτώσεις στις καθημερινές πρακτικές στους εργασιακούς χώρους, τόσο στις μεταξύ των εργαζομένων σχέσεις όσο και στις συμπεριφορές με τον ταξικό ανταγωνιστή είτε πρόκειται για τον μικρομεσαίο εργοδότη είτε για τον εκπρόσωπο της εργοδοσίας της μεγάλης εταιρείας που επιβλέπει. Συνολικά, δηλαδή, πρέπει να μελετηθούν οι επιπτώσεις αυτής της αποπολιτικοποίησης και αποσυνδικαλιστικοποίησης στη δομή της παραγωγής και στη συνακόλουθη δομή των εργασιακών σχέσεων.
Αυτοί που ζουν από τη δική τους εργασία ή φυτοζωούν στη φτώχεια επειδή δεν έχουν ούτε αυτό, δεν έχουν φωνή, είναι εκδιωγμένοι από τη δημόσια σφαίρα και την πολιτική, μαζί με όλα τους τα προβλήματα και τα «θέματα προς συζήτηση».
Η 20ετής πορεία αποσυγκρότησης-ιδιωτικοποίησης-εφησυχασμού
Η ιδεολογική- πολιτισμική αυτή αλλαγή, που φυσικά δεν υπήρξε ευθύγραμμη αλλά ακολούθησε τις αλλαγές του κοινωνικού τοπίου, συντελέσθηκε σε 5 φάσεις, περνώντας από την πρώτη περίοδο της πολιτικής επιβολής του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα (1990-93) και το διάλειμμα της ξέπνοης σοσιαλδημοκρατίας (1993-96 ), στην δεύτερη της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού σε ακμή 1996-2007 και στην τρίτη της επιβράδυνσης, της ύφεσης και της κρίσης (2007-2010).
Στις τρεις πρώτες φάσεις, που απλώνονται σε μία 20ετία, το τοπίο άλλαξε συνολικά σε επίπεδο θεσμικό αλλά και οργάνωσης της αγοράς εργασίας, με ευρύτατη επέκταση της «ελαστικότητας», της προσωρινότητας και εν γένει της επισφάλειας, με μόνιμη ανεργία και ευρύτατη προλεταριοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων της μισθωτής εργασίας. Με επακόλουθο, φυσικά, θεαματικές ιδεολογικές-πολιτισμικές αλλαγές.
Ο τρόπος σκέψης του κόσμου της εργασίας ηγεμονεύεται πλέον γενικά από την ατομική λύση, από το πλαίσιο του γενικού ανταγωνισμού αλλά και από τα εργασιακά περιβάλλοντα που χωρίς συνδικαλιστικές-συλλογικές ρυθμίσεις μετατρέπονται σε τοπία ανταγωνισμού κάτω από την μπαγκέτα του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη. Έτσι, με μια πορεία ελπίδας ως το ’96, πραγμάτωσης της καπιταλιστικής ευημερίας που χώρεσε ευμενώς τους πιο ικανούς-ικανές στον εργασιακό ανταγωνισμό και άφησε πίσω τους υπόλοιπους-ες ως το 2007, φθάνουμε στην φάση της επιβράδυνσης που γίνεται αισθητή ως αόριστη ανησυχία σε όλους, επιτυχόντες και αποτυχόντες των προηγουμένων περιόδων. Πέραν τούτου, τίποτε: καμία συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια κατανόησης της επερχόμενης αλλαγής της φάσης από τα εναπομείναντα συνδικάτα.
(Βεβαίως, η διάχυτη ανησυχία, η ανασφάλεια που δημιουργούν τα σημεία των καιρών και η έλλειψη ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο εκφράζονται τεθλασμένα μέσα από την πρωτοφανή αποδοχή των όποιων «βιαιοτήτων» της εξέγερσης που ξέσπασε με αφορμή την δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα.)
Το σοκ του 2010
Έτσι, από το 2010 που ξεκινάει η περιπέτεια της κρίσης και μέχρι το 2015, σε όλη αυτή την τέταρτη φάση, έχουμε μια βίαιη επαναπολιτικοποίηση, που χαρακτηρίζεται από την υποτονική παρουσία ή και την απουσία, ουσιαστική ή και τυπική, κοινωνικών οργανώσεων του κόσμου της εργασίας – συνδικάτων. Πρόκειται, λοιπόν, για πολιτικοποίηση που χωρίς τη σθεναρή (ή και ούτε καν τυπική) παρουσία συνδικάτων στη ζωή των εργαζομένων, ρέπει πολύ λιγότερο στην ενεργή συμμετοχή για τη διαμόρφωση πολιτικών προτάσεων και πρακτικών και πολύ περισσότερο στην ανάθεση σε έναν πολιτικό φορέα.
Όμως, καμία συμμετοχή σε καμία διαδήλωση, όσο μαζική και ρωμαλέα και αν είναι αυτή, δεν μπορεί να διαπαιδαγωγήσει σε βάθος και να διαμορφώσει ως πολιτικά υποκείμενα τους εργαζόμενους όπως η αυτοπρόσωπη συμμετοχή τους στην εσωτερική ζωή, τις ζυμώσεις και τη δράση των συνδικάτων τους. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να τους διαμορφώσει ως αμφισβητίες των κυρίαρχων πρακτικών της εξουσίας –εργοδοτικής και πολιτικής ούτε ως παραγωγούς δικών τους συλλογικών πρακτικών που να απαντούν αποτελεσματικά σε αυτήν.
Το όριο της νέας ριζοσπαστικοποίησης
Βεβαίως, η ριζοσπαστικοποίηση που παράχθηκε από τους αγώνες των δύο πρώτων ετών της κρίσης οδήγησε σε μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις στις εκλογές του 2012, αλλά η έλλειψη του όπλου της συλλογικότητας, η έλλειψη συνδικάτων, έδωσε χώρο στην ανάθεση προς τον πολιτικό φορέα που επαγγέλθηκε τη ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη μνημονιακή πολιτική.
Αυτού του τύπου η πολιτικοποίηση και εν τέλει η συμμετοχή μετά το 2012 μέσω της ανάθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχθηκε, την κρίσιμη στιγμή, μοιραία γιατί δεν μπορούσε να επιβάλει όρια στην πολιτική του ως αξιωματική αντιπολίτευση και περισσότερο όταν πήρε την κυβέρνηση.
Ακόμη και όταν, μετά την αναμονή του πρώτου εξαμήνου του 2015, ήρθε η τρομερή επιτάχυνση και συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου τον Ιούλιο του 2015 και όταν το εκ βαθέων ΟΧΙ στο δημοψήφισμα κατέληξε στην ταξική προδοσία, ενώ το σοκ από αυτήν ήταν ισχυρό, δεν υπήρξε σχεδόν καμία συλλογική αντίδραση σε αυτήν. Επρόκειτο, εν τέλει, για ένα βουβό σοκ. Η ΓΣΕΕ άλλωστε είχε ταχθεί με το ΝΑΙ…
Έτσι, η συνθηκολόγηση και η μετάλλαξη της Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς μάλιστα να έχει αποπειραθεί κάποια σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική το πρώτο εξάμηνο του 2015, με την ίδια να χάνει το μέχρι τότε ηθικό πλεονέκτημά της, έδωσε το μήνυμα της στροφής αποκλειστικά στην ατομική λύση και στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», επιβεβαιώνοντας όλες τις αντιπολιτικές φωνές είτε εκ δεξιών είτε εξ αριστερών˙ το «όλοι ίδιοι είναι» ή «τι να περιμένεις από τους ρεφορμιστές;».
Η καταστροφική επιστροφή
Οι συνέπειες της ήττας-προδοσίας του ΟΧΙ είναι διαρκείς και καθοριστικές.
Καταστράφηκαν όλα τα δίκτυα επικοινωνίας και συντονισμού, οι κοινές εκφωνήσεις αλλά και οι κοινές πρακτικές που παρήγαγαν συλλογικότητες και διαμόρφωναν μετά το 2009 το κοινωνικό μπλοκ της Αριστεράς – βεβαίως με όλες τις ασθενείς πλευρές της προηγούμενης 20ετούς φάσης. Η καταστροφή αυτή συνέβη ακριβώς την ώρα που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος απαιτούσε την συγκρότησή του κοινωνικού μπλοκ του κόσμου της εργασίας με αποφασιστικούς όρους και σκληρή ταξικότητα, για να αντέξει την πορεία μιας επιτυχούς ρήξης με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
Αν η προηγούμενη μεγάλη ήττα του 1989-90 σήμανε τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού και την αρχή της περιόδου ακμής (τουρμποκαπιταλισμό τον είπανε), η ήττα του 2015 σήμανε τον θρίαμβο του δόγματος ΤΙΝΑ με την προσχώρηση σε αυτό του ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες μιας κρίσης διαρκείας του νεοφιλελευθερισμού.
Το δόγμα αυτό, μετά το 2015 και ειδικά με βάση την πραγματικότητα των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα, μπορούσε να σημαίνει μόνο προσαρμογή για να γλιτώσει ο καθένας μόνος του τα χειρότερα που έρχονταν για τον κόσμο της εργασίας, ως πολιτική «νοικοκυρέματος» και «κοινωνικά ευαίσθητης» υλοποίησης του μνημονίου.
Από το «Κανένας μόνος του στην κρίση», στο «Καθένας μόνος του στην κρίση»!
Επειδή όμως με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», ποτέ κανείς «δεν σώθηκε αρκετά», το βίωμα της ατομικής σωτηρίας διαπαιδαγώγησε βαθιά, βάθυνε τη συντηρητικοποίηση κάποιων κοινωνικών στρωμάτων και ανθρώπων που την προηγούμενη περίοδο (2010-2015) είχαν μπει σε τροχιά κοινωνικοποίησης-ριζοσπαστικμοποίησης, και το χειρότερο: αποενοχοποίησε την επανένταξή τους στην δεξιά.
Η τετραετής μνημονιακή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε αποφασιστικά το δρόμο στην πιο ρεβανσιστική δεξιά μετά την χούντα για την επάνοδό της στην εξουσία χωρίς πολιτικό ή ιδεολογικό αντίλογο, και γι’ αυτό χωρίς προσχήματα και αναστολές.
Η εμπέδωση και αποενοχοποίηση των πιο συντηρητικών αξιών του ατομισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού, όπως εκφράστηκε με την πλειοψηφική αποδοχή του ρατσισμού απέναντι στους πρόσφυγες και την κανονικοποίησή του -δεν είναι πλέον ο αγριανθρωπισμός της ΧΑ αλλά ο ρεαλισμός του νοικοκυραίου, όπως και η αποξένωση ενός αυξανόμενου λούμπεν προλεταριάτου που δικαιολογούν ή και χειροκροτούν τα δολοφονικά pushback’s- αποτέλεσαν το ιδεολογικό έδαφος των εκλογών του 2019, στις οποίες η ιδεολογική ηγεμονία του δεξιού-ακροδεξιού ξεπέρασε κάθε συντηρητική υπαναχώρηση από τις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης.
Η ρευστότητα, η ρευστοποίηση και η ανάγκη (μας) για σταθερές ενόψει εκλογών
Η περίοδος που ξεκίνησε με την εισβολή στην Ουκρανία, μετά από δύο χρόνια πανδημίας και με την ακρίβεια ήδη να δείχνει τα δόντια της από την άνοιξη του 2021, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινωνικές και πολιτικές αναδιατάξεις μέσα από την δυστοπική πραγματικότητα που διαμορφώνεται.
Η ακρίβεια, η ανασφάλεια, ο φόβος της πλήρους κατάρρευσης ακόμη και του στεγνού, χωρίς καμία χαρά και με πολλές διαβαθμίσεις ταπείνωσης, επιβιωτισμού γύρω από τον οποίο συγκροτείται η καθημερινότητα του κόσμου της εργασίας (και των λαϊκών στρωμάτων που ακολουθούν μονίμως τη Δεξιά) και φυσικά το έλλειμμα Αριστεράς και αριστερής ρηξιακής πρότασης γειωμένης και αγκυρωμένης σε μια κρίσιμη μάζα των λαϊκών στρωμάτων, συντηρούν τον κυβερνητισμό και δημιουργούν τους όρους για την αυταπάτη πως, χωρίς εργατικό κίνημα και ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις, αρκεί να φύγει η άγρια δεξιά-ακροδεξιά κυβέρνηση και θα ανασάνουμε.
Ταυτόχρονα, η πρόσφατη συλλογική μνήμη δεν επιτρέπει και πολλές αυταπάτες για τις δυνατότητες μιας προοδευτικής διακυβέρνησης χωρίς μαζικό ταξικό κίνημα. Πρόκειται, επομένως, για έναν κυβερνητισμό περιορισμένων προσδοκιών. Το «θα ανασάνουμε» σημαίνει ισχνές προσδοκίες για μια κάπως λιγότερο δυστοπική καθημερινότητα – έως εκεί.
Εφόσον όλα τα παραπάνω ισχύουν, διαμορφώνουν την εξής «φωτογραφία της στιγμής»:
1. Η κοινωνική δεξιά είναι ενωμένη και συγκροτημένη σε μπλοκ που εμπεριέχει όλες τις τάσεις, σε μια διαρκή σύγκλιση-συγχώνευση κλασικής ακροδεξιάς με τον νεοφιλελεύθερο δαρβινισμό. Και θα αποφύγει πάση θυσία εκλογικές διαρροές προς φασιστικά-ναζιστικά μορφώματα ενσωματώνοντας ή και παρανομοποιώντας οποιαδήποτε προσπάθεια εκλογικής έκφρασής τους.
2. Ο επιβιωτισμός οδηγεί ξανά στη Δεξιά υπολογίσιμο τμήμα των υποτελών τάξεων.
3. Ο κόσμος της εργασίας δεν είναι συγκροτημένος σε κοινωνικό μπλοκ και δεν υπάρχει πολιτική δύναμη ελπίδας που να τον προτρέπει, να υποβοηθά και να στηρίζει μια τέτοια συγκρότηση.
4. Η πολιτική δεξιά δεν μπορεί να έχει κανένα ηγεμονικό πολιτικό σχέδιο, δηλαδή πρόταση που να μπορεί να πείσει την κοινωνική πλειοψηφία των υποτελών τάξεων ότι εξυπηρετεί στοιχειωδώς ΚΑΙ το δικό τους συμφέρον.
5. Οι καθημερινές πρακτικές των υποτελών τάξεων στην πλειονότητά τους θυμίζουν τους Μοιραίους του μεγάλου Βάρναλη.
Έτσι, τα επίδικα των επόμενων εκλογών διαμορφώνονται περισσότερο με όρους ιδεολογικούς παρά προγράμματος και πολιτικών προτάσεων, υπό την ασφυκτική ηγεμονία της κυρίαρχης «μοριακής» ιδεολογίας, όπως αυτή εσωτερικεύεται και μεταπλάθεται από τα λαϊκά στρώματα. Έτσι, οι πολιτικές αντιθέσεις και διαφορές προγραμμάτων υποτάσσονται στα όριά της.
Αυτό το στοιχείο πρέπει να καθορίσει την όποια παρέμβαση των αριστερών συλλογικοτήτων. Η όποια παρέμβασή τους οφείλει να ρηγματώσει την αυταπάτη του κυβερνητισμού, να αναδείξει τη μοναδικότητα των κοινωνικών αγώνων ως καθοριστικού συντελεστή οποιουδήποτε ριζοσπαστικού-ταξικού εκδημοκρατισμού της πολιτικής και να προετοιμάσει έτσι τη δυνατότητά μας για τα επόμενα χρόνια.
Να γίνουμε ορατοί ως κοινωνική τάξη, ώστε να έρθει η στιγμή που θα μας φοβούνται και πάλι!
Πρώτη δημοσίευση: https://commune.org.gr/oi-synthikes-kai-ta-oria-ton-epomenon-eklogon/