Από το καλοκαίρι του 73 εργαζόμουν σε ένα μαγαζί φωτοτυπιών στους Αμπελόκηπους.
Το γενικό κλίμα ακριβώς όπως το περιγράφει ο Γιώργος Αλεξάτος διαχεόταν στην ατμόσφαιρα και η διάθεση «να σπάσει ο φόβος και να μιλήσει ο κόσμος» τροφοδοτούνταν από το τυράκι της φιλελευθεροποίησης. Με μυριάδες καθημερινές κουβέντες, ακούσματα απαγορευμένων ή και ύποπτων τραγουδιών , με διαβάσματα ύποπτων-ανατρεπτικών βιβλίων κλπ. Μια άτυπη συνεχής συνενοχή που απλωνόταν εκβίαζε τις διαθέσεις, παραμέριζε φόβους και δημιουργούσε μια μόνιμη αμηχανία στο χαφιεδολόι και στους ασφαλίτες….
Την Πέμπτη το πρωί με μια δικαιολογία σε συνδυασμό με κάποια ανάγκη του μαγαζιού κατέβηκα στο Πολυτεχνείο.Πέρασα απ έξω από την κλειστή πύλη της Στουρνάρα και ενώ οι μπάτσοι αγριοκύτταζαν όσους περνάγαμε από κοντά εντυπωσιάστηκα από το πείσμα των συνομηλίκων μου που κρεμασμένοι από τα κάγκελα φώναζαν ακούραστα και με απόλυτο τρόπο: «ΚΑΤΩ Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ» Δεν είχα ξαναβρεθεί σε τέτοιο κλίμα μαζικής διαμαρτυρίας αλλά ένιωθα ότι κάτι πολύ ισχυρό γεννιόταν. Πιστεύω ότι αυτό το νοιώθανε και οι περισσότεροι περαστικοί αλλά και οι αστυφύλακες και οι χαφιέδες. Ένα σύνθημα σαφές , απόλυτο , κάθετο σαν τοίχος.
Αναγκάστηκα να γυρίσω στη δουλειά αλλά το μυαλό μου εκεί…Ξαναπήγα το μεσημέρι , όταν τα τρόλεϊ κατέβαιναν αργά την πλημμυρισμένη από κόσμο Πατησίων…Ένα κλίμα μεθυσιού που μας συνεπήρε.Η ελευθερία του δρόμου το σπάσιμο της απαγόρευσης η δικιά μας φωνή.
Την άλλη μέρα, την Παρασκευή στις 16, το πράγμα σκλήρυνε .Έφυγα από το μαγαζί στις 8. Η συγκοινωνία προς Ομόνοια είχε διακοπεί κι έτσι κατέβηκα με τα πόδια στο Σύνταγμα και συνέχισα από Καραγιώργη Σερβίας και άλλα στενά μέχρι που βρέθηκα στην σημερινή πλατεία Δημαρχείου έξω από την Εθνική Τράπεζα…Είχαμε μαζευτεί διάσπαρτοι κάπου 200 άνθρωποι και παγωμένοι ακούγαμε τους πυροβολισμούς από τα Χαυτεία και την Πατησίων να πυκνώνουν. Αναρωτιόμαστε πως θα μπορούσαμε να φτάσουμε και τι να κάνουμε. Δεν έβγαινε άκρη. Αναγκαστήκαμε φοβούμενοι και ο ένας τον άλλο να φύγουμε και να διαλυθούμε.
Γύρισα στο σπίτι με ωτο στοπ. Όλη νύχτα προσπαθούσα να ακούσω την εκπομπή.Το παλιό ραδιόφωνο του σπιτιού μας και η περιοχή -Αγία Παρασκευή- δεν βοηθάγανε….
Το πρωί βρέθηκα να περιμένω στο σπίτι ενός συμμαθητή την επιστροφή του.Κάποια στιγμή ο Γιάννης ήρθε και τότε η μητέρα του κατέρρευσε .Είχε ζήσει και ζούσε τα πηγαινέλα στις εξορίες και φυλακές του συντρόφου της και οι αντοχές της δοκιμάζονταν κοντά 30 χρόνια. Ξημέρωσε Κυριακή. Η αδυναμία να μάθουμε οτιδήποτε, το γαύγισμα των συνταγματαρχών, και οι μνήμες της ήττας των γονιών μας που αναδεύονταν (τι πιό φυσικό γι αυτούς που είχαν καεί..) με είχαν βαρύνει.Κάποια στιγμή μάσησα μια δικαιολογία και έφυγα από το σπίτι.
Έκανα ωτοστοπ και προσπάθησα να πάω προς το κέντρο.Λεωφορεία δεν κυκλοφορούσαν. Θυμάμαι στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, σε όλο το μήκος της, στρατιώτες παραταγμένους με τα όπλα τους και στις δυό πλευρές ανά δύο μέτρα. Φυσικά η Πατησίων ήταν κλειστή προς το Πολυτεχνείο.Άλλαξα δύο αυτοκίνητα ( το ώτο στοπ ήταν εύκολο τότε και ο μόνος τρόπος να μετακινηθείς με ασφάλεια ήταν μέσα σε ΙΧ ) και μέσω Ιουλιανού και Αχαρνών έφθασα στο Σταθμό Λαρίσης και από εκεί στην Ομόνοια.
Με το τελευταίο (τρίτο)αυτοκίνητο έφτασα στο Σύνταγμα. Ο οδηγός ήταν ένας ελληνοϊταλός γύρω στα 40-45.Για μένα που ήμουν 20 φάνταζε σαν γέρος με κάποιες αντοχές.Δημοσιογράφος της Corriere della Sera. Με είδε πολύ σφιγμένο αλλά είχε όρεξη για κουβέντα.Έσβησε τη μηχανή. Με προκάλεσε κι έβγαλα όλο το φόβο μου και πιό πολύ την απαγοήτευση μου που χάθηκαν όλα. Αισθανόμουν μια απέραντη ερημιά. Αφού με άκουσε μου είπε με σιγουριά:«Μετά από αυτό που έγινε η χούντα δεν θα μπορέσει να σταθεί.Μετά από αυτό το αίμα το καθεστώς δεν θα έχει καμία υποστήριξη, πολύς κόσμος αμέτοχος ως τώρα θα στραφεί εναντίον τους και ακόμη και οι Αμερικάνοι θα τους θεωρούν πρόβλημα».
Εμένα αυτός ο συλλογισμός μου ήταν ακατανόητος. Αυτός σκεφτόταν με όρους ηγεμονίας κι εγώ μέτραγα τα γεγονότα με όρους στρατιωτικής ισχύος. Και συνέχισε : «Δεν τους δίνω περισσότερο από 7-8 μήνες. Θα δρομολογηθούν εξελίξεις».
Έφυγα τσαντισμένος θεωρώντας τον αναίσθητο!
Την άλλη μέρα το πρωί πήγα στο φωτοτυπείο για δουλειά. Με το που με είδαν οι δύο συναδέλφισσες με έδιωξαν: Ο χαφιές θυρωρός της παραδίπλα πολυκατοικίας είχε στείλει ασφαλίτες να ρωτήσουν για μένα…Έφυγα και κατέβηκα στην Ομόνοια σε μια ασφαλιστική εταιρεία που δούλευα την περασμένη χρονιά.Όταν ανέβηκα στον όροφο όλες και όλοι οι συνάδελφοι ήταν παγωμένοι , σοκαρισμένοι μιλάγανε πολύ σιγά.
Και κάποια στιγμή ακούω στο διάδρομο να περπατάει ο διευθυντής του παραρτήματος και να φωνάζει θυμωμένος: «οι αλήτες!Σκοτώσανε τα παιδιά!» Ποιός; ο βολεμένος διευθυντής που δεν ασχολούνταν ποτέ με αυτά! Τότε άρχισα να καταλαβαίνω κάτι από όσα μου είχε πει ο δημοσιογράφος.
Το 8μηνο μέχρι την κατάρρευση της χούντας το καθεστώς είχε μόνο τη βία σαν όπλο. Και το φόβο. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς θα κατέρρεε αν δεν προχωρούσε στο καταστροφικό πραξικόπημα στην Κύπρο.Σίγουρα όμως δεν θα μακροημέρευε γιατί είχε χάσει την ανοχή των μικρομεσαίων αστικών στρωμάτων και είχε γίνει ανεπιστρεπτί δυσλειτουργικό. Η μεγάλη προσφορά της κινηματικής διαδικασίας που ξεκίνησε από το Γενάρη, έδωσε το μήνυμα με τη Νομική και κορυφώθηκε στις 17/11/73 ήταν η ακύρωση της ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος.
Βεβαίως η κοινωνική κρίση και η απαξίωση της πολιτικής τα τελευταία τουλάχιστον 8 χρόνια μας προδιαθέτει στο να υποτιμούμε την σημασία αυτής της προσφοράς. Μπορούμε όμως να κατανοήσουμε πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της νεώτερης ιστορίας μας αν σκεφτούμε ότι ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση θα σήμαινε ένα καθεστώς σαν της Ισπανίας όπου οι φαλαγγίτες ενσωματώθηκαν από το Λαϊκό κόμμα ή ένα καθεστώς σαν της Χιλής: Ο Παπαδόπουλος θα κηδευόταν με τιμές πρώην πρωθυπουργού, όλο το σκυλολόι της εθνικοφροσύνης θα συνέχιζε χωρίς διακοπή τη δράση του μέσα στην ΝΔ,οι χουντάρες θα διεκδικούσαν και θα είχαν προνομιακά επίσημο λόγο συνεχώς και αδιατάρακτα.
ΔΕΝ θα είχαμε την κινηματική κοσμογονία 1974 -77, ούτε την κανονική και σχεδόν καθημερινή παρουσία των μαζικών κινημάτων σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μέχρι τουλάχιστον το 1990! Γιατί δεν θα συγκροτούνταν τα μαζικότατα εργατικά συνδικάτα της μεταπολίτευσης, δεν θα ηγεμόνευαν οι αξίες και η ιδεολογία της Αριστεράς στα συνδικάτα, στα Πανεπιστήμια και γενικά στην καθημερινότητα! Εμείς ως Αριστερά θα ήμαστε απλώς ανεκτοί αλλά με αντίπαλο την κοινωνική δεξιά πανίσχυρη και χωρίς καμία ενοχή για την δικτατορία. Με όλο της το πολιτικό προσωπικό.Και το παρακράτος αλώβητο και έγκυρο. Κανονικοποιημένο. Το πιό πιθανό είναι ότι θα είχαμε ακόμη και το χουντικό Σύνταγμα του 73. Όπως στη Χιλή!
Αν προσμετρήσουμε όλες τις θεσμικές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης 1974-85 και παρά τις πολλές αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας την μέχρι τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, μόνιμη ήταν και είναι η αναφορά των κορυφαίων υπουργών της κυβέρνησης(Βορίδης, Γεωργιάδης) στην ανάγκη να σπάσει η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς γιατί ακόμη και τα ελάχιστα δυστυχώς απομεινάρια της, μετά την συντριβή του 2015 είναι που μας επιτρέπουν να κρατάμε την έγκυρη σημαία των αγώνων για την Ισότητα και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα.
Μόνο αν μετρήσουμε όλα τα παραπάνω με όλες τις συνδηλώσεις της καθημερινής ζωής από το 74 ως τώρα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την πληρωμένη με το αίμα και την αγωνία εκείνων των αγώνων ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΟΥ ΕΜΠΟΔΙΣΕ ΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ: Την επίσημη και καθημερινή αναγνώριση της χούντας αμέσως μετά την ελεγχόμενη μετάβαση που δεν έγινε, σαν γόνιμης περιόδου με λίγο υποβαθμισμένη δημοκρατία!
Αντίθετα: η εξέλιξη των τελευταίων ετών και η αξιακή -ιδεολογική ηγεμονία της δεξιάς που ξεκίνησε μετά το 2017 είναι επισφαλής-όσο κι αν εμπεδώνεται αντιφωνείται στην καθημερινή ζωή.
Τελικά η προσφορά του Πολυτεχνείου είναι διαρκής. Είναι το «ΔΕΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ»