Αρχική Δημοσίευση: commune.org.gr
Το νέο πρόγραμμα πρόσληψης νέων από 18 έως 29 ετών, που εξήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ, αφορά στην επιδότηση του «πρώτου ενσήμου» τους. Πρόκειται για πρόγραμμα που, όπως εξειδίκευσε o υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης, αφορά σε 6μηνη επιδότηση με 1.200 ευρώ για κάθε νέα πρόσληψη νέων, ανεξαρτήτως ειδικότητας ή εκπαιδευτικής κατηγορίας, κατά την πρώτη τους είσοδο στην αγορά εργασίας. Αυτή η κρατική επιδότηση επιμερίζεται μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου και θα περιλαμβάνεται στην ατομική σύμβαση εργασίας. Συγκεκριμένα, το ποσό επιμερίζεται ως εξής: 600 ευρώ για τους εργοδότες και 600 ευρώ για τους νέους και τις νέες ανέργους, επιπλέον της αμοιβής τους, που θα προσληφθούν από 1/1/2022. Σημαντική διευκρίνιση: τα 600 (ή 300 για μερική απασχόληση) ευρώ αφορούν όλο το διάστημα της επιδότησης, δηλαδή αφορούν 100 (ή 50 αντίστοιχα) ευρώ μηνιαίως.
Το πρόγραμμα «Πρώτο Ένσημο» θα συνδυαστεί με άλλα προγράμματα όπως το πρόγραμμα των 150.000 θέσεων εργασίας που επιδοτεί στο 100% τις ασφαλιστικές εισφορές των νεοπροσλαμβανόμενων. Το νέο πρόγραμμα, όπως έσπευσε να διευκρινίσει ο υπουργός Εργασίας, θα συνοδεύεται από ρήτρα διατήρησης των θέσεων εργασίας παρόμοια με αυτή που ισχύει για άλλα προγράμματα, του υπουργείου ή του ΟΑΕΔ.[1]
Τα προγράμματα «ενεργοποίησης» των ανέργων
Πριν, εξετάσουμε περαιτέρω τον σκοπό αυτού του προγράμματος , χρήσιμο είναι να δούμε σε ποια αντίληψη εδράζονται τα προγράμματα αυτά. Τα προγράμματα αυτά εντάσσονται στον στόχο της «ενεργοποίησης» των ανέργων. Τέτοιες πολιτικές υιοθετήθηκαν και προωθήθηκαν μέσα από την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση (ΕΣΑ). Η οποία, κυρίως μετά την κρίση, επικεντρώνεται στην «ευελιξία με ασφάλεια» (flexicurity), προώθηση δηλαδή των ευέλικτων μορφών εργασίας, ως μέσο μείωσης του εργατικού κόστους, αλλά και διατήρηση κάποιας μορφής «ασφάλειας» των εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό, η ενεργοποίηση των εφεδρειών του εργατικού δυναμικού -γυναίκες , νέοι/ες και ηλικιωμένοι/ες-, θεωρήθηκε ότι θα τονώσει την αγορά εργασίας.
Η ενεργοποίηση των ανέργων αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής (Απασχολησιμότητα, ενεργοποίηση των ανέργων και ευελιξία με ασφάλεια) της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόλησης στα κράτη-μέλη της ΕΕ, μέχρι και σήμερα. Ειδικότερα η ενεργοποίηση των νέων αφορούσε προγράμματα απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (πρακτική άσκηση, μαθητεία) τα οποία συνοδεύονται και με μισθολογικά κίνητρα- για τους εργοδότες. Να θυμηθούμε ότι στο παρελθόν η θέσπιση του υπο-κατώτατου μισθού για τους νέους και τις νέες εργαζόμενες αποτέλεσε ένα τέτοιο κίνητρο – για τους εργοδότες προφανώς. Παρά το γεγονός ότι κείμενα όπως η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι νομικά δεσμευτικά –όπως οι Οδηγίες– αλλά περιέχουν κοινούς στόχους και κατευθύνσεις (soft law), αυτές οι πολιτικές και τα μέτρα εφαρμογής τους έχουν κυριαρχήσει στις πολιτικές απασχόλησης των κρατών-μελών, μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων, που εξάλλου αποτελούν πλέον την κύρια πηγή χρηματοδότησης αυτών των πολιτικών.
Διαρθρωτική ανεργία και ατομική ευθύνη
Τι μας λένε λοιπόν αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές απασχόλησης; Αναγνωρίζουν ότι η ανεργία είναι κυρίως διαρθρωτική, οφείλεται δηλαδή στις αναντιστοιχίες μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας. Η καταπολέμησή της μπορεί να επιτευχθεί με την μείωση του κόστους εργασίας και την κατάρτιση των ανέργων, ώστε να αντιστοιχηθούν τα προσόντα τους με τις απαιτήσεις των επιχειρήσεων. Η μείωση του κόστους εργασίας επιτυγχάνεται τόσο με μέτρα ενίσχυσης της ευελιξίας της εργασίας όσο και με τη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους εργασίας», δηλαδή του μέρους του μισθού που παρακρατείται για τις συντάξεις των εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές απασχόλησης κατηγοριοποιήθηκαν σε «ενεργητικές» και «παθητικές». Παθητικές χαρακτηρίστηκαν οι αναδιανεμητικές πολιτικές, όπως τα επιδόματα ανεργίας, τα οποία δεν ενεργοποιούν τους ανέργους. H ανεργία, σύμφωνα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη λογική, είναι αποτέλεσμα ατομικής επιλογής και αποτελεί εξατομικευμένη ευθύνη˙ ως εκ τούτου, η προστασία των ανέργων, η κοινωνική αναπαραγωγή τους δεν αποτελεί δημόσια υποχρέωση. Αυτή η ηθικο-πολιτική προσέγγιση της ανεργίας που κυριάρχησε μετά την αμφισβήτηση του καπιταλιστικού κράτους-πρόνοιας, ενοχοποίησε τους ίδιους τους ανέργους για την κατάσταση της ανεργίας τους.
Το ιστορικό
Ας δούμε σύντομα το ιστορικό αυτών των πολιτικών ενεργοποίησης των νέων που στόχο έχουν την ένταξή τους στην αγορά εργασία και την μείωση της ανεργίας των νέων, όπως αυτές εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα.
- Το 2010 καθιερώνονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου για τους νέους 18-25 ετών, προκειμένου να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία. Οι αποδοχές των νέων εργαζόμενων είναι το 80% του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ.[2]
- Στη συνέχεια έχουμε την περικοπή του κατώτατου μισθού των εργαζομένων κάτω των 25 ετών: η αμοιβή τους ορίζεται στο 84% του κατώτατου εθνικού μισθού της ΕΓΣΣΕ.[3]
- Το 2012 θεσμοθετήθηκε ο περίφημος «υπο-κατώτατος μισθός», με τον οποίο μειώθηκαν κατά 32% οι μισθοί που ορίζονταν από την ΕΓΣΣΕ για τους νέους και τις νέες κάτω των 25 ετών.[4] Η αμοιβή των νέων καθορίστηκε στα 510,94 ευρώ (καθαρά 440,44 ευρώ).
- Υλοποιήθηκαν προγράμματα απασχόλησης ανέργων με επιδότηση μέχρι και το 100% των ασφαλιστικών εισφορών από τον ΟΑΕΔ, και θεσπίστηκε η επιταγή επανένταξης (voucher) στην αγορά εργασίας για επιδοτούμενους ανέργους.
Περίπου 12 χρόνια μετά από την άσκηση αυτών των πολιτικών απασχόλησης για τους νέους και τις νέες άνεργους /ες, η ανεργία των νέων στην Ελλάδα παραμένει παρά τις παντός είδους «ευελιξίες» υψηλή, στο 38,2 %. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό κράτους-μέλους της ΕΕ. Το γεγονός αυτό δηλώνει την παταγώδη αποτυχία αυτών των πολιτικών, οι οποίες ελάχιστη έως μηδαμινή επίδραση έχουν στα ποσοστά ανεργίας των νέων.
Ωστόσο, το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας συνδέεται άμεσα με το μισθολογικό κόστος. Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ότι η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός σωρευτικά μειώνεται από το 2010, το μοναδικό κράτος-μέλος στο οποίο ο καθαρός μέσος μισθός μειώθηκε το 2020 και το κράτος-μέλος στο οποίο το 66% των θέσεων απασχόλησης αφορούν σε θέσεις αμειβόμενες με τον κατώτατο μισθό. Πρόσφατα η κυβέρνηση της ΝΔ μείωσε τις ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και κυρίως εργοδοτών. Οι εισφορές για πλήρη απασχόληση μειώθηκαν από 4,25% σε 2,40%. Παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα έχουμε από τις πιο χαμηλές αμοιβές και ασφαλιστικές εισφορές, οι κυβερνώντες επιμένουν ότι το «μισθολογικό κόστος» (είναι χρήσιμο να σημειώσουμε ξανά ότι πρόκειται για το τμήμα του εργατικού μισθού που παρακρατείται για τις συντάξεις, κι όχι για «φόρο») εμποδίζει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
«Πρώτο ένσημο»: χαρακτηριστικά του προγράμματος
Επιστρέφουμε στο πρόγραμμα «Πρώτο ένσημο» για τους νεοπροσλαμβανόμενους για να αναδείξουμε κάποια από τα χαρακτηριστικά του. Με δεδομένο ότι οι μισθοί των νέων συγκεντρώνονται γύρω από τον κατώτατο μισθό, ο πρώτος βασικός μισθός των νέων μέχρι 29 ετών, που θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα, στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα θα διαμορφώνεται σε 570 ευρώ. Ο κατώτατος μισθός των νεοπροσλαμβανόμενων εργαζομένων είναι 663 ευρώ, καθαρά 570 ευρώ, με την επιδότηση οι αποδοχές τους θα ανέρχονται σε 670 ευρώ το μήνα για θέση πλήρης απασχόλησης. Το ποσό αυτό μειώνεται σε 50 ευρώ για μερική απασχόληση. Αντίστοιχη είναι η κρατική επιδότηση προς τους εργοδότες, ως κίνητρο για πρόσληψη των νέων εργαζομένων χωρίς επαγγελματική εμπειρία. Σε συνδυασμό με την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών στο 100%, οι εργοδότες θα μπορούν να αγοράζουν εργατική δύναμη μέσα από δεξαμενή επιδοτούμενου εργατικού δυναμικού. Εργατικό δυναμικό που θα λειτουργεί αντικειμενικά ανταγωνιστικά τόσο ως προς άλλους νέους εργαζόμενους που δεν εντάσσονται στο πρόγραμμα όσο και ως προς τους πιο ηλικιωμένους εργαζόμενους με τριετίες ή οικογενειακά επιδόματα.
Ο υπουργός Εργασίας έσπευσε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, διευκρινίζοντας ότι το πρόγραμμα θα έχει ρήτρα διατήρησης της θέσης εργασίας. Ωστόσο, η ρήτρα διατήρησης της θέσης εργασίας -για χρονικό διάστημα που είναι άγνωστο- δεν εγγυάται την διατήρηση του/της επιδοτούμενου/νης άνεργου νέου /άνεργης νέας στην θέση εργασίας , καθώς αυτή θα ανακυκλώνεται μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας τους.
Οι άνεργοι, «επιχειρηματίες της εργατικής τους δύναμης»
Ο υπουργός Εργασίας επεσήμανε τη διαφορά αυτού του νέου προγράμματος σε σχέση με παλαιότερα προγράμματα του ΟΑΕΔ λέγοντας τα εξής: «Κινητροδοτεί τον ίδιο τον νέο να βρει την ενδιαφερόμενη επιχείρηση που θα τον προσλάβει προκειμένου να λάβει την επιδότηση. Δεν χρειάζεται δηλαδή στο συγκεκριμένο πρόγραμμα κάποια μεσολάβηση του ΟΑΕΔ». Με ατό τον τρόπο οι νέοι εργαζόμενοι λειτουργούν ως «επιχειρηματίες της εργατικής τους δύναμης», αναλαμβάνουν μόνοι τους την ανεύρεση του εργοδότη τους, εισέρχονται «ελεύθεροι» στην αγορά εργασίας ως ιδιοκτήτες του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης τους αλλά και ως ισότιμα μέλη μιας εμπορικής συμφωνίας. Η επιτυχία ή αποτυχία αυτής της συμφωνίας-σύναψη ατομικής σύμβασης είναι αποκλειστικά ατομική ευθύνη. Οι άνεργοι όχι μόνο δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται από «ένδεια φιλοδοξιών», αλλά θα πρέπει να λειτουργούν και ως «επιχειρηματίες» που δεν έχουν ανάγκη τη διαμεσολάβηση των δημόσιων υπηρεσιών.
Το μπόνους των 100 ευρώ επί του μηνιαίου κατώτατου μισθού των επιδοτούμενων νέων ανέργων λειτουργεί ως κίνητρο ενεργοποίησής τους ως «επιχειρηματιών της εργατικής τους δύναμης». Αυτό το μπόνους περιέχει υπόρρητα την αντίληψη ότι οι νέοι και οι νέες δεν αναλαμβάνουν εύκολα την ατομική τους ευθύνη. Να θυμηθούμε ότι κατά τη διάρκεια της διαχείρισης των πρώτων κυμάτων της πανδημίας, η ρητορική της κυβέρνησης για τους νέους και τις νέες επικεντρώθηκε γύρω από την ανευθυνότητά τους, η οποία αρχικά αντιμετωπίστηκε με την καταστολή και στην συνέχεια με χρηματικά κίνητρα για τον εμβολιασμό τους.
Το πρόγραμμα για το «Πρώτο ένσημο» δεν αποτελεί μόνο μια κρατική πολιτική διαχείρισης και αναπαραγωγής της ανεργίας. Το κράτος παρεμβαίνει και αναλαμβάνει τον ρόλο του επιτηρητή της αγοράς εργασίας, που ως τέτοιος έχει τη δύναμη να κρατά χαμηλά τις τιμές τους εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης. Διασφαλίζει την αποπολιτικοποίηση των σχέσεων μεταξύ των αγοραστών και των πολιτών της εργασιακής δύναμης. Το κράτος δεν μπορεί να είναι δέκτης αιτημάτων των υποτελών τάξεων για προστασία˙ εκπαιδεύει τους πωλητές της εργασιακής δύναμης σαν ελεύθερους επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν την ευθύνη της έκβασης της συναλλαγής.
* Η Δ.Σταθοπούλου εργάζεται στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας
[1] https://ypergasias.gov.gr/k-chatzidakis-enischyoume-tin-apascholisi-stirizoume-to-eisodima-ton-ergazomenon/
[2] Ν. 3845/10
[3] Ν. 3863/10
[4] Ν. 4046/12 (μνημόνιο). Στον ίδιο νόμο μειώνονται κατά 22% οι μισθοί που προβλέπονται από την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ)