Ένα από τα πρώτα στοιχεία που σχολιάστηκαν αμέσως μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης Μπόριτς και του Frente Amplio [Ευρύ Μέτωπο] στην Χιλή ήταν η πλειοψηφική παρουσία γυναικών σε αυτή, η ανάληψη από μέρους ορισμένων από τα πιο σημαντικά χαρτοφυλάκια και ειδικότερα ο διορισμός της Καμίλα Βαλέχο –άλλοτε εμβληματικής φιγούρας του χιλιανού φοιτητικού κινήματος– στη θέση της γενικής γραμματέα της κυβέρνησης. Η παρουσία τόσων γυναικών στην κυβέρνηση της Χιλής αναγνωρίστηκε ως μια ιστορική πρώτη στην ιστορία των κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής. Αντίστοιχα, η επιλογή του επικεφαλής της κυβέρνησης να συγκροτήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με πλειοψηφική παρουσία γυναικών ερμηνεύτηκε ως αποτύπωση μιας νέας προσέγγισης της λατινοαμερικάνικης αριστερής πολιτικής, η οποία διαπνέεται από μία δυναμική φεμινιστική πολιτική κουλτούρα. Σε αυτά προστέθηκε και η αναγνώριση ότι η ανάδειξη του συγκεκριμένου συνδυασμού της Αριστεράς στην κυβέρνηση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ψήφο των γυναικών σ.1 Ruben Aguilar, “En el Nuevo gobierno de Chile la mayoria son mujeres”, Animal Politico, 16.03.2022, διαθέσιμο: www.animalpolitico.com/lo-que-quiso-decir/en-el-nuevo-gobierno-de-chile-la-mayoria-son-mujeres. Προφανώς, η εξέλιξη αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την αναβαθμισμένη επίδραση του φεμινισμού στην Χιλή την τελευταία περίοδο, καθώς και τη φεμινιστική καμπάνια για τη συνταγματική μεταρρύθμιση σ.2Toν περασμένο Φεβρουάριο η Συντακτική Συνέλευση της Χιλής ενέκρινε την προσθήκη 23 άρθρων για θέματα φύλου και αναπαραγωγικών δικαιωμάτων στο νέο σύνταγμα της χώρας. (Cecilia Roman, “La huella feminista en la nueva carta magna de Chile”, 06.04.2022, διαθέσιμο εδώ: (www.opendemocracy.net/es/la-huella-feminista-en-la-nueva-carta-magna-de-chile).
Το παράδειγμά αυτό είναι αρκετά αντιπροσωπευτικός δείκτης του ότι το φύλο και σε κάποιες περιπτώσεις η ηλικία –εν προκειμένω σχολιάστηκε θετικά και ο χαμηλός μέσος όρος ηλικίας των μελών της κυβέρνησης– αποτελούν στοιχεία που ερμηνεύονται ως θετικά καθαυτά. Το ενδιαφέρον για την καλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών καθώς για την πολιτική για το φύλο αντανακλά το δίχως άλλο μια αισιόδοξη μετατόπιση των κομμάτων της Αριστεράς. Τι υπάρχει όμως αν σκάψουμε λίγο πιο βαθιά; Μήπως οι διακηρυκτικοί λόγοι που υιοθετούνται σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγουν να αναπαράγουν τις κυρίαρχες έμφυλες ιεραρχήσεις και τις ουσιοκρατικές αντιλήψεις περί φύλου; Mήπως τελικά η ισότητα δοκιμάζεται και στην πράξη μέσα από τις διαδικασίες που την προωθούν ή την εμποδίζουν;
Προβλήματα εκπροσώπησης και θεσμικές λύσεις υπό δοκιμή
Αν και ήδη από τη δεκαετία του εβδομήντα οι φεμινίστριες της Νέας Αριστεράς εισήγαγαν με συστηματικό τρόπο μια νέα μεθοδολογία για την ανάλυση του ρόλου των γυναικών στο εσωτερικό των κομμάτων της Αριστεράς, αναδεικνύοντας ένα πλέγμα δομικών ανισοτήτων στην πολιτική πρακτική αλλά και στο πεδίο του πολιτικού λόγου, η σύγχρονη βιβλιογραφική συζήτηση για το ίδιο θέμα επαναπροσεγγίζει με μεγαλύτερη έμφαση θέματα που αφορούν την παρουσία των γυναικών στα όργανα και στις δομές λήψης αποφάσεων των κομμάτων ή άλλων συλλογικών μορφωμάτων. Η επιστροφή σε αυτά τα θέματα συνοδεύεται και από μια παραδοχή ότι οι έμφυλες ανισότητες στο εσωτερικό των κομμάτων εξακολουθούν να επιβιώνουν ακόμη και σε μια περίοδο κατά την οποία ο ριζοσπαστικός φεμινισμός επανακτά τη θέση του ως του πιο επιδραστικού κινήματος της εποχής. Έτσι, έννοιες και πολιτικές πρακτικές ή ακόμη και τακτικά μέτρα για την εξάλειψη της έμφυλης διάκρισης συζητιούνται ξανά υπό το πρίσμα της τρέχουσας πολιτικής και κοινωνικής εμπειρίας και της διαρκώς δοκιμαζόμενης αριστερής εναλλακτικής.
Aντίστοιχα, η προβληματική αυτή μεταφέρεται και στον εσωτερικό διάλογο των κομμάτων της Αριστεράς και αναδεικνύεται ως ο κρισιμότερος δείκτης της έμφυλης ισορροπίας σε αυτά. Η εύλογη αυτή ιεράρχηση, ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγει να εργαλειοποιεί την ανάδειξη γυναικών σε θέσεις ευθύνης, παραγνωρίζοντας ή αποσιωπώντας τις πρόδηλες έμφυλες ανισότητες που αναπαράγονται στην εσωτερική λειτουργία. Επίσης, ακόμη μέχρι σήμερα, η υποεκπροσώπηση των γυναικών στα όργανα και στις δομές λήψης αποφάσεων των κομμάτων επιχειρείται να αντιμετωπιστεί με πατερναλιστικού τύπου εγκλήσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν ακούγεται σε μια πολιτική διαδικασία η φράση «ας μιλήσουν οι γυναίκες».
Από την άλλη πλευρά, σε μια συνθήκη ολοένα και μεγαλύτερης επιδραστικότητας του φεμινισμού στα κινήματα, οι φεμινιστικές διεκδικήσεις στο εσωτερικό των κομμάτων εκφράζονται με μεγαλύτερη ωριμότητα, αμφισβητώντας καθιερωμένες προσλήψεις της πολιτικής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεσμικά μέτρα, όπως για παράδειγμα η ποσόστωση φύλου, επανεξετάζονται αναφορικά με τη λειτουργία τους και την αποτελεσματικότητα τους. Aπό τη σκοπιά αυτή η κριτική της Τζόαν Γουόλεκ Σκοτ για μια εκδοχή του φεμινισμού της parité σ.3Η πιο πειστική απόδοση στα ελληνικά είναι ισοτιμία. (Joan Wallach Scott, Parité: Sexual Equality and the Crisis of French Universalism, 2005) σ.4 H Σκοτ υποστήριξε ότι οι γαλλίδες φεμινίστριες της parité επιδίωξαν να εξισώσουν τις γυναίκες με την οικουμενική κατηγορία του πολίτη συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων στην πολιτική. επικαιροποιείται εκ νέου, σε αντίστιξη προς θεωρητικές προσεγγίσεις αλλά και πολιτικές πρακτικές που αγνοούν ή αποσιωπούν το σύνθετο πλέγμα της έμφυλης ανισότητας στο εσωτερικό των κομμάτων.
Η Αριστερά και ο νέος φεμινισμός
Βέβαια, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ενενήντα, στην οποία έχει τις καταβολές του αυτός ο διάλογος για την ισότητα και τη διαφορά (ή την απουσία της τελευταίας), η συζήτηση για τα θέματα της έμφυλης ισότητας και του ρόλου των γυναικών στο εσωτερικό των κομμάτων επικαθορίζεται και διαμορφώνεται από πολλαπλούς λόγους για το φύλο, τη σεξουαλικότητα καθώς και για τη σχέση των κομμάτων με το φεμινιστικό κίνημα. Επιπλέον, η πολιτική και κοινωνική συγκυρία –το κίνημα #metoo, οι φεμινιστικές απεργίες, το κίνημα για την υπεράσπιση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών καθώς και οι φεμινιστικές διεκδικήσεις για την εξάλειψη της έμφυλης βίας– έχουν διαμορφώσει ένα νέο, δυναμικό και πολλαπλά υποσχόμενο πεδίο πολιτικής πάλης. Υπό την έννοια αυτή, «ο φεμινισμός για το 99%», όπως τον χαρακτηρίζουν στο βιβλίο τους οι Αρούτσα, Μπατατσάρια και Φρέιζερ (C. Aruza, T, Bhattacharya, N. Fraser, Feminism for the 99%: Α manifesto, Verso, 2019) σ.5Με το «μανιφέστο» τους, οι συγγραφείς επιμένουν στη ταξική και αντικαπιταλιστική διάσταση των φεμινιστικών διεκδικήσεων ασκώντας κριτική σε μία μερική αντίληψη του φεμινισμού που εξαντλείται στη διεκδίκηση της ανάδειξης των γυναικών σε ρόλους στελεχών στην ιδιωτική οικονομία. εκφράζει μια νέα αντίληψη για τον φεμινισμό ως μια νέα μορφή πολιτικής διεκδίκησης που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της δευτερεύουσας αντίθεσης ή ακόμη περισσότερο της πολιτικής για την ταυτότητα. Σε αυτή τη νέα κατάσταση τίθεται επίσης υπό αμφισβήτηση η παραδοσιακή σχέση των αριστερών κομμάτων με τα κινήματα και με το φεμινιστικό κίνημα, ειδικότερα όταν το τελευταίο πασχίζει να εκπροσωπήσει αυτό το 99%. Κι επιπλέον, όταν τα σύγχρονα κόμματα ή συνασπισμοί κομμάτων της Αριστεράς αποτυγχάνουν να κατανοήσουν και να συμπεριλάβουν τα φεμινιστικά αιτήματα στην αριστερή εναλλακτική που προτείνουν.
Μια άλλη κρίσιμη πλευρά, πέρα από τα θέματα της εκπροσώπησης των γυναικών στις δομές των κομμάτων, αφορά τις άτυπες αλλά καθιερωμένες εσωτερικές ιεραρχίες φύλου. Ακόμη, παραμένει πρόδηλη η αδυναμία της Αριστεράς να κατανοήσει τις πολιτικές διαστάσεις της φροντίδας και της κοινωνικής αναπαραγωγής και συνεπώς να διαμορφώσει ένα πλαίσιο που να αμφισβητεί αν όχι και να εξαλείφει πλήρως τους αποκλεισμούς από τις πολιτικές διαδικασίες που υφίστανται τα υποκείμενα – γυναίκες και άλλα άτομα- που έχουν υποχρεώσεις φροντίδας. Αντίστοιχα ισχύει και για τα θέματα που αφορούν την έμφυλη βία – ψυχολογική ή σωματική-, τις παραβιαστικές συμπεριφορές και την τοξική αρρενωπότητα που ενίοτε επιβιώνουν στις εσωτερικές λειτουργίες των κομμάτων. Ακόμη, είναι βέβαιο πως δεν έχουν εξαλειφθεί οι άνισοι έμφυλοι καταμερισμοί στους ρόλους, είτε σε θέματα παραγωγής πολιτικής ή καθημερινής πολιτικής παρέμβασης. Με τα προβλήματα αυτά έχουν αναμετρηθεί με συστηματικό τρόπο τα ρεύματα της πολιτικής αυτονομίας, που σήμερα αποτελούν πολιτική αναφορά εγχειρημάτων οριζόντιας αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης (στέκια, καταλήψεις, αυτοοργανωμένες δομές για την κοινωνική φροντίδα κα.), που λειτουργούν με έναν προσανατολισμό στο κοινωνικό πεδίο αλλά δεν επιδιώκουν να εκφραστούν πολιτικά. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τη διαχείριση των φαινομένων έμφυλης βίας και παραβιαστικών συμπεριφορών, τα εγχειρήματα αυτά συνήθως αποδίδουν έμφαση στη δημιουργία ασφαλών χώρων σ.6Aναφορά στον όρο “safe space”. , αναπαράγοντας όμως μ’ αυτόν τον τρόπο ένα κλειστό δίπολο ευαλωτότητας και συμπερίληψης. Οπωσδήποτε, η άνθηση του ριζοσπαστικού φεμινιστικού κινήματος αναγνωρίζεται από την Αριστερά ως ένα κρίσιμο πολιτικό γεγονός και συνεπώς τα κόμματα και οι οργανώσεις επιδιώκουν τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική σύνδεση με αυτό. Το γεγονός αυτό αντανακλά μια αισιόδοξη μετατόπιση του πολιτικού ενδιαφέροντος και μιας νέας πολιτικής κουλτούρας στο εσωτερικό τους, η οποία όμως συχνά δε συμβαδίζει με μια αναζήτηση νέων τρόπων σύνδεσης και παρέμβασης στα κινήματα. Αυτό έχει ως συνέπεια να μεταφέρεται από τα κόμματα στο πεδίο του φεμινισμού μια τυπική μεθοδολογία οργάνωσης και παρέμβασης, χωρίς τις αναγκαίες εξειδικεύσεις. Οι πιο προβληματικές εκδηλώσεις αυτής τάσης σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγουν να μεταφέρουν τους μικροανταγωνισμούς πολιτικών συλλογικοτήτων στο πεδίο του φεμινισμούσ.7 Όπως όταν για παράδειγμα φεμινιστικές πρωτοβουλίες ή φεμνιστικά μέτωπα αντιμετωπίζονται από τα κόμματα ως αντίστοιχα εργατικών μετώπων.. Όλα τα παραπάνω αντανακλούν, μεταξύ άλλων, μια διάχυτη αμηχανία απέναντι στον ανανεούμενο φεμινιστικό διάλογο και τις σύγχρονες φεμινιστικές θεωρητικές επεξεργασίες. Η αμηχανία αυτή συνδέεται και με μια ιδεολογική ρευστοποίηση, η όποια εκφράζεται και ως έλλειψη κατανόησης της ιστορικής σχέσης του φεμινισμού με την Αριστερά και συνεπώς των θεμελιωδών θεωρητικών επεξεργασιών γύρω από τα ζητήματα του φύλου και της ισότητας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, ότι όψεις της φεμινιστικής κριτικής που σχετίζονται με την προσέγγιση του κράτους, του κράτους πρόνοιας αλλά και των πολιτικών που ρυθμίζουν τη φροντίδα είναι λιγότερο γνωστές στο εσωτερικό των κομμάτων, κάτι που επιβεβαιώνεται και όταν προκύπτουν τέτοια θέματα στον δημόσιο διάλογο. Το γεγονός αυτό σήμερα εμφανίζεται και ως μια αντίθεση και μια ασυνέχεια στη σχέση φεμινιστικών διεκδικήσεων και αριστερής πολιτικής, δεδομένου ότι σε προηγούμενες δεκαετίες η ανάδειξη κομμάτων της Αριστεράς στην κυβέρνηση ή η συμμετοχή τους σε κυβερνητικούς σχηματισμούς σηματοδοτούσε την προώθηση ριζοσπαστικών φεμινιστικών αιτημάτων σε επίπεδο άσκησης πολιτικής. Όπως για παράδειγμα σημειώνει η Αλίς Ρομεριό στο βιβλίο της Le travail féministe. Le militantisme au Planning familial à l’épreuve de sa professionnalisation σ.8Alice Romerio, Le travail féministe. Le militantisme au Planning familial à l’épreuve de sa professionnalisation, Presses universitaires de Rennes, collection « Archives du féminisme », 2022 (2022), η τοποθέτηση της φεμινίστριας Υβέτ Ρουντί στη θέση της υπουργού Δικαιωμάτων των Γυναικών, το 1981 στη Γαλλία, είχε ως συνέπεια τον προσανατολισμό της πολιτικής για τον οικογενειακό προγραμματισμό (Planning Familial) σε ριζοσπαστική κατεύθυνση και τη συγκέντρωση αρκετών πόρων για την υλοποίηση της σ.9Το συγκεκριμένο απόσπασμα του βιβλίου της Alice Romerio δημοσιεύτηκε στο περιοδικο Contretemps: «Le travail feministe. Un extrait du livre d’Alice Romerio», Contretemps, 06.05.2022, διαθέσιμο στο: www.contretemps.eu/travail-feministe-planning-familial-romerio
. Στo σύγχρονo παράδειγμα της σχετικά νεοσύστατης κυβέρνησης της Χιλής, η φεμινιστική ταυτότητα της νέας κυβέρνησης κρίνεται και από την αναβάθμιση της πολιτικής σημασίας του υπουργείου για τη Γυναίκα και την Ισότητα των Φύλων και την ανάληψη πρωτοβουλιών πολιτικής για τα θέματα της ισότητας (Μinisterio de la Mujer y la equidad de Genero).
Είναι ο φεμινισμός το κίνημα της εποχής μας;
Aπό την άλλη πλευρά, είναι δεδομένο ότι η ανάπτυξη των νέων ρευμάτων ριζοσπαστικού φεμινισμού επιδρά με πολλαπλούς τρόπους στην εσωτερική λειτουργία των κομμάτων και δεν εξαντλείται στο επίπεδο της εκφώνησης. Όταν πριν από περίπου πέντε δεκαετίες οι Σίλα Ροουμπόθαμ, Λιν Σίγκαλ και Χίλαρι Γουέινραϊτ έγραψαν το Beyond the fragments: Feminism and the making of socialism (1979), διερευνούσαν τον ρόλο του φεμινισμού στην συγκρότηση μιας αριστερής εναλλακτικής απέναντι στην επιθετική επικράτηση του θατσερικού μοντέλου του νεοφιλελευθερισμού. Αρκετά χρόνια μετά, στην τρίτη αναθεωρημένη έκδοση αυτού του βιβλίου το 2013, οι συγγραφείς αναμετρήθηκαν με το ίδιο ερώτημα μέσα σε ένα πλαίσιο επιδεινούμενων οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κρίσεων. Εν προκειμένω, η έμφαση αποδόθηκε στην κρίσιμη συμβολή του φεμινισμού στην οικοδόμηση δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ των κινημάτων, έτσι ώστε τα αιτήματα τους να καταλήγουν να εκφράζονται πολιτικά σε μία περίοδο κατά την οποία ευνοούνται οι συνασπισμοί της Αριστεράς.
Με άλλα λόγια, μέσα από το πρίσμα της πρόσφατης εμπειρίας των κινημάτων ενάντια στη λιτότητα και στον νεοφιλελευθερισμό η αναγνώριση του αναβαθμισμένου πολιτικού ρόλου του φεμινιστικού κινήματος και των αξιών του μπορεί να αποτελεί και το κλειδί για τον φεμινιστικό μετασχηματισμό των κομμάτων και της εσωτερικής τους λειτουργίας και να γεφυρώσει τη διάσταση μεταξύ φεμινιστικής και αριστερής ταυτότητας. Ακόμη περισσότερο, η πολιτικοποίηση του φεμινισμού στο εσωτερικό των κομμάτων –όπως αντίστοιχα και της πολιτικής οικολογίας– απαιτεί και τη σταδιακή εγκατάλειψη των καθιερωμένων πρακτικών της διαμερισματοποιημένης πολιτικής.
Η έκφραση «η Αριστερά αν δεν είναι φεμινιστική, δεν είναι Αριστερά» παραμένει μια ταυτολογία αν δεν υλοποιείται μέσα από συγκεκριμένους στόχους πολιτικής. Η διαδικασία του φεμινιστικού μετασχηματισμού των κομμάτων της Αριστεράς περνάει μέσα από την καλύτερη κατανόηση και προσέγγιση των νέων φεμινιστικών αιτημάτων και των φεμινιστικών θεωρητικών επεξεργασιών. Η σχέση φεμινισμού – Αριστεράς πρέπει να οικοδομηθεί ξανά πέρα από βιαστικές, εργαλειακές απόπειρες μερικής ενσωμάτωσης φεμινιστικών αιτημάτων, οι οποίες εκδηλώνονται σαν ασκήσεις επί χάρτου σε ένα κατακερματισμένο πεδίο διαλόγου στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στα –πράγματι επιδραστικά– κοινωνικά δίκτυα. Ταυτόχρονα, η διαδικασία αυτή απαιτεί και την αναγνώριση των διαφορετικών ρευμάτων και τάσεων που υπάρχουν στο εσωτερικό του φεμινιστικού κινήματος σήμερα, καθώς και η διαμόρφωση χώρου για ιδεολογική αντιπαράθεση και ζύμωση αυτών των τάσεων και μέσα στα κόμματα.
ΥΓ: Παραθέτω ενδεικτικά κάποια κείμενα που προσεγγίζουν όψεις της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας για τη συμμετοχή των γυναικών στις οργανώσεις της Αριστεράς και ευρύτερα στο κίνημα: Σούλα Μαρινούδη, Η ζωή χωρίς εμένα, Αθήνα: Futura, 2017, Αλίκη Κοσυφολόγου, Οι έμφυλες διαστάσεις του καθεστώτος λιτότητας στην Ελλάδα, Αθήνα: Ρόζα Λουξεμπουργκ, 2018, Αλίκη Κοσυφολόγου, Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Το φύλο του κινήματος, στο (επιμ) Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Στο εσωτερικό του κινήματος: Όψεις της ενδοκινηματικής ζωής στην Ελλάδα της κρίσης, Αθήνα: Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2020, επίσης για τη ΛΟΑΤΚΙ πολιτική και τη σχέση με το ριζοσπαστικό κίνημα στο (επιμ.) Αθανασίου, Γκουγκούσης, Παπανικολάου, Κουήρ πολιτική και δημόσια μνήμη: 30 κείμενα για τον Ζακ, Αθήνα: Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2020.
, μέλος του ΠΣ της Αναμέτρησης
πηγή: Εφημερίδα Εποχή
Υποσημείωσεις