Πέτρος Στάυρου, ΣΒ Βορειανατολικών
Μετά τα «Τέμπη» το ερώτημα αυτό είναι το κυρίαρχο.
Η λογική αυτού του κειμένου συμβολής στον προσυνεδριακό διάλογο της Αναμέτρησης είναι η εξής: Να μην αρνηθεί καμία προτεραιότητα της περιόδου και να μη διστάσει να απαντήσει, ακόμα και με εξαιρετικά μερικό τρόπο, πρώτα σε όλα τα επείγοντα ερωτήματα που απασχολούν την οργάνωση και κατόπιν να τοποθετηθεί σε κάποιες προβληματικές που απασχολούν υπερσυγκυριακά τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής – ανταγωνιστικής αριστεράς. Έχει φτάσει ο καιρός που όλα τα υπερσυγκυριακά ζητήματα από κοινού με τα ερωτήματα της συγκυρίας καταλήγουν σε ένα σύνθετο ερώτημα: Ποια είναι η χρησιμότητα της αριστεράς σήμερα και ποια αριστερά χρειαζόμαστε;
Να πάμε με το ΜΕΡΑ 25 σε μία πιο μόνιμη συνεργασία – συμπόρευση;
Η απάντηση είναι αρνητική και θα εξηγηθεί το γιατί. Η κεντρικοπολιτική σκηνή, όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα, δεν απαιτεί, κανενός είδους ενότητα και συμπόρευση αριστερών δυνάμεων. Απαιτεί, πρωτίστως, μια άλλη αριστερά, επαναστατική ή ριζοσπαστική, που θα δεσμευτεί και θα δεσμεύσει δυνάμεις σε μια βαθιά μετασχηματιστική πολιτική παρέμβαση, υπέρ των κυριαρχούμενων τάξεων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Μια αριστερά που αν θέλει να λέγεται κομμουνιστική θα πρέπει να ανταγωνιστεί με τις άλλες μορφές ύπαρξης της αριστεράς, μεταξύ άλλων, και να τις «κερδίσει». Και αυτό γιατί τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών του 2023 αποκάλυψαν, για πρώτη φορά, τη δομή της πολιτικής διακυβέρνησης της ελληνικής δημοκρατίας, ως μιας μορφής αυταρχικής αστικής δημοκρατίας του ύστερου δυτικού – ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Τα στοιχεία αυτής της δομής είναι τα εξής:
α. Η «κοινωνική» συναίνεση δεν αποτελεί πλέον το θεμέλιο της αστικής δημοκρατίας. Στη θέση της έχει έρθει, εδώ και καιρό, η «εθνική» συναίνεση. Αυτή αποτελεί το θεμέλιο της πολιτικής διακυβέρνησης των «εθνικών» ζητημάτων από κυβερνήσεις που δεν βασίζονται τόσο σε «κοινωνικά» συμβόλαια όσο σε εθνικές – υπερεθνικές δεσμεύσεις πάνω σε ζητήματα ιδιοκτησίας, εθνικών – υπερεθνικών πολιτικών λιτότητας και ιμπεριαλισμού και στη εθνική – τοπική εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Έτσι, τα υπερεθνικά ζητήματα είναι στην ουσία βαθιά εθνικά ζητήματα γιατί οι κυβερνήσεις πρέπει να εκπροσωπούν τη «χώρα» και το «εθνικό», στο διεθνές περιβάλλον της ΕΕ, και όχι την εγχώρια κοινωνία και τα αιτήματα της.
β. Η ασυμμετρία δυνάμεων μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας έχει μεγαλώσει περισσότερο υπέρ της δεύτερης. Τα κράτη, ως μηχανισμοί, έχουν ενισχυθεί από τη συμμετοχή τους στην ΕΕ και κυρίως ο εκτελεστικός τους βραχίονας ενώ έχουν εκχωρήσει, συναινετικά, τομείς πολιτικών στο υπερεθνικό – διακρατικό επίπεδο. Στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, το συγκεκριμένο μοντέλο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας έρχεται να καθοδηγήσει και να διασώσει, από την πλήρη πολιτική ανυποληψία, και τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Η εκτελεστική εξουσία, στις μέρες μας, δεν παρεμβαίνει στη δικαστική εξουσία αλλά την «προστατεύει» από τα λαϊκά συμφέροντα. Η ενημέρωση και τα ΜΜΕ είναι ελεύθερα να πουν ότι θέλουν αλλά δεν είναι ανεξάρτητα και έτσι λένε αυτό που θέλουν αλλά όχι αυτό που συμβαίνει. Η νομοθετική εξουσία επικυρώνει τις πολιτικές, δεν τις διαμορφώνει. Η αστυνομία μας πάει «κορδόνι» στις πορείες, δεν παρακολουθεί απλώς, διαμορφώνει τις πορείες.
γ. Το κομματικό σύστημα είναι, πλέον, εξαιρετικά κατακερματισμένο και τα περισσότερα «αντί – συστημικά» κόμματα, προς τα δεξιά ή και τα αριστερά, είναι κόμματα θεματικά και εξειδικευμένα. Υπάρχουν κόμματα που διεξάγουν πολιτιστικούς και αντιμεταναστευτικούς «πολέμους», κόμματα της δικαστικής οδού, κόμματα της χριστιανοσύνης, κόμματα της συνεπούς ιδεολογίας, κόμματα ενάντια στην ασυδοσία των μεγάλων επιχειρήσεων, κόμματα των δικαιωμάτων, κόμματα της οικολογίας, κόμματα του χρηματοπιστωτικού εκδημοκρατισμού, κόμματα των προσωπικοτήτων και πάει λέγοντας. Η κομματική εξειδίκευση έχει αντικαταστήσει τα πλατιά ρεφορμιστικά κόμματα και προσπαθεί να καρπώνεται τα επικεντρωμένα, σε όψεις της πραγματικότητας, αιτήματα των κινημάτων. Τα παραδοσιακά δεξιά κυβερνητικά κόμματα έχουν αποχωρήσει από το «κοινωνικό συμβόλαιο» που υπηρετούσαν. Ο χώρος της υπερσυντηρητικής δεξιάς και ακροδεξιάς έχει διαμορφώσει τη δική του ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα, από το 2010, και αποτελεί αντίδραση στον αδιέξοδο, πάλαι ποτέ, κεντροδεξιό συγκλίνοντα δικομματισμό και τώρα στον πανίσχυρο αλλά εύθραυστο μονοκομματισμό.
δ. Στις εθνικές εκλογές του 2023, η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ σηματοδότησε ένα εντελώς πρωτοφανές πολιτικό αδιέξοδο: Οι λαϊκές τάξεις, οι εργαζόμενες/οι, η εργατική τάξη στο σύνολο της, οι καταπιεζόμενες κοινωνικές κατηγορίες δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν στη κεντρική πολιτική σκηνή, ούτε καν με κάποιον στρεβλό ή μερικό τρόπο, μέσω κάποιας πλατιάς ρεφορμιστικής πρακτικής. Το φαινόμενο αυτό, ήδη, αρχίζει και αναπτύσσεται από το 2016, μέσω του φαινομένου του αντι-σύριζα «μετώπου», ενισχύεται στην πολιτική εναλλαγή του 2019 και παίρνει τρομακτικές διαστάσεις στις εθνικές εκλογές του 2023 και στις ευρωεκλογές που ακολουθούν. Πλέον, η κοινωνία αυτονομείται από το κομματικό σύστημα και ειδικότερα οι κυριαρχούμενες τάξεις που, είτε απέχουν είτε έχουν περιστασιακές και πολύ συγκεκριμένες σχέσεις με αυτό (εξυπηρετήσεις επιβίωσης-μικρά ρουσφέτια αλλά και μεγάλα ), στα χνάρια των παλιών προδικτατορικών κομμάτων – δικτύων.
ε. Το νεότερο πολιτικό προσωπικό της ύστερης μεταπολίτευσης χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Η κατάρρευση του ρεφορμισμού, ο κατακερματισμός του κομματικού συστήματος και η έντονη θεματική εξειδίκευση του έχει αχρηστεύσει, σε μεγάλο βαθμό, τους κλασικούς μηχανισμούς παραγωγής πολιτικού προσωπικού, έχει διαλύσει πολιτικές επετηρίδες και έχει δημιουργήσει «υπαρξιακό άγχος» στη βάση των πολιτικών καριέρας του ευρύτερου προοδευτικού – αριστερού χώρου. Αρκετές φορές, η επίκληση για ενότητα, των μορφών της υπαρκτής αριστεράς, αποβλέπει περισσότερο στη σωτηρία της «καριέρας», παρά στην αναζήτηση κάποιας βιώσιμης και ταξικά χρήσιμης μορφής αριστερού πολιτικού υποκειμένου.
Έτσι, με τους όρους μιας πολιτικής αγοράς που στενεύει και μονοπωλείται από τα κόμματα της κεντροδεξιάς, τα μείζονα ερωτήματα δεν είναι “ποιος θα ρίξει τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση του;», ούτε βέβαια «ποια ενότητα της αριστεράς θέλουμε και με ποιους όρους;» όσο «σε τι χρησιμεύει η αριστερά σήμερα και τι είδους αριστερά χρειαζόμαστε;». Η ενότητα, το μέτωπο, η συνύπαρξη μορφών και ομάδων της αριστεράς αφορούν περισσότερο στο κίνημα και στην πρακτική σε «χώρους» και περιβάλλοντα τακτικών κινήσεων και σώρευσης πολιτικής εμπειρίας και πολιτικοποίησης, παρά στη στρατηγική αναζήτηση και τον προσανατολισμό, στο επίπεδο των πολιτικών εκπροσωπήσεων και της κεντρικής πολιτικής σκηνής.
Στο δεύτερο επίπεδο, απαιτούνται δραστικές επανιδρυτικές και στρατηγικές διαδικασίες επαναφοράς στη συζήτηση της υπόθεσης του «κοινωνικού» ρήγματος και άλλου είδους πειθαρχίες και δεσμεύσεις. Στο πρώτο, η χρησιμότητα του κινήματος αποδεικνύεται στη πρακτική της θεματικής ή τοπικής σύγκρουσης. Στο δεύτερο επίπεδο η χρησιμότητα της αριστεράς είναι μια επίπονη, μακροπρόθεσμη και κυρίως αβέβαιη υπόθεση που πρέπει να αποδειχθεί εκτός της τοπικής σύγκρουσης, στη κλίμακα της ιστορικής κίνησης των κοινωνιών.
Στο επίπεδο των κινημάτων η ενότητα διαθεσιμοτήτων απαιτείται για λόγους αποτελεσματικότητας και όχι για λόγους επιβίωσης και συγκέντρωσης δυνάμεων. Προφανώς, στο επίπεδο των κινημάτων, η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη – ΝΔ με όρους κινήματος, είναι αναγκαίος παράγοντας στροφής και επαναπροσανατολισμού των ασκούμενων πολιτικών και είναι πιθανό να δημιουργήσει πλήθος συνθηκών επανεμφάνισης μεταβατικών στρατηγικών.
Αντίθετα, στο επίπεδο των σχέσεων εκπροσώπησης και μέσα σε ένα κλίμα «πολυκρίσης» του κομματικού φαινομένου η συγκέντρωση δυνάμεων μπορεί να αποτελέσει πισωγύρισμα και όχι προωθητική δυναμική και αυτό γιατί το «εσωτερικό» όλων των υπαρκτών οργανώσεων δεν είναι ενιαίο, αλλά «χαλαρό» και πολυεπίπεδο. Σε καμία περίπτωση, η συγκέντρωση δυνάμεων δεν είναι λύση επιβίωσης, ούτε στο κινηματικό ούτε-πολύ περισσότερο- στο κεντρικοπολιτικό και ακόμη : οι συμπορεύσεις στο κινηματικό δεν μπορούν να αθροιστούν σε μια ικανή συνθήκη, στο κεντρικοπολιτικό πεδίο. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο -ίσως βεβιασμένα- σε περιόδους οξύτατης κρίσης διακυβέρνησης ή γενικευμένου εκφασισμού του πολιτικού εποικοδομήματος.
To ΜΕΡΑ 25, λοιπόν, είναι ένα κόμμα του σημερινού κατακερματισμένου και άκρως εξειδικευμένου κομματικού τοπίου της ελληνικής κεντρικής πολιτικής σκηνής. Δεν είναι μια κλασικού τύπου σοσιαλδημοκρατία αλλά μια περίπτωση εξειδικευμένου κόμματος με στόχο τον εκδημοκρατισμό του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (μέχρι τώρα τουλάχιστον). Στα κόμματα αυτού του τύπου η στρατηγική έχει αντικατασταθεί από την εξειδίκευση. Είναι κόμματα μίας ή δύο χρήσεων το πολύ!
Επομένως μια σταθερή και μόνιμη συμπόρευση μαζί του θα οδηγούσε, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια σταθερή πορεία αναζήτησης κάποιου σοσιαλδημοκρατικού «ιδιώματος». Πολύ φοβούμαστε ότι δεν θα είναι ούτε αυτό, γιατί μια τέτοια στόχευση απαιτεί την ενότητα και με άλλες δυνάμεις (πχ. ΝΕΑΡ, τμήματα του ΠΑΣΟΚ, δυνάμεις της Πλεύσης Ελευθερίας κλπ) κάτι που δεν φαντάζει εφικτό στις μέρες μας.
Κάνουμε μια πρόβλεψη: Το ΜΕΡΑ 25 ολόκληρο, αργά η γρήγορα, θα ενταχθεί σε μια κουβέντα περί κοινής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης στο πλαίσιο μιας αριστερής ανάγνωσης της έκθεσης Ντράγκι.
Το ερώτημα λοιπόν παραμένει με επίμονο τρόπο, «τι είδους αριστερά χρειαζόμαστε;»
Μιλάει σήμερα η αριστερά για το μεταμνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης και συσσώρευσης; Τι είναι αυτό;
Σήμερα, καμία πολιτική δύναμη της αριστεράς αλλά και του ευρύτερου θεσμικού κεντροαριστερού χώρου δεν έχει εξασφαλίσει, στην πολιτική της ατζέντα, κεντρική θέση για να απαντήσει στο μεταμνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης και συσσώρευσης. Και αυτό συμβαίνει γιατί είτε κάποιες συνέβαλαν σε αυτό, ως κύριοι κατασκευαστές του, και συνεπώς θέλουν να το αποσιωπήσουν, είτε γιατί βρίσκονται σε τεράστια στρατηγική αδυναμία και δεν ξέρουν τι μπορεί να ειπωθεί γι αυτό.
Το μεταμνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης και συσσώρευσης είναι τυπικά αστικοδημοκρατικό αλλά ουσιαστικά δεν αναγνωρίζει καμία δυνατότητα εναλλακτικής πολιτικής πρότασης, ούτε στην αριστερά ούτε στη σοσιαλδημοκρατία και τον ρεφορμισμό. Τα κύρια χαρακτηριστικά του μεταμνημονιακού καθεστώτος εκμετάλλευσης και συσσώρευσης είναι τα εξής:
α. Η έξοδος από τα μνημόνια, το 2018, εκτός από ψευδεπίγραφη, ήταν ταυτόχρονα και εκ νέου είσοδος της Ελλάδας– για άλλη μια φορά – στην ευρωζώνη με πολύ πιο δυσμενείς όρους από αυτούς της συμφωνίας του Μαάστριχτ. Η συμφωνία για το χρέος αποτελεί τον πυρήνα αυτής της δεύτερης εισόδου ή επανεισόδου στην ΕΖ καθοριστικό χαρακτηριστικό την υποχρέωση παραγωγής πρωτογενών υπερπλεονασμάτων (δηλαδή πλεονασμάτων μόνιμα πάνω από τον επίσημο στόχο) μέχρι και το 2062!
Η πιστή τήρηση αυτής της συμφωνίας θα στέκεται σαν «ταφόπλακα» πάνω από κάθε πολιτική αναδιανομής ή επανοικοδόμησης του κοινωνικού κράτους και καμία σκληρή ή light εκδοχή κοινωνικής πολιτικής ή και πολιτική κοινών και δημόσιων αγαθών δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν σηκωθεί αυτή η «ταφόπλακα» πάνω από τα «κεφάλια» των κυριαρχούμενων (ή υποτελών) τάξεων.
β. Εκτός από τη συμφωνία χρέους ισχύει, από το 2024 και μετά, ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων με το οποίο εισάγεται το λεγόμενο «φρένο» χρέους σύμφωνα με το οποίο οι κρατικές δαπάνες δεν μπορούν να αυξηθούν, ονομαστικά, πάνω από κάποιο ποσοστό για το οποίο υπάρχει συμφωνία του κράτους-μέλους με την ΕΕ. Οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες αποσυνδέουν τα έσοδα από τα έξοδα και κάθε υπέρβαση του στόχου, στα δημόσια έσοδα, κατευθύνεται στην εξυπηρέτηση του χρέους, εκτός αν είναι πολεμική δαπάνη. Δηλαδή κανένα τμήμα του όποιου ετήσιου υπερπλεονάσματος δεν μπορεί να κατευθυνθεί σε ανάγκες κοινωνικής πολιτικής!
γ. Η αγορά εργασίας, σε αρκετά τμήματα της έχει αποδιαρθρωθεί. Παρά την σχετικά υψηλή ανεργία, οι κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται σε συγκεκριμένα τμήματα της. Ένδειξη ότι οι συνθήκες εργασίας έχουν γίνει ανυπόφορες και η προσδοκία συνταξιοδότησης με κάποια, στοιχειωδώς, αξιοπρεπή σύνταξη είναι πλέον ένα απατηλό όνειρο. Γενιές μεταναστών που αδυνατούν να αποδείξουν μόνιμη παρουσία στη χώρα, για μια σειρά από έτη στην Ελλάδα, θα στερηθούν και την ελάχιστη σύνταξη παρότι πλήρωναν εισφορές (Νόμος Κατρούγκαλου). Η κυβέρνηση ετοιμάζει κίνητρα παραμονής στην αγορά εργασίας και μετά τη συνταξιοδότηση ενώ η θέσπιση της 11ωρης ημερήσιας απασχόλησης σε 6ήμερη βάση επεκτείνεται από κλάδο σε κλάδο. Ταυτόχρονα έχουν καταντήσει εντελώς δυσεύρετες πολύ συγκεκριμένες βασικές ειδικότητες και επαγγέλματα ενώ σε πολυσύνθετα εργασιακά – παραγωγικά σύνολα ο συλλογικός εργαζόμενος/η έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση ή burning out.
δ. Παρότι ο κατώτατος μισθός αυξάνεται, σιγά – σιγά, με διοικητικές πράξεις φυσικά και όχι με συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες συνεχίζουν να απαγορεύονται, πολλοί λίγοι εργαζόμενοι και εργαζόμενες τον λαμβάνουν, λόγω της εκτεταμένης μερικής απασχόλησης. Μόλις το 2023, ο ονομαστικός κατώτατος μισθός έφτασε το κατώτατο μισθό του 2012. Όμως, η αγοραστική δύναμη του πραγματικού κατώτατου μισθού είναι πολύ πιο κάτω από αυτήν του 2012. Όποιες αυξήσεις και αν έχουν δοθεί σε διάφορους κλάδους (και έχουν δοθεί αρκετές σε κάποιους κλάδους αιχμής ακόμα και με τη μορφή bonus) δεν επηρεάζουν τη συνολική διαπραγματευτική δύναμη της εργατικής δύναμης επειδή δίνονται στη βάση μιας άτυπης και εξατομικευμένης “διαπραγμάτευσης”, στο απομονωμένο επιχειρησιακό πεδίο-δεν είναι αποτέλεσμα συλλογικών συμβάσεων. Αντίθετα, τα επιχειρηματικά κέρδη το 2023 έχουν ήδη φτάσει ή και ξεπεράσει το προηγούμενο ιστορικό υψηλό της διετίας 2007 – 2008 .
ε. Από το 2021 εμφανίζεται και εγκαθιδρύεται μια τριπλή πληθωριστική ευκαιρία για κυβέρνηση και αστική τάξη. Η αστική τάξη χρησιμοποιεί την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής που κατέχει για να επιβάλλει, με τον μηχανισμό τιμολόγησης τους, μια αρνητική αναδιανομή εισοδήματος, προς όφελος των υπερκερδών τους. Το κράτος, από την πλευρά του ευνοείται γιατί ο πληθωρισμός «φουσκώνει» τον παρανομαστή του κλάσματος χρέος / ΑΕΠ και λόγω της φορολόγησης της κατανάλωσης δημιουργεί υπερέσοδα για την αποπληρωμή του χρέους.
στ. Το 2024 το πρωτογενές εισόδημα, δηλ το εισόδημα της συνολικής οικονομίας προ φόρων, εισφορών και επιδοτήσεων, αυξήθηκε κατά 4,3%. Η συμμετοχή των μισθών στην αύξηση ήταν 1%,των εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων και επιχειρηματιών κατά 1,8% και τα εισοδήματα από διακράτηση πλούτου (αυξημένες αποδόσεις χρηματοπιστωτικού πλούτου) 1,5%! Είναι εμφανές ότι οι μισθοί συμμετέχουν ελάχιστα στην αύξηση του πρωτογενούς εισοδήματος και αυτό παρά την αύξηση της απασχόλησης και παρότι οι μισθωτοί αποτελούν το 69% του ενεργού πληθυσμού. Πρόκειται δηλαδή για μια ανάπτυξη που τροφοδοτείται κυρίως από τα κέρδη και τις αποδόσεις.
η. Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι κατά το 1/3 χαμηλότερη από τον μέσο όρο των κρατών – μελών του ΟΟΣΑ ενώ οι πραγματικές επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Το πάγιο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας συρρικνωνόταν πάνω από μια 10ετία μέχρι και το 2022, μοναδικό φαινόμενο για δυτική οικονομία. 50 δις δημόσιο χρέος κατευθύνθηκε στις χρεωκοπημένες τράπεζες, οι οποίες δεν έχουν επανέλθει ακόμα σε αξιόλογη πιστωτική επέκταση. Αντιθέτως, κρύβονται πίσω από μια πολιτική προμηθειών αλλά και πλειστηριασμών, σε μια χώρα με ανύπαρκτη στεγαστική πολιτική. Ο τουρισμός, οι τράπεζες και η κτηματαγορά έχουν δημιουργήσει τρομακτική κρίση στέγης. Η πλειοψηφία των λαϊκών τάξεων πληρώνει πάνω από το 40% του εισοδήματος τους για δαπάνες στέγασης.
Με βάση τα παραπάνω χαρακτηριστικά του μεταμνημονιακού καθεστώτος εκμετάλλευσης και συσσώρευσης, στο πλαίσιο μιας δυσλειτουργικής και αυταρχικής αστικής δημοκρατίας τα ερωτήματα που γεννώνται είναι τα εξής:
Αρκεί μια μετριοπαθής πολιτική αντιλιτότητας και μια πολιτική υπεράσπισης κάποιων ατομικών δικαιωμάτων για να εξανθρωπιστεί αυτό το αυταρχικό πλαίσιο αστικού κράτους και το ιδιαίτερα σκληρό καθεστώς εκμετάλλευσης; Αρκεί μια ενωτική προσπάθεια με τις ρεφορμιστικές δυνάμεις (ποιες ακριβώς; Μήπως αυτές που «έχτισαν» το μεταμνημονιακό καθεστώς εκμετάλλευσης;) για να προκύψει μια αριστερή μεταρρυθμιστική στρατηγική διέξοδος στο πρόβλημα του ύστερου ευρωπαϊκού καπιταλισμού; Αρκούν 5, 6, 8, 10 άξονες – προτάσεις συμφωνίας για να φτιάξουμε ένα ψηφοδέλτιο κατεβάσματος στις εθνικές εκλογές, ακόμα και αν έχουμε λύσει όλα τα διαδικαστικά αλλά και ουσιαστικά θέματα εκπροσώπησης; Πιστεύουμε πραγματικά ότι, ελλείψει στοιχειώδους στρατηγικού προσανατολισμού και με την «ταφόπλακα» του μεταμνημονιακού καθεστώτος πάνω από τις λαϊκές τάξεις και το κομματικό σύστημα, θα καταφέρουμε κάτι παραπάνω από μια βραχύβια ανάδυση στην επιφάνεια του κεντρικοπολιτικού ομιχλώδους τοπίου; Είναι αυτό που πραγματικά χρειάζονται οι κυριαρχούμενες τάξεις;
Μπορεί ένα εξειδικευμένο κόμμα να απαντήσει στο ζήτημα της αντιμετώπισης του μεταμνημονιακού καθεστώτος εκμετάλλευσης και συσσώρευσης ή να συμβάλει σε αυτό;
Η εκτίμηση είναι πως όχι. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε άλλη οργανωτική διάταξη των πολιτικών οργανώσεων και άλλο τύπο κόμματος. Όχι άλλο ένα κόμμα της εκλογικής αγοράς, που αφορά και απευθύνεται σε εξειδικευμένο κοινό αλλά ένα κόμμα που θα επιχειρήσει να τα βάλει με τις κρατικές και αστικές πολιτικές.
Το πρόβλημα της Κοινωνικής Διαφοροποίησης και οι λεγόμενες ανάγκες έκφρασης των πολλαπλών ταυτοτήτων και κινημάτων.
Αν δεχθούμε ότι υπάρχουν 3 βασικά κριτήρια κοινωνικής διαφοροποίησης, η Τάξη, το Φύλο και η Φυλή τότε, πολύ πιθανά να έχουμε το εξής προβληματικό ζήτημα στο εσωτερικό ενός φανταστικού αριστερού κόμματος. Χωρίς πολλή σκέψη και επειδή υπάρχει μια οργανωτική – στρατηγική και κομματική κρίση που μειώνει την εκλογική απήχηση μας θα πούμε ότι είμαστε ένα κόμμα εργατικό, φεμινιστικό και αντιρατσιστικό ταυτόχρονα για να στοχεύσουμε σε τρεις ομάδες. Επίσης θα πούμε ότι το σχέδιο μας είναι να ενώσουμε σε μια θεωρία αυτές τις τρεις διαστάσεις της κοινωνικής διαφοροποίησης. Όμως έτσι οδηγούμαστε, στα σίγουρα, στο να θεωρήσουμε αυτές τις τρεις κοινωνικές διαφοροποιήσεις ως συγκεκριμένα τμήματα της εκλογικής αγοράς, για να τις εκφράσουμε, ακόμα και αν πολλά από αυτά τα κριτήρια συγκεντρώνονται στο ίδιο άτομο. Έτσι, ενώ μπορεί να μιλάμε με ειλικρίνεια για αυτές τις τρεις κοινωνικές κατηγορίες η απεύθυνση μας σε αυτές συντελείται με όρους πολιτικής αγοράς και όχι στην κατεύθυνση συγκρότησης κοινωνικού μπλοκ. Και έτσι, επειδή εμείς το εκφράσαμε έτσι και επειδή οικοδομήσαμε ένα κόμμα της εκφοράς και της άθροισης μπορεί να εξελιχθούμε σε ένα κόμμα της εκλογικής αγοράς και όχι σε ένα κόμμα της κοινωνικής αλλαγής που θεωρεί την Τάξη, το Φύλο και τη Φυλή όρους της κοινωνικής αλλαγής και όχι εκλογική πελατεία, ακόμα και αν με αυτήν, έχουμε ειλικρινή σχέση αντιστοιχίας.
Όμως κοινή θεωρία Τάξης, Φύλου, Φυλής δεν μπορεί να υπάρξει διότι αυτές οι τρεις διαφοροποιήσεις είναι άλλης τάξεως, η μια από τις άλλες. Η τάξη δεν υπάρχει ως «ταυτότητα» διότι οι κυρίαρχες τάξεις συνήθως αρνούνται ότι είναι τάξεις και οι κυριαρχούμενες τάξεις δεν θέλουν τη μοίρα του φτωχού, θέλουν να ξεφύγουν από αυτήν. Αντίθετα, η φυλή και το φύλο υπάρχουν και μπορούν να τα επικαλεστούν και τα καταπιεζόμενα υποκείμενα και οι καταπιεστές τους. Οι γυναίκες καταπιέζονται, στη βάση μιας διαφοράς ακριβώς επειδή είναι γυναίκες. Ο εργάτης εκμεταλλεύεται επειδή διαθέτει εργατική δύναμη και όχι γιατί είναι εργάτης.
Στην περίπτωση της τάξης η πολιτική οργάνωση πρέπει να πείσει, μέσω της μαζικής πολιτικής και του αριστερού λόγου ότι οι τάξεις δεν υπάρχουν, έξω από την ταξική πάλη: ότι δεν είναι ταυτότητα, μια συμβολική – φαντασιωτική αποκρυστάλλωση, αλλά δυναμικός ενεργός προσδιορισμός. Στη περίπτωση του φύλου και της φυλής η πολιτική οργάνωση πρέπει να αποδομήσει τις διαφοροποιητικές και ρατσιστικές φαντασιώσεις. Η πατριαρχία και ο ρατσισμός είναι κοινωνικά συμβόλαια συναίνεσης και βίας ή καθεστώτα ράτσας και φύλου που ορίζουν μια κοινωνικώς σημαντική διαφορά (για τους σωβινιστές και τους ρατσιστές). Οι γυναίκες και οι τσιγγάνοι για παράδειγμα είναι υποκείμενα συναίνεσης και υποταγής γιατί είναι διαφορετικά υποκείμενα από τους λευκούς άντρες. Έχουν διαφορετική φύση ή πολιτισμό, σύμφωνα με τα σύγχρονα πατριαρχικά και ρατσιστικά καθεστώτα.
Τόσο η πολιτική αναλυτική εμφάνιση των τάξεων μέσα στις συνθήκες της ταξικής πάλης όσο και η αποδομητική αντιμετώπιση των πατριαρχικών και ρατσιστικών συστημάτων, εντός των καπιταλιστικών συνθηκών, αποτελούν όρους κοινωνικής αλλαγής και όχι ιδιότητες της εκλογικής βάσης στην οποία απευθυνόμαστε. Αν ακολουθήσουμε τη δεύτερη οδό, τότε «φετιχοποιούμε» τις κοινωνικές συνθήκες και τα καθεστώτα εκμετάλλευσης και καταπίεσης και η κοινωνική μεταβολή θεωρείται ότι προέρχεται από προσωποποιημένες κατηγορίες. Η υπόθεση που γίνεται εδώ είναι πως τα εξειδικευμένα κόμματα είναι κόμματα του «φετιχισμού», με όση ειλικρίνεια και αν εντάσσουν προβληματικές «πολυσθένειας». Ως κόμματα ενός «φετιχισμού» μπορεί και να πετύχουν να εκφράσουν ένα «κοινωνικό ρευματάκι», όμως αυτή η ικανότητα δεν μπορεί να συντελέσει στην κοινωνική αλλαγή.
Το ζήτημα της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Παραπάνω στα λιγοστά οικονομικά στοιχεία που παραθέσαμε και προέρχονται από το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ και την βάση Ameco της ΕΕ ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πηγές αύξησης του πρωτογενούς εισοδήματος. Οι μισθοί, φαίνεται, ότι έχουν τη μικρότερη συμμετοχή και φαίνεται πως αυτό ίσως συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, αν θεωρήσουμε εύλογα ότι η πολιτική της ΝΔ δεν θα αλλάξει δομικά αλλά μάλλον θα ενισχύσει τα σημερινά χαρακτηριστικά της. Αλλά ακόμη κι αν η ΝΔ φύγει από την κυβέρνηση , ποια μακροοικονομική πολιτική θα την αντικαταστήσει; Τι έχει να προσφέρει το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΕΑΡ και οι άλλες δυνάμεις; Και αν έχουν, όπως φαίνεται ότι έχουν, κάποια think tank της αριστεράς, τι θα κάνουν για να τα εφαρμόσουν όταν η «ταφόπλακα» της δανειακής σύμβασης ισχύει μέχρι το 2062;
Είναι προφανές ότι η δομή της εθνικής οικονομίας προσαρμόζεται στην ενεργή ζήτηση της χώρας αυτής. Η δομή της ενεργού ζήτησης εξαρτάται και προσδιορίζεται από την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των ιδιωτών (εργαζομένων, επιχειρηματιών, άμεσων παραγωγών και του κράτους βεβαίως. Διότι, άλλα εμπορεύματα ζητά το κράτος και άλλα οι ιδιώτες, άλλα οι ιδιώτες – εργάτες και άλλα οι ιδιώτες επιχειρηματίες. Έτσι, λοιπόν, και η κατανομή του εισοδήματος καθορίζει τη δομή της ζήτησης και άρα και την δομή του παραγωγικού μηχανισμού της οικονομίας.
Είναι σαφές ότι στην Ελλάδα, λόγω της δομής της ενεργού ζήτησης και της δομής της ελληνικής οικονομίας και του παραγωγικού τομέα, ιδιαίτερα στα μεταμνημονιακά χρόνια (τα χρόνια μετά το 2018) και έτσι όπως αυτά καθορίστηκαν από τις πολιτικές των μνημονίων οι υποδομές κοινωνικού εξοπλισμού, το κράτος πρόνοιας, η υγεία και η παιδεία δεν θα είναι ποτέ έτοιμα να αντιμετωπίσουν μεγάλες καταστροφές και εξωτερικά σοκ. Δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσουν εξάρσεις της κλιματικής αλλαγής, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσουν πανδημίες, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσουν κύματα ακριβείας και δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσουν κρίσεις και εξάρσεις του πατριαρχικού συμβολαίου ή κρίσεις και εξάρσεις του μεταναστευτικού και του προσφυγικού. Τέλος δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αντιμετωπίσουν τις φωτιές και τις καταιγίδες, την ερημοποίηση και την πληθυσμιακή κρίση. Και ξέρουμε γιατί δεν θα είναι. Γιατί, λόγω της ιδιαίτερης κατανομής του εισοδήματος και λόγω της ιδιαίτερης δομής της ελληνικής οικονομίας ότι παράγεται – προϊόν, εμπόρευμα ή υπηρεσία – παράγεται με εκείνη την ιδιοποιήσιμη μορφή που μπορεί να αναπαράγει το οικονομικό και κοινωνικό status των μη παραγωγών, δηλαδή, των επιχειρηματιών του χρήματος και των εμπορευμάτων και όσων στηρίζουν τους κατέχοντες τα μέσα παραγωγής. Δεν είναι μόνο οι δείκτες της ανισότητας που αυξάνονται αλλά και δεν μας λένε κάτι από μόνοι τους. Η δομή της ενεργού ζήτησης και η δομή της αύξησης του πρωτογενούς εισοδήματος είναι τα κρίσιμα μεγέθη για να δούμε τη βαθιά και διαρκή κρίση αναπαραγωγής στην οποία έχει μπει ο ελληνικός καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός. Κρίση αναπαραγωγής που αντανακλάται και στο πολιτικό και κομματικό σύστημα και ιδιαίτερα σε οργανωτική και πολιτική κρίση όλων των οργανώσεων των κυριαρχούμενων τάξεων.
Το ζήτημα δεν είναι να επικαλούμαστε τις ανισότητες μόνο και να διακηρύσσουμε πολιτικές ίσων ευκαιριών. Αυτό μπορούσε και το έκανε η σοσιαλδημοκρατία -αλλά δεν μπορεί πλέον να κάνει ούτε αυτό. Δεν υπάρχει σήμερα ρεφορμισμός ικανός να προτάξει μια στρατηγική ίσων ευκαιριών. Όμως το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη μιας τέτοιας στρατηγικής αλλά άλλο. Σε κοινωνικούς σχηματισμούς με τα χαρακτηριστικά του ελληνικού σχηματισμού το πρόβλημα είναι ότι λόγω της οξύτατης κρίσης αναπαραγωγής και ενώ η παραγωγή υπεραξίας συνεχίζεται αμείωτη ή πραγματοποίηση της υπεραξίας (η κατανάλωση και η διανομή) οδηγεί την οικονομία σε ένα μοντέλο empty capitalist country, δηλαδή η εξωτερική ζήτηση και η αύξηση της ευημερίας και της καταναλωτικής δαπάνης των καπιταλιστών και των στρωμάτων -στηριγμάτων του κεφαλαίου καθίστανται απολύτως απαραίτητες για την συνέχιση της λειτουργίας του συστήματος στο σύνολο του και αυτό ενισχύει τον φαύλο κύκλο του μεταμνημονιακού καθεστώτος εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων και κυρίως της κρίσης αναπαραγωγής όλου του πολιτικοοικονομικού συστήματος.
Συνήθως διατυπώνεται από μαρξιστικές – φεμινιστικές πλευρές ότι η πατριαρχία προηγείται ιστορικά του καπιταλισμού; Αν και κάτι τέτοιο ευσταθεί και έχει τη σημασία του το θέμα μας δεν είναι να πούμε ποιος ή τι προηγείται ιστορικά. Υπάρχει ρατσισμός πριν τον καπιταλισμό; Νομίζω πως οι σύγχρονες μορφές ρατσισμού δεν προϋπάρχουν του νεωτερικού κράτους και των δομών του. Στις αυτοκρατορίες, ενώ υπήρχε τεράστια καταπίεση, ο ρατσισμός δεν ήταν της σημερινής μορφής, μπορεί και να μην υπήρξε καθόλου έτσι όπως τον γνωρίζουμε και τον εννοούμε σήμερα. Εκτιμώ ότι περίπου το ίδιο συμβαίνει και με την πατριαρχία. Υπήρξαν αρκετές ιστορικές μορφές της πατριαρχίας. Η σημερινή είναι «δεμένη» με τις σημερινές μορφές καπιταλισμού με έναν ειδικό τρόπο, όπως και ο ρατσισμός. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για καθεστώτα πατριαρχίας τα οποία συνυπάρχουν με καπιταλιστικές διαδικασίες στα σημεία που έρχονται σε επαφή οι αγορές εργασίες με την πυρηνική οικογένεια και το εσωτερικό οργανισμών, όπως είναι οι επιχειρήσεις. Τα καθεστώτα αυτά συμπεριλαμβάνουν μορφές συναίνεσης στην υποταγή, οικονομική και συναισθηματική εξάρτηση, απειλές για άσκηση βίας, καθαρές μορφές βίας και παρενόχλησης, πατριαρχική αντίδραση στην φεμινιστική δράση, στρατηγικές καταμερισμού εργασίας και μονοπώλησης μορφών της εργατικής δύναμης από άντρες και φυσικά εκτεταμένες πρακτικές micro management και πατροναρίσματος. Οι πρακτικές ανεξαρτησίας (όχι μόνο οικονομικής) των γυναικών από τα καθεστώτα της πατριαρχίας συναντούν τα επίπεδα στα οποία πραγματοποιείται η κοινωνική αναπαραγωγή.
Έχουμε δύο επίπεδα αναπαραγωγής ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Το επίπεδο της αναπαραγωγής της άμεσης διαδικασίας παραγωγής των όσων παράγει (προϊόντα, εμπορεύματα, υπηρεσίες) αυτός ο κοινωνικός σχηματισμός και το επίπεδο αναπαραγωγής της συνολικής κεφαλαιακής σχέσης και όλων των όρων του πολιτικοθεσμικού προσδιορισμού της.
Εάν κάποια μέρα η πατριαρχία και ο ρατσισμός εξαφανίζονταν και το φύλο και η φυλή ως κριτήρια κοινωνικού διαχωρισμού γινόντουσαν κοινωνικά και πολιτικά αδιάφορα, όπως αδιάφορο μας είναι ο αριθμός των δοντιών μιας οδοντοστοιχίας, ως κριτήριο διαχωρισμού των ανθρώπινων όντων, τότε ναι ο καπιταλισμός θα συνέχιζε να υπάρχει και να λειτουργεί και να παράγει υπεραξία διότι στον πυρήνα του δεν απαιτεί την καταπίεση του φύλου και της φυλής αλλά την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Όμως, η ουσιαστική κατάργηση, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, των διαχωρισμών φύλου και φυλής απαιτεί τέτοια πολιτικόθεσμική οργάνωση όπου η αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης στο σύνολο της και στο επίπεδο των θεσμών, της υγείας, της παιδείας, της δικαιοσύνης, των δομών του κοινωνικού κράτους, στις πολιτικές ανεξαρτησίας και αυτονομίας των ανθρωπίνων όντων από τους προσδιορισμούς του φύλου και της φυλής και από τις αγορές και το χρήμα, των πολιτικών της ένταξης πληθυσμών κλπ τίθεται σε κίνδυνο, διότι απαιτούνται τεράστιες μεταφορές πόρων προς την αναπαραγωγή αυτού του «εξισωτικού καπιταλισμού». Αυτές οι μεταφορές πόρων προς αυτόν τον υποθετικό «εξισωτικό καπιταλισμό» δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο εις βάρος της αναπαραγωγής του οικονομικού και κοινωνικού status των κυρίαρχων τάξεων και έτσι η τελευταίες τίθενται σε κίνδυνο.
Ναι, ο καπιταλισμός είναι θεωρητικά ένα «ανοικτό» σύστημα που δεν χρησιμοποιεί παγιωμένες κοινωνικές ταυτότητες και μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτές. Όμως, στην ιστορία δεν το έχει κάνει ποτέ και αυτό γιατί δεν είναι ένα σύστημα με άπειρη χωρητικότητα και δεν μπορεί να ενσωματώσει τα πάντα. Τα αιτήματα που προέρχονται από την επιθυμία άρσης των οριζόντιων και κάθετων κοινωνικών διαχωρισμών μπορούν να τον μπλοκάρουν και να θέσουν την αναπαραγωγή της κυριαρχίας και της ηγεμονίας του σε κρίση. Οι πρακτικές ανεξαρτησίας και εξόδου των γυναικών από τα υπαρκτά (και όχι ιστορικά) καθεστώτα πατριαρχίας είναι ακριβές, σε όρους χρήματος, και πλήττουν άμεσα τις τάξεις που κατέχουν το χρήμα.
Τα Τέμπη αποκαλύπτουν ότι η αδικία στην Ελλάδα έχει την μορφή της πατριαρχίας, ενώ θεωρητικά μπορεί να υπάρξει δίκαιος καπιταλισμός χωρίς κατάργηση της εκμετάλλευσης. Η αδικία καθεστώς στα σημεία που συναντιόνται ο ιδιωτικός με το δημόσιο τομέα, εκεί που οι διάφορες κοινωνικές πρακτικές συναντούν τις οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας και τις μεθόδους αναδιανομής. Η έξοδος από αυτό το καθεστώς αδικίας θέτει σε κίνδυνο την αναπαραγωγή των κυρίαρχων τάξεων.
Ξανά στο αρχικό ερώτημα.
Ποια είναι λοιπόν η χρησιμότητα της αριστεράς σήμερα; Μήπως να απαντήσει στα σημερινά προβλήματα με μια ρεφορμιστική – σοσιαλδημοκρατική φόρμουλα συγκεντρώνοντας ότι κοινωνική και πολιτική διαθεσιμότητα υπάρχει; Είναι ικανή προϋπόθεση συμμαχιών στο κεντρικοπολιτικό η άθροιση των άκρως απαραίτητων κινηματικών συμπορεύσεων; Πρέπει οι κινηματικές συναντήσεις να εκφραστούν, όλες μαζί, κεντρικοπολιτικά;
Σήμερα στην ελληνική πολιτική σκηνή που διακατέχεται, όπως και άλλες δυτικές κοινωνίες, από τη διπλή κρίση των μεγάλων κομμάτων καρτέλ και του ρεφορμισμού υπάρχουν δύο αντίπαλες – αριστερές πρακτικές. Οι δύο αριστερές πρακτικές είναι η μία απάντηση στις πρακτικές της άλλης όμως και οι δύο μαζί βουλιάζουν στη πολιτική ανυποληψία.
Η μία αντίληψη θεωρεί ότι τα διάφορα κινηματικά και αντικαπιταλιστικά εγχειρήματα πρέπει να ενωθούν και να συμμαχήσουν, ακόμα και με κάποια ειλικρινή ρεφορμιστικά εγχειρήματα, στη προοπτική μιας ορατής διεξόδου από το πολιτικό πρόβλημα της ανύπαρκτης έκφρασης και εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων στο σημερινό πολιτικό τοπίο. Η αντίληψη αυτή απαντά στον σκληρό σεχταρισμό άλλων αριστερών οργανώσεων (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ). Πως απαντά όμως; Η απάντηση έχει αδιευκρίνιστη κομματική δομή, η ένταξη μελών μοιάζει με ένταξη σε δημόσιο χώρο διαλόγου, τα ζητήματα εσωτερικού καταμερισμού και παραγωγής της πολιτικής γραμμής λύνονται σε επιτελειακό επίπεδο (think tank) και ο ρεφορμισμός κυριαρχεί επί των αντικαπιταλιστικών συμμάχων, μέσω του σχήματος της εξειδίκευσης ή ακόμα χειρότερα η προσωπικότητα κυριαρχεί επί των αντικαπιταλιστικών «ιδιωμάτων». Είναι προσπάθειες που δεν πατάνε σε πολιτικές διαιρετικές τομές αλλά σε «ανησυχίες» της εκλογικής βάσης, μέσω ρητορικών σχημάτων. Το γεγονός ότι μπορεί να καλύψουν, με σχετικά επιτυχημένο τρόπο, κάποιες «εκφραστικές» ανάγκες της εκλογικής βάσης δεν συνεπάγεται ότι θα αποτελέσουν ποτέ κόμμα ή οργάνωση πολιτικού μετασχηματισμού και κοινωνικής αλλαγής.
Η άλλη αριστερή αντίληψη αναγνωρίζει τον υπαρκτό κίνδυνο και την ιστορική τάση της «σοσιαλδημοκρατικής διολίσθησης» και απαντούν με τον σεχταρισμό, ως αμυντική στρατηγική κομματικής οικοδόμησης και ως κόμμα – καταφύγιο. Η υπεκφυγή από το πρόβλημα έχει καθαρά οργανωτική μορφή και το κόμμα φαίνεται να λειτουργεί, όντως, με μεγαλύτερο βαθμό συλλογικότητας, χωρίς την αυτονόμηση προσωπικοτήτων. Η πρακτική αυτή δεν θέλει να συναντηθεί με τον ρεφορμισμό, σε κανένα επίπεδο, ούτε στο κινηματικό και φυσικά ούτε στο κεντρικοπολιτικό. Οι μάζες που βρίσκονται έξω από το κομματικό «καταφύγιο», με κάποιο περίεργο – μεταφυσικό τρόπο θα καταλάβουν τι διακυβεύεται, όχι παρακολουθώντας ή συμμετέχοντας στον κοινωνικό και πολιτικό ανταγωνισμό αλλά επιβραβεύοντας, με εμπιστοσύνη, το κόμμα ή την οργάνωση των κοινωνικών αγωνιστών που δεν ακούνε και δεν υποκύπτουν στις «σειρήνες του ρεφορμισμού».
Και οι δύο πρακτικές αφορούν σε κομματικούς σχηματισμούς επιβίωσης και όχι αντικαπιταλιστικού αγώνα. Ως πρακτικές επιβίωσης οδηγούν σε κόμματα της πολιτικής αγοράς και προσπαθούν να μονοπωλήσουν τη λαϊκή εκπροσώπηση ή να τμηματοποιήσουν την εκλογική βάση. Οι μεν προσπαθούν να αντλούν πόρους από κοινοβουλευτικά αξιώματα (Κόμμα δημόσιου αξιώματος) και σπανίως το πετυχαίνουν, οι δε προσπαθούν να επιβιώσουν μόνο από οργανωτικούς πόρους μιας οργάνωσης απομονωμένης από την συγκυρία. Ίσως το ΚΚΕ να είναι η πιο πετυχημένη μορφή κόμματος επιβίωσης. Η ηγεσία του ΚΚΕ υπάρχει, όχι μόνο για να αναπαράγει τον εαυτό της, αλλά για να αναπαράγει και την ίδια την οργάνωση γιατί όσο αναπαράγεται η οργάνωση δικαιολογείται η ύπαρξη της κομματικής ηγεσίας.
Απέναντι σε αυτό το τοπίο της πολύπλευρης κομματικής και πολιτικής κρίσης η μεγάλη έλλειψη είναι εμφανής. Λείπει εκείνη η πολιτική οργάνωση που οικοδομείται κοινωνικά, με διαδικασίες βάσης, οργανώνει με άλλο τρόπο τον εσωτερικό καταμερισμό εργασίας αδιαφορώντας για τα κυρίαρχα κριτήρια κοινωνικού διαχωρισμού που είναι η φυλή και το φύλο, αντλεί πόρους από το ίδιο το πεδίο δράσης της και δεν διστάζει να εμπλέξει οργανωτικούς πόρους σε καθημερινές συγκρούσεις με την αστική πολιτική, δεν έχει θεματικό προσανατολισμό και δεν μιμείται τα κινήματα, δεν αποτελεί κόμμα της πολιτικής αγοράς και δεν απευθύνεται σε εκλογικά ακροατήρια. Διαθέτει συνολικό σκοπό που είναι η σύγκρουση με τις λειτουργίες και τους σκοπούς του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, στον οποίο εντάσσεται, και την κρατική υπόσταση του. Μια τέτοια πολιτική οργάνωση θα μαζικοποιηθεί αν πείσει τις μάζες και όχι αν αποκτήσει «ορατότητα» στο κεντρικοπολιτικό πεδίο. Άλλωστε, η «ορατότητα» είναι από τα πριν καταμερισμένη και άρα αυτό που γίνεται «ορατό» είναι από τα πριν υπονομευμένο. Μια τέτοια πολιτική οργάνωση, που συγκρούεται με καπιταλιστικές διαδικασίες διαμορφώνει η ίδια τους όρους της «ορατότητας» της. Μια τέτοια οργάνωση, φυσικά, δεν είναι καθόλου μα καθόλου εύκολη. Ίσως είναι και ανέφικτη, εδώ που τα λέμε. Όμως μας καλεί να την προσπαθήσουμε με ότι διαθέσιμο υπάρχει.