του Θάνου Ανδρίτσου στην Εποχή
Όπως γίνεται συνήθως, η ζωή άλλαξε δίχως να κοιτάξει τη δική μας (αριστερή;) μελαγχολία. Το πολιτικό τοπίο, τα καθήκοντα, οι δυνατότητες, τα ερωτήματα και οι προβληματισμοί, τα πάντα είναι τελείως διαφορετικά από ότι δύο μόλις μήνες πριν. Παρότι εντοπίζονταν τάσεις κάμψης της κυβερνητικής κυριαρχίας των τελευταίων χρονών και σημάδια αύξησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας, η σημερινή συνθήκη συνιστά μια κατακλυσμιαία αλλαγή.
Τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή; Ο «δρόμος», η εισβολή των μαζών στο προσκήνιο μέσα από τις τεράστιες διαδηλώσεις της 26ης Γενάρη και η προετοιμασία της γενικής απεργίας της 28ης Φεβρουαρίου. Έχει σημασία η υπενθύμιση αυτού του -γνωστού από παλιά- μαθήματος. Όση οργή και αν συσσωρεύεται και όσα σχέδια και αν απεργάζεται η αντιπολίτευση, η πολιτική εξουσία κλονίζεται μόνο από την λαϊκή κινητοποίηση. Και αντιστρόφως, η ισχύς της εξουσίας τροφοδοτείται από την απουσία κοινωνικών αντιστάσεων.
Αυτή είναι η ελπίδα που γεννά η κομμουνιστική στράτευση. Όχι κάποια αφελής αισιοδοξία για μια νίκη που σίγουρα θα έρθει, αλλά η συνειδητή πίστη στη δυνατότητα της ταξικής πάλης να αλλάζει τον συσχετισμό δυνάμεων, να ανοίγει δρόμους εκεί που όλα μοιάζουν αδιέξοδα. Η Αριστερά δικαιώνει τον ρόλο της μόνο όταν εμπιστεύεται τον αγωνιζόμενο λαό, βασίζεται στο μαζικό κίνημα, δεν περιμένει πότε θα είναι «έτοιμη», ούτε διστάζει φοβισμένη μπροστά στις πάντοτε απρόβλεπτες εξελίξεις.
Αλήθεια, δικαιοσύνη απόδοση ευθυνών, λογοδοσία
Σαφώς δεν ήταν η Αριστερά και το οργανωμένο κίνημα που προκάλεσαν την τωρινή έκρηξη. Αν αναζητούσαμε υποκείμενα, αυτά δεν θα ήταν άλλα από τους ίδιους του γονείς των θυμάτων των Τεμπών, στους οποίους έπεσε το μοιραίο καθήκον να αναζητήσουν δικαιοσύνη. Αυτά τα δύο χρόνια, ο δίκαιος αγώνας τους για την αλήθεια και την τιμωρία των ενόχων, τους έφερε αντιμέτωπους με θεούς και δαίμονες και αποκάλυψε το δεύτερο διαρκές έγκλημα της ενορχηστρωμένης προσπάθειας συγκάλυψης από ένα κράτος και μια κυβέρνηση που δε διστάζει να παραχαράξει στοιχεία και να στοχοποιήσει ανθρώπους. Αυτό το δεύτερο έγκλημα ήρθε να προστεθεί στο πρώτο, την απαξίωση και διάλυση του σιδηροδρόμου, την εγκατάλειψη των δημόσιων υποδομών και υπηρεσιών. Ο συνδυασμός αυτός πυροδότησε το συναρπαστικό ξέσπασμα των τελευταίων εβδομάδων. Η ανάγκη της κοινωνίας να μην αφήσει μόνους τους συγγενείς των θυμάτων ή όσους δημοσιογράφους, επιστήμονες κ.α. συνεχίζουν να σκάβουν για την αναζήτηση της αλήθειας, απέναντι στις αγέλες λύκων που ανυπομονούν να τους κατασπαράξουν.
Για τον λόγο αυτό, στην επέτειο των δύο χρόνων από το δυστύχημα, κυριαρχεί το αίτημα για δικαιοσύνη, αποτροπή της συγκάλυψης και η απόδοση ευθυνών. Πράγματι, σε σχέση με δύο χρόνια πριν, τα αιτήματα για ασφαλείς και δημόσιες μεταφορές και εθνικοποίηση των τρένων βρίσκονται λίγο πιο πίσω. Όμως δεν χρειάζεται να προκαλεί καμία ανησυχία ή αμηχανία αυτό. Η κραυγή για αλήθεια, δικαιοσύνη και απόδοση ευθυνών δεν είναι λιγότερο πολιτική. Είναι η μάχη για την ίδια τη δημοκρατία απέναντι στη μόνιμη δυστοπία αδικίας, αυταρχισμού, ασυδοσίας και αλαζονείας που ζούμε εδώ και 15 χρόνια και ειδικά στα χρόνια της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Τα αιτήματα για δικαιοσύνη και λογοδοσία, με αυτά για δημόσιες και ασφαλείς δημόσιες υποδομές, μετακινήσεις και υπηρεσίες μπορούν να συμβάλλουν σε ένα συνολικό πλαίσιο διεκδικήσεων για την ανατροπή της πολιτικής που δολοφονεί. Να συνδεθούν με ευρύτερες διεκδικήσεις ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, την μόνιμη λιτότητα, τα μνημόνια διαρκείας, τη φτώχεια και την ακρίβεια. Και βέβαια να στοχεύσουν στον βασικότερο ένοχο απαιτώντας την ανατροπή της κυβέρνησης και των εγκληματικών πολιτικών. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε αυτονόητο. Αποτελεί πάντοτε στόχο των πιο συνειδητών κομματιών του κινήματος, αλλά δεν μπορεί να θεωρείται προϋπόθεση ή «καθήκον» των ανθρώπων που αποφασίζουν να παλέψουν. Μέσα στην πάλη, τα διαφορετικά αιτήματα δε χρειάζεται να συγκρούονται, το στοίχημα είναι να αθροίζονται, να συναρθρώνονται.

Τι να γινόμαστε στην προοπτική
Έτσι και οι άνθρωποι όταν κατεβαίνουμε στην πλατεία. Φέρνουμε ο καθένας και η καθεμία τις απόψεις και τα όνειρά μας. Τις γνώσεις, την ιδεολογία ή τις ιδεοληψίες μας, τις προκαταλήψεις μας, τις απόψεις του συρμού που αναπαράγουμε, την ομορφιά και την ασχήμια του κόσμου που ζούμε. Φέρνουμε και την πολιτικοποίηση που περισσότερο ή λιγότερο έχουμε. Δεν ερχόμαστε έτοιμοι και έτοιμες. Γινόμαστε. Φυσικά στα μεγάλα κοινωνικά συμβάντα δεν συμμετέχουν μόνο άτομα. Συμμετέχουν και συλλογικότητες, σωματεία, συνδικάτα και άλλες δομές οργάνωσης της εργατικής τάξης και της κοινωνίας. Αυτό είναι επίσης ένα στοίχημα: Τα μεγάλα λαϊκά ξεσπάσματα να συνδεθούν με μια προσπάθεια διαρκείας για την οργάνωση των «από κάτω», της πλατιάς εργαζόμενης πλειοψηφίας και της νέας γενιάς που πλήττονται περισσότερο από τη φτώχεια και τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, που έχουν ανάγκη για δημόσιες, ασφαλείς και φτηνές μεταφορές όπως και για αυξήσεις στους μισθούς, εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Όμως και αυτό δεν είναι προϋπόθεση, δεν είναι σημείο εκκίνησης αλλά προοπτικής.
Δεν θα μπορούσε η λαϊκή οργή απέναντι στο έγκλημα των Τεμπών να ξεπεράσει εύκολα δεκαετίες υποχώρησης του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η υποχώρηση είναι, άλλωστε, που ευθύνεται για το ότι η πίεση προς την κυβέρνηση για δικαιοσύνη δεν κυριάρχησε στην δημόσια ζωή εδώ και δύο χρόνια, αλλά κουβαλήθηκε αρκετές φορές μοναχικά από τους συγγενείς των θυμάτων και εκπροσωπήθηκε από τον σύλλογό τους και από τα κοινωνικά δίκτυα. Την ίδια στιγμή, η κορύφωση του αγώνα θα έρθει σε μια πανεργατική απεργία. Θα συνδεθεί αυτονόητα με όλα τα στοιχεία της «παραδοσιακής» οργάνωσης της τάξης και των αγώνων της, με τη συνέλευση, την απεργιακή επιτροπή, την προετοιμασία των υλικών, τη σύγκρουση με τον εργοδοτικό τσαμπουκά. Μέσα στη μαυρίλα και την καταχνιά, γεννήθηκαν αυτές οι μεγαλειώδεις στιγμές που θα καθορίσουν τα επόμενα χρόνια.
Η κοινωνία ξανακοιτάει τη δύναμή της
Αυτό το μεγαλείο είναι που τρομάζει την κυβέρνηση και το σύστημα. Δεν είναι μόνο η αυτοπεριφρούρησή τους ώστε να προστατευτούν οι ένοχοι. Είναι ο φόβος ότι μετά από μια δεκαετία απογοήτευσης και αγωνιστικής ύφεσης, η κοινωνία αρχίζει ξανά να κατανοεί τη δύναμη της, να αυξάνει τη διεκδικητικότητά της. Κατανοεί, πως η οργή για το έγκλημα των Τεμπών έχει μεγαλύτερο βάθος. Αναδεικνύει την ασφυξία που αισθάνεται το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας μέσα στη νέα απότομη κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου της τελευταίας διετίας μετά από μια μικρή περίοδο σχετικής σταθερότητας που πανηγυρίστηκε ως αναπτυξιακό θαύμα, έστω και αν αυτοί που το απόλαυσαν ήταν μια μειοψηφία. Συνδέεται με χρόνια αδικίας, με τη διαχείριση της πανδημίας, τις καταστροφές ολόκληρων περιοχών της χώρας, τη διάλυση της δημόσιας υγείας, την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, την έκρηξη των ανισοτήτων και το μοίρασμα της εξουσίας και του πλούτου σε μια μικρή παρέα πολιτικών και μεγαλοεπιχερηματιών. Σχετίζεται άμεσα με όλη την νεοφιλελεύθερη και μνημονιακή πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της διάλυσης των δημόσιων και κρατικών υπηρεσιών και υποδομών.
Υπεροπτικά νόμισε η Νέα Δημοκρατία πως η εκλογική της νίκη έσβησε την υπόθεση. Και των Τεμπών και των παλαιότερων πληγών. Λες και τα υπόγεια ρεύματα που διαμορφώνουν τη λαϊκή συνείδηση είναι υποθέσεις που περαιώνονται και κλείνουν. Κι όμως, οπότε θέλει η κοινωνία ανοίγει παλιούς λογαριασμούς. Συχνά και δέκα, δεκαπέντε χρόνων πίσω. Πρώτη τους άνοιξε η κυβέρνηση και τα συστημικά μέσα. «Έρχεται το χάος των αγανακτισμένων. Όπως και στις πλατείες, έτσι και τώρα θέλουν να ρίξουν τον Μητσοτάκη σε ένα σκοτεινό σχέδιο αποσταθεροποίησης. Θα χάσετε τα λεφτά σας». Αυτά ακούγονται εδώ και μέρες από τους φωνασκούντες υπουργούς και δημοσιογράφους. Αυτοί, και όχι τα δίκαια αιτήματα των συγγενών που σε μια δημοκρατική κοινωνία θα θεωρούνταν αυτονόητα και δεν θα παρουσιάζονταν σαν σχέδια εκτροπής, επέλεξαν να θυμίσουν το παρελθόν. Κι έκαναν λάθος, γιατί δεν έμαθαν τίποτα από αυτό. Έκαναν το ίδιο λάθος με τότε. Υποτίμησαν την κοινωνία, δεν θυμήθηκαν πως ούτε το 2011-2012, ούτε το 2015 αρκούσε η τρομοκράτηση για την καθυπόταξη του λαού. Όταν η «ομαλότητα» είναι να σκοτώνονται τα παιδιά μας σε διαλυμένους σιδηρόδρομους, όταν «κανονικότητα» είναι να μη μπορούμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς και να φεύγει τρέχοντας η νέα γενιά στο εξωτερικό, όταν «σταθερότητα» είναι μια κυβέρνηση συγκάλυψης, τότε ο φόβος για την απώλειά τους δεν είναι τόσο αποτρεπτικός.

“Ποτέ δεν ξεχνάμε”
Αντιθέτως εμείς δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε από την θύμηση του αντιμνημονιακού κινήματος, και των πλατειών, παρότι πάρα πολλά είναι διαφορετικά. Είναι σημαντικό να διασώσουμε τη μνήμη τους. Καταρχήν απέναντι στην κυρίαρχη αφήγηση που τις παρουσιάζει σαν ένα «λαϊκίστικο» χάος που παραλίγο να ρίξει τη χώρα στα βράχια. Όχι όμως μόνο από αυτή, αλλά και από μια σειρά αναθεωρητισμών που εμφανίζονται ή υπονοούνται από μεριές πιο κοντά στο κίνημα και την Αριστερά. Μια είναι η παρουσίασή τους ως ένα «θολό» κίνημα χωρίς επαρκές περιεχόμενο και δομές οργάνωσης που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στην εκλογή του Τσίπρα, τη συνθηκολόγηση και την ήττα του κινήματος. Μια άλλη, είναι αυτή που στρογγυλοκάθισε σε υπουργικές και βουλευτικές έδρες και πλέον αντιλαμβάνεται την πολιτική μόνο ως υπεύθυνα κεντροαριστερά σενάρια και πολιτικάντικα παιχνίδια. Αποστρέφονται τις πλατείες μόνο όσοι φοβούνται τη δύναμη το λαού, και τις υποτιμούν ή διαστρεβλώνουν όσες μιλάνε για λαϊκούς αγώνες και λαϊκά μέτωπα, αλλά χωρίς το λαό.
Το αντιμνημονιακό κίνημα ήταν μια ολόκληρη πενταετία μάχης, δεν ήταν ένα πράγμα. Οι πλατείες ήταν πολλοί κόσμοι μαζί. Και όχι μόνο η πάνω και η κάτω, όπως συχνά παρουσιάζεται σαν μια απόλυτη διαίρεση. Ήταν τα ιντερνετικά καλέσματα και οι συνελεύσεις, η πραγματική δημοκρατία και οι μούντζες, πρωτοβάθμια σωματεία, αριστερές οργανώσεις και κόμματα, πατριωτικοί σύλλογοι, κάθε είδους ομάδα και παρέα. Συγκρούσεις με την αστυνομία, διεθνής αλληλεγγύη αλλά και επικλήσεις για «έξω τα κόμματα», πολλά και διάφορα αιτήματα καμιά φορά αντικρουόμενα μεταξύ τους, περικυκλώσεις του Συντάγματος, εισβολή σε παρελάσεις, μικρές και τεράστιες απεργίες. Ένας ολόκληρος γαλαξίας. Όχι με αρμονική ταύτιση προφανώς. Συχνά σε άμεση σύγκρουση, μέσα όμως εκεί που έχει περισσότερη σημασία. Μέσα στις μαζικές κινητοποιήσεις του κόσμου, εκεί που μετατρέπεται σε υποκείμενο αγώνα και ανατροπής. Εκεί που συγκροτεί συνείδηση και αυτοπεποίθηση, που δεν ξεχνιούνται έτσι εύκολα. Οι πλατείες ήταν όλα αυτά μαζί. Και τότε υπήρχαν πραγματικότατοι φόβοι και ανησυχίες. Για την προοπτική, για την ακροδεξιά, για αντιδημοκρατική εκτροπή. Δικαίως υπήρχαν.
Εδώ θα κριθούμε και πάλι
Δικαίως υπάρχουν και σήμερα. Άλλωστε μετά την κυβερνητική ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία των άλλων αριστερών δυνάμεων να συγκροτήσουν ένα εν δυνάμει πλειοψηφικό ρεύμα αντίστασης, άλλες δυνάμεις με ασαφές ή ακροδεξιό πρόσημο μοιάζουν έτοιμες να ενισχυθούν. Αν και κατανοώ αυτούς του φόβους, δεν θα έλεγα ότι ενστερνίζομαι μια έντονη ανησυχία. Δεν μπορεί να υπάρξει παλλαϊκή κινητοποίηση στην οποία να εμφανιστεί ένα καθαρό ταξικό υποκείμενο χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις απόψεων και γραμμών, ακόμα και βαθιά αντιδραστικών. Όμως δεν είναι οι μεγάλοι αγώνες το εύφορο έδαφος για ακροδεξιές ή και φασιστικές απόψεις. Το αντίθετο, η ήττα των μεγάλων αγώνων τροφοδοτεί τα ρεύματα αυτά. Αυτό συνέβη και κατά την περίοδο των πλατειών, και μετά το 2015.
Έχει περάσει βέβαια μια δεκαετία, ίσως να ξεσυνηθίσαμε τον συνωστισμό. Ίσως να μην ήμασταν προετοιμασμένες μέσα στην απογοήτευση και τον αναστοχασμό μας. Ίσως να έχουμε κουραστεί από την προθέρμανση στους πολλούς μικρούς και μεγάλους αγώνες που έδιναν λιγότεροι άνθρωποι αυτά τα δέκα χρόνια. Δεν πειράζει, θα το βρούμε ξανά. Άλλωστε δεν χρειάστηκαν πολλά, και ο κόσμος της Αριστεράς συμμετείχε με όλη του την ψυχή στις κινητοποιήσεις που προηγήθηκαν. Εδώ θα κριθούμε και πάλι, πρώτα και κύρια για την ίδια την στράτευση και τη χρησιμότητά μας. Μεγαλύτερη ευκαιρία για πλατιά ανατρεπτική ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος μέσα στην τεράστια λαϊκή κίνηση αυτού του διαστήματος, δεν υπάρχει.
Με γνώση των κενών που υπάρχουν, αλλά και πίστη στο ότι οι μεγάλοι αγώνες ανοίγουν δρόμους. Φωτίζουν μονοπάτια εκεί που δεν φαινόταν τίποτα. Με διάθεση πρακτικής και πολιτικής εμπλοκής και συμβολής, χωρίς κουνημένα δάχτυλα. Με οργανωτική δουλειά, πρώτα και κύρια για την μαζικότητα της απεργίας, για την περιφρούρηση της διαδήλωσης από τις δυνάμεις καταστολής και την παραμονή στο Σύνταγμα. Με σχεδιασμό για την επόμενη μέρα και τη συνέχεια, μέσα από την συνεργασία και τον συντονισμό των κινημάτων. Με γνώση και νέα διάθεση και ορμή. Αυτός είναι ο δρόμος για την Αριστερά. Η αναγκαία συζήτηση για το αριστερό υποκείμενο που έχει ανάγκη η εποχή, περνάει πρώτα και κύρια από την συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ αντεπίθεσης, αντίστασης και ανατροπής. Αυτού του υποκειμένου που θα δημιουργήσει ξανά νέα αισιοδοξία και εμπιστοσύνη για έναν διαφορετικό δρόμο για την κοινωνία.